Περιδιαβάζοντας την ουτοπία της ποίησης

Έργο του Σωτήρη Σόρογκα
Έργο του Σωτήρη Σόρογκα

Από την πτή­ση στην πτώ­ση στις τε­λευ­ταί­ες της ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές

Τώ­ρα που εί­σαι μό­νο/ ένα βι­βλίο/ ένα τε­τρά­διο/ μια σε­λί­δα/
Μπο­ρώ να μπω/ ως τα κα­τά­βα­θα του εί­ναι σου/ στο φως να φέ­ρω όσα εί­δα
Ηρώ­Τσαρ­νά.-Κ.

Τα τέσ­σε­ρα στοι­χεία που δια­τρέ­χουν αυ­τήν την ποί­η­ση:[1] το νε­ρό, η φω­τιά, η γη, ο αέ­ρας κι­νούν τη ζωή ή και τη φο­βε­ρί­ζουν· για­τί οι στιγ­μές του ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου εί­ναι, στις τε­λευ­ταί­ες κυ­ρί­ως ενό­τη­τες αντι­φα­τι­κές. Το νη­σί του, ένας «λε­κές ομορ­φιάς» (βλ. σ. 189) κυ­ριαρ­χεί­ται από την αρ­χή ως το τέ­λος από τις έν­νοιες : ομορ­φιά, αυ­τό, το άλ­λο, το τί­πο­τα, το ελά­χι­στο. Δε­σπό­ζει η έν­νοια : ομορ­φιά και υφέρ­πει το ελά­χι­στο. Οι δύο βα­σι­κές κι­νή­σεις της δια­δρο­μής του : άνο­δος Με τον Ίκα­ρο/ εκ­σφεν­δο­νί­στη­κε μιαν άνοι­ξη ψη­λά/ … (η πό­λη) (σ. 67) και πτώ­ση Επο­χή πτώ­σης (σ. 226)[2]
Το ου­το­πι­κό ποι­η­τι­κό νη­σί της Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ πλαι­σιώ­νε­ται, προς το τέ­λος της δια­δρο­μής, με προσ­διο­ρι­σμούς –κά­πο­τε αβέ­βαιους ή αμ­φί­ση­μους των στοι­χεί­ων ή των εν­νοιών : «η αγά­πη εί­ναι το ανεκ­πλή­ρω­το κά­τι;» (σ. 430), η ου­ρά­νια υγρα­σία αυ­τή που να θυ­μά­σαι σε κά­νει/ το ασή­μα­ντο/ να σέ­βε­σαι το πρό­σκαι­ρο/ (σσ. 430, 431)(σε διά­λο­γο με τον ερα­στή), η θλί­ψη, η απο­κλει­στι­κή της Απελ­πι­σί­ας / που πολ­λά δεν κο­στί­ζει, δεν ενο­χλεί/ δε φω­να­σκεί, δε δε­σμεύ­ει. / κι αν δεν τη διώ­ξεις, μέ­νει/ πι­στή κά­θε­ται δί­πλα σου, μα­ζί σου/ ν’ ατε­νί­ζει με άδεια μά­τια/ μέ­σα σου το άδειο./(σ. 431) ο χρό­νος εί­ναι ύαι­να, (σ. 429 ) έν­νοιες που δεν εί­χαν πά­ντα το φι­λο­σο­φη­μέ­νο ύφος της πτώ­σης, του εγ­γύς τέ­λους.
Το φως και το σκο­τά­δι δια­δέ­χο­νται το ένα το άλ­λο, με ρο­πή προς το δεύ­τε­ρο, πα­ρά το ότι το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο βρί­σκει και στον Άδη «κρυ­φά κα­τοι­κη­μέ­νο φως» («Ορι­σμός ο ου­ρα­νός» Μετ­φρά­ζο­ντας σε έρω­τα της ζω­ής το τέ­λος, σ. 417).
Τώ­ρα το εί­ναι του δη­μιουρ­γού του ποι­ή­μα­τος ανα­λο­γί­ζε­ται τι μπο­ρεί να πε­ρι­σώ­σει όπως βρί­σκε­ται στο χεί­λος της αλ­λα­γής προς το τέ­λος που επέρ­χε­ται, όταν συ­νει­δη­το­ποιεί ότι βρί­σκε­ται μέ­σα σε πέ­λα­γος ερη­μιάς, πα­ρό­λο που έχει θε­ρα­πεύ­σει τη σάρ­κα : στην επι­φά­νεια του νε­ρού κα­θρε­φτί­ζε­ται μια έρη­μος(σ. 360), τι με τα­ρά­ζει στις απει­κο­νί­σεις της ερή­μου (σ. 361).

Ακού­γο­νται φρά­σεις όπως : ο θά­να­τος ανα­βάλ­λε­ται ο τρό­μος πο­τέ (σ. 358), το νε­ρό… μό­νο αυ­τό ξέ­ρει/ με μια κί­νη­ση να κρύ­βει και ν’ απο­κα­λύ­πτει το τί­πο­τα («Τα γράμ­μα­τα», σ. 360 (Ωραία έρη­μος η σάρ­κα) και το ξύ­πνη­μα που έρ­χε­ται με τον αέ­ρα (που έτσι κι αλ­λιώς με­τα­τρο­πές ση­μαί­νει) : «Ο αέ­ρας ση­κώ­νε­ται, πρέ­πει να προ­σπα­θή­σου­με να ζή­σου­με», κά­νει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα να συν­θη­κο­λο­γεί :υψώ­νο­ντας τη λευ­κή ση­μαία της μο­νο­σή­μα­ντης ηλι­κί­ας/…ένα τί­πο­τα άνοι­ξης ερ­χό­ταν με τον αέ­ρα/ένα τί­πο­τα έρω­τα ξαφ­νι­κά μες στην κά­μα­ρα/ ένα τί­πο­τα εί­πα­με και πέ­ρα­σε η ζωή («Αέ­ρας ση­κώ­νε­ται», σ. 359, ίδια ενό­τη­τα).
Ο έρω­τας στους ύμνους για τον ερα­στή μοιά­ζει με αυ­τόν της ανα­γεν­νη­σια­κής Γαλ­λί­δας ποι­ή­τριας Louise Labé που έσπα­σε το φράγ­μα της εξύ­μνη­σης της γυ­ναί­κας-ερω­μέ­νης από τον άν­δρα-ποι­η­τή, (Πε­τράρ­χης-Λά­ου­ρα), αφού και εδώ εί­ναι η ερω­μέ­νη που υμνεί τα κάλ­λη του κα­λού της : «Στο δά­σος» (Ενά­ντιος έρω­τας, σ.210) : ατί­θα­σε, στη νο­μο­τέ­λεια του πραγ­μα­τι­κού,… εκεί που μ’ άγ­γι­ξες/εκεί που άν­θι­σα/εκεί που πή­γα να πε­θά­νω… εκεί που μαρ­τύ­ρη­σα/ για τη νε­ραϊ­δέ­νια σου τη χά­ρη…
Ο έρω­τας που κο­σμού­σε με την ωραιό­τη­τα τού ερα­στή τον κό­σμο, που εξί­σω­νε τον πό­θο με την ποί­η­ση, στο πα­ρόν, χά­νει τη δύ­να­μή του : Τώ­ρα που ο έρω­τας εί­ναι σαν το μπαλ­κό­νι/ με τις πά­νι­νες πο­λυ­θρό­νες/ που σα­πί­ζουν στη βρο­χή ( «Το σχέ­διο, σ. 362, Ωραία έρη­μος η σάρ­κα). Κι ακό­μη Σε τέ­λεια άπνοια έρω­τα εγώ (σ. 363 «Η πε­διά­δα»). Τώ­ρα όλα με­τριού­νται με τη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση του «άδειου» : Τι άδειο που εί­ναι το σώ­μα/ χω­ρίς μελ­λο­ντι­κούς προσ­διο­ρι­σμούς» ή με τη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της μι­κρό­τη­τας του ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου : Τι μπο­ρού­σα όμως να θέ­λω; Να θέ­λω να επι­θυ­μή­σω;/ Το ανάρ­μο­στο σώ­μα μου/ο πα­λιός καρ­πός ν’ ανοί­ξει/ και στρα­βο­πε­τώ­ντας μα­μού­νι-ψυ­χή/ να χα­θώ στον ου­ρα­νό/σαν να πή­γαι­να να βρω το φί­λο μου έρω­τα.(σς.364-65, «Με­τά τα λου­λού­δια», ίδια ενό­τη­τα), ή και με την επι­κρά­τη­ση της «σιω­πής» : Εί­χε κα­τορ­θώ­σει ο φω­το­γρά­φος/ ν’ α απα­θα­να­τί­σει τη σιω­πή./Το μό­νο θε­τι­κό. (σ. 368, «Ο φω­το­γρά­φος», στην ίδια ενό­τη­τα).
Στην «Άλ­λη Πη­νε­λό­πη» : Αχώ­ρι­στοι ο έρω­τας κι ο πό­νος (σ. 369), ενώ το ποί­η­μα βλα­σταί­νει, όταν βου­τάς/ αδιά­κο­πα το κα­κό όνει­ρο/ στην αγιό­τη­τα της φύ­σης.(σσ. 370-71, ίδια) . Το θέ­μα εί­ναι ότι ο ποι­η­τής μι­λά­ει εδώ για τον Έρω­τα χω­ρίς μέλ­λον, συ­σχε­τί­ζο­ντας τον έρω­τα με την ποί­η­ση που συ­νι­στούν τους δύο θε­τι­κούς άξο­νες της ποι­η­τι­κής ου­το­πί­ας.Οι ερα­στές μας ήταν κα­κοί ποι­η­τές», σ. 374).
Στο β΄ από το «Εξάρ­σεις για το Μα­νώ­λη» (σ. 376) η ει­κό­να θυ­μί­ζει τα πα­λιά μο­νο­πά­τια της ποι­ή­τριας, φέρ­νο­ντας στο νου πί­να­κα ζω­γρα­φι­κής υπερ­ρε­α­λι­στή ζω­γρά­φου (με­νε­ξέ­δες στο στό­μα νε­α­ρής γυ­ναί­κας), τε­χνι­κή που χρη­σι­μο­ποιεί και σε προη­γού­με­νες ποι­η­τι­κές της συλ­λο­γές: αι­μο­στά­λα­χτα λου­λού­δια θα μπή­ξω/ στους κρα­τή­ρες της χα­μο­γε­λα­στής του σάρ­κας/και θα φύ­γω

Και το κά­νει ανεν­δοί­α­στα για­τί όπως λέ­ει :

Τον εφεύ­ρα κά­ποια στιγ­μή/ που το πραγ­μα­τι­κό αί­σθη­μα/ τυ­λι­γό­ταν τη μα­λα­κή γού­να του τί­πο­τα/ χα­νό­ταν σε το­πίο με ομί­χλη λη­σμο­νιάς. Αυ­τός ο φα­ντα­στι­κός Μα­νώ­λης γουρ­γου­ρί­ζει ερω­τι­κός/ στο ανε­λέ­η­το ξη­μέ­ρω­μα της πα­ρακ­μής.

Το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο θέ­λει μα δεν μπο­ρεί να ισορ­ρο­πή­σει/ το ετή­σιο θαύ­μα(την άνοι­ξη)/ με την αιώ­νια σιω­πή.

Μην πλη­σιά­ζεις… Μη μι­λάς…, Μη σκέ­φτε­σαι…, Μην ανα­σαί­νεις…, Μην υπάρ­χεις…, δεν έχει «για­τί». Για­τί έτσι. Μην πλη­σιά­ζεις (σ. 378)

Και όμως :

Θ’ αγα­πη­θού­με όπως μπο­ρού­με/μες στο σκο­τά­δι του χρό­νου/ μες στο έρε­βος του κορ­μιού/ επι­δει­κνύ­ο­ντας ο κα­θέ­νας/ τη δι­κή του ευ­ρε­σι­τε­χνία του θα­νά­του.

Αυ­τή η ψευ­δαί­σθη­ση διε­ξά­γε­ται Σε μια έρη­μη πα­ρα­λία (σ. 379)

Για­τί δεν εί­ναι που η επι­θυ­μία άρ­χι­σε να μοιά­ζει/ με τρε­λή γριά/ που στο­λί­ζει… τα άγευ­στα βυ­ζιά της/ αλ­λά εί­ναι /που τολ­μώ πε­πτω­κώς ορ­γα­νι­σμός εγώ/ να ονει­ρευ­τώ πως έχω πο­δα­ρά­κια και φτε­ρά/ στον αέ­ρα πως κά­νω βόλ­τες και στρο­φές/ κι ανοίγ­μα­τα δρο­σιάς που βρί­σκο­νται στο μέλ­λον.(«Ερω­τευ­μέ­νο ερ­πε­τό», σσ. 380-81) Μοιά­ζει και πά­λι το ποι­η­τι­κό εγώ με τη φτια­σι­δω­μέ­νη γριά της Λα­μπέ στην 1η Ελε­γεία της.[3]Για­τί το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο ακό­μη και με τον θά­να­το συ­νο­μι­λεί, του πα­ρα­δί­δε­ται, απο­κη­ρύσ­σο­ντας τις ει­κό­νες που το συν­δέ­ουν με τον εγκό­σμιο ερα­στή, θε­ω­ρώ­ντας αυ­τή την πα­ρά­δο­ση τη μό­νη λύ­ση για τη μελ­λο­ντι­κή ευ­τυ­χία :

Προ­μη­νύ­ο­νται κι ευ­τυ­χι­σμέ­νες μέ­ρες
Σκέ­φτη­κα μες στη λο­γι­κή του ύπνου
Τώ­ρα που ερω­τεύ­τη­κα το θά­να­το
(σ. 382, «Προ­μη­νύ­ο­νται κι ευ­τυ­χι­σμέ­νες μέ­ρες»).

Μπο­ρεί ο θά­να­τος να φα­ντά­ζει τώ­ρα σαν τον Άγ­γε­λο του θα­νά­του ο οποί­ος, με τη μορ­φή ωραί­ου νέ­ου που εί­χε απο­βιώ­σει πρό­σφα­τα, εμ­φα­νί­ζε­ται στην οι­κο­γέ­νεια του ετοι­μο­θά­να­του Ουί­λιαμ Πά­ρις εμπνέ­ο­ντας σφο­δρό έρω­τα στην κό­ρη τού Πά­ρις, την όμορ­φη για­τρό Σού­ζαν.[4] Έχει ήδη προ­ε­τοι­μα­στεί το έδα­φος από την προη­γού­με­νη ποι­η­τι­κή ενό­τη­τα (Άδεια φύ­ση, 1993)̈· το νε­ρό και πά­λι αλ­λά αυ­τή τη φο­ρά με άλ­λο πρό­σω­πο :

Αλ­λά να, η θά­λασ­σα με τα γα­λά­ζια τσί­νο­ρα/ Πώς με διε­γεί­ρει τώ­ρα/ηδο­νι­κά φο­βά­μαι/ και πλέω σ’ αυ­λά­κι νε­ρού/δεν ξέ­ρω πού με βγά­ζει/ για­τί πα­τώ/ την αθέ­α­τη του έρω­τα πλευ­ρά : το θά­να­το. («Οί­στρος θα­νά­του», σσ. 314, 315)· κι ακό­μη στην ίδια ενό­τη­τα : Θα εί­ναι κά­ποιος άγνω­στος/ μη­χα­νι­σμός τέ­λους/… Μή­πως όπως το νε­ρό, το χώ­μα/ το σπέρ­μα πράγ­μα­τα απα­ραί­τη­τα/ και που με την υπερ­βο­λή τους/ μπο­ρούν να σε πνί­ξουν/ έτσι κι η ζωή σαν γί­νε­ται πολ­λή/ πε­θαί­νεις; (σσ. 317-318).

Μέ­νουν ακό­μη στη μνή­μη τα «χνου­δω­τά πράγ­μα­τα» (σ. 341)[5] που σβή­νουν το πρό­σω­πο και «πε­τούν και στέ­κο­νται και χαί­ρο­νται/ χω­ρίς αι­τία» τα ιδω­μέ­να από ψη­λά νη­σιά έμοια­ζαν με χα­μό­γε­λα/ σε γα­λά­ζιο πρό­σω­πο/ —μα τα νη­σιά εί­ναι η ίδια η ει­κό­να της ου­το­πί­ας— αλ­λά η ελ­πί­δα εί­ναι αμ­φίρ­ρο­πη : ελ­πί­δα ανά­στα­σης/ ή εγκα­τά­λει­ψη στα στε­νά όρια της ζω­ής.

Πρω­τύ­τε­ρα, πα­ρα­φρά­ζο­ντας τον Κα­βά­φη, εί­χε βρει στους στί­χους του το σώ­μα του ιδε­α­τού έρω­τα. («Εν τω μη­νί Αθύρ», σσ. 268-270, Οι Μνη­στή­ρες)
Το ποι­η­τι­κό εγώ ζη­τά­ει, τώ­ρα, απα­ντή­σεις σε βα­σα­νι­στι­κά «για­τί» αφού στρά­φη­κε στους ποι­η­τές για να τις λά­βει, Στην Τσβε­τά­γιε­βα, στον Πα­στερ­νάκ, στον Ρίλ­κε, στον Χαίλ­ντερ­λιν, στον Σο­λω­μό σε πα­ρό­μοιες ορια­κές κα­τα­στά­σεις και απο­φά­σεις. Οι απα­ντή­σεις εί­ναι σκο­τει­νές, ασα­φείς : ένα φεγ­γά­ρι …/ που δεν θυ­μί­ζει τί­πο­τα/ ίσως για­τί κα­μιά ανά­μνη­ση δεν αντέ­χει ως το τέ­λος/ …. Ίσως και το φως να ‘χει πί­σω του μια δη­λη­τη­ρια­σμέ­νη ιστο­ρία.(σσ. 327, 334, 338,341, 344, ίδια ενό­τη­τα). Τα γράμ­μα­τα του αλ­φα­βή­του που το απα­σχο­λούν εδώ, αλ­λά και στην επό­με­νη ποι­η­τι­κή ενό­τη­τα στέλ­νουν αδιά­φο­ρα ή αρ­νη­τι­κά μη­νύ­μα­τα (Η ύλη μό­νη). Ακό­μη και το –Ε– του έρω­τα. Και μό­νο το –Ο– του ονεί­ρου και το –Ψ– της ψυ­χής[6] αντα­πο­κρί­νο­νται θε­τι­κά. Ο ποι­η­τής έχει ψυ­χή και η ου­το­πία του όνει­ρο και όρα­μα. Δεν κα­τα­θέ­τει τα όπλα. Αν ο έρω­τας κρύ­βε­ται, μπο­ρεί να τον βρει, από μια άπο­ψη στον θά­να­το και ακό­μη κα­λύ­τε­ρα, «στην αθέ­α­τη όψη του ορα­τού», στη φύ­ση:

Για­τί η μνή­μη των μα­τιών/που λά­τρε­ψα δε με πα­ρη­γο­ρεί / ενώ ακά­θε­κτα κα­τε­βαί­νω / και μό­νο τα μυ­ριο­πέ­τα­λα γε­λά­κια της φύ­σης / υψώ­νουν το στή­θος μου;

Α! πό­τε η φυλ­λο­βό­λα ομορ­φιά/θα μου επι­βλη­θεί τε­λειω­τι­κά / πό­τε θα μά­θω ότι η φύ­ση όλη/ εί­ναι έρω­τας;

(«Το άν­θος δι­δά­σκει», σσ. 391, 392)

Επι­κα­λεί­ται και πά­λι ποι­η­τή «Σι­γά μην τρέ­μεις…»/ εί­μα­στε των πα­λαιών ερώ­των οι φω­νές/…εκεί­νων των ερώ­των των μι­κρών  —το γε­λά­κι, η μα­τιά— («Σι­γά μην τρέ­μεις[7]).

Από τη μια λό­για κα­θη­συ­χα­στι­κά : Σι­γά μην τρέ­μεις, Ασφα­λής (σ. 395, Η ύλη μό­νη) κι από την άλ­λη το πα­ρελ­θόν όλο να διώ­χνει τον ποι­η­τή : Να φύ­γω, έλε­γα, να φύ­γω μα­κριά/ απ’ ένα πα­ρελ­θόν ακα­τοί­κη­το/ που έγι­νε μου­σείο («Μου­σείο το πα­λιό πα­νε­πι­στή­μιο», σ. 394). Τώ­ρα πια ο αέ­ρας δεν εί­ναι αυ­τός που ξε­σή­κω­νε ευ­χά­ρι­στα και όμορ­φα το «μέ­σα» αλ­λά εί­ναι :

ένας αέ­ρας, ένα κρύο κύ­μα / ένα μαύ­ρο φως, ένα τυ­φλό πά­θος / … δεν επι­βάλ­λε­ται σαν επι­θυ­μία/ για­τί δεν υπάρ­χει επί- / εί­ναι μό­νο θυ­μός… / ή μή­πως ο Θε­ός που ‘χει κα­κο­φορ­μί­σει;/

Κά­πο­τε εμ­φα­νί­ζε­ται το «αδέ­σπο­το φά­ντα­σμα» του έρω­τα και τό­τε το —ποι­η­τι­κό εί­ναι— απευ­θύ­νε­ται στο σκυ­λί για να πά­ρει απά­ντη­ση ή κα­τα­φεύ­γει και πά­λι στην πό­λη της Λυ­πιού που «η γλώσ­σα της εί­ναι η σιω­πή».

Οι αλ­λα­γές εί­ναι πλέ­ον κα­τα­φα­νείς : Σαν ν’ άλ­λα­ξε ο Δω­δε­κά­λο­γος / του γύ­φτου εαυ­τού μου / προ­στέ­θη­καν άλ­λα λό­για / πιο πε­ζά, πιο πο­τα­πά / ανί­ε­ρα για τον έρω­τα/ ανια­ρά χω­ρίς τα μά­τια / κά­ποιου θε­ού. Τώ­ρα το κα­λώς ήλ­θες, —από τη φύ­ση, ακού­γε­ται σαν— κα­τευό­διο. Μέ­σα στο χα­λα­σμό, όμως, ανα­κα­λύ­πτε­ται μια άλ­λη ευ­λο­γία, η ανα­κά­λυ­ψη ότι «η θλί­ψη έχει όνο­μα : Πα­ρά­δει­σος πια εί­ναι να ξέ­ρεις/ την ταυ­τό­τη­τα αυ­τού που σε πο­νά / και να μην πε­ρι­πλα­νιέ­σαι / μέ­σα στο άδειο./

Α! τι ευ­λο­γία/ όταν αυ­τό που ‘χα­σες/ εί­ναι συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ριου­σία/ και δεν κλαις απλά/ για­τί εί­σαι φτω­χός/ όταν έχει όνο­μα η απου­σία/ κι η θλί­ψη μό­νι­μη κα­τοι­κία./ (σσ. 411-412).

Στο εξής ο ποι­η­τής γί­νε­ται με­τα­φρα­στής, η δη­μιουρ­γία του, η ου­το­πία του, δεν θα χα­θεί, θα της δώ­σει απλά άλ­λο όνο­μα, άλ­λη ση­μα­σία:

γκρί­ζο ου­ρα­νό δια­βά­ζω/ σε ηλιό­λου­στη με­τά­φρα­ση (Με­τα­φρά­ζο­ντας σε έρω­τα της ζω­ής το τέ­λος, σ. 416).[8]

Και πα­ρό­λο που όλα τα βή­μα­τα εί­ναι πια αμ­φί­βο­λα δεν ξέ­ρει αν ανε­βαί­νει ή κα­τε­βαί­νει, αν «πά­ει προς την απά­ντη­ση/ ή την τέ­λεια συ­σκό­τι­ση» η ελ­πί­δα αν εί­ναι «συ­ντη­ρη­τι­κή ή ανα­τρε­πτι­κή», «φυ­σι­κή ή αφύ­σι­κη», «αφη­ρη­μέ­νη ή συ­γκε­κρι­μέ­νη», σί­γου­ρα θα τη συ­ντρο­φεύ­ει ο τρό­μος μη μεί­νεις κι υπο­φέ­ρεις/ ή μην εγκα­τα­λεί­ψεις τη ζωή· πα­ρό­λο που κά­νει τη σκέ­ψη : Έτσι κι ο Θε­ός… αν υπήρ­χε/ δε θα ξέ­ρα­με πο­τέ αν η φα­ντα­σία του μας γεν­νά­ει/ ή μας πε­ρι­γρά­φει και γε­λά­ει, πα­ρό­λο που ο λό­γος: Συν­θέ­τει την υπε­ρά­σπι­ση κι αθώ­ω­σή σου/ που θυ­σί­α­σες το μυ­στι­κό της αιω­νιό­τη­τας/ για ένα στιγ­μιαίο σμί­ξι­μο με τον ου­ρα­νό –στιγ­μές απο­λο­γι­σμού- όμως το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο, ο δη­μιουρ­γός της ποι­η­τι­κής ου­το­πί­ας ξέ­ρει πια, έχει πά­ρει από τη σο­φία της ζω­ής και εί­ναι έτοι­μος να αντι­με­τω­πί­σει έναν «άλ­λο θά­να­το». Έτσι προ­λα­βαί­νει και δέ­νε­ται και σμί­γει με τη γη : «Οι πέ­τρες φι­λε­νά­δες»:

Να 'ταν να γί­νουν οι πέ­τρες φι­λε­νά­δες/ η Αν­νού­λα, η Μα­ρία, η Χρι­στί­να/ εκεί στην πλα­γιά, μοιά­ζουν τα λι­θά­ρια/ με τα κε­φά­λια μας/… Τώ­ρα ξέ­ρει τη φύ­ση και τον ρό­λο της ψυ­χής : Ψυ­χή, ψυ­χή εί­σαι σαρ­κι­κή/ …αφού όταν όλα ανα­χω­ρούν/ εσύ φεύ­γεις τε­λευ­ταία. … Α, γι αυ­τό αθά­να­τη σε λέ­νε οι μύ­θοι. / Με την ψυ­χή στο στό­μα κα­τά­λα­βα/ πό­σο εύ­κο­λα λιώ­νει το πα­ρα­μύ­θι./ Αλ­λά τι γεύ­ση! (σσ. 418, 421, 422, 423 ). Τώ­ρα ξέ­ρει, αλ­λά υπάρ­χει ακό­μη ο «κά­κτος χρό­νος» (σ. 395) , «η ύαι­να του χρό­νου» (σ. 429) που ξέ­ρει να ξε­γε­λά, να πα­ρελ­κύ­ει : Τί­πο­τα δε μου λέ­νε τα φεγ­γά­ρια· μό­νον όταν αγ­γέλ­λουν αέ­ρα δυ­να­τό/ φο­βά­μαι μην πα­ρα­συρ­θώ/ μην ανα­ση­κω­θώ από το χώ­μα/ και ελ­πί­σω. («Συγ­γρα­φι­κά δι­καιώ­μα­τα», σσ. 428, 429).

Σι­γά-σι­γά όσα εμπι­στεύ­ο­νταν το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο τα κά­νει πέ­ρα : «Έχα­σα την εμπι­στο­σύ­νη μου στη σιω­πή», Ω, ναι, κι εγώ φο­βά­μαι./ ‘Όμως ακό­μη πο­λε­μώ μην κου­φα­θώ/ ν’ ακούω θέ­λω όλο το λυγ­μό/… (σσ. 432-433). Ένα-ένα απο­θέ­τει ο δη­μιουρ­γός της ποι­η­τι­κής ου­το­πί­ας τα λά­φυ­ρα του τα­ξι­διού και αφή­νει μό­νο τα χρεια­ζού­με­να :

Συ­στη­μα­τι­κά μι­σώ το πε­ριτ­τό :/ Ας χά­σω το τρέ­νο, λέω…(«Συ­ντα­γή ζω­ής», Με­τα­φρά­ζο­ντας σε έρω­τα της ζω­ής το τέ­λος, σ. 423)

Και :

Εξω­στρέ­φεια εί­ναι ένας ακό­μη μπό­γος πε­ριτ­τός/[9]
που κου­βα­λούν οι αφε­λείς/ εί­ναι τ’ όνει­ρο που (ξέ­χα­σαν/
ξυ­πνώ­ντας τρο­μαγ­μέ­νοι. ( «Εξω­στρέ­φειας μύ­θος». 436, ίδια ενό­τη­τα).

Έχου­με φτά­σει στην Αντί­στρο­φη μέ­τρη­ση, όπου το ποί­η­μα ορί­ζε­ται μι­νι­μα­λι­στι­κά: Και το ποί­η­μα;/ Ο ου­ρα­νός εί­χε απλώ­σει τις σε­λί­δες του/ και μια μι­κρή αν­θρώ­πι­νη πέ­να/ ετοι­μα­ζό­ταν κά­τι να χα­ρά­ξει…

Το ποί­η­μα γί­νε­ται, λοι­πόν ένα «κά­τι».

Κι ο έρω­τας; / Χά­θη­κε. Τό­σο απλά.

Η «λα­τρεία» γί­νε­ται «κα­θη­με­ρι­νή λά­τρα», πα­ρά­φω­νος ο οί­στρος της ψυ­χής (σσ. 436, 437)
Έχου­με φτά­σει στο χρό­νο μη­δέν. Στο «Απο­σύ­ρο­μαι» (σσ. 438-439). Μα έχου­με πι­στέ­ψει ότι ο δη­μιουρ­γός της ποί­η­σης-ου­το­πί­ας δεν πα­ραι­τεί­ται πο­τέ.
Δεν πα­ραι­τεί­ται, μα απο­κα­λύ­πτε­ται. Μας ανοί­γει τα χαρ­τιά του. Σκη­νο­θέ­της ήταν, μέ­χρι εκεί έφθα­νε η δύ­να­μή του η αν­θρώ­πι­νη :

Ποια ήταν η μέ­ρα που ημέ­ρε­ψε/ η αγριω­πή θη­λυ­κιά μέ­σα μου/ κι έπια­σε μο­λύ­βι και χαρ­τί/ για να πε­ρι­γρά­ψει ως λα­τρευ­τό / τον θύ­τη χρό­νο;/ Άλ­λος ένας προσ­διο­ρι­σμός του απροσ­διό­ρι­στου και ακα­τα­νό­η­του που μας πε­ρι­βάλ­λει και που όσο και αν κά­νου­με ότι δεν υπάρ­χει εί­ναι ο δή­μιος της ζω­ής μας. Τώ­ρα συ­νει­δη­το­ποιού­νται και όλες οι αντι­φά­σεις που έζη­σε στη δια­δρο­μή προς το τέ­λος, ο χρό­νος - οι χρό­νοι : ο χρό­νος «πε­ρι­μέ­νω»…. Οι χρό­νοι που σ’ αγά­πη­σα κι ανά­με­σα σε μι­σού­σα, σ’ έβρι­σκα φτη­νό… [10](«Ο χρό­νος - οι χρό­νοι», σσ. 262-263, - Οι Μνη­στή­ρες),

Τα υπο­προ­ϊ­ό­ντα του έρω­τα; Η φύ­ση;Και όλα τα φα­ντα­χτε­ρά/ που σκη­νο­θέ­τη­σα για να την αντι­γρά­ψω/ … δια­κό­σμη­ση του κα­κού… ού­τε τη φύ­ση θέ­λω/ μό­νο ν’ ακού­σω κα­θα­ρά πα­λεύω/ κά­ποιον ν’ απαγ­γέλ­λει τα όσα γρά­φτη­καν.

Αυ­τό εί­ναι τε­λι­κά που μέ­νει. Το φα­ντα­σμα­γο­ρι­κό νη­σί που έστη­σε για την αιω­νιό­τη­τα ο ποι­η­τής της ου­το­πί­ας.
Το επό­με­νο βή­μα εί­ναι ένα τε­λευ­ταίο φι­λο­σο­φι­κό χτί­σι­μο της ζω­ής ως πα­ρα­κα­τα­θή­κη του ου­το­πι­στή δη­μιουρ­γού. Ένα τε­λευ­ταίο κοί­ταγ­μα από την κλει­δα­ρό­τρυ­πα της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που βιώ­θη­κε. Να το πού­με αλ­λιώς πώς κερ­δί­ζε­ται η ου­το­πία της αιω­νιό­τη­τας.
Γι' αυ­τό έγρα­ψε « η μι­κρή πέ­να» : Στον ου­ρα­νό του τί­πο­τα με ελά­χι­στα και τα Θέ­λω να γρά­ψω ένα ποί­η­μα. Στην ου­σία εί­ναι τα τε­λευ­ταία πα­ρα­λει­πό­με­να, ίσως γι αυ­τό, και τα πιο βα­θιά. Για την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για την ύπαρ­ξη, για την πρώ­τη φο­ρά, για το φό­βο/ που σαν τον έρω­τα σε συ­νε­παίρ­νει/ για τα κρυμ­μέ­να αστέ­ρια της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας : την εξυ­πνά­δα, την κα­λο­σύ­νη, την ευ­θυ­μία, για τη μοί­ρα, για­τί αυ­τή οδη­γεί τη χει­ρά­μα­ξα με το ποί­η­μα/ αλ­λά η μοί­ρα σαν να μην οδη­γεί πια. Για το στή­θος που γκρε­μί­στη­κε/ και βλέ­πω τη ζωή από κά­τω προς τα πά­νω, για μια φι­λο­λο­γι­κή ευ­χή : Να ‘ταν τα φι­λιά το­πία/ να τα σκαρ­φά­λω­να.

Τα γε­νι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα του ου­το­πι­στή που βλέ­πει πια τη μι­κρό­τη­τα όλου του εγ­χει­ρή­μα­τός του : η αέ­ναη κί­νη­ση και ανα­γέν­νη­ση της ζω­ής (τα πά­ντα ρει) και, ιδί­ως η σύ­νε­ση που οφεί­λει να έχει απο­κτή­σει πια ο ποι­η­τής-φι­λό­σο­φος : Η τε­λι­κή πο­ρεία προς έναν ου­ρα­νό που δεν υπό­σχε­ται τί­πο­τα:[11]

Ελά­χι­στες πε­ρι­γρα­φές φύ­σης/ πια στους στί­χους· εί­ναι για­τί συ­γκε­ντρώ­νο­μαι ολό­κλη­ρη/ να φα­ντα­στώ/ το πρό­σω­πο που θα μου υπο­σχε­θεί/ την αιω­νιό­τη­τα του τε­λευ­ταί­ου πα­ρό­ντος/ για μια στιγ­μή./ (Η αιω­νιό­τη­τα του πα­ρό­ντος, σσ. 452). Ό,τι εί­δα­με, εί­δα­με σ’ αυ­τή τη γη. Και αυ­τή η πο­ρεία θέ­λει να πε­τά­ξου­με στη διάρ­κειά της κά­θε πε­ριτ­τό βά­ρος, κά­θε ψι­μύ­θιο. Έτσι χτί­ζο­νται οι ου­το­πί­ες με ου­σια­στι­κά πράγ­μα­τα, με φτώ­χια στο δέ­μας αλ­λά με πλού­το στο μέ­σα, όσο κι αν το χά­νου­με κι αυ­τό, κά­τι μέ­νει πά­ντα στο χαρ­τί.
Όταν πλέ­ον έχει απεκ­δυ­θεί ο ποι­η­τής-φι­λό­σο­φος όλη τη γή­ι­νή του πα­νο­πλία, θα πει:

κά­νω πως γε­λάω/ δεν επι­θυ­μώ το αδύ­να­το… Η μό­νη μου συμ­με­το­χή/ στο στρο­βί­λι­σμα του κό­σμου/ εί­ναι η ανά­σα μου που βγαί­νει στα­θε­ρή

«Φό­βος το νέο πά­θος» ( σσ. 466-67, Η ορε­ξία της ύπαρ­ξης) :

Φό­βος για την κα­τάρ­ρευ­ση/ της φύ­σης, του κορ­μιού, του κό­σμου./ Τώ­ρα αντί να ουρ­λιά­ζει το μέ­σα :/ «Τι ωραί­ος που εί­ναι αυ­τός!»/ μια εί­ναι η φω­νή που κυ­ριαρ­χεί:/ «Πρό­σε­χε!».

Και στο «Κά­τι τρέ­χει» : τα χέ­ρια μου αγκα­λιά­ζου­νε το άδειο/ Η φα­ντα­σία μου συ­νω­μο­τεί με το μη­δέν/… (σ. 467)

Και: Τυ­φλώ­θη­κα/ για­τί έχα­σα την όρα­ση του έρω­τα, («Η όρα­ση του έρω­τα», σ. 468).

Η ΘΕΑ ΣΥ­ΝΗ­ΘΕΙΑ, ΤΙ ΔΙ­ΝΕΙ Η ΠΟΙ­Η­ΣΗ ΚΑΙ ΤΙ ΠΑΙΡ­ΝΕΙ, ΠΑ­ΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓ­ΓΑ­ΡΙ, τέ­τοιοι εί­ναι οι τί­τλοι που ορί­ζουν το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο προς το τέ­λος της ύπαρ­ξης και τέ­τοιοι οι στί­χοι που νιώ­θει ο εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νος από τους οπα­δούς του ου­το­πι­στής ποι­η­τής :

Από ποιον ου­ρα­νό στά­ζει/ αυ­τό το δη­λη­τή­ριο/… Πού εί­ναι το φως εκεί­νο/ που την ύπαρ­ξή μου πλημ­μύ­ρι­ζε/ όταν η μα­τιά μου άγ­γι­ζε/ το σώ­μα «εκεί­νου» (σ. 475, «Απρό­σμε­νη εξέ­λι­ξη» Η ανο­ρε­ξία της ύπαρ­ξης)

Όπως το υπο­κεί­με­νο περ­νά από στέ­ρη­ση σε στέ­ρη­ση, φτά­νει σε με­γά­λες αλή­θειες που πο­νούν αλ­λά τις εν­στερ­νί­ζε­ται και μά­λι­στα τις υπο­στη­ρί­ζει· εί­ναι η άμυ­νά του :

Η αγά­πη από λα­χτά­ρα που ήταν/ έγι­νε φί­λη κα­λή·/ μα­ζί γευό­μα­στε τη με­λαγ­χο­λία του Χρό­νου./ Στέ­ρη­σέ με –πα­ρα­κα­λώ το Άγνω­στο– στέ­ρη­σέ με κι άλ­λο / για να επι­ζή­σω (σσ. 476-477, «Η ευ­λο­γία της έλ­λει­ψης»).

Από την έλ­λει­ψη δεν ξε­κι­νούν όλες οι επα­να­στά­σεις και οι ου­το­πί­ες μα και οι με­γά­λες δη­μιουρ­γί­ες; Για­τί η στέ­ρη­ση, η έλ­λει­ψη πα­ρά­γει γνώ­ση, έχει ήδη ει­πω­θεί και βιω­θεί : …Ώσπου με κά­θε νέο έρω­τα η στέ­ρη­ση του έρω­τα/ να γί­νει η μό­νη γνώ­ση./ («Ο τό­πος της καρ­διάς» ΑΔΕΙΑ ΦΥ­ΣΗ/ Ο ΟΙ­ΣΤΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑ­ΝΑ­ΤΟΥ, σ. 320)
Νέ­ες έν­νοιες μπαί­νουν τώ­ρα στο προ­σκή­νιο, το Άγνω­στο, ο Χρό­νος με Χ κε­φα­λαίο.
Η φι­λο­σο­φία γί­νε­ται ενί­ο­τε πιο απλή, λαϊ­κή :

Τι νό­η­μα έχει το θέ­ρος/ όταν νιώ­θεις γέ­ρος/ τι νό­η­μα έχει η υγεία/ όταν το μέλ­λον κά­νει απερ­γία ;

Όπως και η «Φι­λο­λο­γία» :

Να ‘ταν τα φι­λιά το­πία[12]
να τα σκαρ­φά­λω­να

(σ. 450, «Φι­λο­λο­γία», Στον ου­ρα­νό του τί­πο­τα με ελά­χι­στα)

Η φύ­ση γί­νε­ται «μο­νο­σή­μα­ντη» με ρο­μα­ντι­κή μο­νο­το­νία, η κα­λη­μέ­ρα λέ­γε­ται …με απο­σιω­πη­τι­κά.
Μπο­ρεί όλα να δεί­χνουν λει­ψά, μα το ου­το­πι­κό τα­ξί­δι πραγ­μα­τώ­νε­ται, έστω και αν ο ποι­η­τής γί­νει «λα­θρε­πι­βά­της στο όνει­ρο». Το πα­ρα­μπά­ρι­σμα/αντα­γω­νι­σμός του εγώ με το αιώ­νιο έχει αμε­τά­κλη­τη σκλη­ρό­τη­τα,

Για μια στιγ­μή δε γαν­τζώ­νε­σαι πια/ στα κά­γκε­λα της αση­μα­ντό­τη­τάς σου/ τη συ­γκρί­νεις με την αιώ­νια ση­μα­σία/ της βλά­στη­σης/ και σ’ αυ­τή πα­ρα­δί­νε­σαι μ’ όλο σου το κορ­μί. (σ. 487) («Ανο­ρε­ξία της ύπαρ­ξης»).

Το έχει ήδη επι­ση­μά­νει : Πο­τέ μου δεν κα­τά­λα­βα την άνοι­ξη… πο­τέ μου δεν κα­τά­φε­ρα να ισορ­ρο­πή­σω/ το ετή­σιο θαύ­μα (=της άνοι­ξης)/ με την αιώ­νια σιω­πή·/(«Φά­νη­κε και από άλ­λα ποι­ή­μα­τα», σ. 373, Ωραία έρη­μος η σάρ­κα)

Στο «Ποι­η­τι­κό Υστε­ρό­γρα­φο» επι­κρα­τεί το ποι­η­τι­κό-φι­λο­σο­φι­κό εί­ναι, έχο­ντας όμως ξε­μα­κρύ­νει από την ου­το­πία, για­τί ό, τι εί­χε να δώ­σει το έχει δώ­σει, η πα­ραί­τη­ση ωστό­σο δεν εί­ναι κα­θο­λι­κή, όσο η ποί­η­ση επι­τρέ­πει να δί­νει λί­γο ορί­ζο­ντα πά­ντα στον δη­μιουρ­γό, στον άν­θρω­πο που μπο­ρεί να έχει πά­ντα μια διέ­ξο­δο στο μέλ­λον : Τα ποι­ή­μα­τα δεν μπο­ρούν πια/ μα ‘ναι ωραία[13]/ αφού η αλή­θεια[14] έχει ασχη­μύ­νει. / Η πεί­ρα εί­ναι τώ­ρα/ το μό­νο σώ­μα των ποι­η­μά­των/ …Όμως πά­ντα θα την υπη­ρε­τώ / όσο βέ­βαια εκεί­νη με θέ­λει/ για­τί μό­νο αυ­τή με κά­νει λί­γο να ξε­χνώ/ τον κλει­στό ορί­ζο­ντα του μέλ­λο­ντός μου (σ. 489).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: