Τα μαλλάκια της…

© «Το μαγικό των ανθρώπων»


Μέ­σ’ απ’ τις ελιές έρ­χε­ται η Πη­νε­λό­πη
με τα μαλ­λά­κια της όπως όπως μα­ζε­μέ­να.


Ετοι­μά­ζο­ντας την αν­θο­λο­γία Τα δεί­πνα του Ομή­ρου, με τα αρ­χαιό­θε­μα ποι­ή­μα­τα από το Σο­λω­μό ως τις μέ­ρες μας (μα­ζί με τους Σταύ­ρο Γκιρ­γκέ­νη και Δή­μη­τρα Κου­βά­τα, για τις εκ­δό­σεις Ζή­τρος), έπε­σα πά­νω στο ποί­η­μα η Άλ­λη Πη­νε­λό­πη της Ρουκ, και δεν ξέ­ρω για­τί ένιω­σα μια ανα­τρι­χί­λα στο σβέρ­κο κι ας ήταν μέ­ρα με­ση­μέ­ρι με καύ­σω­να. Ίσως για­τί με πα­ρέ­πεμ­ψε συ­νειρ­μι­κά στο πιο αι­σθη­σια­κό τρα­γού­δι του ελ­λη­νι­κού ρε­περ­το­ρί­ου, που τρα­γού­δη­σε ο Φώ­της Πο­λυ­μέ­ρης το 1950, σε στί­χους Χρή­στου Γιαν­να­κό­που­λου και Αλέ­κου Σα­κελ­λά­ριου, σε σύν­θε­ση Μι­χά­λη Σου­γιούλ. Άστα τα μαλ­λά­κια σου ανα­κα­τω­μέ­να…τρα­γου­δού­σαν οι γο­νείς μας στα γλέ­ντια, πά­νω στο τσα­κίρ κέ­φι.

Η Ρουκ επί­σης θα το εί­χε ακού­σει και χι­λιο­τρα­γου­δή­σει. Τα μαλ­λά­κια της όπως όπως μα­ζε­μέ­να εί­ναι σα­φής ανα­φο­ρά σε μια οι­κεία ει­κό­να, αλ­λά και όλη η ανά­πτυ­ξη του ποι­ή­μα­τος, η δο­μή του και η με­τα­μόρ­φω­ση του προ­σώ­που μέ­σα σε μια ει­κο­σα­ε­τία, ανα­πα­ρι­στούν το χρο­νι­κό βά­θος (άνοι­ξη, κα­λο­καί­ρι, φθι­νό­πω­ρο) του άσμα­τος. Οι μνη­στή­ρες θα σου πουν χί­λιες φο­ρές χί­λια σ’ αγα­πώ/κι ύστε­ρα φθι­νό­πω­ρο θα ‘ρθει σκυ­θρω­πό. Δεν εί­μαι φι­λό­λο­γος και δεν θα ήθε­λα να στε­νο­χω­ρή­σω κά­ποιους. Εί­μαι όμως ψυ­χί­α­τρος και θα μου επι­τρέ­ψε­τε να σας πω μια ιστο­ρία. Φί­λος ποι­η­τής μού εξο­μο­λο­γή­θη­κε για­τί πα­ντρεύ­τη­κε ξέ­νη γυ­ναί­κα: επει­δή ήταν μάρ­τυ­ρας στα νιά­τα του, μιας τρυ­φε­ρής ει­κό­νας στο λε­ω­φο­ρείο του ΚΤΕΛ από την Ηγου­με­νί­τσα στα Γιάν­νε­να: ακρι­βώς μπρο­στά του κα­θό­ταν ένα ζευ­γά­ρι ηλι­κιω­μέ­νων και η κυ­ρία, μια Σου­η­δέ­ζα, εί­χε το χέ­ρι της στα μαλ­λιά του συ­ντρό­φου της σε όλη τη διάρ­κεια του τα­ξι­διού. Πί­στε­ψε πως μια Ελ­λη­νί­δα δεν θα έκα­νε πο­τέ δη­μό­σια μια πα­ρό­μοια χει­ρο­νο­μία, κι έτσι πα­ντρεύ­τη­κε μια γυ­ναί­κα άλ­λης υπη­κο­ό­τη­τας. Στην πά­ρο­δο του χρό­νου ού­τε μια φο­ρά δεν δέ­χτη­κε τα χά­δια της στα μαλ­λά­κια του.

Το ποί­η­μα «η άλ­λη Πη­νε­λό­πη» ανή­κει στη συλ­λο­γή Ωραία έρη­μος η σάρ­κα. Τί να πού­με; Εδώ πλέ­ον ανα­τρί­χια­σα σύ­γκορ­μος: το γυ­μνό σώ­μα και το σε­ντό­νι τον Ιού­λιο. Ένα κορ­μί τσα­κι­σμέ­νο, βα­σα­νι­σμέ­νο, σπα­σμέ­νο, κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νο από τους έρω­τες. Αχώ­ρι­στοι ο έρω­τας κι ο πό­νος. Κα­θώς έχου­με μά­θει να αγα­πά­με το σώ­μα του άλ­λου τμη­μα­τι­κά κι αφού το χω­ρί­σου­με σε με­ρί­δες ηδο­νής και όχι στην ολό­τη­τά του. Με­τά από τό­ση επι­με­λή κα­τα­στρο­φή του σώ­μα­τος, εί­μα­στε πλέ­ον έτοι­μοι να ει­σέλ­θου­με στον ασώ­μα­το Ει­κο­στό Πρώ­το αιώ­να. Η σάρ­κα καί­γε­ται στο φως του υπο­λο­γι­στή. Νεύ­ου­με κι εμείς όχι, όχι, όχι άλ­λο έρω­τα. Αφή­νου­με τα μαλ­λά­κια μας ανα­κα­τω­μέ­να ν’ ανε­μί­ζου­νε στην τρε­λή νο­τιά.

Η άλλη Πηνελόπη

Μέσ’ απ’ τις ελιές έρχεται η Πηνελόπη
με τα μαλλάκια της όπως όπως μαζεμένα.
κι ένα φουστάνι απ’ τη Λαϊκή,
μπλε μαρέν με άσπρα λουλουδάκια.
Μας εξηγεί πως δεν ήταν από προσήλωση
στην ιδέα «Οδυσσέας»
που άφηνε τους μνηστήρες χρόνια
να περιμένουν στο προαύλιο
των μυστικών συνηθειών του κορμιού της.
Εκεί στο παλάτι του νησιού
με τους φτιαχτούς ορίζοντες
μιας γλυκερής αγάπης
και το πουλί απ’ το παράθυρο
να συλλαμβάνει μόνον αυτό, το άπειρο
είχε ζωγραφίσει εκείνη με τα χρώματα της φύσης
την προσωπογραφία του έρωτα.
Καθιστός, το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο
βαστώντας μια κούπα καφέ
πρωινός, λίγο μουτρωμένος, λίγο χαμογελαστός
να βγαίνει ζεστός απ’ τα πούπουλα του ύπνου.
Η σκιά του στον τοίχο
σημάδι από έπιπλο που μόλις το σηκώσαν
αίμα από αρχαίο φόνο
μοναχική παράσταση του Καραγκιόζη
στο πανί, πίσω του πάντα ο πόνος.
Αχώριστοι ο έρωτας κι ο πόνος
όπως το κουβαδάκι κι ο μικρός στην αμμουδιά
το αχ! κι ένα κρύσταλλο που γλίστρησε απ’ τα χέρια
η πράσινη μύγα και το σκοτωμένο ζώο
το χώμα και το φτυάρι
το γυμνό σώμα και το σεντόνι τον Ιούλιο.

Κι η Πηνελόπη που ακούει τώρα
την υποβλητική μουσική του φόβου
τα κρουστά της παραίτησης
το γλυκό άσμα μιας ήσυχης μέρας
χωρίς απότομες αλλαγές καιρού και τόνου
τις περίπλοκες συγχορδίες
μιας άπειρης ευγνωμοσύνης
για ό,τι δεν έγινε, δεν ειπώθηκε, δε λέγεται
νεύει όχι, όχι, όχι άλλο έρωτα
όχι άλλο μιλιές και ψιθυρίσματα
αγγίγματα και δαγκώματα
φωνούλες στα σκοτάδια
μυρωδιά από σάρκα που καίγεται στο φως.
Ο πόνος ήταν ο μνηστήρας ο πιο εκλεκτός
και του ’κλεισε την πόρτα.

Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ. 1995. Ωραία έρη­μος η σάρ­κα. Αθή­να: Κα­στα­νιώ­της. Και στον συ­γκε­ντρω­τι­κό τό­μο: Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ. 1999. Ποι­ή­μα­τα (1986-1996). Αθή­να: Κα­στα­νιώ­της.

(αντι­γρα­φή του ποι­ή­μα­τος από την ιστο­σε­λί­δα Πύ­λη της Ελ­λη­νι­κής Γλώσ­σας https://​www.​greek-​lan​guag​e.​gr/​dig​ital​Reso​urce​s/​ancient_​greek/​ant​holo​gy/​myt​holo​gy/​browse.​html?​text_​id=4 )

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: