Η Πόλα Φοξ (1923-2017) θεωρείται ως μία από τις σημαντικότερες συγγραφείς των ΗΠΑ, κυρίως στο χώρο των μυθιστορημάτων για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες, αλλά και για τα έργα της που απευθύνονται σε ενήλικο κοινό.
Τρία μόνο, όμως, δικά της έργα έχουν μέχρι τώρα μεταφραστεί στα ελληνικά – τα εφηβικά Τα νεφελόψαρα ζούνε στη θάλασσα (Ψυχογιός 1987) και Ο χάρτινος αετός (Πατάκης 1997) και τώρα το Πρόσωπα σε απόγνωση από τις εκδ. Gutenberg, που θεωρείται όχι μόνο ως το καλύτερο δικό της μυθιστόρημα για ενήλικες, αλλά και ως ένα από τα πλέον σημαντικά μυθιστορήματα της αμερικάνικης λογοτεχνίας.
Το έργο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1970 και με ένα άμεσο όσο και υπαινικτικό λόγο καταγράφει την απόσυρση της έως τότε αστικής τάξης μπροστά σε μια νέα κοινωνική δύναμη που έρχεται να διαφεντεύει τις δομές του δυτικού πολιτισμού και αφήνει μετέωρους όσους αδυνατούν να προσαρμοστούν στο επερχόμενο νέο.
«Είχε ησυχία έξω στο δρόμο. Όμως αυτό ήταν μια απατηλή εντύπωση. Υπήρχε μια πολιορκία σε εξέλιξη: ήταν σε εξέλιξη εδώ και πολύ καιρό, αλλά οι ίδιο οι πολιορκημένοι ήταν οι τελευταίοι που την έπαιρναν στα σοβαρά. Το να καθαρίζουν με τη μάνικα τα ξερατά από το πεζοδρόμιο ήταν μόνο ένα προσωρινό μέτρο, σαν μια καλή πρόθεση» (σελ. 241).
Δύο τα κεντρικά πρόσωπα του έργου, ο Ότο και η Σόφη.
Ένα ζευγάρι που πλησιάζει προς τη μέση ηλικία -εκείνος δικηγόρος, εκείνη μεταφράστρια- που ζούνε με ένα άνετο και προσεχτικά και με γούστο επιπλωμένο διαμέρισμα, σε μια γειτονιά όμως που παρακμάζει και κατοικείται πλέον από οικογένειες χαμηλότερης κοινωνικής τάξης.
Μια κοινή ζωή δύο ανθρώπων που έχει πλέον μετατραπεί σε ένα μείγμα ατομικής απόστασης και συντροφικής αλληλεξάρτησης.
Πρόσωπα και σχέση σε κρίση.
Ο Ότο βιώνει με υπαρξιακό άγχος την απόφαση του συνεταίρου του και παιδικού του φίλου να σταματήσει της επαγγελματική τους συνεργασία.
Η Σόφη έχει στην ουσία σταματήσει να μεταφράζει καθώς αυτό που αναζητά δεν γνωρίζει αν μπορεί και να το βρει στην όποια προσωπική της απασχόληση. Κάποια περίοδο, στο παρελθόν, είχε μια εξωσυζυγική σχέση που μήτε η ίδια είχε αποφασίσει ποιο μπορεί να ήταν το μέλλον της, αλλά ούτε και ο εραστής της ήταν έτοιμος να της προτείνει μια ουσιαστική συνέχεια.
Ναι, πρόσωπα και σχέση σε κρίση.
Μια κρίση που ξαφνικά θα πάρει μορφή από τυχαίο γεγονός. Μια αδέσποτη γάτα δαγκώνει τη Σόφη και μέσα στο ζευγάρι εισέρχεται βίαια η ανατροπή μιας πιθανής μόλυνσης από λύσσα.
Από το γεγονός αυτό ξεκινά η αφήγηση και στη συνέχεια παρακολουθούμε την καθημερινότητα δυο ανθρώπων κατά τη διάρκεια τριών ημερών.
Μέσα σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, η Πόλα Φοξ μπόρεσε να χωρέσει ένα πολλαπλό ψυχογράφημα καταγραφής διαφόρων ανασφαλειών -της γυναικείας αναζήτησης για μια νέα ταυτότητα· της ανδρικής ανάγκης να κρατηθεί η όποια ισορροπία· του ζευγαριού που επιζητά, χωρίς και να την προσδιορίζει, την συνύπαρξη· του φόβου μπροστά στο νέο που δεν κατανοείς…
«Θα μπορούσαν να είχαν κάψει το σπίτι, Ότο» είπε (η Σόφη) «Θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα τα πράγματα».
«Είναι σαν να τραβάς το καζανάκι ακριβώς πριν βουλιάξει ο ‘Τιτανικός’» είπε (ο Ότο)
«Δεν βουλιάξαμε», είπε η Σόφη. «Απλώς φάγαμε λίγο ξύλο».
Στην ενδιαφέρουσα εισαγωγή του Aμερικάνου μυθιστοριογράφου και κριτικού Jonathan Franzen, που προηγείται του μυθιστορήματος, η Πόλα Φοξ τοποθετείται δίπλα στον Τζον Απντάικ , τον Φίλιπ Ροθ και τον Σολ Μπέλοου.
Ίσως να είναι έτσι, ίσως και όχι. Αλλά σε κάθε περίπτωση (και στο βαθμό που προσωπικά γνωρίζω το έργο της μέσα από τα τρία μόνο βιβλία της που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, αλλά και σε γενικότερες αναζητήσεις μου πάνω στο σύνολο του έργου της ) θεωρώ τη συγκεκριμένη συγγραφέα μια από τις πλέον ουσιαστικές γυναικείας φωνές της Αμερικάνικης λογοτεχνίας και δεν μπορώ να μην καταγράψω τον θαυμασμό μου για την άνεση με την οποία απευθύνθηκε άλλοτε σε ένα νεανικό κοινό και άλλοτε σε ενήλικες και σχεδόν πάντα με θέματα που ενώ φαινόντουσαν να έχουν ένα επικαιρικό ενδιαφέρον, εκείνη τα ανάπτυσσε με τέτοιον τρόπο ώστε να αποκτούν μια διαχρονικότητα.
Θα ήταν επίσης παράληψή μου, αν δε σημείωνα το πόσα βοηθά στην αναγνωστική απόλαυση του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, η δόκιμη μετάφραση της πολύπειρης Ρένας Χατχούτ.