Δεν είναι λίγες οι φορές που ένα ποίημα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ μετατρέπει τους αναγνώστες του σε κοινωνούς της μοναδικής αγωνίας που λέγεται γέννηση ενός ποιήματος. Το πεζόμορφο αλληγορικό ποίημα με τίτλο «Ο τζίτζικας»,[1] που περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή Ενάντιος έρωτας (Κέδρος 1982), ανήκει σε αυτή την κατηγορία:
Μέσα μου χιλιάδες τραγούδια στοιβάζονται καλοκαιρινά. Ανοίγω το στόμα μου και μες στο πάθος μου προσπαθώ να τους βάλω μια σειρά. Τραγουδώ. Άσχημα. Αλλά χάρη στο τραγούδι μου ξεχωρίζω από τις φλούδες των κλάδων και από τ' άλλα άφωνα ηχεία της φύσης. Η απέριττη περιβολή μου —γκρίζα κι ασβεστένια— μου αποκλείει κάθε παραφορά αισθητισμού κι έτσι αποκομμένος απ' τα φανταχτερά πανηγύρια του χρόνου, τραγουδάω. Άνοιξη, Πάσχα και βιολέτες δεν γνωρίζω. Τη μόνη ανάσταση που ξέρω είναι όταν μόλις σηκώνεται κάποιο αεράκι και δροσίζει λίγο τη φοβερή κάψα της ζωής μου. Τότε παύω να ουρλιάζω —ή να τραγουδάω όπως νομίζει ο κόσμος— γιατί το θαύμα μιας δροσιάς μέσα μου βαθιά λέει περισσότερα απ' όλα όσα δημιουργώ για να μην πεθάνω από τη ζέστη.
Η Ρουκ δεν υιοθετεί την άποψη του γνωστού, υποτιμητικού για τον τζίτζικα, αισώπειου μύθου, που εξαίρει τον φιλόπονο μέρμηγκα και σκώπτει για την οκνηρία του τον τραγουδιστή των δένδρων. Αντίθετα, βλέπει στον τζίτζικα ένα προσωπείο του ποιητή ενώ στο τραγούδι του ενωτίζεται την αγωνιώδη απόπειρα δημιουργίας ενός ποιήματος. Είναι δε εμφανές ότι ο τζίτζικας λειτουργεί ως προσωπείο (persona) της ίδιας της ποιήτριας. Εξάλλου η υιοθέτηση του πρώτου ενικού προσώπου ενισχύει την άποψη για ταύτιση καθώς προσδίδει στο κείμενο τον αυτοαναφορικό χαρακτήρα που προσιδιάζει στα ποιήματα ποιητικής. Το ρήμα στοιβάζονται συντηρεί μνήμη μακρινή από τις στοιβαγμένες κουβέντες του καβαφικού «Ηγεμόνος εκ Δυτικής Λιβύης», καθώς όμως βρισκόμαστε σε εντελώς διαφορετικό ποιητικό κλίμα, η χρήση του με υποκείμενο τα χιλιάδες τραγούδια ενισχύει τον ρόλο του τζίτζικα ως επίμονου και ακάματου αοιδού και ψάλτη, που «ξεχωρίζει από τα άφωνα ηχεία της φύσης» (το ρήμα ξεχωρίζω ενδεικτικό της πεποίθησης, ότι η δημιουργία —εν προκειμένω το τραγούδι ή το ποίημα— είναι μια πράξη παρέμβασης, μια ενεργός συμμετοχή στα πράγματα του κόσμου.) Το ασίγαστο τερέτισμά του —κι ας είναι άσχημο– συνίσταται σε μια πλήρη πάθους απόπειρα διαφυγής από τη φοβερή κάψα της ζωής του με μόνη ανταμοιβή τη λιγοστή δροσιά που προσφέρει «κάποιο αεράκι». Τι παράξενη σύμπτωση! Σε έναν άλλο αισώπειο μύθο με τίτλο «Ὄνος καὶ τέττιξ» ο τζίτζικας δηλώνει περήφανα: “ἡ ἐμὴ τροφὴ ἀήρ ἐστι καὶ δρόσος”. Επομένως για τη Ρουκ η ποιητική δημιουργία δεν είναι παρά ο καρπός μιας ένθεης μανίας, μιας παραφοράς μακριά και πέρα από τον στόχο της αισθητικής ολοκλήρωσης.
Η ταύτιση του τζίτζικα με τον παθιασμένο αοιδό –ποιητή αποτελεί κοινό τόπο στο σύνολο της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης (από τα ανακρεόντεια άσματα έως τα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας). Είναι αλήθεια πως το ηθικοπλαστικό επιμύθιο του πασίγνωστου αισώπειου μύθου με τον τίτλο «Μύρμηξ καὶ Τέττιξ», όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά από την καταγραφή των μύθων του Αισώπου κατά τα βυζαντινά χρόνια, με δεδομένη μάλιστα τη διάδοση του σχετικού μύθου μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια της Τουρκοκρατίας, επισκίασε τον έπαινο που η αρχαία ελληνική γραμματεία απένειμε στον αοιδό των δένδρων Αναφέρουμε ενδεικτικά τον γοητευτικό μύθο για τη γένεση του τζίτζικα, όπως εγγράφεται στον πλατωνικό Φαίδρο και μοιάζει —δεν υπαινίσσομαι επίδραση— να συγγενεύει με το ποίημα της Ρουκ:
«…λέγεται πώς [τα τζιτζίκια ] ήταν άνθρωποι κάποτε, πριν ακόμα υπάρξουν οι Μούσες, και πως όταν οι Μούσες γεννήθηκαν —και μαζί μ’ αυτές πρωτοφανερώθηκε και το τραγούδι— κάποιοι από αυτούς ένιωσαν έκπληκτοι τόση μεγάλη ηδονή, ώστε συνεχώς τραγουδώντας ξεχάσαν να πιούν και να φάνε, μέχρι που πέθαναν προτού καλά το καταλάβουν. Από αυτούς, μετά από όλ’ αυτά, φύτρωσε των τζιτζικιών το γένος και πήρε τούτο το προνόμιο από τις Μούσες, να μην έχει ανάγκη την τροφή για να ζήσει αλλά χωρίς ποτό και φαγητό να τραγουδά συνέχεια μέχρι να πεθάνει…» (μετάφραση Τ. Κ.).
Έτσι η Ρουκ μοιάζει να αποκαθιστά την τρωθείσα από τον Αίσωπο τιμή των τζιτζικιών (δεν είναι βέβαια η μόνη στη νεοελληνική ποίηση) και να συμπορεύεται με τον έπαινο των ανακρεόντειων ασμάτων για την διαρκή νεότητα του τέττιγος (τὸ γῆρας οὐ σε τείρει: δεν σε τυραννούν τα γηρατειά) προς τον οποίο απευθύνονται με τα υμνητικά επίθετα: σοφέ, γηγενής, φίλυμνε,/ ἀπαθής, ἀναιμόσαρκε·/ σχεδὸν εἶ θεοῖς ὅμοιος.[2] Παρόμοιος και ο έπαινος σε επίγραμμα του Μελεάγρου[3] από την Παλατινή Ανθολογία. Παραθέτουμε το επίγραμμα για φανεί η ευτυχής συνάντηση της αλληγορίας της Ρουκ με τον αρχαίο ποίημα, τόσο σε επίπεδο περιγραφής των σωματικών χαρακτηριστικών του τζιτζικιού, όσο και η σύνδεση του άσματος με την πλήρη έντασης έκφραση του ερωτικού πάθους: