Ποτέ ξανά

Φωτ. © Anna La Naia 2021
Φωτ. © Anna La Naia 2021



Eπει­σό­διο πρώ­το

(Και γι’ αυ­τόν τον άλ­λο θά­να­το πό­τε θα μι­λή­σου­με, το θά­να­το που σέρ­νε­ται, που δεν ανι­χνεύ­ε­ται; Δεν υπάρ­χει πρω­θυ­πουρ­γι­κό διά­ταγ­μα να τον αναγ­γεί­λει, δεν υπάρ­χουν δια­γράμ­μα­τα ημε­ρή­σιας πο­ρεί­ας, δεν υφί­στα­ται επι­σή­μως. Όμως, μέ­ρα με τη μέ­ρα, εδώ κι ένα χρό­νο τώ­ρα, εί­ναι πα­ρών: εί­ναι όλη η ζωή που δεν ζού­με, για να μη ρι­σκά­ρου­με και πε­θά­νου­με. Πά­λι κα­λά που δεν τον υπο­λο­γί­ζου­με, που δεν τον με­τρά­με σε αριθ­μούς: δε θα αντέ­χα­με να αντι­κρί­σου­με την κα­τα­στρο­φή που οι αριθ­μοί αυ­τοί θα εξι­στο­ρού­σαν, θα ξε­θώ­ρια­ζαν ακό­μα και τα τρα­γι­κά νού­με­ρα του πραγ­μα­τι­κού θα­νά­του, τα μο­να­δι­κά που έχου­με το κου­ρά­γιο να κοι­τά­ξου­με κα­τά­μα­τα. Με­τρά­με τις καρ­διές που στα­μα­τούν στα νο­σο­κο­μεία και δε με­τρά­με αυ­τές που φεύ­γουν, αυ­τές που απλώς φεύ­γουν. Και γι’ αυ­τόν το σιω­πη­ρό, πράο, συλ­λο­γι­κό, γε­νι­κό, ιλιγ­γιώ­δη, σκαν­δα­λώ­δη απο­χαι­ρε­τι­σμό, πό­τε θα μι­λή­σου­με;
Ας μι­λή­σου­με τώ­ρα.
Αυ­τό που συμ­βαί­νει εί­ναι ότι άν­θρω­ποι ικα­νοί για ζωή, έχουν πά­ψει να ζουν. Δεν τα­ξι­δεύ­ουν, μέ­νουν σπί­τι, δου­λεύ­ουν χω­ρίς να συ­να­ντιού­νται, δεν αγ­γί­ζο­νται, δεν ασχο­λού­νται με τα σώ­μα­τά τους, δια­τη­ρούν ελά­χι­στες φι­λί­ες, το πο­λύ-πο­λύ κά­ποιο φλερτ. Εδώ και και­ρό, χει­ρο­νο­μί­ες όπως μια αγκα­λιά, ένα κοί­ταγ­μα στο πρό­σω­πο, το κό­ψι­μο του ψω­μιού, το προ­σφέ­ρουν μό­νο στο –κα­τά τα άλ­λα το­ξι­κό– οι­κο­γε­νεια­κό τους πε­ρι­βάλ­λον. Τι κι αν υπάρ­χουν καλ­λι­τέ­χνες ικα­νοί να προ­κα­λέ­σουν συ­γκί­νη­ση και να φτιά­ξουν όμορ­φα πράγ­μα­τα; Δεν τους πα­ρα­κο­λου­θεί κα­νείς πια. Τι κι αν υπάρ­χουν πα­νέ­μορ­φα έρ­γα τέ­χνης; Κα­νείς δεν τα επι­σκέ­πτε­ται. Και την εκλε­πτυ­σμέ­νη, την έντε­χνη μου­σι­κή; Δεν πά­νε να την απο­λαύ­σουν. Δεν στέλ­νουν πια τα παι­διά τους στο σχο­λείο, ού­τε να ασκη­θούν, ού­τε σε πάρ­τι, ού­τε σε εκ­δρο­μές. Δεν βγαί­νουν με­τά τη δύ­ση του ήλιου και στις γιορ­τές κλει­δώ­νο­νται στο σπί­τι. Στην έγνοια τους να τα απο­φύ­γουν, ξε­χνούν πράγ­μα­τα που πρό­τε­ρα θε­ω­ρού­σαν σπου­δαία ή απλώς χα­ρι­τω­μέ­να: δη­λα­δή να χει­ρο­κρο­τούν, να ουρ­λιά­ζουν, να τα­ξι­δεύ­ουν, να δι­δά­σκουν περ­πα­τώ­ντας πέ­ρα-δώ­θε ανά­με­σα στα θρα­νία, να φα­σώ­νο­νται για πρώ­τη φο­ρά, να κά­νουν επί­σκε­ψη στον παπ­πού και τη για­γιά, να παί­ζουν μου­σι­κή σε κά­ποιον, να συ­ζη­τούν με αν­θρώ­πους που νιώ­θουν τη μυ­ρω­διά τους, να χο­ρεύ­ουν, να φτιά­χνουν τη βα­λί­τσα τους, να πα­ντρεύ­ο­νται και να το γιορ­τά­ζουν με όλους όσους αγα­πούν, να παί­ζουν μπό­ου­λινγκ, να προ­σκυ­νούν τις ει­κό­νες στην εκ­κλη­σία, να παίρ­νουν τους δρό­μους δί­χως να νοιά­ζο­νται για πού, να ανε­βαί­νουν στο βου­νό, να ανα­πνέ­ουν στο σκο­τά­δι ενός σι­νε­μά, να κρα­τούν το χέ­ρι κά­ποιου που αρ­γο­σβή­νει. Συ­στη­μα­τι­κά και με με­γά­λη απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα κη­ρύσ­σουν τη μο­να­ξιά, την επι­λέ­γουν και την επι­βάλ­λουν ως ύψι­στη αξία: την επι­λέ­γουν ακό­μα και για αν­θρώ­πους που δεν τους ται­ριά­ζει, όπως για τους νέ­ους, τους άρ­ρω­στους, τους ευ­τυ­χι­σμέ­νους. Και τού­τη η από­συρ­ση από τη ζωή συ­μπλη­ρώ­νε­ται με μια μα­ζι­κή και υπνω­τι­στι­κή χρή­ση από αντι­κεί­με­να, από ψη­φια­κές συ­σκευ­ές, που, ενώ εί­ναι με­λε­τη­μέ­νες για να επε­κτεί­νουν την εμπει­ρία, χρη­σι­μο­ποιού­νται εδώ για να την εγκλω­βί­σουν σε ένα απο­στει­ρω­μέ­νο και ασφα­λές πε­ρι­βάλ­λον. Συ­μπέ­ρα­σμα; Άν­θρω­ποι που φυ­το­ζω­ούν.
Επι­σή­μως, πρό­κει­ται για μια λα­μπρή από­φα­ση που πη­γά­ζει ευ­θέ­ως απ’ τη λο­γι­κή. Στην αιφ­νι­δια­σμέ­νη από την παν­δη­μία λο­γι­κή, όποιος δε θέ­λει να πε­θά­νει, πρέ­πει να πα­ραι­τη­θεί από τη ζωή. Βέ­βαια τα πράγ­μα­τα δεν εί­ναι τό­σο απλά, όσο η φρα­κα­ρι­σμέ­νη λο­γι­κή μας εξα­να­γκά­ζει να συ­μπε­ρά­νου­με. Ας πά­ρω την ευ­θύ­νη να πε­ρι­γρά­ψω το θέ­μα κά­πως αλ­λιώς: μια κο­ντό­φθαλ­μη και μη­χα­νι­στι­κή λο­γι­κή εί­ναι σε τέ­τοιο βαθ­μό σκα­λω­μέ­νη στην προ­σπά­θειά της να επι­λύ­σει ένα πρό­βλη­μα, ώστε να χά­νει τη θέ­α­ση της συ­νο­λι­κής ει­κό­νας, αυ­τού δη­λα­δή που ονο­μά­ζου­με το νό­η­μα της ζω­ής. Συ­νέ­βη ήδη επα­νει­λημ­μέ­να στους πο­λέ­μους του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να: η ψυ­χα­να­γκα­στι­κά λο­γι­κή επί­λυ­ση ενός προ­βλή­μα­τος (τό­τε ήταν συ­χνά πο­λι­τι­κό/κοι­νω­νι­κό) κα­τέ­λη­γε σχε­δόν νο­μο­τε­λεια­κά σε μια κα­τα­κρή­μνι­ση της αξί­ας της αν­θρώ­πι­νης ζω­ής και σε μια κο­λοσ­σιαία τα­πεί­νω­ση του δι­καιώ­μα­τος στο βί­ω­μα και την ευ­τυ­χία. Εί­ναι ένα ανα­γνω­ρί­σι­μο λά­θος που γέν­νη­σε η υπερ­βο­λι­κή προ­σκόλ­λη­ση στο απο­σπα­σμα­τι­κό, η ανι­κα­νό­τη­τά μας να αντι­κρύ­σου­με τα πράγ­μα­τα πιο γε­νι­κά, πιο ψη­λά, πιο από ψη­λά. Ένα έλ­λειμ­μα της σκέ­ψης. Οι πραγ­μα­τι­κές κα­τα­στρο­φές έρ­χο­νται όταν κά­ποιος παύ­ει να ακού­ει τις δο­νή­σεις του κό­σμου, την αλη­θι­νή του ανά­σα, όταν κα­τα­λή­γει να εμπι­στεύ­ε­ται μό­νο τα άβα­ταρ που ονο­μά­ζου­με αριθ­μούς. Όταν αυ­τό συμ­βαί­νει, συ­νή­θως συ­νο­δεύ­ε­ται από την επί­κλη­ση στη με­γά­λη αντο­χή των αν­θρώ­πων στον πό­νο. Στρα­τη­γι­κά εί­ναι μια σκλη­ρή κί­νη­ση, αλ­λά ορ­θή. Υπα­γο­ρεύ­ει ένα κα­θή­κον, ανα­πό­φευ­κτο και δί­καιο.
Έτσι υπο­φέ­ρου­με από αυ­τό το ανυ­πό­φο­ρο: πει­θή­νιοι και απο­μο­νω­μέ­νοι, κα­θέ­νας με τον δι­κό του τρό­πο, θο­λω­μέ­νοι κι εξα­ντλη­μέ­νοι. Κά­που κά­που βρί­σκου­με πα­ρη­γο­ριά στο να στο­χα­ζό­μα­στε, να συλ­λο­γι­ζό­μα­στε, βρί­σκο­ντας έτσι ένα απά­νε­μο λι­μά­νι, σε αυ­τό το αλ­λό­κο­το τα­ξί­δι.)

Με αφορ­μή την παν­δη­μία, ξε­χύ­νο­νται απ’ τα πα­λά­τια τους οι πα­λιές ελίτ του ει­κο­στού αιώ­να και στή­νο­νται αδιαμ­φι­σβή­τη­τες αυ­θε­ντί­ες μπρο­στά στον πί­να­κα ελέγ­χου των δη­μο­σί­ων υπο­θέ­σε­ων και κα­τευ­θύ­νουν τις στρα­τη­γι­κές επι­χει­ρή­σεις ενά­ντια στον ιό. Για μια ακό­μη φο­ρά, παί­ζουν το πιο ισχυ­ρό τους χαρ­τί: there is no alternative, το πα­σί­γνω­στο ΤΙ­ΝΑ. Ό,τι απο­φα­σί­ζε­ται, πά­ντα, απο­φα­σί­ζε­ται επει­δή δεν υπάρ­χει εναλ­λα­κτι­κή.
Εί­ναι όμως αλή­θεια;
Ίσως βρού­με μια απά­ντη­ση αν ασχο­λη­θού­με με ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο πα­ρά­δειγ­μα. Με μία από­φα­ση, ανά­με­σα στις πολ­λές που πάρ­θη­καν. Το κλεί­σι­μο των σχο­λεί­ων. Ενώ γρά­φω, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, στο Πιε­μό­ντε που ζω, απο­φα­σί­ζε­ται να στα­μα­τή­σει η εκ­παί­δευ­ση όλων των βαθ­μί­δων για τις επό­με­νες τρεις εβδο­μά­δες. Εξή­γη­ση: there is no alternative. Εί­ναι όμως αλή­θεια; Πι­στεύω λί­γο-πο­λύ ότι η απά­ντη­ση εί­ναι η εξής: εάν δο­μείς την εκ­παί­δευ­ση με αυ­τόν τον τρό­πο, εάν εμπι­στεύ­ε­σαι αυ­τή την επι­στη­μο­νι­κή κοι­νό­τη­τα, εάν δια­χει­ρί­ζε­σαι την πε­ρι­φέ­ρεια με αυ­τόν τον τρό­πο, εάν το σύ­στη­μα υγεί­ας που δια­θέ­τεις εί­ναι εύ­θραυ­στο, εάν η εκ­παί­δευ­ση σου φαί­νε­ται λι­γό­τε­ρο ου­σιώ­δης από την πα­ρα­γω­γή ει­σο­δή­μα­τος, ε τό­τε εί­ναι αλή­θεια: δεν υπάρ­χει εναλ­λα­κτι­κή, πρέ­πει να κλεί­σεις.

Και τώ­ρα ας συ­γκε­ντρω­θού­με σε αυ­τό το εάν.
Η λο­γι­κή ακο­λου­θία εί­ναι ξε­κά­θα­ρη: αν σφά­λω στη δια­χεί­ρι­ση μιας σει­ράς πραγ­μά­των, θα φτά­σει η στιγ­μή όπου το να κά­νω σφάλ­μα απο­τε­λεί την πιο σω­στή δια­χεί­ρι­ση. Ας το με­τα­φρά­σου­με στο δι­κό μας πλαί­σιο: αυ­τό, που χά­ριν συ­ντο­μί­ας θα ονο­μά­σου­με νο­ο­τρο­πία του ει­κο­στού αιώ­να κα­τα­φεύ­γει σε κα­τα­να­γκα­στι­κές λύ­σεις, επει­δή παί­ζει το δι­κό της φι­νά­λε μιας παρ­τί­δας. Μιας παρ­τί­δας, που τα πιό­νια έχουν λά­βει τις θέ­σεις τους ήδη από τα­κτι­κές του προη­γού­με­νου αιώ­να, μιας παρ­τί­δας που τα χα­μέ­να πιό­νια δε γί­νε­ται να επα­να­κτη­θούν και που η νοη­τι­κή στά­ση του παί­κτη, δεν εί­ναι προ­σαρ­μο­σμέ­νη να παί­ξει ενά­ντια σε έναν αντί­πα­λο ο οποί­ος αντι­θέ­τως, κι­νεί­ται με μια τα­κτι­κή εντε­λώς και­νούρ­για.

Απο­τέ­λε­σμα: there is no alternative.

Δε­δο­μέ­νου ότι η πο­ρεία των πραγ­μά­των οδη­γεί ανα­πό­φευ­κτα και αβί­α­στα σε τε­ρά­στια συλ­λο­γι­κά δει­νά, εί­ναι έν­δει­ξη μιας απα­ραί­τη­της κοι­νω­νι­κής ορ­γής το να ανα­ρω­τιέ­ται κα­νείς πά­νω σε ένα ζή­τη­μα, που απ’ όσο κα­τα­λα­βαί­νω εγώ, απο­τε­λεί ΜΕΙ­ΖΟΝ ζή­τη­μα: άρα­γε υπάρ­χει ένας άλ­λος τρό­πος σκέ­ψης και πρά­ξης, κα­λύ­τε­ρα προ­σαρ­μο­σμέ­νος στις προ­κλή­σεις που μας επι­φυ­λάσ­σο­νται; Υπάρ­χει ένα σκε­πτι­κό που να μην εί­ναι του ει­κο­στού αιώ­να; Το προ­ε­τοι­μά­ζου­με κά­που; Σε κά­ποιο σχο­λείο, σε κά­ποια εται­ρεία, σε κά­ποια κοι­νω­νι­κή δο­μή; Έχου­με δί­κιο όταν απαι­τού­με να ανα­δυ­θεί, να ανα­λά­βει τα ινία της δια­χεί­ρι­σης του κό­σμου, και να το απαι­τού­με με μια ορ­γή που εί­ναι δυ­νη­τι­κά επι­κίν­δυ­νη;

Όλα αυ­τά οδη­γούν και σε ακό­μα ένα ερώ­τη­μα, εν­στι­κτώ­δες, σχε­δόν φυ­σι­κό: μή­πως η διά­νοια που ανα­ζη­τού­με εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κά­τω απ’ τη μύ­τη όλων μας, μας εξου­σιά­ζει όλους ήδη, και δεν εί­ναι άλ­λη από την ψη­φια­κή διά­νοια; Μή­πως πέ­σα­με ήδη στην πα­γί­δα του δι­λήμ­μα­τος ανά­με­σα στον Ντρά­γκι και τον Zuckerberg; Is there any alternative?
Θα προ­σπα­θού­σα να γρά­ψω ένα κεί­με­νο γι’ αυ­τά τα πράγ­μα­τα.
Σε επει­σό­δια. Λί­γα. Αυ­τό εί­ναι το πρώ­το.


E
πει­σό­διο δεύ­τε­ρο

Λέγα­με για τη νο­ο­τρο­πία του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να και για τις απο­φά­σεις της, των οποί­ων οι συ­νέ­πειες προ­δια­γρά­φουν συλ­λο­γι­κά δει­νά που ίσως θα μπο­ρού­σα­με να απο­φύ­γου­με. Άρα­γε, μή­πως θα ήταν προ­τι­μό­τε­ρο να κα­τα­νο­ή­σου­με κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο, αντί απλώς να εκτο­ξεύ­ου­με αό­ρι­στες κα­τη­γο­ρί­ες για να ξε­θυ­μά­νου­με απ’ το θυ­μό μας; Ας το προ­σπα­θή­σου­με.
Απ’ όσο μπο­ρώ να κα­τα­λά­βω, εί­ναι του­λά­χι­στον τέσ­σε­ρα τα εμπό­δια, που κα­θι­στούν τη νο­ο­τρο­πία του ει­κο­στού αιώ­να ανί­κα­νη να δια­χει­ρι­στεί την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ή του­λά­χι­στον τού­τη δω την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Πρώ­τον. Εί­ναι μια νο­ο­τρο­πία που λα­τρεύ­ει τις ακλό­νη­τες λύ­σεις και απο­στρέ­φε­ται την ευ­ε­λι­ξία. Για να βά­λει σε τά­ξη κομ­μά­τια της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας επι­λέ­γει συ­στή­μα­τα που εξα­σφα­λί­ζουν μια σχε­τι­κή μο­νι­μό­τη­τα, ενώ αφή­νουν στην άκρη την όποια προ­σαρ­μο­στι­κή δε­ξιό­τη­τα. Προ­ϋ­πο­θέ­τει ότι σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση το πρό­βλη­μα εί­ναι αδια­σά­λευ­το, αμε­τα­κί­νη­το, αδρα­νές: η λύ­ση εί­ναι να πα­ρα­μέ­νει εγκλω­βι­σμέ­νο εκεί. Έτσι, η απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα μιας λύ­σης κα­θο­ρί­ζε­ται από την ικα­νό­τη­τά της να εκ­μη­δε­νί­ζει την αστά­θεια του πραγ­μα­τι­κού, ή έστω να τη ρυθ­μί­ζει, ή —και για­τί όχι— να την απο­κρύ­πτει. Έχου­με έτσι κι αλ­λιώς στοι­χεία πα­ρα­μυ­θιού σ’ αυ­τή την ιστο­ρία.

Δεύ­τε­ρον. Εί­ναι μια νο­ο­τρο­πία που εμπι­στεύ­ε­ται μια συ­γκε­κρι­μέ­νη μορ­φή γνώ­σης: την εξει­δι­κευ­μέ­νη γνώ­ση. Εδώ δια­φαί­νε­ται εύ­κο­λα μια επι­κίν­δυ­νη ψευ­δαί­σθη­ση: η πε­ποί­θη­ση ότι τα προ­βλή­μα­τα που μας φέρ­νει η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα επι­λύ­ο­νται με μια συ­γκε­κρι­μέ­νη και πε­ρι­χα­ρα­κω­μέ­νη γνώ­ση. Σύμ­φω­να με αυ­τό το σκε­πτι­κό, για πα­ρά­δειγ­μα, μια οσφυαλ­γία θε­ρα­πεύ­ε­ται από έναν για­τρό και κα­τά προ­τί­μη­ση από έναν για­τρό εξει­δι­κευ­μέ­νο στις πα­θή­σεις της μέ­σης. Κά­τι τέ­τοιο θα μπο­ρού­σε πράγ­μα­τι να εξα­σφα­λί­σει μια θε­τι­κή έκ­βα­ση στο πρό­βλη­μα. Ωστό­σο, η ιδέα κα­θαυ­τή, δη­λα­δή ότι υπάρ­χει κά­τι που ονο­μά­ζε­ται μέ­ση και εί­ναι απο­κομ­μέ­νο από το υπό­λοι­πο σώ­μα, και επί­σης ένας επι­στη­μο­νι­κός κλά­δος αφιε­ρω­μέ­νος απο­κλει­στι­κά σε αυ­τό, αλ­λά ανί­κα­νος να σχο­λιά­σει για πα­ρά­δειγ­μα ένα ποί­η­μα, εί­ναι μια ιδέα τό­σο απλου­στευ­τι­κή, που γί­νε­ται σχε­δόν προ­σβλη­τι­κή.

Τρί­τον. Εί­ναι μια νο­ο­τρο­πία που εκ­πο­ρεύ­ε­ται από μο­νο­λι­θι­κές αρ­χές, τις οποί­ες αντι­λαμ­βά­νε­ται ως αδιά­σει­στες προ­στα­γές που αδυ­να­τεί να αλ­λά­ξει, ή όταν το επι­χει­ρεί, το κά­νει με πά­ρα πο­λύ αρ­γούς ρυθ­μούς. Ας εξη­γή­σω κα­λύ­τε­ρα τι εν­νοώ: δε δια­θέ­τει απλά μιαν αντί­λη­ψη πραγ­μα­τι­στι­κή που ανα­ζη­τά την κα­λύ­τε­ρη δυ­να­τή λύ­ση. Αντί­θε­τα, χρη­σι­μο­ποιεί μια αρ­χή (ας πού­με, τη δη­μο­κρα­τία) και στη συ­νέ­χεια εύ­κο­λα ξε­τυ­λί­γει λο­γι­κά συ­στή­μα­τα (αλ­λη­λου­χί­ες λο­γι­κών απο­φά­σε­ων) που προ­κύ­πτουν σχε­δόν ανα­πό­φευ­κτα εκ του ονό­μα­τος αυ­τής της αρ­χής: για την υπε­ρά­σπι­σή της, τη με­τα­βί­βα­σή της, τη βελ­τί­ω­σή της. Αυ­τό που δεν κά­νει, εί­ναι να αλ­λά­ξει αυ­τές τις αρ­χές: να τις θέ­σει υπό συ­ζή­τη­ση, να φα­ντα­στεί την υπέρ­βα­σή τους. Ή το κά­νει, επα­να­λαμ­βά­νω, με πο­λύ αρ­γούς ρυθ­μούς. Κι ενώ οι αρ­γοί ρυθ­μοί δεν απο­τε­λούν πρό­βλη­μα σε έναν κό­σμο που με­τα­βάλ­λε­ται με βρα­δύ­τη­τα, με­τα­τρέ­πο­νται σε έκ­δη­λη ανα­πη­ρία απ’ τη στιγ­μή που ο κό­σμος τρέ­χει και δε φτά­νει.

Τέ­ταρ­τον. Εί­ναι μια νο­ο­τρο­πία που περ­νιέ­ται για έλ­λο­γη και που θε­με­λιώ­νει την ισχύ της στην πε­ποί­θη­ση ότι δρα με σύ­νε­ση. Εδώ, το σφάλ­μα εί­ναι δι­πλό: από τη μία να πι­στεύ­εις στην ύπαρ­ξη μιας καρ­τε­σια­νά έλ­λο­γης σκέ­ψης (που κα­τα­νο­εί και δια­χει­ρί­ζε­ται την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απο­κλει­στι­κά με το μη­χα­νι­σμό της νό­η­σης) και από την άλ­λη να πι­στεύ­εις ότι συ­να­παρ­τί­ζεις την άρ­τια έκ­φρα­ση αυ­τής της έλ­λο­γης σκέ­ψης, μια έκ­φρα­ση δη­λα­δή ελεύ­θε­ρη από κά­θε πα­λιν­δρό­μη­ση στο πα­ρά­λο­γο. Ένα άλο­γο που πι­στεύ­ει ακρά­δα­ντα ότι εί­ναι μο­νό­κε­ρως θα έκα­νε τα ίδια λά­θη: θα πί­στευε ότι εί­ναι ένα δια­φο­ρε­τι­κό πλά­σμα και κυ­ρί­ως ένα πλά­σμα που δεν υφί­στα­ται.

Ωραία. Θέ­λου­με να ανοί­ξου­με αυ­τά τα τέσ­σε­ρα κου­τά­κια, να ρί­ξου­με μια μα­τιά μέ­σα, μή­πως και κα­τα­λά­βου­με κά­τι κα­λύ­τε­ρα; Μή­πως τε­λι­κά να αξιο­ποι­ή­σου­με αυ­τή την πέν­θι­μη εμπει­ρία της παν­δη­μί­ας;

Πρώ­τον. Συ­στή­μα­τα συ­μπα­γή, μη ευ­έ­λι­κτα. Σκε­φτεί­τε το Σχο­λείο (ναι, μου αρέ­σει να το γρά­φω με κε­φα­λαίο Σ).
Πώς γί­νε­ται μια κτη­νω­δία όπως το κλεί­σι­μο όλων των βαθ­μί­δων στα Σχο­λεία, να θε­ω­ρεί­ται εύ­λο­γη; Γί­νε­ται, διό­τι το Σχο­λείο (τέ­κνο εξ ολο­κλή­ρου της νο­ο­τρο­πί­ας του ει­κο­στού αιώ­να) εί­ναι ένα σύ­στη­μα σχε­δια­σμέ­νο για να επαν­δρώ­νει διαρ­κώς την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και όχι για να επι­δει­κνύ­ει μια κά­ποια ευ­ε­λι­ξία. Εί­ναι ένας κα­τε­ξο­χήν απρο­σάρ­μο­στος ορ­γα­νι­σμός. Ο κό­σμος γύ­ρω του με­τα­βάλ­λε­ται δρα­στι­κά και αυ­τός δεν βρί­σκει τρό­πους να αντι­δρά­σει: το λο­γι­κό­τε­ρο που απο­μέ­νει εί­ναι να κλει­στεί στο κα­βού­κι του. Μέ­σα στη δί­νη της παν­δη­μί­ας ζη­τή­σα­με λί­γη ελα­στι­κό­τη­τα, κά­να­με προ­τά­σεις σχε­δόν συ­γκι­νη­τι­κές στη σε­μνό­τη­τά τους: π.χ. να γί­νε­ται εναλ­λάξ δι­δα­σκα­λία σε δια­φο­ρε­τι­κά ωρά­ρια, ή να πα­ρα­τα­θεί το σχο­λι­κό έτος μέ­χρι τα τέ­λη Ιου­νί­ου, τέ­τοια πράγ­μα­τα. Μα απ’ όσο φά­νη­κε, το σύ­στη­μα δεν ήταν σε θέ­ση να αντέ­ξει ού­τε τo πιο αστείο τρά­νταγ­μα. Το ότι αντι­λαμ­βα­νό­ταν τις απλές αυ­τές προ­τά­σεις σαν ανυ­πέρ­βλη­τα εμπό­δια δί­νει μια ιδέα για το μέ­γε­θος της δο­μι­κής αγω­νί­ας στην οποία ολί­σθη­σε ο κό­σμος του Σχο­λεί­ου. Το θυ­μά­στε το τσι­μέ­ντο της γέ­φυ­ρας Μο­ρά­ντι[1]; Το μό­νο τρά­νταγ­μα που απο­δέ­χτη­κε το σύ­στη­μα-σχο­λείο εί­ναι η εξ απο­στά­σε­ως δι­δα­σκα­λία. Ας ση­μειώ­σου­με όμως, πως η σχε­δί­α­ση απλά προ­έ­βλε­πε το εξής: τα γνω­στά πράγ­μα­τα που ήδη δι­δά­σκο­νται στην τά­ξη, να δια­χυ­θούν μη­χα­νι­στι­κά σε ένα δο­χείο ψη­φια­κών ερ­γα­λεί­ων. Όχι κά­ποιο τρο­πο­ποι­η­μέ­νο ωρά­ριο, όχι κά­ποιο άλ­λο πρό­γραμ­μα, πα­ρά μό­νο ένα τυ­φλό πεί­σμα στην επί­τευ­ξη των ίδιων απο­τε­λε­σμά­των με μια τε­χνι­κή ακα­τάλ­λη­λη να τα πε­τύ­χει. Μό­νο συ­στή­μα­τα που εί­ναι θε­με­λιω­μέ­να σε ένα εί­δος ψευ­δοη­ρω­ι­κής, ξε­ρο­κέ­φα­λης δύ­να­μης μπο­ρούν να σκε­φτούν χω­ρίς δι­σταγ­μό να πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν εξ απο­στά­σε­ως τις ώρες της φυ­σι­κής αγω­γής. Το βλέ­πε­τε το τσι­μέ­ντο;
Εί­ναι αφε­λές να συγ­χέ­ου­με αυ­τή την ακαμ­ψία με κά­ποιο εί­δος βλα­κεί­ας, κα­θώς πί­σω της βρί­σκο­νται ζυ­μώ­σεις προ­ερ­χό­με­νες από το μα­κρι­νό πα­ρελ­θόν. Πρό­κει­ται αντί­θε­τα για μια μορ­φή ευ­φυί­ας, που όμως έχει γί­νει ανε­πί­και­ρη. Η ίδια ακρι­βώς που ανα­πα­ρά­γε­ται με έναν επα­να­λη­πτι­κό εξα­να­γκα­σμό —δυ­στυ­χώς με τη συμ­βο­λή του Σχο­λεί­ου— τον οποί­ον πλη­ρώ­νου­με πο­λύ ακρι­βά. Αν σκε­φτεί­τε τα πράγ­μα­τα και τον τρό­πο που τα δι­δά­σκου­με στο Σχο­λείο, θα ανα­γνω­ρί­σε­τε εύ­κο­λα τη λα­τρεία της στα­σι­μό­τη­τας, της αγκύ­λω­σης, του τσι­μέ­ντου που εί­δα­με να συν­θη­κο­λο­γεί με την Παν­δη­μία. Εί­ναι η νο­ο­τρο­πία του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να, που συ­νε­χί­ζει να ανα­πα­ρά­γει τον εαυ­τό της. Ανα­πα­ρά­γει τον εαυ­τό της, διαιω­νί­ζο­ντας την τε­λεί­ως υπο­κει­με­νι­κή της δο­ξα­σία ότι το να γνω­ρί­ζεις την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ση­μαί­νει να την επα­να­φέ­ρεις σε τά­ξη και στα­θε­ρό­τη­τα χω­ρίς ίχνος χά­ους. Σε μια αδιέ­ξο­δη κα­τη­γο­ριο­ποί­η­ση. Σε μία ελεγ­χό­με­νη ακι­νη­σία. Το Σχο­λείο εί­ναι ακό­μα εκεί και πα­ρά­γει νέ­ους, πρό­θυ­μους να επα­να­λά­βουν τα ίδια. Πάρ­τε για πα­ρά­δειγ­μα δύο μα­θή­μα­τα-πυ­λώ­νες όπως τα μα­θη­μα­τι­κά και τα λα­τι­νι­κά, που κα­τά κά­ποιο τρό­πο συ­νο­ψί­ζουν τους δύο κλά­δους-φο­ρείς της βα­σι­κής εκ­παί­δευ­σης των ελίτ: θα ανα­γνω­ρί­σε­τε σί­γου­ρα το ιδα­νι­κό training για την προ­ε­τοι­μα­σία της άρ­χου­σας τά­ξης. Με ποιο τρό­πο; Μα­θαί­νο­ντάς την πώς λει­τουρ­γούν τμή­μα­τα της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, απο­κομ­μέ­να από κά­θε γί­γνε­σθαι, αυ­τά­ρε­σκα πε­ρί­κλει­στα, αιω­νί­ως στα­θε­ρά και πλή­ρως αδια­πέ­ρα­στα από υπο­κει­με­νι­κές και αντι­κει­με­νι­κές πα­ραλ­λα­γές. Η σε βά­θος ενα­σχό­λη­ση με τα δύο κο­ρυ­φαία αυ­τά μα­θή­μα­τα θα μπο­ρού­σε να με­τα­τρα­πεί σε βί­ω­μα κα­θα­ρού ορά­μα­τος και ελευ­θε­ρί­ας αλ­λά στο βαθ­μό που προ­σεγ­γί­ζο­νται ως ύλη μα­θη­τι­κού προ­γράμ­μα­τος, εκ­πί­πτουν σε μια εκ­παί­δευ­ση του ανα­πό­φευ­κτου, του ήδη γρα­φτού, του ακί­νη­του. Και μό­νο η έκ­φρα­ση «νε­κρή γλώσ­σα» τα λέ­ει όλα. Έτσι δια­παι­δα­γω­γού­με τους νέ­ους σε μια κα­τά­στα­ση ανύ­παρ­κτη στην πραγ­μα­τι­κή ζωή: στη δια­χεί­ρι­ση μιας ακί­νη­της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Στην επί­λυ­ση προ­βλη­μά­των που δεν αλ­λά­ζουν τους κα­νό­νες. Στην ανα­ζή­τη­ση νοη­μά­των που επι­βιώ­νουν αναλ­λοί­ω­τα μέ­σα από γε­νε­ές αν­θρώ­πων εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κών με­τα­ξύ τους. Βλέ­πε­τε το πά­θος για μο­νι­μό­τη­τα, τη φι­λο­δο­ξία να στα­μα­τή­σει ο κό­σμος, την ανά­γκη για στα­θε­ρό­τη­τα; Ανα­γνω­ρί­ζε­τε τη γέ­φυ­ρα Μο­ρά­ντι;

Εντε­λώς αντί­θε­τα, μια άλ­λη νο­ο­τρο­πία θα γνώ­ρι­ζε ότι εκ­παί­δευ­ση ση­μαί­νει ακρι­βώς το να προ­ε­τοι­μά­ζεις κά­ποιον για την αστά­θεια. Ότι η γνώ­ση δια­τί­θε­ται σε μυα­λά φρέ­σκα και έτοι­μα να ευ­θυ­γραμ­μί­σουν πα­λιούς κα­νό­νες στο άγνω­στο του πραγ­μα­τι­κού που με­τα­βάλ­λε­ται. Ότι η γνώ­ση εί­ναι μια πρά­ξη πά­ντο­τε αστα­θής και εύ­πλα­στη, που συ­μπί­πτει με την τέ­χνη της προ­σαρ­μο­στι­κό­τη­τας και που τε­λι­κά συ­νο­ψί­ζε­ται στην ζω­ι­κή και εν­στι­κτώ­δη ικα­νό­τη­τα να βλέ­που­με με­τα­βα­τι­κές φι­γού­ρες, ενώ δια­θέ­του­με μό­νο κι­νού­με­να κομ­μά­τια. Για αυ­τού του εί­δους τη νο­ο­τρο­πία, η ευ­ε­λι­ξία των εκ­παι­δευ­τι­κών συ­στη­μά­των δε θα ήταν ένα σπιρ­τό­ζι­κο τρικ για την επι­βί­ω­ση σε και­ρούς χα­λε­πούς, αλ­λά θα ήταν ο κα­νό­νας για την από­κτη­ση νο­ή­μα­τος την κά­θε στιγ­μή. Αυ­τό εί­ναι κά­τι που δεν έχει σχέ­ση με την ανά­γκη για απο­τε­λε­σμα­τι­κή αντι­με­τώ­πι­ση στην Παν­δη­μία. Ανε­ξάρ­τη­τα από την εκά­στο­τε επεί­γου­σα πε­ρί­πτω­ση, ένα εκ­παι­δευ­τι­κό σύ­στη­μα πρέ­πει να εί­ναι ευ­έ­λι­κτο, αλ­λιώς εί­ναι ένα τί­πο­τα. Πρέ­πει να εί­ναι ικα­νό να προ­σαρ­μό­ζε­ται με μια σχε­τι­κή τα­χύ­τη­τα στις με­τα­βο­λές του πραγ­μα­τι­κού, αλ­λιώς εί­ναι ένα τί­πο­τα. Η ευ­ε­λι­ξία δεν θα έπρε­πε καν να ήταν ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του, αλ­λά να ήταν —πιο ρι­ζι­κά— κα­τα­σκευα­στι­κή προ­δια­γρα­φή του. Πρέ­πει να φα­ντα­στεί­τε το θέ­μα με όλη τη ρι­ζο­σπα­στι­κό­τη­τα που κου­βα­λά­τε. Η πραγ­μα­τι­κή ευ­ε­λι­ξία δε θα χει­ρι­ζό­ταν πο­τέ άκαμ­πτα υλι­κά όπως η τά­ξη, τα μα­θή­μα­τα, ο κα­θη­γη­τής ενός μα­θή­μα­τος, το σχο­λι­κό ωρά­ριο, τα υπουρ­γι­κά προ­γράμ­μα­τα, τα σχο­λι­κά βι­βλία. Αν θέ­λου­με να το πού­με έξω απ’ τα δό­ντια, δε θα έχα­νε ού­τε καν χρό­νο να σκε­φτεί ότι ένα γι­γα­ντιαίο δη­μό­σιο Σχο­λείο, πα­νο­μοιό­τυ­πο πα­ντού, μπο­ρεί να απο­τε­λεί μια κα­λή βά­ση για οτι­δή­πο­τε.
Χρη­σι­μο­ποί­η­σα το Σχο­λείο σαν δυ­να­τό πα­ρά­δειγ­μα λό­γω των πληγ­μά­των που δέ­χτη­κε κα­τά τη διάρ­κεια της παν­δη­μί­ας. Μπο­ρεί­τε να φα­ντα­στεί­τε τι θα γί­νε­ται στο χώ­ρο του θε­ά­τρου, ή στην υγεία και την οι­κο­νο­μία; Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, αυ­τό που πρέ­πει να κρα­τή­σου­με κα­τά νου εί­ναι το εξής: όλα αυ­τά εί­ναι συ­στή­μα­τα υπερ­βο­λι­κά στά­σι­μα, ανί­κα­να να ελίσ­σο­νται. Επο­μέ­νως, συ­στή­μα­τα ανί­κα­να να προ­σαρ­μο­στούν σε επεί­γου­σες κα­τα­στά­σεις και κυ­ρί­ως, ικα­νά να ισο­πε­δώ­νουν κά­θε δη­μιουρ­γι­κή ενέρ­γεια ακό­μα και όταν οι και­ροί εί­ναι ευ­νοϊ­κοί. Υπάρ­χουν τρό­ποι δια­φυ­γής από όλα αυ­τά; Ναι, υπάρ­χουν αλ­λά δυ­στυ­χώς δεν εμπι­στευό­μα­στε τον κα­τάλ­λη­λο τρό­πο σκέ­ψης και πρά­ξης Κι εδώ περ­νά­με στο ση­μείο δύο: στην πει­σμα­τι­κή λα­τρεία της εξει­δι­κευ­μέ­νης γνώ­σης.


[1] Η Γέ­φυ­ρα Μο­ρά­ντι (Ponte Morandi) συ­νέ­δεε τις πε­ριο­χές Sampierdarena και Cornigliano τις Γέ­νο­βας στον αυ­το­κι­νη­τό­δρο­μο Α10 και κα­τα­σκευά­στη­κε το 1963 από τον μη­χα­νι­κό, του οποί­ου έφε­ρε και το όνο­μα. Στις 14.8.2018 και έπει­τα από κα­ταρ­ρα­κτώ­δεις βρο­χές, κα­τέρ­ρευ­σε εν μέ­ρει με­τά από υπο­χώ­ρη­ση του πυ­λώ­να 9 προ­κα­λώ­ντας 43 νε­κρούς και 566 τραυ­μα­τί­ες. Οι έρευ­νες απο­κά­λυ­ψαν ότι δεν εί­χαν πραγ­μα­το­ποι­η­θεί ερ­γα­σί­ες συ­ντή­ρη­σης για 25 χρό­νια ενώ μια μη­χα­νο­λο­γι­κή με­λέ­τη του 2017 εί­χε προει­δο­ποι­ή­σει για την κα­τά­στα­ση των κα­λω­δί­ων που κρα­τού­σαν τη γέ­φυ­ρα και που εί­χαν πε­ρι­βλη­θεί με τσι­μέ­ντο.


E
πει­σό­διο τρί­το

Λέγα­με για τα 4 εμπό­δια που κα­τά τη γνώ­μη μου κα­θι­στούν τη νο­ο­τρο­πία του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να ακα­τάλ­λη­λη να δια­χει­ρι­στεί την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ή του­λά­χι­στον την τρέ­χου­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Το πρώ­το ήταν η έλ­λει­ψη ευ­ε­λι­ξί­ας και μι­λή­σα­με γι’ αυ­τό. Ας δού­με στα πε­τα­χτά και τα επό­με­να τρία για­τί αλ­λιώς θα ξη­με­ρώ­σου­με.

Δεύ­τε­ρο εμπό­διο: η λα­τρεία της εξει­δι­κευ­μέ­νης γνώ­σης. Εί­ναι χρή­σι­μο να θυ­μό­μα­στε ότι δεν υπήρ­χε κά­τι τέ­τοιο πά­ντα στις αν­θρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες. Ένας Έλ­λη­νας του 5ου αιώ­να, ένας μο­να­χός του με­σαί­ω­να ή ένας λό­γιος της ανα­γέν­νη­σης θα ζο­ρί­ζο­νταν πο­λύ για να απο­δε­χτούν ότι ένας λοι­μω­ξιο­λό­γος, δη­λα­δή κά­ποιος που έχει σπου­δά­σει απο­κλει­στι­κά τα μι­κρό­βια, θα μπο­ρού­σε να τους προ­στα­τέ­ψει από μια παν­δη­μία. Ού­τε καν η ιδέα ενός απλού γε­νι­κού για­τρού θα τους εν­θου­σί­α­ζε. Το ότι αυ­τή η στά­ση σή­με­ρα μας φαί­νε­ται παι­δα­ριώ­δης και απο­τυ­χη­μέ­νη συμ­βαί­νει απλώς επει­δή προ­ερ­χό­μα­στε από του­λά­χι­στον δύο αιώ­νες απο­θέ­ω­σης της επι­στή­μης. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αυ­τοί οι τρεις άν­θρω­ποι, ο κα­θέ­νας με τον τρό­πο του ει­κά­ζα­νε ότι οποιο­δή­πο­τε κομ­μά­τι της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, απο­τε­λεί μέ­ρος ενός πιο σύν­θε­του συ­στή­μα­τος. Επο­μέ­νως, η μό­νη χρή­σι­μη γνώ­ση εί­ναι αυ­τή που μπο­ρεί να κι­νεί­ται σε ολό­κλη­ρο το σύ­στη­μα και όχι μό­νο σε κά­ποια κομ­μά­τια του. Για έναν τέ­τοιο τρό­πο αντί­λη­ψης της γνώ­σης, ένας για­τρός που δεν γνω­ρί­ζει τις ονο­μα­σί­ες των φυ­τών και δεν ανα­γνω­ρί­ζει ένα όμορ­φο ποί­η­μα δεν ήταν τί­πο­τε πα­ρα­πά­νω από έναν αξιό­πι­στο τε­χνί­τη. Αν η σκέ­ψη αυ­τή σας φαί­νε­ται ανώ­ρι­μη, ανα­ρω­τη­θεί­τε από το δι­κό σας κα­τ’ οί­κον πε­ριο­ρι­σμό το εξής: και τι δε θα δί­να­τε ώστε η κυ­βερ­νη­τι­κή πο­λι­τι­κή ενά­ντια στην Παν­δη­μία να κα­τευ­θύ­νε­ται από έναν φι­λό­σο­φο, έναν μα­θη­μα­τι­κό, έναν αν­θρω­πο­λό­γο, έναν ψυ­χο­λό­γο, έναν βο­τα­νο­λό­γο, έναν ποι­η­τή και έναν ιστο­ρι­κό; Εγώ θα έδι­να τα πά­ντα. Αλ­λά μην μπο­ρώ­ντας να το κά­νω, παίρ­νω του­λά­χι­στον την ελευ­θε­ρία να γρά­ψω εδώ, μιας και η ιλιγ­γιώ­δης ανά­πτυ­ξη των εξει­δι­κευ­μέ­νων γνώ­σε­ων προ­κά­λε­σε μια συλ­λο­γι­κή οπι­σθο­δρό­μη­ση, τό­σο της ικα­νό­τη­τας να δια­σταυ­ρώ­νο­νται οι διά­φο­ρες γνώ­σεις των αν­θρώ­πων, όσο και της ευ­ε­λι­ξί­ας να ενερ­γο­ποιού­νται πα­ράλ­λη­λα πολ­λές από αυ­τές: Αυ­τό, κά­πο­τε το λέ­γα­με σο­φία. Αυ­τή η ικα­νό­τη­τα που υπέ­πε­σε σε αχρη­στία για αιώ­νες, μπή­κε τώ­ρα από την κλει­δα­ρό­τρυ­πα και φαί­νε­ται να εί­ναι ένα από τα κυ­ρί­αρ­χα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά κά­ποιων νέ­ων μυα­λών. Το γε­γο­νός ότι οι φι­λό­σο­φοι ξα­νάρ­χι­σαν να γνω­ρί­ζουν και να μι­λούν για φυ­τά και τε­χνο­λο­γία και ότι ένας copywriter που δεν γνω­ρί­ζει από art directing απλώς αχρη­στεύ­ε­ται, το ότι οι τερ­μα­το­φύ­λα­κες παί­ζουν όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο με τα πό­δια και το τη­λέ­φω­νό μου φτιά­χνει βι­ντε­ά­κια, ε κά­τι μας λέ­νε όλα αυ­τά. Προ­φα­νώς αλ­λά­ζου­με πί­στα στο παι­χνί­δι και ορα­μα­τι­ζό­μα­στε μια γνώ­ση σαν το βλέμ­μα ενός γε­ρα­κιού και σαν την υπο­μο­νή μιας βε­λα­νι­διάς, σαν την ακρί­βεια ενός νυ­στε­ριού και τη μνή­μη ενός βου­νού. Όταν συ­να­ντά­με τέ­τοια γνώ­ση, νιώ­θου­με ότι έτσι θα θέ­λα­με να γνω­ρί­ζου­με.

Τρί­το εμπό­διο. Πρό­κει­ται για μια φα­να­τι­κά εγκα­τε­στη­μέ­νη νο­ο­τρο­πία που απο­στρέ­φε­ται τη νο­μα­δι­κή ζωή. Προ­κύ­πτει από αρ­χές και αξί­ες που δεν μπο­ρεί να απο­τρα­βη­χτεί. Εγκλω­βί­ζε­ται στις εν­νοιο­λο­γι­κές πο­λι­τεί­ες που κα­τα­σκεύ­α­σε κι ας εξε­λίσ­σε­ται μια βάρ­βα­ρη ει­σβο­λή, κι ας .έχει πέ­σει λι­μός στους κα­τοί­κους. Τε­χνι­κά μι­λώ­ντας, εί­ναι σαν να εί­σαι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος να κοι­τάς τη Γη κολ­λη­μέ­νος στις ίδιες πε­ριο­ρι­σμέ­νες οπτι­κές γω­νί­ες και στη συ­νέ­χεια, να συ­γκε­ντρώ­νεις όλες τις νοη­τι­κές δυ­νά­μεις σου, στο να γί­νει η όρα­σή σου όλο και πιο γε­ρή από αυ­τά τα στα­θε­ρά ση­μεία. Ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θα αρ­κού­σε μια με­τα­τό­πι­ση δυο βή­μα­τα πα­ρα­πέ­ρα ώστε κι ένας μύ­ω­πας να ξε­κα­θά­ρι­ζε ένα σω­ρό άλ­λα πράγ­μα­τα. Θα δώ­σω ένα πα­ρά­δειγ­μα όχι απα­ραί­τη­τα ευ­χά­ρι­στο. Το σύ­νταγ­μα εί­ναι για όλες τις δη­μο­κρα­τί­ες του ει­κο­στού αιώ­να μια αρ­χή σχε­δόν αδιαμ­φι­σβή­τη­τη. Στην πα­ρού­σα στιγ­μή, η φαιά ου­σία που δα­πα­νά­ται στην κα­τα­νό­η­ση του τί εί­ναι συ­νταγ­μα­τι­κό και τί όχι, εί­ναι ασύ­γκρι­τα πε­ρισ­σό­τε­ρη από αυ­τή που αφιε­ρώ­νε­ται για να κα­τα­λά­βου­με του αν το σύ­νταγ­μα εί­ναι ακό­μα έγκυ­ρο, επί­και­ρο, κα­τάλ­λη­λο. Για­τί; Για­τί η νο­ο­τρο­πία του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να εί­ναι εγκα­τε­στη­μέ­νη σε τέ­τοιο βαθ­μό που δεν αντι­λαμ­βά­νε­ται, για πα­ρά­δειγ­μα, ότι η θε­με­λί­ω­ση μιας Δη­μο­κρα­τί­ας πά­νω στην ερ­γα­σία εί­ναι μια ωραία ιδέα αλ­λά επί­σης και μια ιδέα τρο­με­ρά πα­λιά, σή­με­ρα ει­δι­κά που η ερ­γα­σία όπως τη γνω­ρί­ζα­με ως τώ­ρα, τεί­νει να εξα­φα­νι­στεί από τον κό­σμο και μά­λι­στα συ­χνά, από επι­λο­γή και από­φα­σή μας. Ανα­λό­γως, εί­ναι δύ­σκο­λο να σκε­φτό­μα­στε ότι θα σώ­σου­με τον πλα­νή­τη, αν δεν εί­μα­στε σε θέ­ση να ξα­να­γρά­ψου­με τα Συ­ντάγ­μα­τά μας το­πο­θε­τώ­ντας πά­νω απ’ όλα τα δι­καιώ­μα­τα της ζω­ής, πέ­ρα από την αν­θρώ­πι­νη. Αντι­θέ­τως, πα­ρα­μέ­νου­με μπλο­κα­ρι­σμέ­νοι στο ίδιο ση­μείο και αυ­τή τη στιγ­μή κα­νέ­νας - σχε­δόν κα­νέ­νας - δε σκέ­φτε­ται ότι το πρώ­το πράγ­μα που θα έπρε­πε να κά­νουν οι δυ­τι­κές δη­μο­κρα­τί­ες εί­ναι να ξα­να­γρά­ψουν τα Συ­ντάγ­μα­τά τους. Να επα­νι­δρύ­σουν δη­λα­δή την ίδια τους την πο­λι­τεία. Σε μια άλ­λη κοι­λά­δα, στις όχθες μιας άλ­λης λί­μνης, σε κά­ποιον άλ­λον ου­ρα­νό. Δεν το κά­νου­με, για­τί η νο­μα­δι­κή ζωή, αν αφο­ρά σε αξί­ες και αρ­χές, θε­ω­ρεί­ται μια βάρ­βα­ρη πρα­κτι­κή, παι­δί μιας κά­ποιας άγνοιας ή ενός ελ­λεί­μα­τος πει­θαρ­χί­ας, ή του λαϊ­κι­σμού. Έτσι, γερ­νά­με σε εν­νοιο­λο­γι­κές πο­λι­τεί­ες με ξε­χει­λω­μέ­να σύ­νο­ρα, όπως για πα­ρά­δειγ­μα, το δι­καί­ω­μα στη με­λέ­τη, η ελευ­θε­ρία της έκ­φρα­σης, η υπε­ρά­σπι­ση της ιδιο­κτη­σί­ας, η έν­νοια της πα­τρί­δας, τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα, η δη­μο­κρα­τία. Υπέ­ρο­χες, εξου­θε­νω­μέ­νες πο­λι­τεί­ες, με δυ­στυ­χείς κα­τοί­κους. Εί­ναι ξε­κά­θα­ρο: οφεί­λου­με να ση­κω­θού­με να φύ­γου­με και να τις επα­νι­δρύ­σου­με σε έναν τό­πο που δεν τον μα­στί­ζει η πε­νία των ιδε­ών. Αλ­λά δε θα το κά­νου­με πο­τέ, πα­ρά μό­νο αν προ­σκα­λέ­σου­με κά­ποια άλ­λα μυα­λά-οδη­γούς.

Τέ­ταρ­το και τε­λευ­ταίο εμπό­διο. Πρό­κει­ται για μια νο­ο­τρο­πία που εμ­μέ­νει να επι­λέ­γει τον ορ­θο­λο­γι­σμό σαν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της. Θε­ω­ρεί τον εαυ­τό της και θέ­λει να εί­ναι ορ­θο­λο­γι­κή. Εδώ το θέ­μα εί­ναι πο­λυ­πλο­κό­τε­ρο. Ελ­πί­ζω να μπο­ρέ­σω να το εξη­γή­σω σω­στά. Ένα πρώ­το πράγ­μα που μπαί­νει υπό συ­ζή­τη­ση, εί­ναι η πε­ποί­θη­ση ότι μπο­ρεί κά­ποιος να εί­ναι ορ­θο­λο­γι­κός, ή κα­λύ­τε­ρα εξ ολο­κλή­ρου ορ­θο­λο­γι­κός: η πε­ποί­θη­ση δη­λα­δή ότι υπάρ­χει ένας τρό­πος να λαμ­βά­νει κά­ποιος απο­φά­σεις, προ­στα­τευ­μέ­νος από οποιο­δή­πο­τε storytelling, από οποια­δή­πο­τε συ­ναι­σθη­μα­τι­κή κα­μπύ­λη και από οποιο­δή­πο­τε έν­στι­κτο. Υπάρ­χει στ’ αλή­θεια ακό­μα κά­ποιος που να δη­λώ­νει ότι υπάρ­χει κά­τι τέ­τοιο; Βρί­σκε­ται κά­ποιος που να θε­ω­ρεί ορ­θο­λο­γι­κή την από­φα­ση να δια­κο­πεί η χο­ρή­γη­ση εμ­βο­λί­ων για τέσ­σε­ρις ημέ­ρες, για έναν ελεγ­χού­λη;[2] (και αυ­τό εί­ναι μό­νο ένα πα­ρά­δειγ­μα ανά­με­σα σε πολ­λά). Μπο­ρεί και να ‘μαι τρε­λός, αλ­λά μου φαί­νε­ται πο­λύ πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κός ένας συλ­λο­γι­σμός που λαμ­βά­νει υπό­ψη το storytelling, το συ­ναί­σθη­μα και το έν­στι­κτο, που επι­θυ­μεί να τα γνω­ρί­σει, και που δε δο­κι­μά­ζει να πε­ρά­σει τις απο­φά­σεις του ως αδιαμ­φι­σβή­τη­το απο­τέ­λε­σμα αλάν­θα­στων λο­γι­κών διερ­γα­σιών. Θα μου άρε­σε να υπήρ­χε, ας πού­με, μια αμ­φί­βια νο­ο­τρο­πία, με επί­γνω­ση, να μπο­ρεί να λά­βει απο­φά­σεις ακό­μα και κά­τω από την ίσα­λο γραμ­μή της λο­γι­κής, ακό­μα και στον πά­το. Μου έχει σπά­σει τα νεύ­ρα αυ­τό το ατε­λεί­ω­το πα­ρα­μύ­θι του ορ­θο­λο­γι­σμού. Ας κρα­τή­σου­με λοι­πόν κυ­ρί­ως αυ­τό: δεν έχει ση­μα­σία το τι κά­νου­με εμείς οι άν­θρω­ποι, αλ­λά το πώς εί­ναι η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πώς εί­ναι ο κό­σμος. Εκεί έξω, τα πράγ­μα­τα λει­τουρ­γούν λό­γω μιας ενέρ­γειας και σύμ­φω­να με φυ­σι­κές διερ­γα­σί­ες, για τις οποί­ες η αν­θρώ­πι­νη λο­γι­κή γνω­ρί­ζει ελά­χι­στα. Αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε μο­νά­χα την κο­ρυ­φή του πα­γό­βου­νου. Υπάρ­χει μια πνοή του κό­σμου που δεν εί­ναι μό­νο ένα πα­ρα­μύ­θι για σα­λε­μέ­νους και όποιος δεν την αι­σθά­νε­ται —δε λέω να την ανα­πνέ­ει, αλ­λά του­λά­χι­στον να την αι­σθά­νε­ται— δεν έχει μια πραγ­μα­τι­κή δυ­να­τό­τη­τα να λά­βει απο­φά­σεις που οδη­γούν στην ευ­τυ­χία των έμ­βιων όντων. Και επι­πλέ­ον σκε­φτεί­τε τις διά­φο­ρες συν­δέ­σεις, αυ­τές και μό­νο να σκε­φτεί­τε, τις συν­δέ­σεις: όπως η χλω­ρί­δα ενός τε­ρά­στιου δά­σους, έτσι και τα ζω­ντα­νά όντα ανταλ­λάσ­σουν πλη­ρο­φο­ρί­ες, συν­δέ­ο­νται με χη­μι­κές αλυ­σί­δες, σχη­μα­τί­ζουν αό­ρα­τους δε­σμούς μέ­σω των οποί­ων επι­βιώ­νουν: δεν υπάρ­χουν δέ­ντρα, αλ­λά δά­ση, και κά­θε φο­ρά που εμείς απο­συ­ναρ­μο­λο­γού­με αυ­τή την απλή και πρω­ταρ­χι­κή ενό­τη­τα, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ρη με την εξει­δι­κευ­μέ­νη γνώ­ση, ή επι­λέ­γο­ντας μό­νο αυ­τό που εί­ναι ορ­θο­λο­γι­κό, ξε­γρα­πώ­νου­με αυ­τό που με­λε­τά­με, απο­συν­δε­ό­μα­στε, ξε­στρα­τί­ζου­με από το πραγ­μα­τι­κό: αρ­γά ή γρή­γο­ρα θα το βρού­με μπρο­στά μας. Δεν υπάρ­χει τί­πο­τα το ποι­η­τι­κό, πι­στέψ­τε με: οι άν­θρω­ποι εί­μα­στε –ο κό­σμος εί­ναι– ένα θαυ­μά­σια σύν­θε­το το­πίο που κα­μία λο­γι­κή γρα­φή δε θα μπο­ρού­σε να κα­το­νο­μά­σει πραγ­μα­τι­κά. Γι’ αυ­τό και μια νο­ο­τρο­πία που πεί­θε­ται ότι δα­μά­ζει τον κό­σμο, δε μας κά­νει. Μια νο­ο­τρο­πία που πεί­θε­ται ότι ο σκο­πός της εί­ναι να τον δα­μά­σει αντί να τον κα­τοι­κή­σει, δεν εί­ναι μια ευ­φυ­ής νο­ο­τρο­πία: ίσως να ήταν κά­πο­τε, αλ­λά δεν μπο­ρεί να εί­ναι πια.

Ωραία. Μπο­ρού­με τώ­ρα να συ­νο­ψί­σου­με. Για λό­γους που πα­ρα­μέ­νουν ανε­ξή­γη­τοι, συ­νε­χί­ζου­με να πα­ρα­δι­δό­μα­στε στα χέ­ρια μιας νο­ο­τρο­πί­ας σα­στι­σμέ­νης από τον θρυ­λι­κό μύ­θο του ορ­θο­λο­γι­σμού, μιας νο­ο­τρο­πί­ας που συμ­βα­δί­ζει με άκαμ­πτα συ­στή­μα­τα, που δρα υπό την ώθη­ση ασύν­δε­των γνώ­σε­ων, που δεν έχει τη δύ­να­μη να επα­νε­ξε­τά­σει τα δι­κά της εν­νοιο­λο­γι­κά στα­θε­ρά ση­μεία ανα­φο­ράς,. Την ονο­μά­σα­με νο­ο­τρο­πία του ει­κο­στού αιώ­να, και εδώ ζη­τά­με συγ­γνώ­μη από τον Μπέν­για­μιν, τον ΠΙ­κάσ­σο, τον Φου­κώ, τον Τζί­μυ Χέ­ντριξ, τον Τζον Μα­κεν­ρό και όλους αυ­τούς που δεν εί­χαν κα­μία σχέ­ση με αυ­τόν τον τρό­πο ύπαρ­ξης στον κό­σμο: δυ­στυ­χώς, όταν δια­λέ­ξα­με μυα­λά για να δια­χει­ρι­στούν τον κό­σμο, δε δια­λέ­ξα­με τα δι­κά τους. Δια­λέ­ξα­με αυ­τά που ακό­μα και τώ­ρα μας φέρ­νουν το λο­γα­ρια­σμό με τη συ­νή­θη, ενο­χλη­τι­κή υπο­ση­μεί­ω­ση there is no alternative.

Το λι­γό­τε­ρο που μπο­ρού­με να κά­νου­με εί­ναι να ανα­ρω­τη­θού­με, αν πραγ­μα­τι­κά αυ­τός ο τρό­πος σκέ­ψης και πρά­ξης εί­ναι ο μο­να­δι­κός που δια­θέ­του­με. Εί­ναι μια ερω­τη­σού­λα που θα θέ­σου­με στο επό­με­νο και τε­λευ­ταίο επει­σό­διο. Δεν υπό­σχο­μαι την απά­ντη­ση. Υπό­σχο­μαι όμως την ερώ­τη­ση.

Eπει­σό­διο τέ­ταρ­το (και τε­λευ­ταίο)

Έτσι, κλει­σμέ­νοι στο σπί­τι, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας την τε­λευ­ταία κου­ρα­σμέ­νη πα­ρά­στα­ση της νο­ο­τρο­πί­ας του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να, πε­ρι­μέ­νου­με την έλευ­ση ενός νέ­ου τρό­που σκέ­ψης και πρά­ξης που θα έρ­θει να μας πά­ρει από δω. Από πού θα έρ­θει, εί­ναι ένα ερώ­τη­μα. Κι ένα άλ­λο, το αν βρί­σκε­ται ήδη ανά­με­σά μας. Πά­ντα κου­βα­λά­με το μεσ­σια­νι­κό έν­στι­κτο να πε­ρι­μέ­νου­με ένα σω­τή­ρα. Να ψά­χνου­με στον ου­ρα­νό ένα άστρο-κο­μή­τη να μας οδη­γή­σει στη Γέν­νη­ση. Εί­ναι αν­θρώ­πι­νο πά­ντα να ελ­πί­ζου­με.

Αν υπάρ­χει μια νέα νο­ο­τρο­πία, δι­καιού­μα­στε να προσ­δο­κού­με από αυ­τή ένα πράγ­μα: να στέ­κει απρό­σβλη­τη απέ­να­ντι στα εμπό­δια που μπουρ­δου­κλώ­νουν αυ­τή του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να. Άρα, φα­ντα­ζό­μα­στε αν­θρώ­πους προι­κι­σμέ­νους με πο­λυ­διά­στα­τη γνώ­ση, που σκαρ­φί­ζο­νται ευ­έ­λι­κτα συ­στή­μα­τα, πα­ρά­τολ­μους ώστε να ανα­θε­ω­ρούν συ­χνά τις αξί­ες τους και να αντι­στέ­κο­νται σθε­να­ρά στην ιδέα ότι η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δα­μά­ζε­ται με τον ορ­θο­λο­γι­σμό. Το επό­με­νο ερώ­τη­μα εί­ναι τώ­ρα απλό: κοι­τώ­ντας τρι­γύ­ρω, εντο­πί­ζου­με στην πρά­ξη τέ­τοιου εί­δους αν­θρώ­πους;

Κι όμως υπάρ­χουν. Για πα­ρά­δειγ­μα, πολ­λοί από τους κά­τω των 35 σκέ­φτο­νται με αυ­τό τον τρό­πο. Αλ­λά δεν πρό­κει­ται απο­κλει­στι­κά για ένα ηλι­κια­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό. Αν πα­ρα­τη­ρή­σε­τε κα­λά, υπάρ­χουν πά­ρα πολ­λά μέ­ρη, εται­ρεί­ες, θε­σμοί, πραγ­μα­τι­κό­τη­τες στις οποί­ες μπο­ρεί­τε να βρεί­τε, ακό­μα και σε υψη­λές θέ­σεις, αν­θρώ­πους που σκέ­φτο­νται έτσι. Που δρουν με αυ­τόν τον τρό­πο. Εί­ναι πι­θα­νό, με­γά­λο μέ­ρος αυ­τών που δια­βά­ζουν αυ­τό το άρ­θρο να εί­ναι άν­θρω­ποι που αυ­θόρ­μη­τα λει­τουρ­γούν μες στον κό­σμο, με αυ­τόν εδώ τον τρό­πο. Τέ­λος πά­ντων, δε μι­λά­με για κά­τι το τρε­λό ή το ου­το­πι­κό, μι­λά­με για κά­τι που υπάρ­χει. Ποιο εί­ναι το πρό­βλη­μα λοι­πόν;

Το πρό­βλη­μα εί­ναι ότι, αν πα­ρα­τη­ρή­σε­τε όλους αυ­τούς τους αν­θρώ­πους, θα δεί­τε να βρί­σκο­νται διαρ­κώς σε μά­χη με κά­ποιον ορ­γα­νι­σμό ισχυ­ρό­τε­ρο από αυ­τούς, που δεν επι­τρέ­πει να επι­βιώ­σει ο δι­κός τους τρό­πος αντί­λη­ψης. Που τον κα­θυ­στε­ρεί. Ένα εί­δος έλους που τον πε­ρι­βάλ­λει και συ­χνά τον ρου­φά­ει. Θα μας βό­λευε να ισχυ­ρι­στού­με ότι εί­ναι η Εξου­σία που τον ξε­γε­λά. Μια γε­ρα­σμέ­νη Εξου­σία του ει­κο­στού αιώ­να. Αλ­λά το πράγ­μα εί­ναι πιο σύν­θε­το. Τον ξε­γε­λά­ει η διοί­κη­ση των κοι­νο­τή­των μας, το δο­μι­κό design της κοι­νω­νί­ας μας. Το δά­σκα­λο που έχει κα­τά νου ένα πιο ευ­φά­ντα­στο τρό­πο δι­δα­σκα­λί­ας, δεν τον ξε­γε­λά η ορ­θο­λο­γι­κή αυ­θε­ντία ενός ξε­ρο­κέ­φα­λου διευ­θυ­ντή ή η τυ­φλή ακαμ­ψία των υπουρ­γι­κών δια­ταγ­μά­των: τον ξε­γε­λά ο σκε­πτι­κι­σμός των συ­να­δέλ­φων, η άγνοια των γο­νέ­ων και η απρα­ξία των μα­θη­τών. Τον ει­κο­σά­χρο­νο που θα εί­χε κα­τά νου μια start up προ­ο­ρι­σμέ­νη να ξη­λώ­σει την πα­ρά­λο­γη γρα­φειο­κρα­τία των πλη­ρω­μών με δια­κα­νο­νι­σμό (για πα­ρά­δειγ­μα), δεν τον ξε­γε­λά ένας —ανύ­παρ­κτος— πιο ισχυ­ρός αντα­γω­νι­στής αλ­λά το απλό γε­γο­νός ότι ο αριθ­μός των ατό­μων που ζουν χά­ρη σε αυ­τή την πο­λυ­πλο­κό­τη­τα εί­ναι τό­σο με­γά­λος, ώστε να δη­μιουρ­γούν γύ­ρω της μια αλυ­σί­δα προ­στα­σί­ας. Θέ­λω δη­λα­δή να πω ότι αυ­τό που επι­βρα­δύ­νει την έλευ­ση της νέ­ας νο­ο­τρο­πί­ας εί­ναι η δο­μι­κή λο­γι­κή του κό­σμου μας. Ο τρό­πος που εί­ναι κα­τα­σκευα­σμέ­νος. Απ’ την άλ­λη, όποιος θέ­λει να ανα­και­νί­σει το σπί­τι των αν­θρώ­πων με μια νέα νο­ο­τρο­πία, συ­νή­θως δεν ξα­να­βά­φει τους τοί­χους, αλ­λά γκρε­μί­ζει όλο το κτί­ριο για να το οι­κο­δο­μή­σει με ένα δια­φο­ρε­τι­κό κα­τα­σκευα­στι­κό σύ­στη­μα. Η νέα νο­ο­τρο­πία δεν πα­ρι­στά­νει το δια­κο­σμη­τή. Εί­ναι ένας δο­μι­κός μη­χα­νι­κός. Γι’ αυ­τό και ο κό­σμος της αντι­στέ­κε­ται. Αρ­νεί­ται να γκρε­μι­στεί. Στέ­κε­ται όρ­θιος μέ­χρι την τε­λευ­ταία στιγ­μή, σαν τη γέ­φυ­ρα Μο­ρά­ντι. Και αυ­τό, με υπο­στυ­λώ­μα­τα όπως η εθε­λο­τυ­φλία, η συ­νε­νο­χή, η πο­νη­ριά, που ανα­βάλ­λουν την κα­τάρ­ρευ­σή του. Μέ­χρι το τέ­λος.

Βλέ­πε­τε όμως, θα υπάρ­χει πά­ντα εκεί­νη η απο­γευ­μα­τι­νή κα­ται­γί­δα που θα κά­νει τους πυ­λώ­νες να κα­ταρ­ρεύ­σουν.

Με τον πιο θε­α­μα­τι­κό τρό­πο οι πυ­λώ­νες κα­τέρ­ρευ­σαν, όταν στο πα­νό­ρα­μα του κό­σμου ξέ­σπα­σε η ψη­φια­κή επα­νά­στα­ση. Εδώ έχου­με την εμ­βλη­μα­τι­κή πε­ρί­πτω­ση μιας φρέ­σκιας νο­ο­τρο­πί­ας που ξη­λώ­νει τη γε­ρα­σμέ­νη. Όσο αν­θε­κτι­κή κι αν ήταν η συ­ντη­ρη­τι­κή, πυ­κνή αλυ­σί­δα που μά­ντρω­νε τους πρω­το­πό­ρους αυ­τής της επα­νά­στα­σης, δεν μπό­ρε­σε να κα­τα­φέ­ρει τί­πο­τα: όσοι θέ­λη­σαν, την έσπα­σαν. Τι κι αν ήσουν η Walmart, η Amazon σου την έφερ­νε. Τι κι αν ήσουν η New York Times, το Twitter σε γο­νά­τι­ζε. Κι αφού γο­νά­τι­ζες, το μό­νο που σου απέ­με­νε ήταν να επι­λέ­ξεις, αν θα πα­ρα­μεί­νεις στο έδα­φος, κά­τω από το βά­ρος των ερει­πί­ων σου, ή αν θα ανα­κάμ­ψεις όσο το δυ­να­τόν γρη­γο­ρό­τε­ρα με ένα νέο δο­μι­κό σύ­στη­μα. Έτσι έχουν τα πράγ­μα­τα στις ημέ­ρες μας.

Και τώ­ρα μπο­ρού­με να ανα­ρω­τη­θού­με, μή­πως αυ­τοί οι άν­θρω­ποι, οι πρω­το­πό­ροι του ψη­φια­κού, ήταν όντως οι φο­ρείς της νέ­ας νο­ο­τρο­πί­ας, που σκαρ­φι­ζό­ταν το νέο δο­μι­κό design του κό­σμου με τα δι­κά της κα­τα­σκευα­στι­κά ερ­γα­λεία; Νο­μί­ζω πως ναι. Στην ου­σία οι ψη­φια­κοί επα­να­στά­τες άρ­χι­σαν να χτί­ζουν το σπί­τι των αν­θρώ­πων με βά­ση μια νέα τε­χνι­κή κα­τα­σκευ­ής και μά­λι­στα άρ­χι­σαν να το κά­νουν από τα κά­τω. Ξε­κί­νη­σαν από τα τη­λέ­φω­να και τις γρα­φο­μη­χα­νές, φα­ντά­σου! Τώ­ρα, ξέ­ρου­με ότι τα εί­χαν πά­ρει στο κρα­νίο με τη νο­ο­τρο­πία του ει­κο­στού αιώ­να και φυ­σι­κά την πα­ρα­γκώ­νι­σαν: σκε­φτεί­τε ότι κά­ποιοι ού­τε πτυ­χίο δεν πή­ραν. Αν ξα­να­δού­με τα τέσ­σε­ρα εμπό­δια που σκό­ντα­φταν οι πα­τε­ρά­δες τους, αυ­τοί ξε­πέ­ρα­σαν ορι­στι­κά του­λά­χι­στον τα δύο: έψα­ξαν και βρή­καν ένα παι­χνί­δι, που όλα εί­ναι σε αέ­ναη κί­νη­ση και στο οποίο κερ­δί­ζει μό­νο όποιος με­τα­μορ­φώ­νε­ται γρή­γο­ρα κι ευ­έ­λι­κτα: στη συ­νέ­χεια, βάλ­θη­καν να κα­τα­στρέ­φουν τον ένα πυ­λώ­να με­τά τον άλ­λο, σα­ρώ­νο­ντας αρ­χές και αξί­ες που φά­ντα­ζαν ακλό­νη­τες: δεν το έκα­ναν με κα­κία, ήταν απλώς σκλη­ροί και ορ­γι­σμέ­νοι επα­να­στά­τες.

Πα­ρό­λα αυ­τά, φαί­νε­ται πως δεν ήταν αρ­κε­τοί. Μάλ­λον κά­τι δε λει­τούρ­γη­σε σω­στά, αν ακό­μα προ­σμέ­νου­με αυ­τό το νέο που θα μας σώ­σει. Σε σχέ­ση με αυ­τό το κά­τι, ακού­γο­νται διά­φο­ρα. Απ’ όσο έχω εγώ κα­τα­λά­βει, βα­σι­κά δεν λει­τούρ­γη­σαν τρία πράγ­μα­τα. Το πρώ­το εί­ναι ότι ξε­κι­νώ­ντας από τα κά­τω, η ψη­φια­κή επα­νά­στα­ση άφη­σε όρ­θιους όλους τους με­γά­λους θε­σμούς του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να που αφο­ρούν την κοι­νο­τι­κή ζωή: το σχο­λείο, την πο­λι­τι­κή, τους νό­μους, τις Εκ­κλη­σί­ες. Έπε­φταν οι New York Times αλ­λά όχι η κα­θη­γή­τρια στα Αρ­χαία. Έκλει­ναν οι βι­βλιο­θή­κες αλ­λά όχι τα κόμ­μα­τα. Έτσι άρ­χι­σε αυ­τή η πα­ρά­ξε­νη σχι­ζο­φρέ­νεια, οι άν­θρω­ποι να ζουν σε δύο πα­ράλ­λη­λες δια­στά­σεις: στη μία, την ιδιω­τι­κή και ατο­μι­κή, βρί­σκο­νταν στο μέλ­λον, ενώ στην άλ­λη, τη δη­μό­σια και συλ­λο­γι­κή, πα­ρέ­με­ναν εγκλω­βι­σμέ­νοι στον ει­κο­στό αιώ­να, για να μην πω στον δέ­κα­το ένα­το.

Τα­λαι­πω­ρία.

Το δεύ­τε­ρο που δε λει­τούρ­γη­σε έχει να κά­νει με το ότι οι επα­να­στά­τες ήταν όλοι άντρες, μη­χα­νι­κοί, Αμε­ρι­κά­νοι, λευ­κοί. Σχε­δόν όλοι, για να εί­μα­στε ακρι­βείς. Άρα στην ου­σία, συ­νέ­βη το εξής: οι ψη­φια­κοί επα­να­στά­τες ανή­καν ήδη σε μί­αν ελίτ όχι μό­νο άκρως εξει­δι­κευ­μέ­νη αλ­λά και αν­θρω­πο­λο­γι­κά και κοι­νω­νιο­λο­γι­κά πε­ρι­χα­ρα­κω­μέ­νη με σχε­δόν κλει­στο­φο­βι­κό τρό­πο: μια ει­κό­να πο­λύ του ει­κο­στού αιώ­να. Τι μπο­ρεί να γεν­νή­σει μια τέ­τοια ελίτ; Ήδη από την αρ­χή υπάρ­χει ένα ολο­φά­νε­ρο σφάλ­μα: όσα έχουν σκαρ­φι­στεί άν­δρες, μη­χα­νι­κοί, Αμε­ρι­κά­νοι, λευ­κοί, δεν μπό­ρε­σαν να λει­τουρ­γή­σουν πραγ­μα­τι­κά. Ού­τε μια θρη­σκεία, ού­τε μια ορ­χή­στρα, ού­τε ένα πλύ­σι­μο αυ­το­κι­νή­του: τί­πο­τα.

Σπά­σι­μο.

Τρί­το πράγ­μα: η ψη­φια­κή τε­χνο­λο­γία γεν­νιέ­ται στην αγα­πη­μέ­νη φάτ­νη του ορ­θο­λο­γι­σμού, τους αριθ­μούς. Πάρ­τε μια φρά­ση όπως «η ανά­σα του κό­σμου» και ανα­ζη­τή­στε την στο νοη­τι­κό ευ­ρε­τή­ριο της ψη­φια­κής επα­νά­στα­σης: δε θα τη βρεί­τε ού­τε στις 100 πρώ­τες θέ­σεις. Πι­θα­νόν να ενοι­κού­σε σε κά­ποιους από τους πρω­το­πό­ρους: αλ­λά δεν εί­ναι εύ­κο­λα προ­σβά­σι­μη στα device που αυ­τοί δη­μιούρ­γη­σαν. Και κά­πως έτσι, κα­τα­λή­ξα­με να απο­μυ­ζού­με αυ­τό που θα μπο­ρού­σα­με να ονο­μά­σου­με μη αριθ­μή­σι­μο μέ­ρος του κό­σμου, την αό­ρα­τη δό­νη­ση του πλά­σης. Η ψη­φια­κή επα­νά­στα­ση πολ­λα­πλα­σί­α­σε τις εμπει­ρί­ες, σά­ρω­σε μια σει­ρά από προ­νό­μια, επα­νέ­φε­ρε την ου­σία στην επι­φά­νεια του κό­σμου απε­λευ­θε­ρώ­νο­ντάς τον από τα δε­σμά όλων αυ­τών των ιε­ρο­κη­ρύ­κων: αλ­λά μέ­σα στη φού­ρια της να απα­ριθ­μή­σει τον κό­σμο, κα­τά κά­ποιο τρό­πο τον έσφι­ξε, απο­γυ­μνώ­νο­ντάς τον από μια συν­θε­τό­τη­τα που εί­ναι δύ­σκο­λο να ορι­στεί, χω­ρίς να ανα­τρέ­ξου­με στην πα­ρα­κιν­δυ­νευ­μέ­νη λέ­ξη πνευ­μα­τι­κό.

Μυ­στή­ριο.

Έτσι σε τε­λευ­ταία ανά­λυ­ση, η ψη­φια­κή επα­νά­στα­ση μοιά­ζει με μια ιδιο­φυή από­δρα­ση, ένα με­γα­λειώ­δες γκρέ­μι­σμα τοί­χων και ένα θε­α­μα­τι­κό άνοιγ­μα μιας διε­ξό­δου: μό­νο που τε­λι­κά δεν χω­θή­κα­με σε αυ­τήν τη διέ­ξο­δο αλ­λά χα­θή­κα­με συ­ζη­τώ­ντας για fake news, για κα­πι­τα­λι­σμό της αστυ­νό­μευ­σης και άλ­λα τέ­τοια πράγ­μα­τα. Και κα­τά κά­ποιο τρό­πο, ξε­μεί­να­με στα μι­σά του δρό­μου. Η Παν­δη­μία μας έπια­σε σε ένα εί­δος συ­νό­ρου. Αυ­τή τη στιγ­μή πα­ρα­παί­ου­με εκεί, πε­ρι­μέ­νο­ντας να μά­θου­με προς ποια πλευ­ρά θα πέ­σου­με, πό­τε θα πε­ρά­σει η νυ­χτιά[2]. Θα βοη­θού­σε πο­λύ να δια­θέ­τα­με μια νέα νο­ο­τρο­πία και γι’ αυ­τό έχου­με κα­θή­κον να την εντο­πί­σου­με, να την απαι­τή­σου­με και να την προ­στα­τέ­ψου­με.

Και τώ­ρα για να τε­λειώ­νου­με, θα πε­τά­ξω και το τε­λευ­ταίο και πά­με πά­λι με­τά ν’ αρ­χί­σου­με τα πα­ρα­μύ­θια.

Δεν μπο­ρώ να το εξη­γή­σω αλ­λά γνω­ρί­ζω ότι το σκε­πτι­κό που χρεια­ζό­μα­στε δεν εί­ναι ένα σκε­πτι­κό όπως το γνω­ρί­ζου­με ως τώ­ρα. Σί­γου­ρα θα χρη­σι­μο­ποιεί λο­γι­κά νή­μα­τα για να συ­γκρο­τεί τις κι­νή­σεις του και θα χρη­σι­μο­ποιεί τη γνώ­ση για να απο­φα­σί­σει τι να επι­λέ­ξει. Αλ­λά δε θα εί­ναι μια μέ­θο­δος, δε θα στη­ρι­χτεί σε ένα πλέγ­μα από αρ­χές, δε θα εί­ναι με κα­νέ­να τρό­πο μια μορ­φή ορ­θο­λο­γι­σμού. Θα εί­ναι ένα πράτ­τειν. Θα εί­ναι μια πρά­ξη. Θα εί­ναι μια συλ­λο­γή από ελιγ­μούς. Η νέα νο­ο­τρο­πία θα εί­ναι μια πρά­ξη.

Δεν μπο­ρώ να το εξη­γή­σω ακρι­βώς αλ­λά πι­στεύω ότι θα εί­ναι μια ζω­ι­κή πρά­ξη και επο­μέ­νως η σκέ­ψη της θα εί­ναι μια σω­μα­τι­κή κί­νη­ση. Θα έχει επί­γνω­ση γι’ αυ­τό και θα βά­λει τέ­λος στην απο­στει­ρω­μέ­νη ψευ­δαί­σθη­ση της κα­θα­ρής σκέ­ψης. Θα σκέ­φτε­ται βρώ­μι­κα, αυ­τό θα κά­νει. Βρώ­μι­κα αλ­λά ορ­θά.

Η νέα νο­ο­τρο­πία θα εί­ναι ζω­ι­κή και επο­μέ­νως συν­δε­δε­μέ­νη με το πά­θος και όχι με μια ηθι­κή αρ­χή, με ένα πρέ­πει. Η σκέ­ψη θα σχε­τί­ζε­ται με την πεί­να και θα εί­ναι πι­θα­νώς απλή. Η κα­τα­νό­η­ση θα εί­ναι κά­τι που θα οδη­γεί στην κα­τοι­κία, όχι στο κυ­νή­γι. Η γνώ­ση θα πά­ψει να εί­ναι ερ­γα­λείο επί­θε­σης και κυ­ριαρ­χί­ας και θα έχει να κά­νει με την ανά­γκη να ακού­με και να συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νου­με.

Δεν μπο­ρώ να πω για­τί αλ­λά θα εί­ναι μια νο­μα­δι­κή νο­ο­τρο­πία. Δε θα έχει ένα σπί­τι, θα έχει πολ­λά σπί­τια. Δε θα δι­στά­ζει να τα εγκα­τα­λεί­ψει όλα.

Πι­στεύω ότι θα χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από μια δια­νοη­τι­κή λει­τουρ­γία που θα δια­χέ­ε­ται πα­ντού και δεν θα συ­γκε­ντρώ­νε­ται σε μέ­ρη που πα­ρά­γουν απο­κλει­στι­κά δια­νό­η­ση. Θα εί­ναι συλ­λο­γι­κή και όχι ατο­μι­κή.

Πε­ρι­μέ­νω ότι θα εί­ναι μια νο­ο­τρο­πία με βα­θιά μνή­μη και πλα­τιά όρα­ση: στις πιο όμορ­φες στιγ­μές, αυ­τά τα δύο συ­μπί­πτουν.

Ξέ­ρω ότι θα εί­ναι μια συ­ναι­σθη­μα­τι­κή νο­ο­τρο­πία, όχι με την έν­νοια ότι θα μπή­γει τα κλά­μα­τα κά­θε πέ­ντε λε­πτά αλ­λά με την έν­νοια ότι θα δρα ξε­κι­νώ­ντας από τα συ­ναι­σθή­μα­τα. Θα κι­νεί­ται προ­σπα­θώ­ντας να επε­ξερ­γα­στεί τις δο­νή­σεις που λαμ­βά­νει από τον κό­σμο μέ­σα από τα συ­ναι­σθή­μα­τα. Έτσι, η διά­νοια θα ταυ­τι­στεί με την ικα­νό­τη­τα να κα­τα­γρά­φεις τον κό­σμο, να τον αι­σθά­νε­σαι. Οποια­δή­πο­τε εν­νοιο­λο­γι­κή αφαί­ρε­ση που συν­θέ­τει εν ψυ­χρώ την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θα θε­ω­ρεί­ται ένας απλου­στευ­τι­κός χάρ­της και επο­μέ­νως επι­σφα­λής. Τί­πο­τα το εγκε­φα­λι­κό δε θα θε­ω­ρεί­ται χρή­σι­μο. Κά­θε πρά­ξη που καλ­λιερ­γεί τα συ­ναι­σθή­μα­τα, θα αντι­με­τω­πί­ζε­ται με σε­βα­σμό.

Η ορ­θο­λο­γι­κή ανά­λυ­ση θα θε­ω­ρεί­ται μια απα­ραί­τη­τη υπη­ρε­σία και η διαί­σθη­ση θα γί­νει η καρ­διά κά­θε υπό­θε­σης.

Πι­στεύω πως όλες οι απο­φά­σεις θα προ­έρ­χο­νται από μια μο­να­δι­κή δε­ξιό­τη­τα: να δια­κρί­νου­με αυ­τό που εί­ναι νε­κρό από αυ­τό που εί­ναι ζω­ντα­νό. Όσους ελιγ­μούς κά­νου­με, θα τους κά­νου­με για να προ­στα­τέ­ψου­με τη δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα. Δε θα ξο­δεύ­ου­με —από ανι­κα­νό­τη­τα— πρώ­τες ύλες για να δια­τη­ρη­θεί στη ζωή ό,τι δε δο­νεί­ται πια. Δε θα μας χα­ρα­κτη­ρί­ζει η φι­λο­δο­ξία να αλ­λοιώ­νου­με την πο­ρεία της ζω­ής αλ­λά να την επι­κυ­ρώ­νου­με.

Δεν ξέ­ρω αν το εκ­φρά­ζω σω­στά, αλ­λά νο­μί­ζω ότι θα εί­ναι μια νο­ο­τρο­πία επι­φα­νεια­κή, δη­λα­δή ελα­φριά, με­τα­βαλ­λό­με­νη, λε­πτή. Θα κι­νεί­ται φα­νε­ρά, ανοι­χτά. Στα μυα­λά που προη­γή­θη­καν θα φα­ντά­ζει δια­κρι­τι­κά αφε­λής. Θα εί­ναι θη­λυ­κή, με την έν­νοια που τα αρ­σε­νι­κά δί­νουν σε αυ­τόν τον όρο. Θα εί­ναι αρ­σε­νι­κή, με την έν­νοια που τα θη­λυ­κά δί­νουν σε αυ­τόν τον όρο. Θα εί­ναι ασυ­γκρά­τη­τη.

Θα χρη­σι­μο­ποιεί τους αριθ­μούς για να ελέγ­ξει τον κό­σμο και τα ονό­μα­τα για να χά­σει τον έλεγ­χο. Εν­νο­εί­ται θα ξέ­ρει να υπο­λο­γί­ζει αλ­λά συ­χνά δε θα το θε­ω­ρεί εν­δε­δειγ­μέ­νο. Θα ξέ­ρει να ονο­μά­ζει, αλ­λά πο­τέ για να πε­ρι-ορί­σει τον κό­σμο, μό­νο για να τον ανα-κι­νή­σει.

Μου φαί­νε­ται ξε­κά­θα­ρο ότι θα εί­ναι μια αυ­θά­δης νο­ο­τρο­πία. Με την έν­νοια ότι δεν θα φο­βά­ται να χά­σει και να κερ­δί­σει. Όποιος σκορ­πί­ζει φο­βί­ες θα πα­ρε­μπο­δί­ζε­ται, όποιος τις δια­δί­δει θα του δεί­χνε­ται ευ­γε­νι­κά η έξο­δος. Οι εξε­ρευ­νη­τές θα κα­τέ­χουν μια ξε­χω­ρι­στή θέ­ση, θα θε­ω­ρού­νται απα­ραί­τη­τοι. Απο­χω­ρι­σμοί, αντίο και απο­δε­σμεύ­σεις θα δι­δά­σκο­νται σαν λε­πτές κι­νή­σεις, που πρέ­πει να εκτε­λε­στούν σω­στά: θα θε­ω­ρού­νται απα­ραί­τη­τες.

Και τέ­λος. Θα εί­ναι μια νέα νο­ο­τρο­πία που δε θα μας εκ­πλή­ξει, για­τί έχου­με κλεί­σει ένα ρα­ντε­βού μα­ζί της εδώ και πο­λύ και­ρό. Πά­ρα πολ­λοί άν­θρω­ποι την έχουν ήδη επι­λέ­ξει ως κα­τα­στα­τι­κό της θέ­σης τους στον κό­σμο. Ενώ απο­δέ­χο­νται πει­θαρ­χη­μέ­να την επι­κρα­τού­σα λο­γι­κή, την εξα­σκούν με το έν­στι­κτο κά­ποιου που δεν έχει ανά­γκη να το πο­λυα­να­λύ­σει. Την έχουν μά­θει με την πρα­κτι­κή τους. Στους πιο νέ­ους προ­κύ­πτει σα φυ­σι­κό χά­ρι­σμα και μό­νο. Άλ­λοι την έχουν χω­ρίς να το γνω­ρί­ζουν. Όλοι την ανα­γνω­ρί­ζουν και συμ­βάλ­λουν στη δη­μιουρ­γία της. Δεν υπάρ­χει τί­πο­τα το ποι­η­τι­κό ού­τε καλ­λι­τε­χνι­κό σε αυ­τή: εί­ναι μια πρά­ξη που μοι­ρά­ζε­ται πο­λύς κό­σμος, άν­θρω­ποι που κα­τε­βά­ζουν ιδέ­ες κά­θε μέ­ρα— εί­ναι απλώς μια νο­ο­τρο­πία που κά­νει τη γη να γυ­ρί­ζει. Εί­ναι η δε­ξιο­τε­χνία της ζω­ής. Μου φαί­νε­ται πως προ­ο­ρι­ζό­μα­στε να της εμπι­στευ­τού­με ό,τι πιο αγα­πη­μέ­νο δια­θέ­του­με. Μια μέ­ρα, που δε θα αρ­γή­σει να έρ­θει, θα ανα­λο­γι­στού­με την πο­ρεία μας και θα πού­με πο­τέ ξα­νά, έτσι πο­τέ ξα­νά, πο­τέ ξα­νά. Και στην ατσά­λι­νη πα­ρο­δι­κό­τη­τα αυ­τής της δε­ξιο­τε­χνι­κής κί­νη­σης, θα εμπι­στευ­τού­με ό, τι πιο αγα­πη­τό δια­θέ­του­με. Θα συμ­βεί μια οποια­δή­πο­τε Πέμ­πτη, υπο­θέ­τω. Αλ­λά μπο­ρεί και να έγι­νε εχθές. Δεν ξέ­ρω, μπο­ρεί και να μου ξέ­φυ­γε. Ήμουν εδώ, κλει­σμέ­νος, γρά­φο­ντας ένα δύ­σκο­λο άρ­θρο.

[ 2021 ]

[2] Ανα­φέ­ρε­ται στην δια­κο­πή για λί­γες μέ­ρες του εμ­βο­λια­στι­κού προ­γράμ­μα­τος με Astrazeneca τον πε­ρα­σμέ­νο Μάρ­τιο στην Ιτα­λία. Από τον Μάιο και με­τά, ανε­στά­λη ορι­στι­κά η χο­ρή­γη­σή του σε αν­θρώ­πους κά­τω των 60 ετών.
[3]
“Ha da passà 'a nuttata”: Φρά­ση από το θε­α­τρι­κό έρ­γο Napoli milionaria (1945) του Eduardo de Filippo.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: