1.
Φέρνοντας στο νου μου το όνομα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, ταυτόχρονα, θυμάμαι και τους παρακάτω στίχους της από το ποίημα «Η επιστροφή του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου», από την πρώτη ποιητική συλλογή της Λύκοι και σύννεφα, του 1963. Στίχοι αν και καθαρά ερωτικοί, εν τούτοις, είναι στίχοι σπάνιας πρωτοτυπίας. Γι’ αυτό και πιστεύω, ότι η Αγγελάκη στάθηκε ο προπομπός των νέων δρόμων που ακολούθησαν στη συνέχεια, μετριάζοντας τα δεσμά της κοινοτυπίας που επικρατούσαν, όσον αφορά το θέμα αυτό, με μια γραφή ιδιάζουσα και, χωρίς να μιμείται κανέναν άλλον· μια γραφή βασισμένη σε πρόσωπα και μυθολογίες, πράγμα που μέχρι το τέλος της πορείας της, αρέσκονταν να χρησιμοποιεί· με μια γραφή φορτωμένη μνήμες πικρές, συνήθως, αλλά, λεπτότητας μοναδικής· με μια γραφή δημιουργού προικισμένης, η οποία αθορύβως συνέλεγε λέξεις, των οποίων το φορτίο συγκίνησης που μετέφεραν, δεν μπορούσε εύκολα, μέσα στην φαινομενική απλότητά τους, κάποιος άλλος να υποψιαστεί:
Όμως δύναμη δίνει ο φόβος στα κορίτσια.
Προδίδουν τις κορδέλες και τα γιασεμιά.
Παντοδύναμες πατούν το χώμα
Αδιάφορες στη βλάστηση και στους καημούς
Προστατεύουν τη μήτρα
Και σκληραίνουν.
Μένει η θύελλα η ήττα κι’ η αγάπη
Στους τρυφερούς άντρες.
Τραβούν τα δίχτυα στην ερημιά
Ταΐζουν ένα σκύλο
Πεθαίνουν από θλίψη
Σα θεοί.
2.
Στα βιβλία της Ποιήματα ’63-’69 (1971) και Μαγδαληνή το μεγάλο θηλαστικό (1974), η Αγγελάκη διαφοροποιείται. Δεν παύει, παρά ταύτα, να είναι «ερωτική». Με μια διεισδυτικότητα όμως βαθύτερη.
Αν ο έρωτας σε όλη του την μυσταγωγία και την ιερότητα την απασχολεί σχεδόν αποκλειστικά στην προηγούμενη συλλογή της, εδώ, αυτή, έρχεται σε επαφή και με πολλά άλλα θέματα, αποκτά συνείδηση και αίσθηση του χώρου της, πάντα, βεβαίως, με μια αξιοθαύμαστη στερεότητα, καθώς και μια κρυστάλλινη καθαρότητα. Ο κοινωνικό της περίγυρος αρχίζει δειλά- δειλά να παίζει σημαντικό ρόλο στη γραφή της («Στον τόπο αυτό νύχτα και ξημερώματα»), και τα συμβάντα γεγονότα την «στιγματίζουν» με μια διάθεση «φιλοσοφίζουσα», πλην όμως, μετουσιωμένη σε σπάνια ποιητική ομορφιά, με μια ελαφρά απόχρωση μεταφυσικής, καθώς και με μια κάποια σουρρεαλίζουσα πρόθεση («Σημειώσεις για το βιβλίο του πατέρα»).
3.
Η συλλογή Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης (1977), προοιωνίζεται ολόκληρη τη μετέπειτα πορεία της Αγγελάκη, που δεν είναι άλλη, από εκείνη του ξεκινήματός της το 1963. Ο έρωτας ή, μάλλον η μελέτη και η ανίχνευση όποιων δυνάμεων τον προκαλούν, είναι αποκλειστικά ο άξονας γύρω από τον οποίον αυτή κινείται. Όπως, επίσης, και η εκ νέου στήριξή της με θελκτικότητα εξαιρετική, στην μυθολογία ή στον ρόλο, στις πράξεις και τα έργα των μυθικών προσώπων, πιο σωστά, τα οποία μας μεταφέρουν τα λόγια της· μόνο που εδώ, όχι όπως στη πρώτη συλλογή (Λύκοι και σύννεφα), όλο το βάρος το επωμίζεται απόλυτα μια άλλη «γυναικεία φωνή», διοχετεύοντας έτσι τις αγωνίες της μέσα από ένα και μόνο πρόσωπο, την Πηνελόπη, της οποίας η εκλογή δεν είναι, βέβαια, καθόλου τυχαία, καθότι αυτή ενσαρκώνει την γυναίκα εκείνη που είναι μόνη, που έχει να αναμετρηθεί με χιλιάδες αντιξοότητες, οι οποίες διαστρέβλωσαν την ουσία της ερωτικής αγάπης και που, είναι ταγμένη, να επαναπροσδιορίσει την αληθινή σημασία των πραγμάτων.
Τα ποιήματα στην εν λόγω συλλογή, έχουν άρρηκτη συνοχή και συναρτησιακή σχέση μεταξύ τους, η θέση του επόμενου συμπληρώνει το προηγούμενο και, η δομή τους, στοιχειοθετεί την κατάληξη, το «κλείσιμο», του βιβλίου. Ποιήματα γραμμένα με ηρεμία ψυχική, με μια θαυμαστή ωριμότητα και γνώση. Μικρές «ερωτικές πραγματείες», θα τα έλεγα, μέσα στους στίχους των οποίων, οι λεπτές πτυχές των συναισθημάτων που δεν ειπώθηκαν ποτέ, που δεν σπουδαιολογήθηκαν, δεν διαπιστώθηκαν ή δεν ανακαλύφτηκαν ακόμη, παίρνουν τη θέση τους, με τον καλύτερο, όντως, τρόπο, στην προκειμένη περίπτωση.
4.
Στη συλλογή Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας (1978) το επίτευγμα της Αγγελάκη, για άλλη μια φορά, είναι η πρωτοτυπία. Και αυτό βέβαια, συνεπάγεται αυξημένη φαντασία και ριψοκίνδυνη ευαισθησία. Η θεματογραφία της όμορφα, παιχνιδίζοντας σχεδόν, σου μεταδίδει την φινέτσα ενός δημιουργού εξόχως καλλιεπούς, καθώς και ενός ανθρώπου που έχει ως χάρισμα να βλέπει τα πάντα μέσα από την ποιητική τους διάσταση.
Δεχόμενη και εδώ τα ερεθίσματά της μονίμως σχεδόν από τον έρωτα ή, πιο σωστά, από την «ερωτική παρακμή» του καιρού της, επιτυγχάνει να εμπιστεύεται το «είναι» της σε όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα που συνθέτουν τη ζωή και την συμπεριφορά ή τις σχέσεις των ατόμων. Έτσι, λοιπόν, η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, αναδεικνύεται ένα πλάσμα που «ρουφάει», στην κυριολεξία, το φως αλλά, ταυτοχρόνως, και το παχύρευστο σκοτάδι, μεταγγίζοντας αθορύβως σε εμάς, την πληρότητα του ανθρώπου που έζησε και δοκίμασε τα πάντα, την θλίψη αυτού που έχασε τα πάντα, τη μοναξιά αυτού που έτρεξε με μεγάλη ταχύτητα απέναντι στα πάντα και την πίκρα αυτού που γνώρισε τα ακριβά και τώρα δεν συμβιβάζεται με τις μεσαίες λύσεις.
Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας, καθώς και η αίσθηση μιας διαρκούς προσπάθειας του ανθρώπου που έδωσε ό,τι είχε για να ανοίξει τις πύλες της χαράς και τώρα ανεξάρτητα αλλά και ερήμην της θέλησής του βρίσκεται αποριγμένος στην τελευταία του προσφυγή, την μοναξιά και την ποίηση είναι, όντως, τα χαρακτηριστικά του βιβλίου. Ως εκ τούτου, λοιπόν, η Αγγελάκη, με εκπληκτική σταθερότητα συνεχίζει εδώ την «μετουσιωτική» πορεία των πραγμάτων και των μνημών σε ποίηση της οποίας τα όρια από τη μια στροφή στην άλλη, δεν είναι καθόλου στεγανά αλλά, αντίθετα, είναι τόσο ακαθόριστα όσο και τα σύνορα της στεριάς και της θάλασσας, αναδεικνύοντας έτσι την ποιήτρια σε μια λυπημένη φωνή, σε ένα εξ ολοκλήρου πάσχον κύτταρο, πικρότερο, ίσως, αλλά και πιο προσεκτικά φιλτραρισμένο από κάθε προηγούμενη φορά.
5.
Έχοντας κάνει τον χειμώνα του 2005 μια πολύ «αυστηρή» ανθολόγηση για το «Ελληνομουσείον» του περιοδικού Ακτή (Λευκωσία, τχ. 65, έτος ΙΖ΄) και κοιτάζοντάς την και πάλι τώρα, δεν βρίσκω ότι πρέπει να αλλάξω ή να αντικαταστήσω κάτι· γεγονός που σημαίνει ότι το έργο της Αγγελάκη είναι στο έπακρο στέρεο αλλά, βεβαίως, διαχρονικό και μακριά, πολύ μακριά από κάθε ίχνος «επικαιρισμού». Την παραθέτω, λοιπόν, τώρα εδώ αυτή την ανθολόγηση, με την σιγουριά ότι όπως λειτούργησε σε μένα τότε, έτσι θα λειτουργήσει και στον σημερινό αναγνώστη:
- «ΛΥΚΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΝΕΦΑ» (1963): «Ημερολόγιο του Βύτου – Πρώτη μέρα».
- «ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ, ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ» (1974): «Το σώμα είναι η Νίκη και η Ήττα των ονείρων».
- «ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ» (1977): «Λέει η Πηνελόπη».
- «Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ» (1978): «Ο θρίαμβος της σταθερή απώλειας».
- «ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ» (1982): «Στον κουρέα», «Όταν το σώμα».
- «ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ» (1990): «Το κόκκινο φεγγάρι», «Η ουλή».
- «ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ» (1996): «Αυτό», «Η άλλη Πηνελόπη».
- «Η ΥΛΗ ΜΟΝΗ» (2001): «Το άνθος διδάσκει».
- «ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ» (2003): «Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος».
6.
Και τούτο, επίσης, τελειώνοντας: το ότι δηλαδή η Αγγελάκη με προσοχή αξιοζήλευτη, χαράσσει βήμα το βήμα την πορεία της και ότι, ακόμη, ξέρει να κρατά, το ξανατονίζω, διακριτικά πάντα τις αποστάσεις της από το εφήμερο, χωρίς να απομακρύνεται από αυτό αλλά και χωρίς να φθείρεται μέσα του. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, αφήνουν να διαφανεί οι απόηχοι από την αυστηρότητα του Σολωμού, από τον ιδιόρρυθμο λυρισμό του Καρούζου και από την στερεότητα του Τόμας Μαν, που συναντάμε συχνά στο έργο της· στο έργο αυτής της αστείρευτης και ακαταμάχητα ολοκάθαρης βρυσούλας της νεότερης ποίησής μας, που πολλές φορές με τα δημιουργήματά της, μας κάνει να υποψιαζόμαστε, πράγματι, κατά πού πέφτει η ευτυχία.
——— ≈ ———
Ευχαριστίες στον Δημήτρη Καλοκύρη -- Στον Δημήτρη μου