Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γεννήθηκε στην Αθήνα στις 22 Φεβρουαρίου 1939, έξι μήνες πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Μέχρι τα έξι της χρόνια μεγάλωνε μέσα στη συνθήκη εκείνης της οδύνης. Ένα χρόνο μετά τη λήξη του πολέμου, ο φίλος των γονιών της και νονός της Νίκος Καζαντζάκης εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Η ίδια πέρασε την παιδική της ηλικία με συχνές επισκέψεις σε γιατρούς αφού μια λοίμωξη της βρεφικής της ηλικίας δημιούργησε μυοσκελετικά προβλήματα και μια ατροφία της αριστερής της πλευράς αφήνοντάς της τελικά μια μόνιμης μορφής αναπηρία. Στη διαδρομή της ζωής της αυτή η ιδιαιτερότητα την έστρεψε προς την αναζήτηση εσωτερικών μονοπατιών όπου καμιά δυσκολία κίνησης δεν μπορούσε να παρεμποδίσει το βήμα της. Εκεί πάτησε, σε εκείνους τους στενούς δρόμους, για να εξελίξει την ποιητική της περσόνα που γρήγορα ανακάλυψε σαν alter ego της.
Στα δεκαεπτά της χρόνια γράφει το πρώτο ποίημά της «Μοναξιά» και ο Καζαντζάκης, με τον οποίο είχε στο μεταξύ αναπτύξει μια σημαντική σχέση μέσω αλληλογραφίας, προτείνει στον Τάκη Γουδέλη να το συμπεριλάβει στην ανθολογία του περιοδικού του. Το ποίημα δημοσιεύεται το Φθινόπωρο 1956 του περιοδικού Καινούρια Εποχή (εκδ. Δίφρος) μαζί με το γράμμα του Καζαντζάκη που συστήνει το ποίημα, δίνοντας ένα πρώτο στίγμα της ποιητικής της γραφής. Το 1957 και λίγους μήνες πριν η νεαρή Κατερίνα τελειώσει το γυμνάσιο, ο Νίκος Καζαντζάκης φεύγει από τη ζωή αφήνοντας ανεκπλήρωτο το σχέδιο να εγκατασταθεί η ίδια στην Αντίπολη της νότιας Γαλλίας, κοντά στον Καζαντζάκη και τη γυναίκα του, Ελένη. Πηγαίνει όμως τελικά στη Γαλλία, μετά από σπουδές στην αγγλική φιλολογία, μένει μαζί με την Ελένη Καζαντζάκη και την ακολουθεί στη Γενεύη όπου σπουδάζει στη Σχολή Μεταφραστών και Διερμηνέων. Το 1962 βραβεύεται με το Α΄ Βραβείο Ποίησης της Γενεύης (Prix Hensch). Την επόμενη χρονιά γνωρίζει και παντρεύεται τον Βρετανό κλασικό φιλόλογο Rodney Rooke.
Την ίδια χρονιά, το 1963, εκδίδεται η πρώτη συλλογή της Λύκοι και σύννεφα (εκδ. Ζάρβανος), αφιερωμένη στη μητέρα της, Ελένη. Το εκδοτικό ταξίδι της ποίησής της ξεκινά. Η πρώτη ενότητα της συλλογής, «Βύτος και Αλιείη», αφιερώνεται στη μνήμη του Νίκου Καζαντζάκη. Ο πρώτος στίχος: «Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού», ειπωμένος από τα χείλη του μυθολογικού ήρωα Βύτου, συζύγου της θεάς του έρωτα, Αφροδίτης, αποθηκεύει την πληροφορία πως το σώμα θα είναι στο ποιητικό της ταξίδι το όχημα και ο τρόπος. Τώρα είναι μόνο η αρχή ενός ταξιδιού που από τον πρώτο σταθμό φανερώνει τρεις σημαντικές παραμέτρους της ποίησής της: τη διάδραση με την ποίηση σημαντικών ποιητών, τη μυθολογική αναφορά, τη σωματοποίηση των βιωμάτων. Στις ποιητικές συνθέσεις της συλλογής συνυπάρχουν ιστορικά και μυθολογικά ονόματα: Βύτος, Αλιείη, Μινώταυρος, Ιφιγένεια, Λάφικτος, Ελένη, Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος. Η γραφή της αποτυπώνει το σφρίγος και την ορμή της νιότης με μια πρώιμα ώριμη προσωπική ματιά, σμίγει τις πορείες των ηρώων, ανατρέπει τη μοίρα τους. Οι λέξεις της εκπλήσσουν, τρυφερεύουν, πατάνε στη γη, εναρμονίζονται με τη φύση. Η πένα της οσμίζεται περιπέτεια, χαρά, ταπεινότητα. Στο ποίημα «Η άρνηση της Ιφιγένειας» η Ιφιγένεια αρνείται να θυσιαστεί και δίνει ευχή για αγάπη, ειρήνη. Η πίστη της στο καλό νικάει, οι στρατιωτικοί αναβάλλουν τον πόλεμο, το ποίημα παρηγορεί «και την Ελένη βρήκαν ταπεινή να ετοιμάζει το δείπνο».
Ακολουθούν δεκαεπτά ποιητικές συλλογές μέχρι το 2018 και η ανθολογία ποιημάτων Ποίηση 1963-2011, εκδ. Καστανιώτη, 2014, την ίδια χρονιά που η Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας της απονέμει ομόφωνα το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της.
Πατώντας στα ποιητικά της χνάρια, διαπερνάμε τη δεκαετία 1971-1980 με τις συλλογές: Ποιήματα ’63-’69 (εκδ. Ερμείας, 1971), Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό (εκδ. Ερμής, 1974), Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης (εκδ. Τραμ, 1977), Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας (εκδ. Κέδρος, 1978).
Στα Ποιήματα ’63-’69, οι μεγάλες ποιητικές συνθέσεις επικοινωνούν και αφηγούνται: «Η τίγρη», «Τα μήλα την νεκρής θάλασσας», «Ο Μεγαλέξανδρος», «Στον τόπο αυτό ύπνος και ξημερώματα», «Ερωτικά του μεταθανάτου», «Σημειώσεις για το βιβλίο του πατέρα». Γραφή αβίαστη, πρωτογενής, ρέει και πλάθει εικόνες, παλεύει με τους ήρωες και τη φύση, ταυτίζεται μαζί τους σε μια συνεχή, διπολική σχέση.
Η συλλογή Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό, είναι αφιερωμένη στον σύζυγό της Rodney και ξεκινά με το ομότιτλο ποίημα της:
Περνώ τη ζωή μου
από την κεφαλή της ίδιας πάντα
σκουριασμένης βελόνας
και ράβω, ράβω τα πάθη μου.
[…]
Η ελληνική πραγματικότητα βγήκε βαθιά τραυματισμένη μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και του Εμφυλίου και η ίδια, μεγαλώνοντας σε έναν κόσμο που προσπαθούσε να ξεπεράσει τις πληγές του, έπλασε τον ενεργό της ρόλο σαν εκείνον μιας γυναίκας ανεξάρτητης, με θέληση και δύναμη για ζωή, έρωτα, πάθος, ζώντας και δημιουργώντας επί ίσοις όροις με το αντρικό φύλο σε μια, κατά βάση, ανδροκρατούμενη κοινωνία. Γοητευμένη από την αναζήτηση της αλήθειας μέσα από συμβολικούς γυναικείους ρόλους, αναδομεί ποιητικά το πρόσωπο της Μαγδαληνής. Το σώμα πάσχει και συμπάσχει, συλλαμβάνει την πίστη και τα πάθη του, το νόημα ανασύρεται μέσα από μια σύζευξη αντίθετων, βασικών στοιχείων.
Στην επόμενη συλλογή, Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης, ο μύθος της Πηνελόπης μεταμορφώνεται στο μύθο της γραφής με την ποιήτρια να γράφει και να σβήνει όπως ύφαινε και ξεΰφαινε η Πηνελόπη, ανοίγοντας έτσι μια δική της προοπτική στο χρόνο, κερδίζοντας μια τέχνη ξεχωριστή, προσωπική.
Στην τελευταία συλλογή της δεκαετίας, Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας, το ποίημά της για την Έμιλυ Ντίκινσον, «Έμιλυ», ξεκινά με τους στίχους:
Έμιλυ λιγομίλητη
με τη σκιά της λάμπας σου
να ζωγραφίζει μάγια
στου σούρουπου τα χνάρια…
Συνεπής στον ποιητικό της τρόπο, λιτή, με «φθόγγους των αγγέλων», η παραπάνω εικόνα ανταποκρίνεται και στην ίδια. Αν και, όπως είχε πει, έγραφε μόνο τις πρωινές ώρες, οι παραπάνω στίχοι με κάνουν να τη φαντάζομαι στη σκιά της λάμπας της, την Κατερίνα, «μια συντροφιά άγρια και ημερωμένη», να ζωγραφίζει μάγια με τις σκιές των δικών της λέξεων. Προσιτή και έντιμη, σαν τους αγγέλους της.
Interlude
Έντιμοι, έντιμοι οι άγγελοι
γιατί κι όταν ακόμη
σε στραβώνουν με το άσπρο
ψιθυρίζουν: «Δεν υπάρχω».
Η δεκαετία 1981-1990 ξεκινά με τη συλλογή Ενάντιος έρωτας (εκδ. Κέδρος, 1982), στη συνέχεια Μνηστήρες (εκδ. Κέδρος, 1984), Όταν το σώμα (εκδ. Ύψιλον/βιβλία, 1988) και Επίλογος αέρας (εκδ. Κέδρος, 1990).
Την προμετωπίδα της συλλογής Ενάντιος έρωτας αποτελούν στίχοι του W.B. Yeats από το ποίημα «Nineteen Hundred and Nineteen»:
“But is there any comfort to be found?
Man is in love and loves what vanishes,
What more is there to say?”
Το στίγμα της συλλογής δίνεται από τους παραπάνω στίχους. Η ποιητική συγγένεια με την ερωτική ποίηση του W.B. Yeats υπαινίσσεται και ξεδιπλώνεται μέσα από στίχους που με αφορμή τον έρωτα αποκαλύπτουν μια ολόκληρη εποχή, μια συνέχεια πολιτισμού. «Στο δάσος», το πρώτο ποίημα της συλλογής, γράφει:
[…]
Ό,τι δικό σου παραληρεί
στα σύδεντρα, στις χλοερές αυτοκρατορίες
των ονείρων
στις περίλαμπρες σιωπές του κισσού
στης φτέρης τις βουβές συγκοπές
στις κρασάτες λιγοθυμιές των φθινοπωρινών φύλλων.
Το νόημά σου αναβλύζει:
ότι καμιά ζωή
δεν είναι πιο δυνατή απ’ τον πόθο
καμιά πράξη πιο τελειωτική
από την ποίηση.
[…]
Η επόμενη συλλογή, Μνηστήρες, για την οποία της απονέμεται το Β΄ Κρατικό βραβείο ποίησης το 1984, κλείνει με το ποίημα «Εν τω μηνί Αθύρ (Πάνω σε μια ιδέα του Jonh Gallaher)», με την αναγραφή: Με ευγνωμοσύνη στον Κ. Π. Καβάφη. Γνωρίζουμε πως η ίδια ανακάλυψε τον Καβάφη στην εφηβεία της και η γοητεία της γραφής του επηρέασε σημαντικά την ποιητική της διαδρομή. Συνεπής στη λιτή, δομημένη γραφή, ξετυλίγει το ποιητικό της σύμπαν με τρυφερότητα και ταπεινότητα, πιστή στον λόγο που πυκνώνει, υπαινίσσεται, ελευθερώνει.
Η τελευταία συλλογή της δεκαετίας, Επίλογος αέρας, αφιερώνεται στην Ελένη Καζαντζάκη, με προμετωπίδα στίχους του W. H. Auden. Με την πένα βουτηγμένη στους μουντούς μπερντέδες των δέντρων, στην πολύτιμη σάρκα, στις αδάμαστες σκιές, στους ακατόρθωτους συνδυασμούς βημάτων, στο πνεύμα του καλού έρωτα, αυτή η μικρή μαθητευόμενη της θλίψης αυτοβιογραφείται και ανθίζει:
Δε θυμάμαι πώς έγινε κι άνθισα σε πληγή[2]
κλείνοντας τη συλλογή με «Επίκληση στον Άριελ»:
Άριελ, πνεύμα του καλού έρωτα
ξαναγύρνα για μια μόνο στιγμή!
[…]
Έλα λοιπόν, άνοιξε για μια και τελευταία φορά
τ’ αόρατα φτερά σου, που σαν βεντάλια μυστική
το φως του κόσμου κρύβουν
και πάμε…
Η επόμενη δεκαετία, 1991-2000, βαφτίζει τις συλλογές Άδεια φύση (εκδ. Κέδρος, 1993), Λυπιού (εκδ. Χειροκίνητο, 1995), Ωραία έρημος η σάρκα (εκδ. Καστανιώτη, 1995) και το 2000 της απονέμεται το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών).
Η πρώτη συλλογή, Άδεια φύση, αφιερώνεται «Στον Rodney, κλείνοντας τριάντα χρόνια μαζί». Ο χρόνος, ο έρωτας, η επιθυμία, η νέα τάξη πραγμάτων, η ποίηση, εγγράφονται στο «Ημερολόγιο πολέμου»:
[…]
Σουρουπώνει· διαβάζω γράμματα του Μεσοπολέμου·
αλληλογραφούν και φιλιούνται με λέξεις
χωρίς να ξέρουν αν ποτέ θα ιδωθούν
η Τσβετάγεβα, ο Πάστερνακ, ο Ρίλκε.
[…]
Στοχαστική και ανανεωτική η γραφή της, πειραματίζεται με πεζόμορφα ποιήματα, συναντιέται ποιητικά με την ταραγμένη μορφή του Χέλντερλιν[3] και ανακαθορίζει την άφυλη ιδιότητα του ποιητή στο ποίημά της για το πρόσωπο-πρότυπο της ανδρικής ποιητικής παράδοσης, τον Σολωμό.[4] Στην ενότητα «Ποιήματα παύσης» περιέχονται οι παρακάτω στίχοι:
[…]
Συγκινούμαι αλλιώς με τους ανθρώπους τώρα·
σαν πακέτα τους βλέπω που κάποιος άφησε
σε κυλιόμενη ταινία.
Δεν ήρθε ποτέ να τα μαζέψει
η ταινία δε σταματάει ποτέ.
Άλλο από τη ζωή τι μπορεί να σε κρατάει;
[…]
Ο τόπος που επινόησε για να πηγαίνει όταν νιώθει βαθιά λυπημένη, έχει το όνομα της δεύτερης συλλογής, Λυπιού.
[…]
Κάτι χειρότερο από γηρατειά
η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα.
[…]
Ένα ποίημα για έναν τόπο ανύπαρκτο και ταυτόχρονα ουσιαστικά υπαρκτό, εσωτερικό, σαν μια χαμένη πατρίδα όπου κατοικούν οι ελλείψεις, οι απώλειες, όπου ο έρωτας και ο θάνατος γίνονται ένα σώμα χωρίς ελπίδα.
Στην τελευταία συλλογή, Ωραία έρημος η σάρκα, αφουγκράζεται «Σαν μια σκιά χειμερινή», περνάει το γεφύρι «Μετά τα λουλούδια», ψιθυρίζοντας:
[…]
Τι άδειο που είναι το σώμα
χωρίς μελλοντικούς προσδιορισμούς…
[…]
Το σώμα παραμένει ο πυρήνας της ζωής όπως τη συλλαμβάνει η πένα της, είναι «το προσωπικό σώμα» που βιώνει τον έρωτα αλλά και τον αναπόφευκτο, απρόσωπο χαμό του, ενώ παράλληλα το ποίημα που δημιουργείται τολμά να ονειρεύεται το αντίδοτο της αγωνίας, τον Λόγο.
Τρεις ποιητικές συλλογές εκδίδονται στη δεκαετία 2001-2010 (εκδ. Καστανιώτη): Η Ύλη Μόνη (2001), Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος (2003), Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005).
Στην πρώτη συλλογή, το «Aδέσποτο φάντασμα» σιωπά:
[…]
Μελαγχολώ, σκυλί, μελαγχολώ
που έχασα την ανθρωπιά μου
ή μήπως είναι γιατί
το τελευταίο αδέσποτο φάντασμα
του έρωτα μόλις έφυγ’ από κοντά μου;
ενώ το «Αφάνταστο τέλος» διαμηνύει:
[…]
Παράδεισος πια είναι να ξέρεις
Την ταυτότητα αυτού που σε πονά
Και να μην περιπλανιέσαι μέσα στ’ άδειο.
[…]
Η δεύτερη συλλογή είναι αφιερωμένη στον άντρα της, Rodney, για τα σαράντα χρόνια κοινής ζωής τους. Το πρώτο ποίημα της συλλογής φέρει και τον τίτλο της: «Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος». Αποκαλυπτική και φαινομενικά εξωστρεφής η γραφή της, όπως η φύση, όπως ο μύθος. Το κρυμμένο νόημα, το μυστικό της ύπαρξης, η αγανάκτηση για μια ήττα που εμφανίστηκε σαν νίκη, είναι εκεί, δίνουν το ενεργειακό φορτίο στο όχημα του σώματος που εξακολουθεί να ζει και να κινείται, που τολμά να απελπίζεται, να ερωτεύεται το ποίημα πριν αυτό ολοκληρωθεί.
Η τρίτη συλλογή, Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα, ξεκινάει με τον αφοριστικό στίχο του ομότιτλου ποιήματος: «Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή» ενώ στο ποίημα «Η αιωνιότητα του παρόντος» διαφαίνεται ο τωρινός, ποιητικός τρόπος:
[…]
Ποτέ τόσα ερωτήματα
δε βάραιναν τα ποιήματα
ποτέ τόσες απαντήσεις
δεν είχε παραλείψει
να μου δώσει η φαντασία.
Ελάχιστες περιγραφές φύσης
πια στους στίχους·
είναι γιατί συγκεντρώνομαι ολόκληρη
να φανταστώ
το πρόσωπο που θα μου υποσχεθεί
την αιωνιότητα του τελευταίου παρόντος
για μια στιγμή.
Εύστοχο το βέλος του χρόνου αφήνει πληγές στην όραση, στη μνήμη, στο δέρμα αλλά πάλι η ανάγκη για την ποίηση, η ίδια επιτακτική ανάγκη χωρίς τις βεβαιότητες της όρασης, της μνήμης, του δέρματος. Εξομολογητική γραφή, βαθιά συγκινητική, χιούμορ ακόμα και στη φθορά, πριν το τέλος.
Στη δεκαετία 2011-2020 εκδίδει τις ποιητικές συλλογές (εκδ. Καστανιώτη): Η ανορεξία της ύπαρξης (2011), Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι (2016), Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο (2018), Με άλλο βλέμμα (2018).
Η πρώτη συλλογή, Η ανορεξία της ύπαρξης, αφιερώνεται στη μνήμη του άντρα της, Rodney Rooke. Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, «Ποιητικό υστερόγραφο», γράφει:
Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να ’ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
[…]
Λέξεις μάρτυρες κατατρέχουν το σώμα της συλλογής: κενό, άδειο, μηδέν, φόβος. Στο ποίημά της «Κάτι τρέχει», επικοινωνεί, σαν σε παλμό, μια σαρκική αγωνία:
Τα πόδια μου ανοίγουνε
και κλείνουν στο κενό
τα χέρια μου αγκαλιάζουνε το άδειο
κι η φαντασία μου συνωμοτεί με το μηδέν.
Μα τι τρέχει, τι τρέχει
και τίποτα δεν προχωρεί;
[…]
Το ερωτικό ποίημα που τρέφεται απ’ το ασημένιο φως ενός φεγγαριού και η γυαλιστερή όψη των πραγμάτων ανήκουν στον παρελθόντα χρόνο. Ο φόβος μοιάζει να κυριαρχεί στα πάθη του παρόντος. Στο ποίημα «Η όραση του έρωτα» οριοθετείται η νέα πραγματικότητα:
Τυφλώθηκα
γιατί έχασα την όραση του έρωτα
εκείνη που με τη δική της λειτουργία
κρατάει τα μάτια κλειστά
και δε μισεί το σκοτάδι.
[…]
Το παρόν βρίσκει καινούριες αναφορές. Μια νέα συμπόνια διαποτίζει ένα γόνιμο έδαφος για ενσυναίσθηση, αγωνία για τον ανθρώπινο πόνο. Η συνήθεια και η έλλειψη γίνονται δυνάμεις θετικές για την επιβίωση. Στο ποίημα «Κάηκε ολοσχερώς το εγώ», σε μια ποιητική αναμέτρηση με τις μεγάλες πυρκαγιές της χρονικής εκείνης περιόδου, γράφει:
[…]
Για μια στιγμή δε γαντζώνεσαι πια
στα κάγκελα της ασημαντότητάς σου
τη συγκρίνεις με την αιώνια σημασία
της βλάστησης
και σ’ αυτή παραδίνεσαι μ’ όλο σου το κορμί.
Στο ποίημα «Τι δίνει η ποίηση και τι παίρνει», οι στίχοι:
[…]
τότε αγγίζει η ποίηση σαν χέρι τρυφερό το μέτωπό σου
και σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι υψηλός ο σκοπός σου
ότι οι στίχοι σου δεν τελειώνουν με τη ζωή σου
ότι η ποίηση είναι η λογοδοσία της ψυχής σου
[…]
μαρτυρούν τη ζωτική της σχέση με την ποίηση, σχέση που αντιλαμβάνεται ο δυνάμει αναγνώστης που προσεγγίζει διαδραστικά τους στίχους της για να συναντηθεί με την αμεσότητα και την ειλικρίνεια της γραφή της.
Στη δεύτερη συλλογή της δεκαετίας, Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι, η εσωτερική φωνή πλάθει θεατρικούς διαλόγους διαρθρωμένους σε έξι πράξεις και τρία ιντερμέδια. Το εγώ μοιάζει να παλεύει σε ένα δωμάτιο άδειο, με τον πόνο, τον χρόνο, την υποκρισία, ενώ παράλληλα η θλίψη βιώνει την αθωότητά της, η μοναξιά τη σοφία της και το ποίημα αγωνιά για τη γέννησή του: «Και γιατί όλη αυτή η σκοτεινιά δε γεννάει ποίημα; Γιατί δε με γεννάει;»
H συνομιλία με τον εαυτό βρίσκει σύνθετους τρόπους έκφρασης στην επόμενη συλλογή, Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο, βηματίζοντας πάλι στα χνάρια της ποιητικής της γης. Στην πρώτη ενότητα «Των αντιθέτων διάλογοι» αντίθετα ζεύγη συνομιλούν και μέσα από μια διαλεκτική σχέση αποκαλύπτουν τις αλήθειες τους: η ποίηση συνομιλεί με το συμφέρον και με την πρόζα, η επανάληψη με τη δημιουργία, το όνειρο της μέρας με το όνειρο της νύχτας, η ομορφιά με την ασχήμια και η μοναξιά με το εγώ. Η δεύτερη ενότητα, «…και με τον ανήλεο χρόνο», δίνει ποιήματα απολογισμού για ένα σώμα που νιώθει να το τρυπούν βαθιά τα νύχια του χρόνου και μια εποχή οραμάτων και ονείρων που έφυγε ανεπιστρεπτί. Όμως, στο πρώτο ποίημα της συλλογής, «Φυλλομετρώντας την αλλαγή», συγκατανεύει:
[…]
Η επανάληψη εδώ θρέφει:
Θα ξανάρθει, λέω, θα ξανάρθει
η εποχή που ακόμη κι εγώ μπορεί
να καρποφορήσω.
Η τελευταία συλλογή της, Με άλλο βλέμμα, κλείνει με το ποίημα «Επίλογος αέρας», με την αφιέρωση «Στη μνήμη του Μάνου Ελευθερίου»:
Κάθε φορά που μια πράξη τελειώνει
ο άνθρωπος την ανάγκη νιώθει
έναν επίλογο να γράψει
στο χαρτί ή στην καρδιά του.
[…]
Αλλά υπάρχει ο αέρας.
Πότε βουίζει, πότε φυσάει δροσερός
τη φουρτούνα φέρνει και την απανεμιά.
Ναι, αυτός είναι ο σωστός επίλογος
μιας ολόκληρης ζωής
που βέβαια στο γιατί ήρθε
ποτέ δεν απαντά.
Διατρέχοντας το έργο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, από το πρώτο βιβλίο μέχρι και το τελευταίο, ένα είναι το σίγουρο: η ποιητική συνέπεια και συνέχεια μιας ουσιαστικά προσωπικής κατάθεσης. Στα πρώτα της βιβλία άντλησε το υλικό της από μύθους ερμηνεύοντάς τους με τη δική της προσωπική ματιά στις ποιητικές αφηγήσεις της για να ακολουθήσει μια απροκάλυπτα βιωματική γραφή, γράφοντας κυρίως σε πρώτο πρόσωπο, ξεγυμνώνοντας τους φόβους, τη μοναξιά, τον έρωτα, τη λύπη, τη φθορά, το τέλος. Η υπαρξιακή ανησυχία και παράλληλα βεβαιότητα διαπερνά και στιγματίζει την ποιητική της διαδρομή αφήνοντας, ακόμα και στα τελευταία βιβλία της που απογυμνώνει τη φθορά, μια δυνατή κατάφαση. Ο αυτοσαρκασμός, το χιούμορ, η έλλειψη στολιδιών και μεγαλοστομίας στην ποίησή της, αφήνουν το πεδίο της ανάγνωσης ελεύθερο από εντυπωσιασμούς και λογοτεχνικά ευφυολογήματα. Το σώμα αποκτά το βάρος του και ταυτόχρονα τα φτερά του, ο χρόνος τις υπερβάσεις αλλά και τα όριά του, η ματιά της τη σπίθα και μαζί τη λύπη. Καμιά μεμψιμοιρία, καμιά παραίτηση. Το ποιητικό της στίγμα είναι η δύναμη να είναι ο εαυτός της, η σκέψη της, οι αντοχές της, η δύναμη να γράφει και να καταθέτει τη δική της ουσία. Με μια τόλμη απογυμνωμένη από ίσως και μάλλον να πλάθει γλυπτά ποιήματα, με πατούσες γυμνές που πατάνε σταθερά στη γη και μάτια που ονειρεύονται, που αναμετριούνται με το τώρα, το πριν, το μετά, σαν ίσος προς ίσο, «σαν έτοιμη από καιρό», σε παράφραση του στίχου του Καβάφη που τόσο αγαπούσε. Η γυναίκα βιώνει το φύλο της αλλά μέσα από αυτό αποκαλύπτει τον άνθρωπο, σε ένα ταξίδι συγκινήσεων, ψηλαφώντας, προς το τέλος, την πείρα από το μακρύ ταξίδι, σαν γλύπτρια εκλεπτυσμένη. Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ είναι η ποιήτρια που η γραφή της είναι μάρτυρας της ίδιας της ζωής της, μια ζωής που ξεκίνησε το 1939, στη δίνη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, και τελείωσε στις 21 Ιανουαρίου 2020.
[…]
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα θρέφεται και ίσως δυναμώσει.[5]
[…]
Ο τίτλος του κειμένου αυτού είναι από το «Σ’ ένα ταρατσάκι ο Σολωμός» (Άδεια φύση)