Το Σινικό Τείχος

Το Σινικό Τείχος


Σιμα­τάι (Πε­κί­νο). Σας το εί­χα πει πως στο τέ­λος θα έγρα­φα κά­τι για το Σι­νι­κό Τεί­χος. Μοιά­ζει με ελατ­τω­μα­τι­κή ιε­ρο­τε­λε­στία, ίσως και να εί­ναι, αλ­λά στ’ αλή­θεια δε θα μπο­ρού­σα να εξη­γή­σω αυ­τό που έχω πραγ­μα­τι­κά στο μυα­λό μου, χω­ρίς να αφη­γη­θώ κά­ποια πράγ­μα­τα γι’ αυ­τό το τε­ρά­στιο ερ­πε­τό, φτιαγ­μέ­νο από πέ­τρες και πα­ρα­φρο­σύ­νη. Εί­ναι σαν μια ει­κό­να που με κα­θο­δη­γεί. Σκέ­φτη­κα λοι­πόν: πως εί­ναι να φα­ντά­ζε­σαι μια ει­κό­να ενώ περ­πα­τάς επά­νω της; Κά­τι δη­λα­δή σαν τα τα­ξί­δια του Γκιού­λι­βερ: να κά­νεις trekking μέ­σα στις σκέ­ψεις σου;

Μπο­ρού­σα να αντι­στα­θώ;

Μοιά­ζει με με­θυ­σμέ­νο φί­δι, αλ­λά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ακο­λου­θεί μια λο­γι­κή, που η βά­ση της μοιά­ζει να εί­ναι η ακό­λου­θη: κα­τα­σκευά­ζεις έναν πύρ­γο στην κο­ρυ­φή ενός λό­φου, στη συ­νέ­χεια κοι­τάς δυ­τι­κά και ψά­χνεις το πιο ψη­λό ση­μείο μέ­σα στην ακτί­να κα­μιάς εβδο­μη­ντα­ριάς μέ­τρων, την από­στα­ση δη­λα­δή όπου τα φα­νά­ρια τη νύ­χτα εί­ναι ορα­τά. Σε εκεί­νο το ση­μείο κα­τα­σκευά­ζεις έναν δεύ­τε­ρο πύρ­γο. Τέ­λος, συν­δέ­εις τους δύο πύρ­γους με ένα μο­νο­πά­τι με­ρι­κά μέ­τρα ψη­λό, με προ­στα­τευ­τι­κό τοι­χίο στην άκρη. Αν στην πο­ρεία, πρέ­πει να κα­τέ­βεις τη μια κορ­φή και με­τά να ανέ­βεις την άλ­λη, κα­τε­βαί­νεις χω­ρίς δια­μαρ­τυ­ρί­ες και με ήρε­μη υπο­μο­νή. Αν πρέ­πει να πε­ρά­σεις έναν πο­λύ από­το­μο γκρε­μό, τον περ­νάς χω­ρίς βλα­στή­μιες και με στα­θε­ρή απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα. Επα­να­λαμ­βά­νεις για δύο αιώ­νες, κι έφτια­ξες μό­λις το Σι­νι­κό Τοί­χος.

Στην πο­ρεία εί­ναι ση­μα­ντι­κό να μην αλ­λά­ζεις πο­τέ τρό­πο σκέ­ψης.

Γνω­ρί­ζω αν­θρώ­πους που ζουν έτσι.

Ας συ­μπλη­ρώ­σω, ότι το να περ­πα­τάς για 7 ώρες πά­νω στο Σι­νι­κό Τεί­χος, ση­μαί­νει να περ­πα­τάς επί 7 ώρες και να πα­ρα­μέ­νεις κυ­ριο­λε­κτι­κά στο ίδιο ση­μείο. Σχε­δόν στα­μα­τά το γί­γνε­σθαι, κα­θώς σε συ­νο­δεύ­ει η ενιαία και αμε­τά­βλη­τη, για χι­λιό­με­τρα, αρ­χι­τε­κτο­νι­κή δο­μή, που προ­σφέ­ρει στο μά­τι πέ­τρες ολόι­δια κομ­μέ­νες, το ίδιο χρώ­μα τοι­χία, την ίδια αί­σθη­ση ύψους απ’ το έδα­φος, για χι­λιό­με­τρα. Κά­θε πύρ­γος που συ­να­ντάς, μοιά­ζει να εί­ναι ο ίδιος πύρ­γος, μό­νο η εναλ­λασ­σό­με­νη προ­ο­πτι­κή από ανη­φό­ρες και κα­τη­φό­ρες μαρ­τυ­ρά, ότι αντί­θε­τα απ’ ό,τι φαί­νε­ται, υπάρ­χει κί­νη­ση. Ολόι­διο και το το­πίο τρι­γύ­ρω. Όταν έχεις προ­χω­ρή­σει αρ­κε­τά, ώστε να μη συ­να­ντάς πια ού­τε ψυ­χή, ξαφ­νι­κά νιώ­θεις την υπνω­τι­κή εξου­σία αυ­τής της σου­ρε­α­λι­στι­κής με­τά­βα­σης, και τα βή­μα­τά σου αρ­χί­ζουν πράγ­μα­τι να φαί­νο­νται σα μια κά­θο­δος στα βά­θη της ψυ­χής σου, εκεί όπου οι αχτί­δες της ορι­ζό­ντιας κί­νη­σης, που ακό­μα αντι­λαμ­βά­νε­σαι, τεί­νουν να χα­θούν στην ακό­μα φω­τει­νό­τε­ρη αί­σθη­ση μιας κά­θε­της κί­νη­σης, όμοιας με μια αρ­γή και ρυθ­μι­κή πτώ­ση προς ένα τυ­φλό ση­μείο κά­τω απ’ τα πό­δια σου. Έτσι, ενώ συγ­χέ­εις την κού­ρα­ση με κά­ποιου εί­δους δια­λο­γι­στι­κή άσκη­ση, ο κό­σμος πραγ­μα­τι­κά σβή­νει στη μορ­φή του Τεί­χους, και το Τεί­χος σβή­νει στα βή­μα­τά σου, και τα βή­μα­τά σου σβή­νουν στις κι­νή­σεις του νου σου, και τε­λι­κά πα­ρα­μέ­νει μια και μό­νο σκέ­ψη, σα σκλη­ρό κα­ρύ­δι, σε αυ­τή την ερη­μι­κή πε­ριο­χή του νου, που κα­τέ­λη­ξες ύστε­ρα από χι­λιά­δες χι­λιό­με­τρα περ­πά­τη­μα. Σκέ­φτο­μαι τον με­σιέ Μπερ­τέν.[1] Η πα­λιά κα­λή τε­χνι­κή του με­σιέ Μπερ­τέν. Υπο­μο­νή, κά­μα­τος, σιω­πή, χρό­νος και βά­θος. Ποιο εί­ναι το έπα­θλο; Ο στο­χα­σμός και η εγ­γύ­τη­τα στο νό­η­μα των πραγ­μά­των.

Ξαφ­νι­κά στέ­κο­μαι, και για μια στιγ­μή έχω την από­λυ­τη και εσφαλ­μέ­νη βε­βαιό­τη­τα, ότι το μο­ντέ­λο του με­σιέ Μπερ­τέν υπε­ρέ­χει αδιαμ­φι­σβή­τη­τα. Εί­ναι ο μό­νος δυ­να­τός τρό­πος σκέ­ψης, σκέ­φτο­μαι. Το μο­ντέ­λο των βαρ­βά­ρων[2] δεν έχει κα­μία ελ­πί­δα.

Γνω­ρί­ζω φυ­σι­κά, ότι κά­τι τέ­τοιο δεν αλη­θεύ­ει, όμως εδώ, πά­νω στο τεί­χος, δεν υπάρ­χει κα­νείς να με ελέγ­ξει, κι αν κά­νω κά­ποια ζα­βο­λιά για μια στιγ­μή, δε θα πά­ρει μυ­ρω­διά κα­νείς.

Έτσι, τε­λι­κά, με σα­φή­νεια και με τρό­πο αξιο­λύ­πη­τα πα­λια­κό, τρι­γυ­ρί­ζει μπρος στα μά­τια μου, ό,τι έμα­θα και κα­τα­νό­η­σα από τού­το το βι­βλίο.

Γε­νι­κά, πι­στεύ­ε­ται ότι το Σι­νι­κό Τεί­χος εί­ναι πα­νάρ­χαιο, ένα εί­δος ακραί­ου μνη­μεί­ου που οι ρί­ζες του βυ­θί­ζο­νται βα­θιά στα σκο­τά­δια των αιώ­νων. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, έτσι όπως το γνω­ρί­ζου­με σή­με­ρα, με τα φι­δί­σια τεί­χη που πε­ρι­κυ­κλώ­νουν τ’ ακρο­πύρ­για το ένα με­τά το άλ­λο κι ακο­λου­θούν υπο­μο­νε­τι­κά τις γραμ­μές του το­πί­ου, το Σι­νι­κό Τεί­χος εί­ναι μια σχε­τι­κά πρό­σφα­τη κα­τα­σκευή: ένας-δυο αιώ­νες δου­λειάς, γύ­ρω στα 1400-1500. Ήταν επί­τευγ­μα μιας και μό­νης δυ­να­στεί­ας, αυ­τής των Μινγκ: απο­τε­λού­σε την εντυ­πω­σια­κή τους μο­νο­μα­νία. Θε­ω­ρη­τι­κά, η ιδέα ήταν να προ­στα­τευ­τεί η αυ­το­κρα­το­ρία από τις ορ­δές νο­μά­δων του βορ­ρά, χα­ράσ­σο­ντας ένα τεί­χος, που θα εκτει­νό­ταν από τη θά­λασ­σα μέ­χρι τις πε­ριο­χές της βα­θιάς Δύ­σης. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα βέ­βαια, τα πράγ­μα­τα ήταν κά­πως πιο πο­λύ­πλο­κα: εκεί που τεί­νου­με να βλέ­που­με απλώς έναν στρα­τιω­τι­κό μη­χα­νι­σμό, κρύ­βε­ται αντι­θέ­τως ένας ολό­κλη­ρος τρό­πος σκέ­ψης.

Στο βορ­ρά, στη στέ­πα, υπήρ­χαν οι βάρ­βα­ροι. Ήταν φυ­λές νο­μά­δων που δεν καλ­λιερ­γού­σαν τη γη, συ­ντη­ρού­νταν από τις λε­η­λα­σί­ες και τον πό­λε­μο, και απεί­χαν έτη φω­τός από τη φι­νέ­τσα του κι­νε­ζι­κού πο­λι­τι­σμού. Όταν η ανά­γκη τους πί­ε­ζε, κα­τέ­φτα­ναν μέ­χρι τα σύ­νο­ρα τις αυ­το­κρα­το­ρί­ας και πρό­τει­ναν εμπο­ρι­κές συ­ναλ­λα­γές. Αν αυ­τές απορ­ρί­πτο­νταν, τό­τε έκα­ναν επί­θε­ση. Στη συ­νέ­χεια, και αφού εί­χαν πρώ­τα λε­η­λα­τή­σει το πε­δίο, εξα­φα­νί­ζο­νταν από εκεί που ήρ­θαν. Δεν έλει­ψαν μά­λι­στα και κά­ποιοι από αυ­τούς που βάλ­θη­καν να κα­τα­κτή­σουν ολό­κλη­ρη την αυ­το­κρα­το­ρία: ο Κου­μπλάι Χαν για πα­ρά­δειγ­μα, ήταν Μογ­γό­λος. Επί­σης, ο τε­λευ­ταί­ος Κι­νέ­ζος αυ­το­κρά­το­ρας που εκ­θρο­νί­στη­κε το 1912 ήταν από τη Μαν­τζου­ρία: δη­λα­δή, βάρ­βα­ροι και οι δύο που ανέ­βη­καν στο θρό­νο. Ήταν το αδια­νό­η­το, που όμως έγι­νε πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Για αιώ­νες ολό­κλη­ρους βα­σα­νί­ζο­νταν οι διά­φο­ρες δυ­να­στεί­ες που εναλ­λάσ­σο­νταν στην εξου­σία από το πρό­βλη­μα, πως να αντι­με­τω­πί­σουν αυ­τή την ανι­σόρ­ρο­πη πρό­κλη­ση που τά­ρα­ζε την ηρε­μία της αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Τα τεί­χη ήταν μια εναλ­λα­κτι­κή, αλ­λά σί­γου­ρα όχι η μο­να­δι­κή. Υπήρ­χαν του­λά­χι­στον δύο ακό­μα πι­θα­νές λύ­σεις. Η πρώ­τη ήταν να ει­σβάλ­λουν και να κα­θυ­πο­τά­ξουν τους βαρ­βά­ρους: αρ­κε­τά λο­γι­κό, για τα δε­δο­μέ­να μιας αυ­το­κρα­το­ρί­ας, ωστό­σο δύ­σκο­λο στην υλο­ποί­η­ση. Οι νο­μά­δες ήταν εξαι­ρε­τι­κοί πο­λε­μι­στές, και για να τους νι­κή­σεις, θα έπρε­πε εν μέ­ρει να υιο­θε­τή­σεις τη δι­κή τους μέ­θο­δο μά­χης και να την αντι­γρά­ψεις. Επι­πλέ­ον, ακό­μα και αν κα­τά­φερ­νες να τους νι­κή­σεις, θα έπρε­πε να δεις τι θα κά­νεις με όλες αυ­τές τις αφι­λό­ξε­νες στέ­πες και πως να δια­τη­ρή­σεις την κυ­ριαρ­χία επά­νω τους. Η δεύ­τε­ρη εναλ­λα­κτι­κή ήταν να υπο­κύ­ψεις και να δια­πραγ­μα­τεύ­ε­σαι μα­ζί τους. Λέω να υπο­κύ­ψεις, για­τί η ιδέα της ανταλ­λα­γής εμπο­ρευ­μά­των με τους βαρ­βά­ρους θε­ω­ρού­νταν αδυ­να­μία στα όρια του ασύλ­λη­πτου. Φα­ντά­ζε­στε τον Ου­ρά­νιο Αυ­το­κρά­το­ρα να κά­θε­ται στο ίδιο τρα­πέ­ζι με έναν βάρ­βα­ρο και να υπο­κύ­πτει στον εκ­βια­σμό του, προ­σφέ­ρο­ντας πο­λύ­τι­μο σι­τά­ρι ως αντάλ­λαγ­μα για με­ρι­κά αχρεί­α­στα άλο­γα; Ο Θε­ός δε δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται με τους άγριους. Δε δέ­χε­ται δώ­ρα τους, δεν υπο­δέ­χε­ται τους πρε­σβευ­τές τους και ού­τε κα­τά διά­νοια να δια­βά­σει τα μη­νύ­μα­τά τους. Εί­ναι, γι’ αυ­τόν, ανύ­παρ­κτοι.

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως, υπήρ­χαν και πα­ραϋ­πήρ­χαν. Γι’ αυ­τό επί αιώ­νες, η Κι­νέ­ζοι στρα­τιω­τι­κοί ηγέ­τες και οι δια­νο­ού­με­νοι δο­κι­μά­ζο­νταν απ’ το δί­λημ­μα των τριών δυ­να­το­τή­των: επί­θε­ση, εμπο­ρι­κή δια­πραγ­μά­τευ­ση ή ανύ­ψω­ση τεί­χους; Ενώ φαι­νό­ταν σαν ένα πρό­βλη­μα στρα­τιω­τι­κής τα­κτι­κής, αυ­τοί το ανή­γα­γαν σε ζή­τη­μα σχε­δόν φι­λο­σο­φι­κό, αφού αι­σθά­νο­νταν, ότι το να πά­ρεις μια από­φα­ση, ισο­δυ­να­μού­σε με το επι­λέ­ξεις μια κά­ποια ιδέα για εσέ­να τον ίδιο, ισο­δυ­να­μού­σε με τον προσ­διο­ρι­σμό, του τι εί­ναι η αυ­το­κρα­το­ρία και τι εί­ναι η Κί­να. Γνώ­ρι­ζαν, ότι το να επι­τε­θούν ή να δια­πραγ­μα­τευ­τούν, ήταν δύο επι­λο­γές που κα­τά κά­ποιο τρό­πο εξα­νά­γκα­ζαν την αυ­το­κρα­το­ρία να βγει από το κα­βού­κι της και υπο­χρέ­ω­ναν την κι­νε­ζι­κή φυ­σιο­γνω­μία να ανα­με­τρη­θεί με την ύπαρ­ξη δια­φο­ρε­τι­κών λα­ών. Το τεί­χος απ’ την άλ­λη, έμοια­ζε να απο­τε­λεί δια­κή­ρυ­ξη της φτα­σμέ­νης τε­λειό­τη­τας της αυ­το­κρα­το­ρί­ας και επι­κύ­ρω­ση της φυ­σι­κής της ύπαρ­ξης μέ­σα σε ολό­κλη­ρο τον κό­σμο. Έτσι, πα­ρί­στα­ναν ότι συμ­βου­λεύ­ο­νται τους στρα­τη­γούς, αλ­λά στην ου­σία, από τους φι­λο­σό­φους προσ­δο­κού­σαν την απά­ντη­ση. Έτσι μας δί­δα­ξαν, μια και κα­λή, ότι στην εκά­στο­τε σχέ­ση του με τους βαρ­βά­ρους, κά­θε πο­λι­τι­σμός φέ­ρει εγ­γε­γραμ­μέ­νη την ιδέα που έχει ο ίδιος για τον εαυ­τό του. Για­τί ο εφιάλ­της του πο­λι­τι­σμού δεν εί­ναι να κα­τα­κτη­θεί από τους βαρ­βά­ρους, αλ­λά να μο­λυν­θεί από αυ­τούς: ο πο­λι­τι­σμός δε δια­νο­εί­ται ότι μπο­ρεί να ητ­τη­θεί από αυ­τούς τους κου­ρε­λιά­ρη­δες, αλ­λά τρέ­μει, ότι πο­λε­μώ­ντας τους, μπο­ρεί να βγει αλ­λο­τριω­μέ­νος, δια­βρω­μέ­νος. Φο­βά­ται να τους αγ­γί­ξει. Αρ­γά ή γρή­γο­ρα, κά­ποιος θα το σκε­φτεί : άλ­λη λύ­ση δεν υπάρ­χει, πα­ρά να υψώ­σου­με ένα ωραίο τεί­χος ανά­με­σα σε εμάς και εκεί­νους. Οι Κι­νέ­ζοι εί­χαν αυ­τή τη σκέ­ψη κά­μπο­σες φο­ρές στο πέ­ρα­σμα των αιώ­νων. Ήταν το μό­νο δια­θέ­σι­μο σύ­στη­μα για να πο­λε­μή­σουν τους βαρ­βά­ρους, χω­ρίς να λε­ρώ­σουν τα χέ­ρια και να ρι­σκά­ρουν τη μό­λυν­ση. Ήταν το μό­νο δια­θέ­σι­μο σύ­στη­μα για να εκ­μη­δε­νί­σουν αυ­τούς που θε­ω­ρού­σαν ανύ­παρ­κτους. Και, από φι­λο­σο­φι­κής άπο­ψης, ήταν μια με­γα­λο­φυ­ής σκέ­ψη.

Από στρα­τιω­τι­κής άπο­ψης βέ­βαια, πρέ­πει να πού­με ότι δε λει­τούρ­γη­σε πο­τέ. Κα­νέ­να τεί­χος, ού­τε αυ­τό που βλέ­που­με σή­με­ρα, ού­τε τα προ­ϋ­πάρ­χο­ντα, που ήταν τα­πει­νό­τε­ρα, χρη­σί­μευ­σαν πο­τέ σε κά­τι. Οι βάρ­βα­ροι κα­τέ­φτα­ναν ως εκεί, βλα­στη­μού­σαν για λί­γο, και με­τά στρέ­φο­ντας το άλο­γό τους (τα δε­κά­δες χι­λιά­δες άλο­γά τους), κάλ­πα­ζαν κα­τά μή­κος του τεί­χους. Στο ση­μείο που αυ­τό τε­λεί­ω­νε, απλώς έστρι­βαν και ει­σέ­βα­λαν στην Κί­να. Συ­νέ­βη αρ­κε­τές φο­ρές. Ήταν νο­μά­δες, γεν­νη­μέ­νοι επά­νω στα άλο­γα: δεν ήταν τί­πο­τα γι’ αυ­τούς να με­τα­κι­νη­θούν κα­μιά χι­λιά­δα χι­λιό­με­τρα πα­ρα­πά­νω. Πιο σπά­νια, όταν ίσως τους έπια­νε μια εντε­λώς αν­θρώ­πι­νη ανυ­πο­μο­νη­σία, ορ­μού­σαν σε ένα ση­μείο του τεί­χους, το δια­περ­νού­σαν και ξε­χύ­νο­νταν αντί­πε­ρα. Δεν υπάρ­χει επο­μέ­νως αμ­φι­βο­λία: το χτί­σι­μο, η συ­ντή­ρη­ση και η δια­τή­ρη­ση αυ­τού του τεί­χους εί­χαν κό­στη πα­ντε­λώς δυ­σα­νά­λο­γα με τη στρα­τιω­τι­κή του χρη­σι­μό­τη­τα. Μό­νο ένας ανό­η­τος στρα­τη­γός θα μπο­ρού­σε να συλ­λά­βει ένα τέ­τοιο σχέ­διο. Ή, όπως αρ­χί­ζε­τε να υπο­ψιά­ζε­στε, ένας με­γα­λο­φυ­ής φι­λό­σο­φος.

Και να λοι­πόν, που πλέ­ον έχου­με τις βά­σεις, για να ανα­στο­χα­στού­με την κα­τα­σκευή του Σι­νι­κού Τεί­χους: για αρ­χή, ήταν λι­γό­τε­ρο μια στρα­τιω­τι­κή κί­νη­ση και πε­ρισ­σό­τε­ρο μια νοη­τι­κή. Μοιά­ζει να χρη­σι­μεύ­ει στην ενί­σχυ­ση ενός συ­νό­ρου, αλ­λά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι η επι­νό­η­ση ενός συ­νό­ρου. Εί­ναι μια εν­νοιο­λο­γι­κή αφαί­ρε­ση, τό­σο ευ­στα­θής και τε­λε­σί­δι­κη που με­του­σιώ­νε­ται σε φυ­σι­κό και τε­ρα­τώ­δες μνη­μείο.

Εί­ναι μια ιδέα πλα­σμέ­νη από πέ­τρα.

Η ιδέα εί­ναι, ότι η αυ­το­κρα­το­ρία εί­ναι ο πο­λι­τι­σμός, ενώ όλα τα υπό­λοι­πα η βαρ­βα­ρό­τη­τα και επο­μέ­νως η μη-ύπαρ­ξη. Η ιδέα εί­ναι, ότι δεν υπάρ­χουν άν­θρω­ποι -γε­νι­κά-, αλ­λά Κι­νέ­ζοι από τη μια με­ριά και βάρ­βα­ροι από την άλ­λη. Η ιδέα εί­ναι, ότι κά­που εκεί στη μέ­ση υπάρ­χει ένα σύ­νο­ρο: και αν ο νο­μά­δας βάρ­βα­ρος, δεν το βλέ­πει, τώ­ρα θα το δει με βε­βαιό­τη­τα: και αν ο φο­βι­σμέ­νος Κι­νέ­ζος το ξε­χνά­ει, τώ­ρα σί­γου­ρα θα το θυ­μά­ται. Το Σι­νι­κό Τεί­χος δεν προ­φύ­λασ­σε από τους βαρ­βά­ρους: τους δη­μιουρ­γού­σε. Δεν υπε­ρα­σπι­ζό­ταν τον πο­λι­τι­σμό: τον όρι­ζε. Γι’ αυ­τό το λό­γο, εμείς σή­με­ρα το φα­ντα­ζό­μα­στε να στέ­κε­ται εκεί, από πά­ντα: για­τί πα­νάρ­χαια εί­ναι και η -κι­νε­ζι­κή- ιδέα, ότι εμείς εί­μα­στε ο πο­λι­τι­σμός και ο κό­σμος όλος. Ακό­μα και τό­τε που το τεί­χος ήταν ίσα­με μια σει­ρά από σκόρ­πια ανα­χώ­μα­τα εδώ κι εκεί, για εμάς ήδη ονο­μα­ζό­ταν το Σι­νι­κό Τεί­χος,[3] για­τί ήταν πέ­τρι­νο και μνη­μειώ­δες, σαν την ιδέα ότι: εδώ υπάρ­χει αυ­τό το σύ­νο­ρο. Για αιώ­νες μά­λι­στα, ήταν και κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από μια νοη­τι­κή ιδέα: πραγ­μα­τι­κό­τα­το αλ­λά και αό­ρα­το στη φυ­σι­κή του μορ­φή. Όταν λοι­πόν έφτα­σε ο Μάρ­κο Πό­λο εκεί πέ­ρα και αφη­γή­θη­κε όλα όσα εί­δε, δεν εί­πε λέ­ξη για το Τεί­χος. Εί­ναι δυ­να­τόν; Όχι απλώς εί­ναι δυ­να­τόν, αλ­λά εί­ναι και λο­γι­κό: ο Κου­μπλάι Χαν ήταν ένας Μογ­γό­λος, η αυ­το­κρα­το­ρία που εί­δε ο Μάρ­κο Πό­λο ήταν αυ­τή των νι­κη­τών βαρ­βά­ρων που κα­τέ­βη­καν απ’ το βορ­ρά και κα­τέ­κτη­σαν την Κί­να. Υπήρ­χε μέ­σα στο νου τους αυ­τή η ιδέα του συ­νό­ρου; Όχι. Και αφού εί­χε εξα­φα­νι­στεί από το νου τους, το Σι­νι­κό Τεί­χος ήταν απλώς κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από κά­ποια με­μο­νω­μέ­νη οχύ­ρω­ση χα­μέ­νη στο βορ­ρά: για οποιον­δή­πο­τε Μάρ­κο Πό­λο, θα πα­ρέ­με­νε αό­ρα­τη.

Έτσι εμείς σή­με­ρα, μπο­ρού­με να ανα­γνώ­σου­με στο Σι­νι­κό Τεί­χος την πιο όμορ­φη και μνη­μειώ­δη δια­τύ­πω­ση μιας αξί­ω­σης: τη διαί­ρε­ση του κό­σμου σε πο­λι­τι­σμό και βαρ­βα­ρό­τη­τα. Κά­πως έτσι, έφτα­σα κι εγώ ως εδώ επά­νω. Ήθε­λα να περ­πα­τή­σω επά­νω στην ιδέα, στην οποία αφιέ­ρω­σα ένα βι­βλίο. Και από εδώ επά­νω, να κα­τα­νο­ή­σω τα πράγ­μα­τα που δι­δά­χτη­κα.

