Στις 21 Ιανουαρίου του 2020 έφυγε για πάντα η μεγάλη κυρία των Ελληνικών γραμμάτων, η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Η ποίηση της όμως φάρος φωτεινός θα μένει για πολύ καιρό να διδάσκει, να προβληματίζει και να επηρεάζει τους νεότερους.
Δεν θα μπορούσα να αρνηθώ (αν και μπαίνω σε ξένα χωράφια) την πρόταση για λίγα λόγια αγάπης για έναν υπέροχο άνθρωπο που χρόνια γνώριζα και που του χρωστάω πολλά, όπως συνέβη και στο παρελθόν με τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό. Άνθρωπος μοναδικός η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ , ευφυής, δοτική και ακούραστη, όπου με εκείνα τα μεγάλα, γελαστά και εκφραστικά της μάτια, διάβαζε, έγραφε και μετάφραζε «…Έχω μεταφράσει από αγγλικά και από γαλλικά, αλλά πιστεύω πως οι καλύτερες μεταφράσεις μου είναι από ρωσική λογοτεχνία και ποίηση, όπως του Πούσκιν και του Μπρόντσκι – λατρεύω τη γλώσσα αυτή, ίσως επειδή την είχα πρωτομάθει κοντά στην γκουβερνάντα μου…» έλεγε.
Η ποιήτρια δεν δίστασε ποτέ να μιλήσει ανοικτά μέσα από την ποίησή της για οτιδήποτε την απασχολούσε, για ό,τι της έλειπε. Ποτέ δεν έκρυψε την αναπηρία της, —παντού εξάλλου για το σώμα μιλάει— που δεν την εμπόδισε όμως να είναι συνεχώς ερωτευμένη γιατί αυτό τη βοηθούσε να ζει όπως η ίδια ομολογούσε. Έσκαβε όλο και πιο βαθιά μέσα της, γι΄ αυτό και τα ποιήματα της έχουν μια φιλοσοφική διάσταση.
«Πάντοτε με απασχολούσε το πως θα εντάξω την ποίηση στη φιλοσοφία, αλλά με τρόπο που θα είναι μασκαρεμένη. Να μην σκοτώνει την ποίηση. Να την θρέφει. Να είναι ρίζα της ποίησης αλλά να μην φαίνεται». Αυτά μεταξύ πολλών άλλων μας εκμυστηρεύτηκε σε μια συνέντευξη για το περιοδικό Νέο Επίπεδο το 2012, παρέα με τον ποιητή Χρίστο Κρεμνιώτη, για να προσθέσει, πως μόνο ο διανοούμενος αν είναι ποιητής μπορεί να γράψει καλή ποίηση.
Ποια από τις συλλογές της ξεχώριζε μέχρι τότε; Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος (Καστανιώτης 2003), για να προσθέσει: «Για πρώτη φορά το επάγγελμα μου μεταφράζει ποίηση».
Της ζητήσαμε να μας διαβάσει κάτι και τυχαία από το προαναφερθέν βιβλίο και επιλέγει: