Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ θεωρεί τη ζωή μέγιστο αγαθό. Ευεργέτημα σταλμένο από άγνωστο δότη, πολύτιμο, όμως παρά την εξόφθαλμη υπόστασή του, παραμένει στον πυρήνα και τη σύστασή του, γριφώδες. Ως υλική προσφορά λοιπόν αποσύρεται, ακολουθώντας τη μοίρα του τέλους. Αν και ο νομοτελειακός μαρασμός έως την πλήρη αποσύνθεση ισχύει καθολικά, η ποιήτρια απολαμβάνει εξαιρετικά το ευεργέτημα και ποτέ δεν το θεωρεί δώρον άδωρον.
Υπάρχουν ποιητές αν και υμνητές της ζωής, δίνουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο θάνατο. Η Αγγελάκη-Ρουκ δεν χάνεται σε τέτοιο έρεβος και με τη ράβδο του σχοινοβάτη καμωμένη από δέος, ισορροπεί πάνω από δύο φαινομενικά αντίρροπες δυνάμεις, φθορά και αφθαρσία. Υπαρξιακή αναζήτηση αλλά με την ιδιαιτερότητα της αγαθότητας και της απορίας, χαρακτηριστικά της πρωτογενούς ματιάς. Κύριο όργανο αναζήτησης στις αναπάντητες ερωτήσεις αποτελεί το σώμα, το πιο ατομικό αλλά και σκοτεινό εργαλείο. Η σάρκα με όλες τις δυνατότητες, ανάγκες, αντοχές της συχνά ασυμφιλίωτη, άγρια αλλά τελικά υποταγμένη στην εξόντωση. Πέρα όμως από το κορμί, η ποιήτρια καλεί και συσπειρώνει γύρω της όλο τον πλούτο του κόσμου, έμψυχο, άψυχο, αόρατο και ορατό. Η γη με τους ανθρώπους, τα ζώα, τα φυτά, ο τόπος υδάτινος, πετρώδης, πάντα σαγηνευτικός κάτω απ΄ τα μάγια του σύμπαντος, συχνά πυκνώνεται σε μέρη ελάχιστα όπου η ψυχή τα διευρύνει σε πατρίδα. Η Αίγινα, με τα θαύματα και τα τραύματα.
Ο θαυμασμός της Αγγελάκη-Ρουκ προς τη δημιουργία περιβάλλεται με δέος και αγγίζει τα πλαίσια της θρησκείας αλλά με πίστη παγανιστική. Ο πολυθεϊσμός φανερώνεται παντού στο έργο της καθώς υποδέχεται με ευλάβεια ο, τι αγγίζει το οπτικό νεύρο αλλά και τη μεγάλη ευαισθησία της. ανοιχτή στα μυστήρια με μόνο όπλο την αναπνοή, αν και…Τίποτα πιο δύσκολο απ΄ την ανάσα, η οποία ωστόσο παραμένει κραταιή.
Προεξάρχων στα ποιήματα, ο έρωτας, εκρηκτική ύλη βάζει σε κίνηση τη δημιουργική σκανδάλη και συλλαμβάνει την αθανασία, έστω της στιγμής. Μεσουρανεί και αγγίζει την κατάρρευση. Το γεγονός γίνεται αποδεκτό όχι με την έννοια συμφοράς, αλλά με μορφή συμπαντικής νομοτελειακής μοίρας. Η ποιήτρια αδιάλλακτη σταδιακά στωική γράφει με άγνοια εν ακμή. Σέβεται τις ενέδρες του κόσμου και το προσωπικό της δέος παίρνει μορφή ιερότητας, μέσω βαθιάς πληγής.
Το τραύμα πανταχού παρόν, απαραίτητο για την εμβάθυνση και τη διάνοιξη ορίων πέραν της κοινής γνώσης. Ηδονή και τρώση συνυπάρχουν, πλευρές του ίδιου νομίσματος. Συντρίβει ο έρωτας για να ωριμάσει η ψυχή. Το σώμα πολύπαθο, ασυμφιλίωτο, παρά την κατάρρευσή του, πουθενά δεν διαφαίνεται το άσκοπο της υπόστασης, πάντα, συνυφασμένη με την ομορφιά, προσέγγιση που συγγενεύει με την αρχαία ελληνική αντίληψη περί κάλλους. Το τέλειο των αγαλμάτων, το ευσταλές παράστημα, η εξιδανίκευση, ισοζυγιασμένη ανάμεσα σε ύλη και ιδέα. Η θεραπεία της ωραιότητας από την Αγγελάκη-Ρουκ αρχίζει από την πείρα, το χειροπιαστό της απόλαυσης και καταλήγει στη θεϊκή διάσταση του ιδεώδους. Το φθαρτό άφθαρτο, το διαρκώς αιτούμενο στους αιώνες. Να πώς η ομορφιά ζει αυτοτελής, ποίημα, μέσα στο ποίημα.
Όσο τώρα για το γλωσσικό οικοδόμημα η Αγγελάκη-Ρουκ χρησιμοποιεί αφηγηματική μορφή, χωρίς να σημαίνει πεζολογία. Ξαφνικά λάμπει ο στίχος πυκνός, τολμηρός, συχνά ανατρέποντας σύμβολα. Στίχος με σφραγίδα σοφίας.
Τελειώνοντας παρά την Λιπιού, πόλη απόσυρσης όπου η ποιήτρια αφαιρεί κάθε οπλισμό και θρηνεί, παρά την Άδεια Φύση την Ωραία Έρημο της Σάρκας παρά την Ανορεξία της ύπαρξης η Αγγελάκη-Ρουκ διατηρεί σθεναρά τη δυναμική της ζωής και γράφει, μέχρι την τελευταία ρανίδα του είναι και των στίχων. Είναι άξια λοιπόν των δώρων που της προσφέρθηκαν.