Χρωστήρες και λέξεις

Αθηνά Βογιατζόγλου, «Πορτρέτα», Κέδρος 2021

Αυτοπροσωπογραφίες της Helene Schjerfbeck
Αυτοπροσωπογραφίες της Helene Schjerfbeck

Αθηνά Βογιατζόγλου, «Πορτρέτα», Κέδρος 2021


Έπεσε βαρύ στο κεφάλι μου
καθώς διάβαζα.
Φυσούσε έν’ αεράκι μαλακό,
κι έτσι όπως ξετυλιγόμουν προς τα πάνω
σκιάχτηκα.
Ήταν σπουργίτι πληγωμένο;
Των ουρανών προμήνυμα;
Όχι. Ένα φύλλο ήταν· τεράστιο,
βαθυκίτρινο.
Παρατήρησα τις μόλις νεκρωμένες φλέβες,
το σαν κορόνας σχήμα του
–με τρεις κορφές–,
την υγρή ακόμη αιχμή
του κοτσανιού.
Το απόγευμα άρχισε να κλείνει,
να χάνει την ευλυγισία του.
Οι αρμονικές του άκρες τσάκισαν.
Σε μία μέρα μέσα
έφτασε
το πρώτο μου φθινόπωρο.

                                γράφει η Αθηνά Βογιατζόγλου στο ποίημά της με τίτλο «Το φύλλο» από την ποιητική συλλογή Πορτρέτα (σ. 11), αισθητοποιώντας με λυρικότητα και ευαισθησία το πρώτο φυλλοβόλο φθινόπωρο, τη μελαγχολική συνειδητοποίηση της φθοράς που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου. Η ποιητική συλλογή Πορτρέτα είναι η δεύτερη της ποιήτριας. Έχει προηγηθεί η συλλογή με τίτλο Ερωτοπαίγνια, στην οποία «ανάμεσα στην εναρκτήρια «Αυτοπροσωπογραφία» και το καταληκτικό «Cellophane», ένας εαυτός πάλλεται, ξεδιπλώνοντας δικές του τονικότητες, καθώς πασχίζει να τακτοποιηθεί σε διαφορετικές ηλικιακές φάσεις, βιολογικές και συναισθηματικές, σε διαδοχικούς ρόλους και πλαίσια – καθώς προσπαθεί να βρει το σχήμα του, τη γλώσσα του» (Σοφία Ιακωβίδου, 2020). Στα Ερωτοπαίγνια η Βογιατζόγλου ανοίγει διάπλατα «την αυλαία της ύπαρξής της, με τους όρους και τους ρόλους πάντα της μεταμφίεσης που απαιτεί η τέχνη του ποιητικού εγώ» (Περοδασκαλάκης, 2020), και έτσι «ο ποιητικός λόγος γίνεται από τη μια δίχτυ ασφαλείας και άγρευσης του προσωπικού βιώματος και συγχρόνως οπή της εκθετικής ανάγνωσής του από την άλλη» (Περοδασκαλάκης, 2020).
Η αρμονική και συνάμα περιπετειώδης συνύπαρξη του εγώ με τους άλλους διακρίνει και τη νέα ποιητική συλλογή της Βογιατζόγλου, αποδίδοντας ένα καίριο στοιχείο της γραφής της. Η συλλογή αποτελείται από τριάντα επτά ποιήματα μοιρασμένα σε πέντε ενότητες: Πτώση, Εξ αίματος, Του χρωστήρα και της λέξης, Οι άλλοι, Ανύψωση. Η Βογιατζόγλου αναπαριστά στα ποιήματα πορτρέτα οικείων προσώπων, φίλων, πνευματικών γεννητόρων, ζωγράφων, μουσικών επιλέγοντας τα τυχαία εκείνα στοιχεία τους, το σημάδι του καθενός που θα προκαλέσει στον αναγνώστη ψυχική και συναισθηματική φόρτιση, σαν να τον κεντά, ένα μερικό αντικείμενο που η παρουσία του καθορίζει την ποιητική αφήγηση, αποδίδοντας στο πρόσωπο του πορτρέτου ανώτερη αξία στα μάτια του θεατή-αναγνώστη. Η μητέρα, ο πατέρας, ο παππούς, η γιαγιά, η κόρη, ο σύζυγος, η φίλη, η Μαρία Κυρτζάκη, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Μανώλης Γαλιάτσος, η Helene Schjerfbeck, ο Vincent van Gogh και πολλοί άλλοι, αν και με μια πρώτη ματιά μοιάζουν ετερόκλητοι μεταξύ τους, ωστόσο, συνυπάρχουν στο ποιητικό σύμπαν των Πορτρέτων συνθέτοντας λεπτομερώς την προσωπογραφία της ποιητικής ηρωίδας, από την πρώτη νιότη ως την ωριμότητά της.
Οι δύο ακρογωνιαίες ενότητες Πτώση και Ανύψωση απεικονίζουν το πορτρέτο του ποιητικού εγώ. Τα γρανάζια της μνήμης φέρνουν στην επιφάνεια εικόνες και στιγμιότυπα του ευτυχισμένου παρελθόντος, με πρόσωπα και αντικείμενα αγαπημένα, που συντροφεύουν την ποιητική ηρωίδα στο παρόν της. Γράφει η Βογιατζόγλου στο ποίημα με τίτλο «Ο όγδοος όροφος» (σ. 64):

Διώροφο προσφυγικό με αυλή.
Γάτες, χελώνες ένας φοίνικας,
εσπεριδοειδή και γλάστρες.
Σαλόνι με μωσαϊκό,
ταβάνι ανάγλυφο όπως στου Καρυωτάκη το «Εμβατήριο»,
μικρές βεράντες με λεπτοφτιαγμένα
κάγκελα,
απόγονοι και πρόγονοι ανάκατοι
μες στις κορνίζες και στη μνήμη του παλαιού
καθρέπτη.
Η ξύλινη ντουλάπα με τα ρούχα έτριζε σοφά,
κι είχε τον ρόλο του ηγεμόνα
ως και στις κεντητές της προγιαγιάς
κουρτίνες.
Τώρα στο ρετιρέ του όγδοου,
βαριά πατάμε πάνω στην αλλοτινή
ζωή κι ανυψωνόμαστε.
Κάτω από το σαλόνι
ήτανε η αυλή.
Κάτω από την κουζίνα, της ντουλάπας
χτύπαγε η καρδιά.
Και το παρκέ μάταια διαγράφει,
με φαρδιές γραμμές,
του μωσαϊκού την επικράτεια.
Πιανόμαστε άκρη άκρη από τα σύννεφα.
Της λαμπερής δύσης τα ξέφτια ξετυλίγονται για μας.
Τ’ αστέρια πιο μεγάλα φαίνονται,
και στην πανσέληνο σχεδόν καθρεφτιζόμαστε.
Από τον θόλο τ’ ουρανού εξιλέωση ζητάμε
γι’ αυτή την αντιπαροχή.

Το εγώ μετατρέπεται σε εμείς. Η νοσταλγική αναπόληση του παρελθόντος με όλα τα συστατικά του, έμψυχα και μη, έχει ως αποτέλεσμα το παρόν να φαντάζει πιο φωτεινό, τα αστέρια πιο μεγάλα, ενώ καθιστά πιθανή την εξιλέωση για τις απώλειες και τα λάθη μιας ολόκληρης ζωής. Για να μπορέσει η ποιήτρια να οδηγήσει την ηρωίδα της στο φωτεινό αυτό ποιητικό τέλος, αν και η προσωπογραφία της βάφτηκε αρχικά με χρώματα φθινοπωρινά, θα μας δώσει τα πορτρέτα εκείνων των προσώπων που αποτέλεσαν σταθμούς στην πορεία της ωρίμανσής της. Έτσι, στην ενότητα με τίτλο Εξ αίματος διαβάζουμε για τη θαλπωρή των χριστουγεννιάτικων στολιδιών που εντείνουν τη λάμψη της μητρικής μορφής, παρά την προχωρημένη ηλικία της, μιας και είναι «όμορφη μετά την ομορφιά» (σ. 15) ή για το θαύμα της γέννησης της κόρης, «κραταιό τέκνο τύχης ευνοϊκής» (σ. 18), ένα θαύμα που μας θυμίζει «πως η ζωή έχει όπλα ανυπολόγιστα» (σ. 18). Αντικείμενα, φωτογραφίες, οικόσιτα ζώα και μικρές γαστρονομικές απολαύσεις συνθέτουν το έπος της καθημερινότητας της ποιητικής ηρωίδας, ενεργοποιώντας τις αισθήσεις και ζωντανεύοντας τις μνήμες της.

Στην ενότητα Του χρωστήρα και της λέξης η Βογιατζόγλου απεικονίζει τα πορτρέτα ζωγράφων, ποιητών, μουσικών που αποτέλεσαν τους πνευματικούς γεννήτορες της ποιητικής ηρωίδας της. Είναι φανερές οι αυτοβιογραφικές αναφορές της στα ποιήματα για τον Άγγελο Σικελιανό, τον Γιώργο Κοτζιούλα και τη Μαρία Κυρτζάκη, μιας και αποκαλύπτει στον αναγνώστη το εργαστήρι του άοκνου ερευνητή και μελετητή της ελληνικής ποίησης, αλλά και την τέχνη της μετουσίωσης της επιστημονικής γνώσης σε ποίηση, όπως διαβάζουμε στο ποίημα με τον τίτλο «Ο Σικελιανός κι εγώ» (σ. 37):

Από σοφούς δασκάλους σε διδάχτηκα.
Σε είδα στον ύπνο μου να λούζεσαι στην Κασταλία πηγή,
να πίνεις με λευκό κοστούμι το κρασί σου με τον Δάντη.
Έκανα διπλωματική για τις μαιανδρικές
παρομοιώσεις σου. Εκ γενετής
σε πολλά κομμάτια μοιρασμένη,
μελέτησα με ζήλο πως το παν το μετέτρεπες σε ένα,
τον μίτο πως δεν έχανες ποτέ.
Ύστερα σ’ έβαλα στο ράφι
και καταπιάστηκα με τα χαϊκού.

Ήταν Ιούνιος, στην εξηκοστή επέτειο του θανάτου σου,
όταν δοκίμασα στη γλώσσα μου και πάλι τα Ορφικά,
κι έβγαλαν ένα ήχο νέο.
Δούλεψες μέσα μου ακατάπαυστα,
σαν τυφλοπόντικας,
ανοίγοντας στοές που διασταυρώθηκαν.
Τότε κατάλαβα τι έκανες με τον Ορφέα.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ποιήματα εκφράσεις ζωγραφικών πινάκων, όπως των δύο αυτο-προσωπογραφιών της Helene Schjerfbeck που κοσμούν το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής και που αναπαριστώνται λεκτικά στο ομώνυμο ποίημα. Σπουδή στο άφθαρτο οι αυτο-προσωπογραφίες της καλλιτέχνιδος, αλλά και τα ποιήματα της ανά χείρας συλλογής, μια σπουδή που συμπληρώνεται στην τρίτη ενότητα με τα πορτρέτα των άλλων, αυτών που συνθέτουν τον ευρύτερο κόσμο μέσα στον οποίο ανασαίνει και ωριμάζει το ποιητικό υποκείμενο. Από τον ερωτισμό της ζεστής, της τόσο απαραίτητης, αγκαλιάς των παρενθέσεων του μαθηματικού και το ρωμαλέο κολύμπι «με βεβαιότητα αυτοκρατορική» του άλλοτε εφήβου, έως το ανώνυμο ζευγάρι που «γίνονταν όλο και πιο διάφανοι, / όλο και πιο ανάλαφροι απ’ του χρόνου το βάρος» και τους φιλόξενους Γαλαξειδιώτες, το ποιητικό σύμπαν της Βογιατζόγλου κατοικείται από πρόσωπα αληθινά, όχι τόσο γιατί είναι ιστορικά υπαρκτά, αλλά κυρίως γιατί ο αναγνώστης μπορεί να αναγνωρίσει σε αυτά γραμμές, χρώματα, σχήματα και εικόνες του δικού του πορτρέτου.



Αναφορές:
Δημήτρης Ε. Περοδασκαλάκης, «Ερωτοπαίγνια», περ. Φρέαρ, στο: https://bit.ly/3I0XKlz, 11/5/2020.
Σοφία Ιακωβίδου, «Ποίηση και αυτοβιογραφία: Αθηνάς Βογιατζόγλου Ερωτοπαίγνια», περ. Ο αναγνώστης, στο: https://bit.ly/3tw2coa, 24/2/2020.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: