Κάτω από τον ίδιο ουρανό

Νίκη Τρουλλινού: «Ουρανός από στάχτη», Ποταμός 2020

«Κάτω από τον ίδιο ουρανό». Αυτή τη φράση έχω θέσει ως τίτλο στο σημείωμά μου για το μυθιστόρημα της φίλης Νίκης Τρουλλινού Ουρανός από στάχτη, θέλοντας εξαρχής να προσδιορίσω (ή και να διευρύνω, κατά τη γνώμη μου) τα όρια, τον ορίζοντα της βαθύτερης και συνολικότερης καταστροφής που υπαινίσσεται η αφήγηση, ο προβληματισμός συνολικά του βιβλίου.

Γιατί είναι σαφές ότι η φυσική καταστροφή που περιγράφει στις αρχικές σελίδες της η συγγραφέας και απειλεί την Δυτική Ευρώπη είναι μια αλληγορία για την μοιραία κατάληξη ενός πολιτισμού, η σύγχρονη μορφή του οποίου εγκαλείται στις σελίδες του βιβλίου.

Πρόκειται, όμως, για την επί θύραις υπογραφόμενη ημερομηνία λήξεως μιας κατάστασης πραγμάτων που αφορά έναν κόσμο ξένο προς αυτόν της αφηγήτριας ελληνίδας καθηγήτριας ή σχετίζεται και με τον οικείο, ιθαγενή κόσμο τον οποίο αναπαριστά το πρώτο μέρος της αφήγησης;

Όχι, γιατί πέρα από τις σκέψεις για τον ευρύτερο κόσμο που εκδιπλώνει η ηρωίδα στις συνομιλίες με τον συγγενή της, στο τρίτο μέρος του βιβλίου οι εγγραφές που υπάρχουν και παραπέμπουν σε ακατάστατες, συνειρμικού τύπου ημερολογιακές σημειώσεις, αναπαριστούν έναν ενιαίο κόσμο, θα έλεγα παγκοσμιοποιημένο. Οι παραστάσεις της ηρωίδας σχηματίζουν ένα πολύχρωμο πολυπολιτισμικό παζλ, καίτοι κάθε τόσο το βλέμμα ακουμπά με ανάμεικτα αισθήματα κάποτε στον ιθαγενή όπου η συμπάθεια για το οικείο, καθημερινό περιβάλλον δεν κρύβεται ακόμα και ψυχαναγκαστικά.

Άρχισα αντίστροφα επίτηδες. Αυτό με βοηθά να κάνω ένα rewind στο σώμα της ιστορίας με αφετηρία το γενικό πλαίσιο που θέτει συνολικά η αφήγηση.

Ξεκινώντας, δηλαδή, από τις άτακτες σημειώσεις του τρίτου μέρους, όπου εδώ η Τρουλλινού δίνει επιτυχημένες εξετάσεις στην αποσπασματικότητα, σε ένα είδος μετα- αφήγησης θα έλεγα.

Στη σελ. 142 η συγγραφέας με το ερώτημα που θέτει, πιστεύω ότι αφορά την γραφή ολόκληρου του τρίτου μέρους του βιβλίου αλλά και μέρος της δομής του υπολοίπου.

Αυτό το, παρενθετικό μάλιστα, («Η ποίηση επιτρέπεται να παρεισφρέει στο πεζό;) χαρακτηρίζει με μοντερνικό ή και μεταμοντερνικό τρόπο, αν θέλετε, το συνολικό ύφος του βιβλίου. Τώρα ως προς τον καταχρηστικά χρησιμοποιούμενο τακτικότατα όρο «μεταμοντερνικό», εδώ βρίσκουμε στοιχεία του, αν δεχθούμε ότι η Τρουλινού περιγράφει το κατακερματισμένο υποκείμενο, το εκ των πραγμάτων κοσμοπολιτικό, όπως η ίδια το εννοεί, την αφηγηματική ελευθερία και την νοηματική, για μένα τουλάχιστον απροσδιοριστία.

Αυτή η τελευταία συνθήκη, επιτρέψτε μου να πω, ότι είναι και ο λόγος που βρίσκομαι απόψε εδώ, γιατί την βρήκα απόλυτα εκφραστική και των δικών μου απόψεων για την πεζογραφία.

Συνεχίζοντας: έχουμε μπροστά μας, λοιπόν, σαφέστατη μέσα στην ηθελημένη ασάφειά της την γενικότερη εικόνα: του σύγχρονου, δοκιμασμένου, από τον κατά Τζόις εφιάλτη της Ιστορίας ατόμου, όπως η ηρωίδα, που δεν ξέρει που να ακουμπήσει έστω και προσωρινά τις βαριές αποσκευές του.

Θάλεγα στη συνέχεια ότι η Τρουλλινού δεν ανασύρει από τις αποσκευές της αυτές κάποια συστατικά έγγραφα, αλλά ερευνά –προσεκτικά και με ενσυναίσθηση- τους χώρους και τα τοπία στα οποία είναι υποχρεωμένη αλλά και αγαπά να ζει, σαν πρωτοείσακτη. Οι παραστάσεις της από αυτούς τους τόπους όχι μόνο δεν την βοηθούν να προσαρμοστεί, αλλά την υποχρεώνουν σε μιαν εκ νέου αναγνώριση εδάφους

Το βιβλίο είναι χωρισμένο αδρά σε τρία μέρη:

Στο πρώτο περιγράφεται η επιστροφή της φιλολόγου ηρωίδας στον γενέθλιο τόπο, το Ηράκλειο της Κρήτης, όπου η ώριμη και εκ νέου επαφή με αυτόν σφραγίζεται από ένα είδος αναστοχασμού για πρόσωπα και ιστορικά γεγονότα της Κρήτης και γενικότερα με αφορμή την ανάγνωση επιστολής πεθαμένης συγγενούς της, παλιάς δασκάλας.

Το δεύτερο μέρος καλύπτει ο ηλεκτρονικός διάλογος της ηρωίδας με τον τεχνοκράτη συγγενή της στις Βρυξέλλες για την επικείμενη φυσική καταστροφή της Ευρώπης μετά την έκρηξη ισλανδικού ηφαιστείου, για την ιστορία της οικογένειας και την πολιτική ευρωπαϊκή , κυρίως, συγκυρία.

Σ’ αυτό τον εξ αποστάσεως διάλογο μεταξύ των δύο συγγενών, της μεσήλικος ελληνίδας εκπαιδευτικού, με με τον τεχνοκράτη των Βρυξέλλες, θα έλεγα προτρέχοντας ότι εν είδει συμπερασμάτων, συνοψίζονται οι βασικές εννοιολογικές σταθερές του βιβλίου: η προβληματική της ηρωίδας απέναντι στην γενικότερη κοινωνικοπολιτική συνθήκη.

Αλλά το τρίτο μέρος στο οποίο γινόμαστε μάρτυρες του διαλυμένου κόσμου της ηρωίδας λίγο πριν εγκαταλείψει την πρωτεύουσα για την Κρήτη (ψηφίδες της ζωής της στα Εξάρχεια, πληθωρισμός εικόνων και εντυπώσεων από το εγχώριο και παγκόσμιο γίγνεσθαι) κατά τη γνώμη μου, ανατρέπονται τα προηγούμενα δεδομένα: η ηρωίδα βρίσκεται εκτεθειμένη στη στάχτη ενός παγκόσμιου στερεώματος, χωρίς εθνικά όρια, αναζητώντας μάταια την ταυτότητά της. Εσωτερικό ιθαγενές νήμα χαμένο που θα μπορούσε να ξαναβρεί, δεν υπάρχει. Το ίδιο νέφος που αλληγορικά σκεπάζει την Ευρώπη και γιατί όχι ολόκληρο τον πλανήτη, επαναλαμβάνω, έχει καλύψει και τον εγχώριο αιθέρα.

Αυτό εισπράττουμε από το τρίτο και το πιο ενδιαφέρον, νομίζω, κεφάλαιο του βιβλίου, που αυτή η πολυκερματισμένη οθόνη του εξωτερικού κόσμου βομβαρδίζει τη συνείδηση της ηρωίδας, το εσωτερικό αδιέξοδό της.

Έχουν πει για τον Μπέκετ και τον Καμί, συγγραφείς που τους απασχόλησε ο άνθρωπος ως ξενότητα στον κόσμο, ότι εντούτοις πήραν μέρος στην γαλλική αντίσταση.

Έχω την εντύπωση, εάν διάβασα σωστά πίσω από τις γραμμές του βιβλίου, ότι το πρόβλημα, το άγχος της ηρωίδας που, εκφράζεται- πέρα από τις ανοιχτές εξομολογήσεις- μέσα από έναν υφέρποντα αυτοέλεγχο γύρω από το εάν εκπληρώνει έναν ουμανιστικό σκοπό μετά από την ορθόδοξη πολιτική της αριστερή στράτευση, είναι έντονο.

Η Τρουλλινού, καθόλου τυχαία πεζογράφος, μας πείθει τελικά ότι αυτό που πιστεύω πως αναδύεται μέσα από τον προηγούμενο προβληματισμό της αποκτά γοητευτικό ύφος, γιατί ακριβώς είναι αυτό που την απασχολεί: είναι προϋπόθεση του καλού ύφους αυτό «το κάτι που έχει να πει», όπως σημείωνε πολύ απλά και ο Σοπενάουερ ορίζοντάς το ως πρώτη προϋπόθεση της γραφής.

Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει, ανοίγοντας ενδιαφέροντα διάλογο με αφορμή τα προηγούμενα, αρνούμενος την διαισθητική μου παρατήρηση σχετικά με το άγχος της συγγραφέως γύρω από την αλληλέγγυα ή όχι παρουσία της στα κοινωνικά, ότι σε κάποιο βαθμό η συνειρμική/ποιητική γραφή της Τρουλινού στο τελευταίο μέρος με την αποσπασματικότητά της περιγράφει ένα κοσμοείδωλο no sense, χωρίς νόημα τελικά, υπαρξιακού τύπου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: