Ούτε εξομολογείται ούτε απολογείται, καλά καλά ούτε αφηγείται η Ελένη Βαροπούλου στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Toυ έχει δώσει τον τίτλο «Σκηνές από το Θέατρο της Ζωής μου», και κάθε λέξη εδώ μετράει, γιατί δεν έχουμε να κάνουμε με μια μεταφορική χρήση της έννοιας του θεάτρου στα πεπραγμένα μιας ζωής αλλά με μια ζωή στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε το θέατρο και ως σκηνική παράσταση αλλά και ως θεωρητική σύλληψη. Το βιβλίο μπορεί να είναι αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, αλλά η αυτοβιογραφία αυτή μοιάζει τελικά περισσότερο με απογραφή παρά με αυτοπεριγραφή. Γράφει σε πρώτο πρόσωπο αλλά αυτό το πρώτο πρόσωπο πλησιάζει πιο κοντά στο τρίτο πρόσωπο παρά στο πρώτο.
Η πολύ μακρά και δραστήρια διαδρομή της ως κριτικός θεάτρου, οι πέντε, και τόσο πλούσιες σε αναζητήσεις, δεκαετίες που διήνυσε παρακολουθώντας δημοσιογραφικά τα τεκταινόμενα στην εγχώρια και την διεθνή θεατρική σκηνή, η πρωταρχική της περιέργεια για το σκηνικό γεγονός και ο οργανωτικός της ρόλος σε υβριδικές σκηνικές δράσεις διέβρωσαν, με τον τρόπο που τα φυσικά στοιχεία διαβρώνουν τα πετρώματα, την ολότητα της φυσιογνωμίας της ώστε, καθώς το διαπιστώνουμε διαβάζοντας, να βιώνει και να το απομυζά το καθετί με όρους θεάματος. Το φυσικό της, όμως, τούτο προσόν δεν το ανάγει σε κάποιο στυλιστικό εφφέ της γραφής –δεν υποκύπτει σε τέτοιους πειρασμούς. Γράφει απλά αυτά που βλέπει η σκέψη της να ξετυλίγονται μαζί με την κορδέλα της ζωής της.
Σαν μια υπόρρητη σκηνοθεσία, δεν θα ήταν τραβηγμένο να πούμε ότι ουσιαστικά η συγγραφέας Ε.Β. παρακολουθεί το πρόσωπο Ε.Β. να κινείται στα πάρα πολλά και ετερόκλητα περιβάλλοντα που συνέβη να επισκεφθεί στην πορεία του επαγγελματικού και προσωπικού της βίου από κάποιο προνομιακό θεωρείο. Κι αυτά περνούν ως στιγμές μπροστά και από τα δικά μας μάτια σε μια ροή σε μεγάλο βαθμό συνειρμική με γοργές εναλλαγές, ανάλαφρη μέσα στην ακρίβειά της, διασκεδαστική με τα ξαφνιάσματά της, συνέχοντας όλον αυτόν τον καταιγισμό από μεγαλύτερης ή μικρότερης βαρύτητας επεισόδια με την, ισχυρή αλλά καθόλου υπογραμμισμένη, εξασκημένη κριτική ιδιοσυγκρασία της. Μας δείχνει με απλότητα όλα εκείνα τα πράγματα που, μέσα στη ζωή της, έπαιξαν ρόλο. Πράγματα βεβαίως θεατρικά και θεατρολογικά, βιογραφικά, πολιτικά, πράγματα της ιστορικής συγκυρίας, συναντήσεις, σκηνές της συναισθηματικής της ζωής, λογοτεχνικές παραπομπές, επαγγελματικές περιπέτειες και, ανάμεσα στις πιο δυνατές αναφορές του βιβλίου, ταξιδιωτικές περιηγήσεις, στις οποίες αποδεικνύεται ακούραστη και αχόρταγη ταξιδιώτισσα. Καθόλου δεν θα ξαφνιαζόμουν αν ποτέ μάθαινα ότι στο DNA της Ελένης ανακάλυψαν ηροδότεια χρωμοσώματα. «Θεωρίης ένεκεν». Αυτή τη γεύση μας αφήνει το βιβλίο της.
Είναι ένα βιβλίο στακάτο, ταχύ, πλούσιο, ευθύβολο, καλύπτει μια μεγάλη γεωγραφία προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων και τόπων χωρίς να αυξομειώνει την προσοχή του ως σημείο ιεράρχησης, ξεκούραστο καθώς μέσα στην περιπλάνησή του δεν χρονοτριβεί σε αναιρέσεις, προχωρά ακάθεκτο στο επόμενο θέμα προσφέροντας μια ξεκούραστη έκπληξη από το γεγονός ότι η συγγραφέας δεν κεφαλαιοποιεί την όποια σπουδαία πληροφορία μόλις έβαλε στο χαρτί αλλά την παρατάει για χάρη της επόμενης, για χάρη του ρυθμού, για χάρη της (ασυνήθιστης) ευκινησίας του.
Από το 1970 και μετά, οπότε ολοκληρώνονται οι σπουδές της στην Ελλάδα και αρχίζει η εξ ιδιοσυγκρασίας και εξ επαγγέλματος ζωή της ως πολίτης του κόσμου, με πρώτη έδρα της την καλλιτεχνική μητρόπολη Παρίσι, σε μια περίοδο όπου το γενικό κλίμα της αναζήτησης και αλληλοδιείσδυσης στις τέχνες και στη σκέψη, με την κατάργηση των γεωγραφικών πολιτιστικών στεγανών, αλλά και των ταμπού, με την εμφάνιση νέων συγκερασμών, να κατακυριεύει τα πάντα, η Ε.Β. φροντίζει να βρίσκεται στα περισσότερα σημεία όπου διακυβεύεται η υπόθεση θέατρο. Κι όταν το κλίμα αυτό τις επόμενες δεκαετίες παύει να είναι σε ημερήσια διάταξη, εκείνη καταφέρνει μέσα από ρόλους οργανωτικούς, διευθυντικούς, ρόλους πολιτιστικής διαχείρισης να διατηρήσει τον προσανατολισμό του στην θεατρική πρακτική.
Η θεατρική εμπειρία ως παρακολούθηση ενός θεάματος, ως ίδωμα μιας παράστασης δεν είναι κάτι που μεταφέρεται με τα λόγια, Ούτε με την εικόνα (φωτογραφική ή κινηματογραφική) δεν μεταφέρεται. Δεν γίνεται θέατρο χωρίς μέθεξη. Ουσιαστικά μόνο οι θεατές ενός θεάματος, μόνο όσοι το έχουν δει –ή έστω έχουν δει κάποια παρεμφερή– μπορούν να μοιραστούν τις γνώμες επ’ αυτού. Εδώ βρίσκεται ένας σκόπελος για το βιβλίο που συζητούμε, Το βιβλίο θα μιλήσει αναγκαστικά πολύ περισσότερο σε όσους έχουν παρακολουθήσει τις θεατρικές περιπέτειες στις οποίες αναφέρεται το βιβλίο και λιγότερο σε αυτούς που δεν τις έχουν μοιραστεί. Προκύπτει ένα ηλικιακό θέμα προφανώς, Αλλιώς θα διαβάσει κάποιος που έτρεχε σε κάθε σημείο του Παρισιού που παρουσιαζόταν έργο του Ταντέους Καντόρ, για παράδειγμα, τις σχετικές γραμμές, κι αλλιώς κάποιος που μπορεί να έχει δει κάποιες παραστάσεις του στο διαδίκτυο ή έστω μια παράσταση κάποτε στη Θεσσαλονίκη. Όμως και, ελλιπής ή πληθωρική, η φαντασία με την οποία θα καλύψει τα κενά ο αναγνώστης παίζει μεγάλο και σοβαρό ρόλο. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι το βιβλίο αυτό θα σταθεί πολύτιμο για πολλαπλές αναγνώσεις και τώρα και μετά από καιρούς.
Οι φίλοι της γνωρίζουμε ότι τα τελευταία χρόνια δεν στάθηκαν ανέφελα για την Ελένη, όπως άλλωστε το λέει και η ίδια ρητά (εν παρόδω, φυσικά) στο γραφτό της. Στα χρόνια αυτά το αποφάσισε, κι έκατσε κι έγραψε τούτο το βιβλίο. Σαστίζει κανείς από την ευδαιμονία που αποπνέει.