H ποίηση αποτελεί μια ιδιότυπη μορφή οντολογίας, «είναι λεκτική εγκαθίδρυση του Όντος» κατά την εύστοχη διατύπωση του M. Χάιντεγκερ. Δημιουργός ευφάνταστος είναι ο ποιητής που ποιεί το σύμπαν του με διάφορα «υλικά». Με αυτή την αφετηριακή σκέψη προσέγγισα το έργο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ και αναζήτησα τα «υλικά» της, επιλέγοντας να εστιάσω σε ένα βασικό, κατά τη γνώμη μου, που απαντά σε όλο της το έργο και αποτελεί σταθερό πεδίο ποιητικού στοχασμού. Πρόκειται για το σώμα, το σώμα ως σωματικότητα και ως σωματοποίηση. Η παρουσία και η αντιμετώπιση του σώματος από την ποιήτρια διακρίνεται από ευφάνταστη ποικιλότητα και είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της ιδιοφωνίας της. «Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού»,[1] είναι ο πρώτος στίχος της πρώτης της ποιητικής συλλογής (1963), αργότερα (1978) «μες στη νύχτα η ανακεφαλαίωση / αρχίζει από το σώμα», μέχρι «το σώμα είναι για να βγάζει σκέψεις» (1993), αυτό «το σώμα που πρώτο λιώνει» (2005).
Στον όρο σωματικότητα εντάσσεται το σώμα ως ολότητα, σάρκα, κορμί, αλλά και τα μέρη του, «τοπία, τοπία μεταξωτής σάρκας»·[2] μάτια, χέρια, αυτιά, καρδιά, κοιλιά, πλάτες, μηροί, αφαλός, θηλή, αμασχάλες, στόμα είναι πεδία έκφρασης ή σύμβολα ιδιοτήτων και παθών. Η Αγγελάκη-Ρουκ έχει τη μαστοριά να αναθέτει σε κάθε μέρος του σώματος τη δική του λειτουργία, τη δική του συμμετοχή στο ποιητικό γεγονός. Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος[3] διακρίνει δύο πεδία στη «μυστική γεωγραφία του σώματος» της Αγγελάκη-Ρουκ, το επίπεδο «του πυρήνα» και το επίπεδο της «ποιητικής ιδιολέκτου». Στο πρώτο η ποιήτρια αφηγείται τις περιπέτειες του σώματος, στο δεύτερο αποτυπώνεται η φωνή του σώματος.
Η δημιουργός χρειάζεται ως υλικό της και σώματα που υποστασιοποιούνται, έχουν ταυτότητα και είτε ανήκουν στον μύθο και την ιστορία, οπότε είναι αναγνωρίσιμα, είτε η ταυτότητά τους συμπυκνούται σε ένα όνομα, η Στέλλα, ο Γιάννος κ.ά. Κάποτε επινοεί μορφές, για να ενσαρκώσουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως ο Μανόλης στο ποίημα «Εξάρσεις για τον Μανόλη» (σ. 375), για τον οποίο η ίδια λέει «Δεν υπήρξε ποτέ./ Τον εφεύρα κάποια στιγμή». Έτσι «χτίζει» ποιήματα πάνω σε ξένα σώματα. Περισσότερο ή λιγότερο αναγνωρίσιμα σώματα-πρόσωπα του μύθου (Βύτος, Αλιείη, Λάφικτος, Ιφιγένεια, Πηνελόπη, Φαίδρα. Ιππόλυτος, Άλκηστη, Αχιλλέας) παίρνουν θέση στο ποιητικό σύμπαν, κυρίως «για να ανατρέψουν τους μύθους και να αμφισβητήσουν το βαθύτερο νόημά τους».[4]