Θα το πω με πιο απλά λό­για. Κά­θε φο­ρά που νιώ­θου­με στο πε­τσί μας τα αγκά­θια μιας λε­η­λα­σί­ας, η αντί­δρα­σή που επι­λέ­γου­με εί­ναι το Σι­νι­κό Τεί­χος. Φαι­νο­με­νι­κά το χτί­ζου­με για να αμυν­θού­με. Ακό­μα και αυ­τή τη στιγ­μή, πεί­θου­με τον εαυ­τό μας, ότι το χτί­ζου­με για την άμυ­να. Και εκ­θειά­ζου­με τον ηρω­ι­σμό του κα­να­πέ, όσων το υπε­ρα­σπί­ζο­νται κά­θε μέ­ρα και όσων το χτί­ζουν, πει­σμα­τι­κά, για χι­λιά­δες χι­λιό­με­τρα. Δεν αλ­λά­ζου­με ιδέα ακό­μα και όταν εύ­κο­λα πα­ρα­δε­χό­μα­στε, ότι οι επι­δρο­μές δεν μειώ­θη­καν ού­τε στο ελά­χι­στο. Χά­νου­με συ­νε­χώς έδα­φος, κι όμως το αλ­λό­κο­το θέ­α­μα των κομ­ψευό­με­νων μη­χα­νι­κών, που κα­τα­να­λώ­νο­νται στο χτί­σι­μο του τεί­χους, εξα­κο­λου­θεί να μας φαί­νε­ται αξιέ­παι­νο. Αλ­λά η αλή­θεια εί­ναι η εξής: δεν υπε­ρα­σπι­ζό­μα­στε ένα σύ­νο­ρο, αλ­λά το κα­τα­σκευά­ζου­με. Το τεί­χος το χρεια­ζό­μα­στε, όχι για να κρα­τή­σου­με μα­κριά αυ­τό που μας φο­βί­ζει, αλ­λά για να του δώ­σου­με ένα όνο­μα. Όπου υπάρ­χει αυ­τό το τεί­χος, υπάρ­χει και μια γε­ω­γρα­φία που μας εί­ναι οι­κεία: από εδώ εμείς, από εκεί οι βάρ­βα­ροι. Τη γνω­ρί­ζου­με αυ­τή την κα­τά­στα­ση. Εί­ναι μια μά­χη που ξέ­ρου­με να τη δώ­σου­με. Στη χει­ρό­τε­ρη θα χά­σου­με, αλ­λά θα ξέ­ρου­με ότι πο­λε­μή­σα­με απ’ τη σω­στή με­ριά. Στη χει­ρό­τε­ρη, μπο­ρεί να χά­σου­με, αλ­λά όχι να χα­θού­με. Εμπρός λοι­πόν, υψώ­στε το Σι­νι­κό Τεί­χος.

Κι όμως, βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σε μια με­τάλ­λα­ξη. Μπρο­στά σε κά­τι που μας αγ­γί­ζει όλους, μη­δε­νός εξαι­ρου­μέ­νου. Ως και οι μη­χα­νι­κοί, εκεί στα ακρο­πύρ­για του τεί­χους, έχουν πά­ρει ήδη τα σω­μα­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των βαρ­βά­ρων που θε­ω­ρη­τι­κά αντι­πα­λεύ­ουν: και έχουν βαρ­βα­ρι­κά χρή­μα­τα στην τσέ­πη και σκό­νη από τη στέ­πα πά­νω στους κα­λο­σι­δε­ρω­μέ­νους για­κά­δες. Εί­ναι μια με­τάλ­λα­ξη. Δεν εί­ναι μια μι­κρή αλ­λα­γή, ού­τε ένας ανε­ξή­γη­τος εκ­φυ­λι­σμός, ού­τε μια μυ­στη­ριώ­δης αρ­ρώ­στια: εί­ναι μια με­τάλ­λα­ξη με σκο­πό την επι­βί­ω­ση. Εί­ναι η συλ­λο­γι­κή επι­λο­γή ενός αλ­λιώ­τι­κου και λυ­τρω­τι­κού νοη­τι­κού habitat. Άρα­γε υπο­ψια­ζό­μα­στε τι μπο­ρεί να την προ­κά­λε­σε; Μου έρ­χο­νται στο μυα­λό σί­γου­ρα κά­ποιες κα­θο­ρι­στι­κές τε­χνο­λο­γι­κές και­νο­το­μί­ες: αυ­τές που συ­μπυ­κνώ­νουν το χώ­ρο και το χρό­νο, ξε­ζου­μί­ζο­ντας τον κό­σμο. Αλ­λά πι­θα­νόν από μό­νες τους να μην αρ­κού­σαν, αν δεν συ­νέ­πι­πταν με ένα γε­γο­νός που επέ­κτει­νε κα­τά πο­λύ το κοι­νω­νι­κό γί­γνε­σθαι: την πτώ­ση των φραγ­μών, που μέ­χρι τώ­ρα κρα­τού­σαν σε από­στα­ση ένα με­γά­λο μέ­ρος των αν­θρώ­πων από την πρά­ξη της εκ­πλή­ρω­σης της επι­θυ­μί­ας και της κα­τα­νά­λω­σης. Σε αυ­τούς τους homines novi,[4] που ει­σήλ­θαν για πρώ­τη φο­ρά στο βα­σί­λειο των προ­νο­μί­ων, οφεί­λου­με την ανα­γκαία κι­νη­τι­κή ενέρ­γεια, ώστε να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί μια με­τάλ­λα­ξη: δεν ανα­φέ­ρο­μαι τό­σο στο πε­ριε­χό­με­νο αυ­τής της με­τάλ­λα­ξης, που μοιά­ζει ακό­μα να εί­ναι προ­ϊ­όν από κά­ποιες συ­νει­δη­το­ποι­η­μέ­νες ελίτ, αλ­λά στην απα­ραί­τη­τη κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη για να ενερ­γο­ποι­η­θεί. Και επί­σης, ο πα­ρά­γο­ντας της ανα­γκαιό­τη­τας: αυ­τό εί­ναι ση­μα­ντι­κό: η ανα­γκαιό­τη­τα. Ίσως από αυ­τούς τους νέ­ους αν­θρώ­πους, να προ­κύ­πτει η πε­ποί­θη­ση, ότι χω­ρίς με­τάλ­λα­ξη ξο­φλή­σα­με. Σα δει­νό­σαυ­ροι υπό εξα­φά­νι­ση.

Ας δού­με τι εί­ναι ακρι­βώς αυ­τή η με­τάλ­λα­ξη. Θα έλε­γα, ότι μοιά­ζει να στη­ρί­ζε­ται σε δύο θε­με­λιώ­δεις πυ­λώ­νες: ο ένας εί­ναι η δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νη αντί­λη­ψη για το τί εί­ναι βί­ω­μα, και ο δεύ­τε­ρος η δια­φο­ρε­τι­κή το­πο­θέ­τη­ση του νο­ή­μα­τος επά­νω στον ιστό της ύπαρ­ξης. Εκεί βρί­σκε­ται ο πυ­ρή­νας της όλης υπό­θε­σης. Τα υπό­λοι­πα εί­ναι απλώς ένα σύ­νο­λο από συ­νέ­πειες: η επι­φά­νεια αντί του βά­θους, η τα­χύ­τη­τα αντί του στο­χα­σμού, η επί­πτω­ση αντί της ανά­λυ­σης, το σερ­φά­ρι­σμα[5] αντί της εμ­βά­θυν­σης, η επι­κοι­νω­νία αντί της έκ­φρα­σης, το multitasking αντί της εξει­δί­κευ­σης, η από­λαυ­ση αντί του μό­χθου. Μια συ­στη­μα­τι­κή κα­τε­δά­φι­ση όλων των νοη­τι­κών εφο­δί­ων, που μας κλη­ρο­δό­τη­σε ο ρο­μα­ντι­κός και αστι­κός πο­λι­τι­σμός του 19ου αιώ­να. Και μά­λι­στα, μέ­χρι το πιο σκαν­δα­λώ­δες ση­μείο: τη βί­αιη εξα­πλού­στευ­ση κά­θε χει­ρο­νο­μί­ας, τη με­τω­πι­κή επί­θε­ση στην ιε­ρό­τη­τα της ψυ­χής -ό,τι κι αν ση­μαί­νει αυ­τός ο όρος.

Αυ­τά συμ­βαί­νουν γύ­ρω μας. Υπάρ­χει μια απλή ονο­μα­σία που μπο­ρού­με να δώ­σου­με σε όλο αυ­τό: η επέ­λα­ση των βαρ­βά­ρων. Και κά­θε φο­ρά, που κά­ποιος επεί­γε­ται να κα­ταγ­γεί­λει τη μι­κρό­τη­τα της κα­θε­μιάς με­τα­μόρ­φω­σης, μη ανα­γνω­ρί­ζο­ντας το κα­θή­κον του να την κα­τα­νο­ή­σει, τό­τε το τεί­χος υψώ­νε­ται και η τυ­φλό­τη­τά μας διο­γκώ­νε­ται στην ει­δω­λο­λα­τρία ενός συ­νό­ρου που, ενώ δεν υφί­στα­ται, καυ­χιό­μα­στε ότι υπε­ρα­σπί­ζου­με. Δεν υπάρ­χουν όρια, πι­στέψ­τε με, δεν υπάρ­χει πο­λι­τι­σμός από τη μια πλευ­ρά και βάρ­βα­ροι από την άλ­λη: υπάρ­χει μό­νο το κύ­μα της με­τάλ­λα­ξης που προ­ε­λαύ­νει και μας δια­περ­νά. Εί­μα­στε όλοι με­ταλ­λαγ­μέ­νοι: κά­ποιοι εξε­λίσ­σο­νται πε­ρισ­σό­τε­ρο, κά­ποιοι λι­γό­τε­ρο, κά­ποιοι αρ­γο­πο­ρούν, κά­ποιοι δεν έχουν κα­τα­λά­βει τί­πο­τα, κά­ποιοι δρουν με το έν­στι­κτο, κά­ποιοι άλ­λοι συ­νει­δη­τά, κά­ποιοι πα­ρι­στά­νουν ότι δεν κα­τα­λα­βαί­νουν και κά­ποιοι δε θα κα­τα­λά­βουν πο­τέ, κά­ποιοι κολ­λά­νε πά­νω στη γη και κά­ποιοι τρέ­χουν τρε­λα­μέ­νοι προς τα εμπρός. Και να που όλοι μα­ζί πά­με να πε­ρά­σου­με το πο­τά­μι. Για μια πε­ρί­ο­δο πί­στευα, ότι η κα­τά­στα­ση ήταν συν­δε­δε­μέ­νη με αν­θρώ­πους μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης γε­νιάς, με­τα­ξύ των 30 και 50: τους έβλε­πα να δια­σχί­ζουν τα νε­ρά, με το μυα­λό στραμ­μέ­νο προς τα εδώ και την καρ­διά να κοι­τά­ει απέ­να­ντι, μι­σοί θη­λα­στι­κά και μι­σοί ψά­ρια, διαι­ρε­μέ­νοι στα δύο από μια με­τάλ­λα­ξη που έφτα­σε πά­ρα πο­λύ αρ­γά ή πά­ρα πο­λύ νω­ρίς: μι­κροί, αξιο­θρή­νη­τοι με­σιέ Μπερ­τέν πά­νω στο σερφ. Αλ­λά γρά­φο­ντας αυ­τό το βι­βλίο, εί­δα με κα­θα­ρό­τη­τα, πως αυ­τή η κα­τά­στα­ση μας αφο­ρά όλους, εί­δα πως το αβέ­βαιο πε­πρω­μέ­νο και η μη ανα­στρέ­ψι­μη σχι­ζο­φρέ­νεια των πρώ­των με­ταλ­λαγ­μέ­νων, εί­ναι η ιλα­ρή επι­τα­γή που μας δό­θη­κε. «Πα­ρα­τη­ρώ­ντας τις μου­σού­δες των αλό­γων και τα πρό­σω­πα των αν­θρώ­πων, όλο αυ­τό το ζω­ντα­νό πο­τά­μι δί­χως όχθες, που φου­σκω­μέ­νο από τη θέ­λη­σή μου ρέ­ει προς τον γκρε­μό, προς το τί­πο­τα της πορ­φυ­ρής από τη δύ­ση στέ­πας, συ­χνά ανα­ρω­τιέ­μαι: που βρί­σκο­μαι Εγώ σε αυ­τό το πο­τά­μι;» (Τζέν­γκις Χαν). Αν υπάρ­χει μια απά­ντη­ση σε αυ­τό το ερώ­τη­μα (ο Τζέν­γκις Χαν δεν το έθε­σε πο­τέ, αλ­λά το απέ­δω­σε σε αυ­τόν ο Βί­κτωρ Πέ­λε­βιν,[6] στο Το μι­κρό δα­χτυ­λά­κι του Βού­δα), αν υπάρ­χει μια απά­ντη­ση σε αυ­τό το ερώ­τη­μα, που ο κα­θέ­νας από εμάς θα μπο­ρού­σε να εί­χε θέ­σει, τό­τε εγώ δεν φα­ντά­ζο­μαι κά­ποια άλ­λη από την εξής: κα­θέ­νας από εμάς βρί­σκε­ται εκεί που βρι­σκό­μα­στε όλοι μα­ζί, στο ένα και μο­να­δι­κό μέ­ρος που υπάρ­χει, μέ­σα στο πο­τά­μι της με­τάλ­λα­ξης, εκεί όπου ό,τι γνω­ρί­ζου­με το λέ­με πο­λι­τι­σμό, και ό,τι ακό­μα δεν έχει όνο­μα, το λέ­με βαρ­βα­ρό­τη­τα. Σε αντί­θε­ση με πολ­λούς, εγώ το βρί­σκω ένα κα­τα­πλη­κτι­κό μέ­ρος.

Η μι­κρή παν­σιόν στα πό­δια του τεί­χους έχει κόκ­κι­να φα­νά­ρια και κου­φώ­μα­τα από ανω­διω­μέ­νο αλου­μί­νιο.[7] Δε δια­θέ­τει ζε­στό νε­ρό, αλ­λά έχει μια τη­λε­ό­ρα­ση που δεί­χνει έναν τύ­πο να παί­ζει φλά­ου­το με τη μύ­τη. Με­τά έχει μια ται­νία με ένα παι­δί που ξερ­νά­ει μα­κα­ρό­νια. Όλα εί­ναι τέ­λεια. Αυ­τό το βρά­δυ, κά­τω απ’ το φως της λά­μπας, ας γρά­ψω και κά­τι τε­λευ­ταίο.

Δεν υπάρ­χει με­τάλ­λα­ξη που να μην εί­ναι δια­χει­ρί­σι­μη. Το να αφή­νεις πί­σω το ιδε­ο­λό­γη­μα της σύ­γκρου­σης των πο­λι­τι­σμών και να απο­δέ­χε­σαι την έν­νοια μιας εξε­λισ­σό­με­νης με­τάλ­λα­ξης, δε ση­μαί­νει ότι πρέ­πει να απο­δέ­χε­σαι ανα­ντίρ­ρη­τα όσα συμ­βαί­νουν, χω­ρίς να βά­ζεις κι εσύ το λι­θα­ρά­κι σου σε αυ­τά. Αυ­τό που γι­νό­μα­στε, εξα­κο­λου­θεί να εί­ναι τέ­κνο αυ­τού που επι­θυ­μού­με να γί­νου­με. Γι’ αυ­τό εί­ναι ση­μα­ντι­κό να υπάρ­χει κα­θη­με­ρι­νή φρο­ντί­δα, προ­σο­χή, επι­φυ­λα­κή. Πό­σο άχρη­στο και γε­λοίο μοιά­ζει, να στέ­κε­σαι κα­μα­ρω­τός μπρο­στά σε τεί­χη, που δια­γρά­φουν ένα ανύ­παρ­κτο σύ­νο­ρο; Πό­σο πιο χρή­σι­μη θα ήταν μια ναυ­τι­κή σο­φία, μια έξυ­πνη ρό­τα μέ­σα στο πο­τά­μι; Δεν πρέ­πει να πιά­σου­με πά­το, σα σα­κιά με πα­τά­τες. Κα­θή­κον μας εί­ναι η πλο­ή­γη­ση. Ας το πού­με στοι­χειω­δώς: μι­λά­με για την ικα­νό­τη­τα να απο­φα­σί­σου­με, τι θέ­λου­με να κρα­τή­σου­με από τον πα­λιό κό­σμο και να το φέ­ρου­με στον νέο κό­σμο. Τι θέ­λου­με να δια­τη­ρη­θεί ανέγ­γι­χτο πα­ρά την αβε­βαιό­τη­τα ενός σκο­τει­νού τα­ξι­διού. Να βρού­με τους δε­σμούς που δε θέ­λου­με να κό­ψου­με, τις ρί­ζες που δε θέ­λου­με να χά­σου­με, τις λέ­ξεις που θέ­λου­με ακό­μα —και για πά­ντα— να προ­φέ­ρου­με, τις ιδέ­ες που δε θέ­λου­με να πά­ψου­με να έχου­με. Εί­ναι μια λε­πτο­δου­λειά. Μια φρο­ντί­δα. Να πε­ρι­σώ­ζεις ό,τι αγα­πάς, την ώρα του με­γά­λου κύ­μα­τος. Εί­ναι μια δύ­σκο­λη πρά­ξη, για­τί δε ση­μαί­νει σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση, ότι πρέ­πει να το προ­φυ­λά­ξεις από την με­τάλ­λα­ξη, αλ­λά να το προ­στα­τεύ­εις κα­τά την εξέ­λι­ξη της με­τάλ­λα­ξης. Δε θα μας σώ­σουν τα πράγ­μα­τα που έχου­με απο­μο­νώ­σει από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλ­λά τα πράγ­μα­τα που αφή­σα­με να με­ταλ­λα­χτούν και να γί­νουν αυ­τό που εί­ναι, σε μια νέα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Σε αυ­τό το ση­μείο κολ­λά­ει ωραία και μια πα­ρά­γρα­φος που να πε­ρι­γρά­φει, τι θα χρεια­ζό­ταν κα­τά τη γνώ­μη μου να πε­ρι­σώ­σου­με, όταν συμ­βαί­νει η με­τάλ­λα­ξη. Στ’ αλή­θεια όμως, δεν έχω μια ξε­κά­θα­ρη γνώ­μη γι’ αυ­τό. Γνω­ρί­ζω με βε­βαιό­τη­τα ότι κά­τι υπάρ­χει, που όμως εί­ναι δύ­σκο­λο να ει­πω­θεί αυ­τή τη στιγ­μή με ακρί­βεια. Δύ­σκο­λο. Το μό­νο που μου έρ­χε­ται στο μυα­λό εί­ναι, για άλ­λη μια φο­ρά, μια σε­λί­δα του Cormac McCarthy, που βρί­σκε­ται στο τέ­λος εκεί­νου του βι­βλί­ου που σας ανέ­φε­ρα ήδη στην αρ­χή, το θυ­μά­στε; Η ιστο­ρία του σε­ρί­φη με το δο­λο­φό­νο. «Τι λες σε κά­ποιον, ο οποί­ος κα­θ’ ομο­λο­γία, δεν έχει ψυ­χή;» Το θυ­μά­στε; Κα­λώς. Αυ­τό εί­ναι ένα βι­βλίο πραγ­μα­τι­κά απέλ­πι­δο, που μοιά­ζει με άνευ όρων πα­ρά­δο­ση σε μια ολέ­θρια με­τάλ­λα­ξη, χω­ρίς ελ­πί­δα, χω­ρίς διέ­ξο­δο. Όμως σε κά­ποιο ση­μείο, ο σε­ρί­φης περ­νά δί­πλα από κά­τι πε­ρί­ερ­γο, κά­τι σα γούρ­να σμι­λε­μέ­νη με κα­λέ­μι σε σκλη­ρή πέ­τρα. Βρι­σκό­μα­στε ακρι­βώς στην τε­λευ­ταία σε­λί­δα. Ο σε­ρί­φης βλέ­πει τη γούρ­να και στα­μα­τά­ει. Και την κοι­τά­ει. Ένα αντι­κεί­με­νο πε­ρί­που δυο μέ­τρα μα­κρύ, μι­σό μέ­τρο πλα­τύ και άλ­λο τό­σο σε βά­θος. Στην πέ­τρα εί­ναι ακό­μα εμ­φα­νή τα ση­μά­δια από το κα­λέ­μι. Θα βρί­σκε­ται εκεί ήδη κα­μιά εκα­το­στα­ριά-δια­κό­σια χρό­νια, σκέ­φτη­κε ο σε­ρί­φης. Έτσι, σκέ­φτη­κε, μου ήρ­θε στον νου ο άν­θρω­πος που το εί­χε κα­τα­σκευά­σει. Αυ­τός ο άν­θρω­πος βάλ­θη­κε με σφυ­ρί και κα­λέ­μι να σκά­ψει μια γούρ­να που θα μπο­ρού­σε να αντέ­ξει δέ­κα χι­λιά­δες χρό­νια. Για ποιο λό­γο; Τι πί­στευε αυ­τός ο τύ­πος; Πρέ­πει να φα­ντα­στεί­τε, ότι σε αυ­τό το ση­μείο ο σε­ρί­φης εί­ναι εξα­ντλη­μέ­νος, δεν πι­στεύ­ει σε τί­πο­τα και ετοι­μά­ζε­ται να κλει­δώ­σει το αστέ­ρι του για πά­ντα σε ένα ντου­λά­πι. Πρέ­πει να τον φα­ντα­στεί­τε σε αυ­τήν την κα­τά­στα­ση, ενώ ανα­ρω­τιέ­ται, για­τί στο κα­λό κά­ποιος μπαί­νει στη δια­δι­κα­σία να σκά­ψει μια πέ­τρι­νη γούρ­να με τη σκέ­ψη ότι θα αντέ­ξει δέ­κα χι­λιά­δες χρό­νια. Σε τι πι­στεύ­ει κά­ποιος, που το μυα­λό του κα­τε­βά­ζει τέ­τοιες ιδέ­ες;

Σε τι πι­στεύ­ου­με εμείς που έχου­με ακό­μα το τυ­φλό έν­στι­κτο, να δια­φυ­λάσ­σου­με κά­τι;

Ο McCarthy έγρα­ψε αυ­τό: «Φα­ντά­ζο­μαι αυ­τόν τον κα­θι­σμέ­νο τύ­πο με το σφυ­ρί και το κα­λέ­μι, ίσως κα­να δί­ω­ρο με­τά το βρα­δι­νό του, ποιος ξέ­ρει. Και πρέ­πει να πω ότι το μο­να­δι­κό πράγ­μα που μου περ­νά­ει απ’ το μυα­λό εί­ναι ότι αυ­τός εί­χε κά­τι σα μια υπό­σχε­ση στην καρ­διά του. Εγώ σί­γου­ρα δεν έχω την πρό­θε­ση να αρ­χί­σω να σκά­βω μια πο­τί­στρα από πέ­τρα. Θα ήθε­λα όμως να μπο­ρώ να κά­νω αυ­τό το εί­δος της υπό­σχε­σης. Θα το ήθε­λα όσο τί­πο­τε άλ­λο».

Στην τη­λε­ό­ρα­ση χει­ρο­κρο­τούν πο­λύ, για­τί ο τύ­πος που έπαι­ζε φλά­ου­το με τη μύ­τη, τώ­ρα έχει και μια εντυ­πω­σια­κή πο­σό­τη­τα από πιά­τα και πο­τή­ρια στο κε­φά­λι, έτοι­μα να κα­ταρ­ρεύ­σουν. Σε ένα άλ­λο κα­νά­λι παί­ζει η Μί­λαν. Άσκο­πη κα­το­χή μπά­λας. Έξω, στο σκο­τά­δι, το Σι­νι­κό Τεί­χος, κα­μω­μέ­νο από το άχρο­νο μαύ­ρο μιας κι­νέ­ζι­κης νύ­χτας.

[1] Louis-François Bertin (1766-1841): Γάλ­λος δη­μο­σιο­γρά­φος και «μι­ντιάρ­χης» της επο­χής, ιδιο­κτή­της του διά­ση­μου Journal des débats, γνω­στός και από το ομώ­νυ­μο πορ­τραί­το που φι­λο­τέ­χνη­σε ο Jean-Auguste-Dominique Ingres. Ο Μπα­ρίκ­κο ανα­φέ­ρε­ται σε αυ­τόν σε προη­γού­με­να κε­φά­λαια του βι­βλί­ου, θε­ω­ρώ­ντας ότι στο πρό­σω­πό του συ­μπυ­κνώ­νε­ται η ρο­μα­ντι­κή, αστι­κή νο­ο­τρο­πία του 19ου αιώ­να, με εξέ­χον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό την κο­πια­στι­κή ανα­ζή­τη­ση, σε βά­θος, ενός υψη­λού νο­ή­μα­τος των πραγ­μά­των. (ΣτΜ)
[2]
Ανα­φο­ρά πά­λι σε προη­γού­με­να κε­φά­λαια του βι­βλί­ου. (ΣτΜ)
[3] Στα ιτα­λι­κά: la Grande Muraglia. Κυ­ριο­λε­κτι­κά ση­μαί­νει το Με­γά­λο Τεί­χος. (ΣτΜ)
[4]
Νέ­οι άν­θρω­ποι. (ΣτΜ)
[5] Σε προη­γού­με­να κε­φά­λαια ανα­φέ­ρε­ται το σερ­φά­ρι­σμα ως στά­ση ζω­ής, που αντι­δρά στον αστι­κό ρο­μα­ντι­σμό του 19ου αιώ­να και τη λα­τρεία του βά­θους, ανα­ζη­τώ­ντας το νό­η­μα, όπως αυ­τό εκ­δη­λώ­νε­ται στην επι­φά­νεια των πραγ­μά­των – της ζω­ής. (ΣτΜ)
[6]
Pelevin, Viktor: Εί­ναι ένας από τους πιο διά­ση­μους Ρώ­σους συγ­γρα­φείς της επο­χής με­τά την πε­ρε­στρόι­κα. Ιδιαί­τε­ρα δη­μο­φι­λής στους νέ­ους της χώ­ρας του, πρό­σφα­τα μά­λι­στα με­τα­φρά­στη­κε σε διά­φο­ρες γλώσ­σες, δεν αγα­πά να βρί­σκε­ται στο επί­κε­ντρο της δη­μο­σιό­τη­τας. Εί­ναι γνω­στό ότι, για να σνο­μπά­ρει τον κό­σμο, κα­τα­φεύ­γει που και που σε κά­ποιο μο­να­στή­ρι και απο­φεύ­γει επι­δέ­ξια να με­τα­τρα­πεί σε πο­λι­τι­κό ή ιδε­ο­λο­γι­κό φε­ρέ­φω­νο της γε­νιάς του.
[7] Υλι­κό που χρη­σι­μο­ποιεί­ται στην κα­τα­σκευή αγω­γών με εξω­τε­ρι­κή μό­νω­ση. Ιδα­νι­κό για κου­φώ­μα­τα, σκεύη μα­γει­ρέ­μα­τος, φρυ­γα­νιέ­ρες, πο­δή­λα­τα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: