Eπεισόδιο πρώτο
(Και γι’ αυτόν τον άλλο θάνατο πότε θα μιλήσουμε, το θάνατο που
σέρνεται, που δεν ανιχνεύεται; Δεν υπάρχει πρωθυπουργικό διάταγμα να τον
αναγγείλει, δεν υπάρχουν διαγράμματα ημερήσιας πορείας, δεν υφίσταται
επισήμως. Όμως, μέρα με τη μέρα, εδώ κι ένα χρόνο τώρα, είναι παρών:
είναι όλη η ζωή που δεν ζούμε, για να μη ρισκάρουμε και πεθάνουμε. Πάλι
καλά που δεν τον υπολογίζουμε, που δεν τον μετράμε σε αριθμούς: δε θα
αντέχαμε να αντικρίσουμε την καταστροφή που οι αριθμοί αυτοί θα
εξιστορούσαν, θα ξεθώριαζαν ακόμα και τα τραγικά νούμερα του πραγματικού
θανάτου, τα μοναδικά που έχουμε το κουράγιο να κοιτάξουμε κατάματα.
Μετράμε τις καρδιές που σταματούν στα νοσοκομεία και δε μετράμε αυτές
που φεύγουν, αυτές που απλώς φεύγουν. Και γι’ αυτόν το σιωπηρό, πράο, συλλογικό, γενικό, ιλιγγιώδη, σκανδαλώδη αποχαιρετισμό, πότε θα μιλήσουμε;
Ας μιλήσουμε τώρα.
Αυτό
που συμβαίνει είναι ότι άνθρωποι ικανοί για ζωή, έχουν πάψει να ζουν.
Δεν ταξιδεύουν, μένουν σπίτι, δουλεύουν χωρίς να συναντιούνται, δεν
αγγίζονται, δεν ασχολούνται με τα σώματά τους, διατηρούν ελάχιστες
φιλίες, το πολύ-πολύ κάποιο φλερτ. Εδώ και καιρό, χειρονομίες όπως μια
αγκαλιά, ένα κοίταγμα στο πρόσωπο, το κόψιμο του ψωμιού, το προσφέρουν
μόνο στο –κατά τα άλλα τοξικό– οικογενειακό τους περιβάλλον. Τι κι αν
υπάρχουν καλλιτέχνες ικανοί να προκαλέσουν συγκίνηση και να φτιάξουν
όμορφα πράγματα; Δεν τους παρακολουθεί κανείς πια. Τι κι αν υπάρχουν
πανέμορφα έργα τέχνης; Κανείς δεν τα επισκέπτεται. Και την εκλεπτυσμένη,
την έντεχνη μουσική; Δεν πάνε να την απολαύσουν. Δεν στέλνουν πια τα
παιδιά τους στο σχολείο, ούτε να ασκηθούν, ούτε σε πάρτι, ούτε σε
εκδρομές. Δεν βγαίνουν μετά τη δύση του ήλιου και στις γιορτές
κλειδώνονται στο σπίτι. Στην έγνοια τους να τα αποφύγουν, ξεχνούν
πράγματα που πρότερα θεωρούσαν σπουδαία ή απλώς χαριτωμένα: δηλαδή να
χειροκροτούν, να ουρλιάζουν, να ταξιδεύουν, να διδάσκουν περπατώντας
πέρα-δώθε ανάμεσα στα θρανία, να φασώνονται για πρώτη φορά, να κάνουν
επίσκεψη στον παππού και τη γιαγιά, να παίζουν μουσική σε κάποιον, να
συζητούν με ανθρώπους που νιώθουν τη μυρωδιά τους, να χορεύουν, να
φτιάχνουν τη βαλίτσα τους, να παντρεύονται και να το γιορτάζουν με όλους
όσους αγαπούν, να παίζουν μπόουλινγκ, να προσκυνούν τις εικόνες στην
εκκλησία, να παίρνουν τους δρόμους δίχως να νοιάζονται για πού, να
ανεβαίνουν στο βουνό, να αναπνέουν στο σκοτάδι ενός σινεμά, να κρατούν
το χέρι κάποιου που αργοσβήνει. Συστηματικά και με μεγάλη
αποφασιστικότητα κηρύσσουν τη μοναξιά, την επιλέγουν και την επιβάλλουν
ως ύψιστη αξία: την επιλέγουν ακόμα και για ανθρώπους που δεν τους
ταιριάζει, όπως για τους νέους, τους άρρωστους, τους ευτυχισμένους. Και
τούτη η απόσυρση από τη ζωή συμπληρώνεται με μια μαζική και υπνωτιστική
χρήση από αντικείμενα, από ψηφιακές συσκευές, που, ενώ είναι μελετημένες
για να επεκτείνουν την εμπειρία, χρησιμοποιούνται εδώ για να την
εγκλωβίσουν σε ένα αποστειρωμένο και ασφαλές περιβάλλον. Συμπέρασμα;
Άνθρωποι που φυτοζωούν.
Επισήμως, πρόκειται για μια λαμπρή απόφαση
που πηγάζει ευθέως απ’ τη λογική. Στην αιφνιδιασμένη από την πανδημία
λογική, όποιος δε θέλει να πεθάνει, πρέπει να παραιτηθεί από τη ζωή.
Βέβαια τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, όσο η φρακαρισμένη λογική μας
εξαναγκάζει να συμπεράνουμε. Ας πάρω την ευθύνη να περιγράψω το θέμα
κάπως αλλιώς: μια κοντόφθαλμη και μηχανιστική λογική είναι σε τέτοιο
βαθμό σκαλωμένη στην προσπάθειά της να επιλύσει ένα πρόβλημα, ώστε να
χάνει τη θέαση της συνολικής εικόνας, αυτού δηλαδή που ονομάζουμε το νόημα της ζωής.
Συνέβη ήδη επανειλημμένα στους πολέμους του περασμένου αιώνα: η
ψυχαναγκαστικά λογική επίλυση ενός προβλήματος (τότε ήταν συχνά
πολιτικό/κοινωνικό) κατέληγε σχεδόν νομοτελειακά σε μια κατακρήμνιση της
αξίας της ανθρώπινης ζωής και σε μια κολοσσιαία ταπείνωση του
δικαιώματος στο βίωμα και την ευτυχία. Είναι ένα αναγνωρίσιμο λάθος που
γέννησε η υπερβολική προσκόλληση στο αποσπασματικό, η ανικανότητά μας να
αντικρύσουμε τα πράγματα πιο γενικά, πιο ψηλά, πιο από ψηλά. Ένα
έλλειμμα της σκέψης. Οι πραγματικές καταστροφές έρχονται όταν κάποιος
παύει να ακούει τις δονήσεις του κόσμου, την αληθινή του ανάσα, όταν
καταλήγει να εμπιστεύεται μόνο τα άβαταρ που ονομάζουμε αριθμούς. Όταν
αυτό συμβαίνει, συνήθως συνοδεύεται από την επίκληση στη μεγάλη αντοχή
των ανθρώπων στον πόνο. Στρατηγικά είναι μια σκληρή κίνηση, αλλά ορθή.
Υπαγορεύει ένα καθήκον, αναπόφευκτο και δίκαιο.
Έτσι υποφέρουμε από
αυτό το ανυπόφορο: πειθήνιοι και απομονωμένοι, καθένας με τον δικό του
τρόπο, θολωμένοι κι εξαντλημένοι. Κάπου κάπου βρίσκουμε παρηγοριά στο να
στοχαζόμαστε, να συλλογιζόμαστε, βρίσκοντας έτσι ένα απάνεμο λιμάνι, σε αυτό το αλλόκοτο ταξίδι.)
Με αφορμή την πανδημία, ξεχύνονται απ’ τα παλάτια τους οι παλιές ελίτ
του εικοστού αιώνα και στήνονται αδιαμφισβήτητες αυθεντίες μπροστά στον
πίνακα ελέγχου των δημοσίων υποθέσεων και κατευθύνουν τις στρατηγικές
επιχειρήσεις ενάντια στον ιό. Για μια ακόμη φορά, παίζουν το πιο ισχυρό
τους χαρτί: there is no alternative, το πασίγνωστο ΤΙΝΑ. Ό,τι αποφασίζεται, πάντα, αποφασίζεται επειδή δεν υπάρχει εναλλακτική.
Είναι όμως αλήθεια;
Ίσως
βρούμε μια απάντηση αν ασχοληθούμε με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Με
μία απόφαση, ανάμεσα στις πολλές που πάρθηκαν. Το κλείσιμο των σχολείων.
Ενώ γράφω, παραδείγματος χάριν, στο Πιεμόντε που ζω, αποφασίζεται να
σταματήσει η εκπαίδευση όλων των βαθμίδων για τις επόμενες τρεις
εβδομάδες. Εξήγηση: there is no alternative.
Είναι όμως αλήθεια; Πιστεύω λίγο-πολύ ότι η απάντηση είναι η εξής: εάν
δομείς την εκπαίδευση με αυτόν τον τρόπο, εάν εμπιστεύεσαι αυτή την
επιστημονική κοινότητα, εάν διαχειρίζεσαι την περιφέρεια με αυτόν τον
τρόπο, εάν το σύστημα υγείας που διαθέτεις είναι εύθραυστο, εάν η
εκπαίδευση σου φαίνεται λιγότερο ουσιώδης από την παραγωγή εισοδήματος, ε
τότε είναι αλήθεια: δεν υπάρχει εναλλακτική, πρέπει να κλείσεις.
Και τώρα ας συγκεντρωθούμε σε αυτό το εάν.
Η
λογική ακολουθία είναι ξεκάθαρη: αν σφάλω στη διαχείριση μιας σειράς
πραγμάτων, θα φτάσει η στιγμή όπου το να κάνω σφάλμα αποτελεί την πιο
σωστή διαχείριση. Ας το μεταφράσουμε στο δικό μας πλαίσιο: αυτό, που
χάριν συντομίας θα ονομάσουμε νοοτροπία του εικοστού αιώνα
καταφεύγει σε καταναγκαστικές λύσεις, επειδή παίζει το δικό της φινάλε
μιας παρτίδας. Μιας παρτίδας, που τα πιόνια έχουν λάβει τις θέσεις τους
ήδη από τακτικές του προηγούμενου αιώνα, μιας παρτίδας που τα χαμένα
πιόνια δε γίνεται να επανακτηθούν και που η νοητική στάση του παίκτη,
δεν είναι προσαρμοσμένη να παίξει ενάντια σε έναν αντίπαλο ο οποίος
αντιθέτως, κινείται με μια τακτική εντελώς καινούργια.
Αποτέλεσμα: there is no alternative.
Δεδομένου ότι η πορεία των πραγμάτων οδηγεί αναπόφευκτα και αβίαστα σε τεράστια συλλογικά δεινά, είναι ένδειξη μιας απαραίτητης κοινωνικής οργής το να αναρωτιέται κανείς πάνω σε ένα ζήτημα, που απ’ όσο καταλαβαίνω εγώ, αποτελεί ΜΕΙΖΟΝ ζήτημα: άραγε υπάρχει ένας άλλος τρόπος σκέψης και πράξης, καλύτερα προσαρμοσμένος στις προκλήσεις που μας επιφυλάσσονται; Υπάρχει ένα σκεπτικό που να μην είναι του εικοστού αιώνα; Το προετοιμάζουμε κάπου; Σε κάποιο σχολείο, σε κάποια εταιρεία, σε κάποια κοινωνική δομή; Έχουμε δίκιο όταν απαιτούμε να αναδυθεί, να αναλάβει τα ινία της διαχείρισης του κόσμου, και να το απαιτούμε με μια οργή που είναι δυνητικά επικίνδυνη;
Όλα αυτά οδηγούν και σε ακόμα ένα ερώτημα, ενστικτώδες, σχεδόν
φυσικό: μήπως η διάνοια που αναζητούμε είναι στην πραγματικότητα κάτω
απ’ τη μύτη όλων μας, μας εξουσιάζει όλους ήδη, και δεν είναι άλλη από
την ψηφιακή διάνοια; Μήπως πέσαμε ήδη στην παγίδα του διλήμματος ανάμεσα στον Ντράγκι και τον Zuckerberg; Is there any alternative?
Θα προσπαθούσα να γράψω ένα κείμενο γι’ αυτά τα πράγματα.
Σε επεισόδια. Λίγα. Αυτό είναι το πρώτο.
Eπεισόδιο δεύτερο
Λέγαμε για τη νοοτροπία του περασμένου αιώνα και για τις αποφάσεις
της, των οποίων οι συνέπειες προδιαγράφουν συλλογικά δεινά που ίσως θα
μπορούσαμε να αποφύγουμε. Άραγε, μήπως θα ήταν προτιμότερο να
κατανοήσουμε κάτι περισσότερο, αντί απλώς να εκτοξεύουμε αόριστες
κατηγορίες για να ξεθυμάνουμε απ’ το θυμό μας; Ας το προσπαθήσουμε.
Απ’
όσο μπορώ να καταλάβω, είναι τουλάχιστον τέσσερα τα εμπόδια, που
καθιστούν τη νοοτροπία του εικοστού αιώνα ανίκανη να διαχειριστεί την
πραγματικότητα, ή τουλάχιστον τούτη δω την πραγματικότητα.
Πρώτον. Είναι μια νοοτροπία που λατρεύει τις ακλόνητες λύσεις και αποστρέφεται την ευελιξία. Για να βάλει σε τάξη κομμάτια της πραγματικότητας επιλέγει συστήματα που εξασφαλίζουν μια σχετική μονιμότητα, ενώ αφήνουν στην άκρη την όποια προσαρμοστική δεξιότητα. Προϋποθέτει ότι σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα είναι αδιασάλευτο, αμετακίνητο, αδρανές: η λύση είναι να παραμένει εγκλωβισμένο εκεί. Έτσι, η αποτελεσματικότητα μιας λύσης καθορίζεται από την ικανότητά της να εκμηδενίζει την αστάθεια του πραγματικού, ή έστω να τη ρυθμίζει, ή —και γιατί όχι— να την αποκρύπτει. Έχουμε έτσι κι αλλιώς στοιχεία παραμυθιού σ’ αυτή την ιστορία.
Δεύτερον. Είναι μια νοοτροπία που εμπιστεύεται μια συγκεκριμένη μορφή γνώσης: την εξειδικευμένη γνώση. Εδώ διαφαίνεται εύκολα μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση: η πεποίθηση ότι τα προβλήματα που μας φέρνει η πραγματικότητα επιλύονται με μια συγκεκριμένη και περιχαρακωμένη γνώση. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, για παράδειγμα, μια οσφυαλγία θεραπεύεται από έναν γιατρό και κατά προτίμηση από έναν γιατρό εξειδικευμένο στις παθήσεις της μέσης. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε πράγματι να εξασφαλίσει μια θετική έκβαση στο πρόβλημα. Ωστόσο, η ιδέα καθαυτή, δηλαδή ότι υπάρχει κάτι που ονομάζεται μέση και είναι αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα, και επίσης ένας επιστημονικός κλάδος αφιερωμένος αποκλειστικά σε αυτό, αλλά ανίκανος να σχολιάσει για παράδειγμα ένα ποίημα, είναι μια ιδέα τόσο απλουστευτική, που γίνεται σχεδόν προσβλητική.
Τρίτον. Είναι μια νοοτροπία που εκπορεύεται από μονολιθικές αρχές, τις οποίες αντιλαμβάνεται ως αδιάσειστες προσταγές που αδυνατεί να αλλάξει, ή όταν το επιχειρεί, το κάνει με πάρα πολύ αργούς ρυθμούς. Ας εξηγήσω καλύτερα τι εννοώ: δε διαθέτει απλά μιαν αντίληψη πραγματιστική που αναζητά την καλύτερη δυνατή λύση. Αντίθετα, χρησιμοποιεί μια αρχή (ας πούμε, τη δημοκρατία) και στη συνέχεια εύκολα ξετυλίγει λογικά συστήματα (αλληλουχίες λογικών αποφάσεων) που προκύπτουν σχεδόν αναπόφευκτα εκ του ονόματος αυτής της αρχής: για την υπεράσπισή της, τη μεταβίβασή της, τη βελτίωσή της. Αυτό που δεν κάνει, είναι να αλλάξει αυτές τις αρχές: να τις θέσει υπό συζήτηση, να φανταστεί την υπέρβασή τους. Ή το κάνει, επαναλαμβάνω, με πολύ αργούς ρυθμούς. Κι ενώ οι αργοί ρυθμοί δεν αποτελούν πρόβλημα σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται με βραδύτητα, μετατρέπονται σε έκδηλη αναπηρία απ’ τη στιγμή που ο κόσμος τρέχει και δε φτάνει.
Τέταρτον. Είναι μια νοοτροπία που περνιέται για έλλογη και που θεμελιώνει την ισχύ της στην πεποίθηση ότι δρα με σύνεση. Εδώ, το σφάλμα είναι διπλό: από τη μία να πιστεύεις στην ύπαρξη μιας καρτεσιανά έλλογης σκέψης (που κατανοεί και διαχειρίζεται την πραγματικότητα αποκλειστικά με το μηχανισμό της νόησης) και από την άλλη να πιστεύεις ότι συναπαρτίζεις την άρτια έκφραση αυτής της έλλογης σκέψης, μια έκφραση δηλαδή ελεύθερη από κάθε παλινδρόμηση στο παράλογο. Ένα άλογο που πιστεύει ακράδαντα ότι είναι μονόκερως θα έκανε τα ίδια λάθη: θα πίστευε ότι είναι ένα διαφορετικό πλάσμα και κυρίως ένα πλάσμα που δεν υφίσταται.
Ωραία. Θέλουμε να ανοίξουμε αυτά τα τέσσερα κουτάκια, να ρίξουμε μια ματιά μέσα, μήπως και καταλάβουμε κάτι καλύτερα; Μήπως τελικά να αξιοποιήσουμε αυτή την πένθιμη εμπειρία της πανδημίας;
Πρώτον. Συστήματα συμπαγή, μη ευέλικτα. Σκεφτείτε το Σχολείο (ναι, μου αρέσει να το γράφω με κεφαλαίο Σ).
Πώς γίνεται μια κτηνωδία όπως το κλείσιμο όλων των βαθμίδων στα
Σχολεία, να θεωρείται εύλογη; Γίνεται, διότι το Σχολείο (τέκνο εξ
ολοκλήρου της νοοτροπίας του εικοστού αιώνα) είναι ένα σύστημα
σχεδιασμένο για να επανδρώνει διαρκώς την πραγματικότητα και όχι για να
επιδεικνύει μια κάποια ευελιξία. Είναι ένας κατεξοχήν απροσάρμοστος
οργανισμός. Ο κόσμος γύρω του μεταβάλλεται δραστικά και αυτός δεν
βρίσκει τρόπους να αντιδράσει: το λογικότερο που απομένει είναι να
κλειστεί στο καβούκι του. Μέσα στη δίνη της πανδημίας ζητήσαμε λίγη
ελαστικότητα, κάναμε προτάσεις σχεδόν συγκινητικές στη σεμνότητά τους:
π.χ. να γίνεται εναλλάξ διδασκαλία σε διαφορετικά ωράρια, ή να παραταθεί
το σχολικό έτος μέχρι τα τέλη Ιουνίου, τέτοια πράγματα. Μα απ’ όσο
φάνηκε, το σύστημα δεν ήταν σε θέση να αντέξει ούτε τo πιο αστείο
τράνταγμα. Το ότι αντιλαμβανόταν τις απλές αυτές προτάσεις σαν
ανυπέρβλητα εμπόδια δίνει μια ιδέα για το μέγεθος της δομικής αγωνίας
στην οποία ολίσθησε ο κόσμος του Σχολείου. Το θυμάστε το τσιμέντο της
γέφυρας Μοράντι[1];
Το μόνο τράνταγμα που αποδέχτηκε το σύστημα-σχολείο είναι η εξ
αποστάσεως διδασκαλία. Ας σημειώσουμε όμως, πως η σχεδίαση απλά
προέβλεπε το εξής: τα γνωστά πράγματα που ήδη διδάσκονται στην τάξη, να
διαχυθούν μηχανιστικά σε ένα δοχείο ψηφιακών εργαλείων. Όχι κάποιο
τροποποιημένο ωράριο, όχι κάποιο άλλο πρόγραμμα, παρά μόνο ένα τυφλό
πείσμα στην επίτευξη των ίδιων αποτελεσμάτων με μια τεχνική ακατάλληλη
να τα πετύχει. Μόνο συστήματα που είναι θεμελιωμένα σε ένα είδος
ψευδοηρωικής, ξεροκέφαλης δύναμης μπορούν να σκεφτούν χωρίς δισταγμό να
πραγματοποιήσουν εξ αποστάσεως τις ώρες της φυσικής αγωγής. Το βλέπετε
το τσιμέντο;
Είναι αφελές να συγχέουμε αυτή την ακαμψία με κάποιο
είδος βλακείας, καθώς πίσω της βρίσκονται ζυμώσεις προερχόμενες από το
μακρινό παρελθόν. Πρόκειται αντίθετα για μια μορφή ευφυίας, που όμως
έχει γίνει ανεπίκαιρη. Η ίδια ακριβώς που αναπαράγεται με έναν
επαναληπτικό εξαναγκασμό —δυστυχώς με τη συμβολή του Σχολείου— τον
οποίον πληρώνουμε πολύ ακριβά. Αν σκεφτείτε τα πράγματα και τον τρόπο
που τα διδάσκουμε στο Σχολείο, θα αναγνωρίσετε εύκολα τη λατρεία της
στασιμότητας, της αγκύλωσης, του τσιμέντου που είδαμε να συνθηκολογεί με
την Πανδημία. Είναι η νοοτροπία του περασμένου αιώνα, που συνεχίζει να
αναπαράγει τον εαυτό της. Αναπαράγει τον εαυτό της, διαιωνίζοντας την
τελείως υποκειμενική της δοξασία ότι το να γνωρίζεις την πραγματικότητα,
σημαίνει να την επαναφέρεις σε τάξη και σταθερότητα χωρίς ίχνος χάους.
Σε μια αδιέξοδη κατηγοριοποίηση. Σε μία ελεγχόμενη ακινησία. Το Σχολείο
είναι ακόμα εκεί και παράγει νέους, πρόθυμους να επαναλάβουν τα ίδια.
Πάρτε για παράδειγμα δύο μαθήματα-πυλώνες όπως τα μαθηματικά και τα
λατινικά, που κατά κάποιο τρόπο συνοψίζουν τους δύο κλάδους-φορείς της
βασικής εκπαίδευσης των ελίτ: θα αναγνωρίσετε σίγουρα το ιδανικό
training για την προετοιμασία της άρχουσας τάξης. Με ποιο τρόπο;
Μαθαίνοντάς την πώς λειτουργούν τμήματα της πραγματικότητας, αποκομμένα
από κάθε γίγνεσθαι, αυτάρεσκα περίκλειστα, αιωνίως σταθερά και πλήρως
αδιαπέραστα από υποκειμενικές και αντικειμενικές παραλλαγές. Η σε βάθος
ενασχόληση με τα δύο κορυφαία αυτά μαθήματα θα μπορούσε να μετατραπεί σε
βίωμα καθαρού οράματος και ελευθερίας αλλά στο βαθμό που προσεγγίζονται
ως ύλη μαθητικού προγράμματος, εκπίπτουν σε μια εκπαίδευση του
αναπόφευκτου, του ήδη γραφτού, του ακίνητου. Και μόνο η έκφραση «νεκρή
γλώσσα» τα λέει όλα. Έτσι διαπαιδαγωγούμε τους νέους σε μια κατάσταση
ανύπαρκτη στην πραγματική ζωή: στη διαχείριση μιας ακίνητης
πραγματικότητας. Στην επίλυση προβλημάτων που δεν αλλάζουν τους κανόνες.
Στην αναζήτηση νοημάτων που επιβιώνουν αναλλοίωτα μέσα από γενεές
ανθρώπων εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους. Βλέπετε το πάθος για
μονιμότητα, τη φιλοδοξία να σταματήσει ο κόσμος, την ανάγκη για
σταθερότητα; Αναγνωρίζετε τη γέφυρα Μοράντι;
Εντελώς αντίθετα, μια άλλη νοοτροπία θα γνώριζε ότι εκπαίδευση
σημαίνει ακριβώς το να προετοιμάζεις κάποιον για την αστάθεια. Ότι η
γνώση διατίθεται σε μυαλά φρέσκα και έτοιμα να ευθυγραμμίσουν παλιούς
κανόνες στο άγνωστο του πραγματικού που μεταβάλλεται. Ότι η γνώση είναι
μια πράξη πάντοτε ασταθής και εύπλαστη, που συμπίπτει με την τέχνη της
προσαρμοστικότητας και που τελικά συνοψίζεται στην ζωική και ενστικτώδη
ικανότητα να βλέπουμε μεταβατικές φιγούρες, ενώ διαθέτουμε μόνο
κινούμενα κομμάτια. Για αυτού του είδους τη νοοτροπία, η ευελιξία των
εκπαιδευτικών συστημάτων δε θα ήταν ένα σπιρτόζικο τρικ για την επιβίωση
σε καιρούς χαλεπούς, αλλά θα ήταν ο κανόνας για την απόκτηση νοήματος
την κάθε στιγμή. Αυτό είναι κάτι που δεν έχει σχέση με την ανάγκη για
αποτελεσματική αντιμετώπιση στην Πανδημία. Ανεξάρτητα από την εκάστοτε
επείγουσα περίπτωση, ένα εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να είναι ευέλικτο,
αλλιώς είναι ένα τίποτα. Πρέπει να είναι ικανό να προσαρμόζεται με μια
σχετική ταχύτητα στις μεταβολές του πραγματικού, αλλιώς είναι ένα
τίποτα. Η ευελιξία δεν θα έπρεπε καν να ήταν ένα χαρακτηριστικό του,
αλλά να ήταν —πιο ριζικά— κατασκευαστική προδιαγραφή του. Πρέπει να
φανταστείτε το θέμα με όλη τη ριζοσπαστικότητα που κουβαλάτε. Η
πραγματική ευελιξία δε θα χειριζόταν ποτέ άκαμπτα υλικά όπως η τάξη, τα
μαθήματα, ο καθηγητής ενός μαθήματος, το σχολικό ωράριο, τα υπουργικά
προγράμματα, τα σχολικά βιβλία. Αν θέλουμε να το πούμε έξω απ’ τα
δόντια, δε θα έχανε ούτε καν χρόνο να σκεφτεί ότι ένα γιγαντιαίο δημόσιο
Σχολείο, πανομοιότυπο παντού, μπορεί να αποτελεί μια καλή βάση για
οτιδήποτε.
Χρησιμοποίησα το Σχολείο σαν δυνατό παράδειγμα λόγω των
πληγμάτων που δέχτηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μπορείτε να
φανταστείτε τι θα γίνεται στο χώρο του θεάτρου, ή στην υγεία και την
οικονομία; Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πρέπει να κρατήσουμε κατά νου
είναι το εξής: όλα αυτά είναι συστήματα υπερβολικά στάσιμα, ανίκανα να
ελίσσονται. Επομένως, συστήματα ανίκανα να προσαρμοστούν σε επείγουσες
καταστάσεις και κυρίως, ικανά να ισοπεδώνουν κάθε δημιουργική ενέργεια
ακόμα και όταν οι καιροί είναι ευνοϊκοί. Υπάρχουν τρόποι διαφυγής από
όλα αυτά; Ναι, υπάρχουν αλλά δυστυχώς δεν εμπιστευόμαστε τον κατάλληλο
τρόπο σκέψης και πράξης Κι εδώ περνάμε στο σημείο δύο: στην πεισματική
λατρεία της εξειδικευμένης γνώσης.
[1]
Η Γέφυρα Μοράντι (Ponte Morandi) συνέδεε τις περιοχές Sampierdarena και
Cornigliano τις Γένοβας στον αυτοκινητόδρομο Α10 και κατασκευάστηκε το
1963 από τον μηχανικό, του οποίου έφερε και το όνομα. Στις 14.8.2018 και
έπειτα από καταρρακτώδεις βροχές, κατέρρευσε εν μέρει μετά από
υποχώρηση του πυλώνα 9 προκαλώντας 43 νεκρούς και 566 τραυματίες. Οι
έρευνες αποκάλυψαν ότι δεν είχαν πραγματοποιηθεί εργασίες συντήρησης για
25 χρόνια ενώ μια μηχανολογική μελέτη του 2017 είχε προειδοποιήσει για
την κατάσταση των καλωδίων που κρατούσαν τη γέφυρα και που είχαν
περιβληθεί με τσιμέντο.