Ο «Κουτσός Χορός» της Κατερίνας

Ο «Κουτσός Χορός» της Κατερίνας

Σαν ζά­λη με συ­νε­πή­ρε η ύπαρ­ξη
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ

«Το σώ­μα μου έγι­νε η αρ­χή ενός τα­ξι­διού». Με αυ­τούς τους στί­χους η Κ. Α.-Ρ. εγκαι­νιά­ζει το τα­ξί­δι της στην ποί­η­ση. Αρ­χή της ζω­ής το σώ­μα, αρ­χή και της ποί­η­σης. Εν αρ­χή ην το σώ­μα, λοι­πόν. Το φθαρ­τό σώ­μα, το ελ­λειμ­μα­τι­κό σώ­μα, το σώ­μα της ευ­χα­ρί­στη­σης και του πό­νου, το σώ­μα της απο­ρί­ας, το σώ­μα της ζω­ής. Το ιδε­α­τό σώ­μα επί­σης, και το ιδε­ώ­δες, στην αντι­πα­ρα­βο­λή του με το πραγ­μα­τι­κό και στην βοή αυ­τού του τε­λευ­ταί­ου: «Ένας αντι­πρό­σω­πος του Πλά­τω­να / απ’ το καλ­λί­γραμ­μο σώ­μα του / απαγ­γέλ­λει την ψυ­χή / σε μια κου­τσή γυ­ναί­κα / που απ’ τ’ αει­θα­λή δι­δά­χτη­κε το πά­θος». Όλη η σύ­γκρου­ση βρί­σκε­ται εδώ, στην από­στα­ση ανά­με­σα στην κου­τσή γυ­ναί­κα και στο καλ­λί­γραμ­μο σώ­μα, που ανά­βει τα πά­θη στην ψυ­χή. Η Κ. Α.-Ρ. θα δο­ξά­σει και θα σαρ­κά­σει συγ­χρό­νως αυ­τούς τους δύο πό­λους, τις θέ­σεις των δύο σω­μά­των, τη δι­κή της και του άλ­λου. Όμως εί­τε έτσι εί­τε αλ­λιώς δεν θα πά­ψει να σέρ­νει τον χο­ρό, ποι­η­τι­κό και μη, αυ­τών των δύο. Όλη της η ποί­η­ση εί­ναι ένας χο­ρός όπου χο­ρεύ­ουν δύο. Ο ένας συ­νο­δεύ­ει τον άλ­λον εκεί που χά­νει το βή­μα του, αλ­λά κυ­ρί­ως εκεί όπου χά­σκει το σώ­μα του άλ­λου. Η ποί­η­σή της γε­φυ­ρώ­νει αυ­τά τα χά­σμα­τα, επει­δή τα ανυ­ψώ­νει σε λό­γο. Όπως ακρι­βώς το σώ­μα, με το σώ­μα της γί­νε­ται γέ­φυ­ρα προς τον κό­σμο: «Το σώ­μα μου εί­ναι μια σκα­λί­τσα που ακου­μπώ στον τοί­χο του κό­σμου. […] Θα ’μια η σα­θρή σκα­λί­τσα που κά­ποιος ξέ­χα­σε ακου­μπι­σμέ­νη στον τοί­χο του κό­σμου.» Η σκά­λα που δό­θη­κε στον κα­θέ­ναν για να ανέ­βει ανη­φο­ρί­ζο­ντας στον κό­σμο. Από αυ­τήν θα τον ατε­νί­ζει και θα τον ζει.
Έτσι ο διά­λο­γος θα στη­θεί ανά­με­σα από τη μια στον έρω­τα τον οποίο εμπνέ­ει αυ­τό το Πλα­τω­νι­κό σώ­μα, που όμως θα δώ­σει νό­η­μα και θα γί­νει θε­μέ­λιο ύπαρ­ξης, και από την άλ­λη στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του ελ­λειμ­μα­τι­κού σώ­μα­τος. Αυ­τή η τε­λευ­ταία δεν θα απο­τε­λέ­σει τό­σο αρ­χή μα­ταιώ­σε­ων, όπως φαι­νο­με­νι­κά θα ήταν ανα­με­νό­με­νο, όσο πη­γή ζω­ής αφού «Κοί­τα τι μα­γεία που ’χει / το σώ­μα, ακό­μη και το πιο μαυ­ρο­χτυ­πη­μέ­νο». Οι μη­χα­νές του σώ­μα­τος ακό­μα κι όταν υπο­λεί­πο­νται σε σύ­γκρι­ση με το ιδε­ώ­δες, τεί­νουν κά­ποια στιγ­μή να το εξα­ντλή­σουν για­τί «όταν κου­λου­ρια­στούν ξέ­πνο­ες / οι ωραί­ες ανα­λο­γί­ες / κι εξα­ντλη­θεί το επι­χεί­ρη­μα / ‘ερω­τεύ­ο­μαι άρα υπάρ­χω’» μα­ζί με την πνοή που εξα­ντλεί­ται τε­λειώ­νει και η ομορ­φιά. Το επι­χεί­ρη­μα ωστό­σο του έρω­τα εί­ναι εκεί­νο που νοη­μα­το­δο­τεί βα­σι­κά τη ζωή και θε­με­λιώ­νει την ύπαρ­ξη. Όχι όμως από την πλευ­ρά της πί­στης αλ­λά της αβε­βαιό­τη­τας, ενός εν­δε­χο­μέ­νως το οποίο δη­μιουρ­γεί ένα ρήγ­μα απέ­να­ντι στο θαυ­μα­στό: «Ο έρω­τας εί­ναι το μό­νο θεϊ­κό βλέμ­μα / που θα πέ­σει πά­νω σε μας / τους άπι­στους, έλε­γα.» Το θαυ­μα­στό με­τα­πλά­θε­ται εδώ σε θεϊ­κό και ο έρω­τας γί­νε­ται μια συ­νο­μι­λία ανά­με­σα σε θεό και άπι­στο. Έτσι ο θαυ­μα­σμός βρί­σκει ένα όριο στην αμ­φι­σβή­τη­ση μέ­σω της απι­στί­ας, εί­τε αυ­τή αφο­ρά τον θεό εί­τε τον ερα­στή. «Χάι­δε­ψε τις πλη­γές μου / κι εγώ θα κα­τα­νο­ή­σω / βα­θιά την υγεία σου», θα γρά­ψει η Κ. Α.-Ρ. σε μια ει­ρω­νι­κή απο­στρο­φή για την κα­νο­νι­κό­τη­τα της υγεί­ας, που εν­σαρ­κώ­νει κά­τι από το ιδε­ώ­δες. Η υγεία που λεί­πει γί­νε­ται κα­τα­νοη­τή μό­νο όταν μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει την τρυ­φε­ρό­τη­τά της εκεί όπου η ελ­λειμ­μα­τι­κό­τη­τά της οδη­γεί σε τραύ­μα­τα. Και αντί­στρο­φα: «Νο­ε­ρά χαϊ­δεύ­ει την αυ­τα­πά­τη τους / με το ατρο­φι­κό της χέ­ρι.» Στην αυ­τα­πά­τη χρε­ώ­νε­ται οποια­δή­πο­τε φα­ντα­σί­ω­ση για τον εαυ­τό και το με­γα­λείο του. Το χά­δι τεί­νει εκα­τέ­ρω­θεν για να θε­ρα­πεύ­σει πλη­γές και αυ­τα­πά­τες. Μια δι­πλή κι αμοι­βαία ποι­η­τι­κή μέ­ρι­μνα.
Ο χο­ρός όμως της Κ. Α.-Ρ. στή­νε­ται από αυ­τά τα τραύ­μα­τα, ακό­μη κι αν κυ­κλώ­νει με αυ­τά ό,τι φαί­νε­ται να εί­ναι ατραυ­μά­τι­στο. «Πα­ντο­δύ­να­μη αι­σθα­νό­μου­να όλη μου τη ζωή αν κι εί­χα γεν­νη­θεί ανά­πη­ρη. […] Όσο μπο­ρώ, με το πιο δύ­σκο­λο τραύ­μα, το τραύ­μα της ανη­μπο­ριάς, θα επι­ζή­σω.» Τι δή­λω­ση κα­τά­φα­σης στον εαυ­τό και στη ζωή. Μια πέ­ραν του τραύ­μα­τος απα­ντο­χή, εξ αφορ­μής του όμως, που κα­τα­φά­σκει στην αδυ­να­μία, στην ανη­μπό­ρια του αν­θρώ­πι­νου πλά­σμα­τος και στην απάρ­νη­ση κά­θε φα­ντα­σί­ω­σης πα­ντο­δυ­να­μί­ας, που κά­πο­τε εί­ναι γέν­νη­μα θρέμ­μα της ανα­πη­ρί­ας. Η απο­δο­χή της εί­ναι απο­δο­χή κά­θε αδυ­να­μί­ας, όπως αυ­τή συ­γκρο­τεί και συ­στή­νει την αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση. Εί­ναι μια μορ­φή ου­λο­ποί­η­σης της πλη­γής: «αντί γι’ αστέ­ρι μια ου­λή έλα­μπε πά­νω απ’ τη γέν­νη­σή μου» που μπο­ρεί να γί­νει μοί­ρα, αλ­λά μια μοί­ρα ζω­ής και όχι θα­νά­του, αφού «δε θυ­μά­μαι πώς έγι­νε κι άν­θι­σα σε πλη­γή / πώς έμα­θα να ισορ­ρο­πώ ανά­με­σα στο πύο / και στ’ ανοι­χτά μου μά­τια, / μα εκεί που η μά­να μου λο­γά­ρια­ζε πως σαν το φύλ­λο στο νε­ρό / θα μ’ έπαιρ­νε ατα­ξί­δευ­τη στο ρέ­μα του θα­νά­του / με εί­δα ανα­πά­ντε­χα να βγαί­νω απ’ τα σκο­τά­δια.» Η ζωή έστω και τραυ­μα­τι­σμέ­νη αντι­στέ­κε­ται και καρ­φώ­νει το ση­μαιά­κι της την τε­λευ­ταία στιγ­μή επι­κυ­ρώ­νο­ντας την πλη­γή. Η συ­νέ­χεια εί­ναι γνω­στή: «ζού­σα και σι­γο­μουρ­μού­ρι­ζα τρα­γού­δια / με την πα­ρά­φω­νη ύπαρ­ξή μου, πα­ρ’ όλα αυ­τά.» «Πα­ρ’ όλα αυ­τά» λοι­πόν η ποί­η­ση και τα τρα­γού­δια της αν­θί­ζουν πά­νω στην πλη­γή, με­τα­μορ­φώ­νο­ντάς την. Δεν παύ­ει βέ­βαια η ύπαρ­ξη να ηχεί «πα­ρά­φω­να», το σώ­μα να εί­ναι «ανάρ­μο­στο». Αλ­λά κι από την πα­ρα­φω­νία κι από αυ­τό που δεν αρ­μό­ζει αρ­μό­ζο­νται οι ζω­ές και οι δη­μιουρ­γί­ες, κυ­ρί­ως από αυ­τά. Άλ­λω­στε «Το ανάρ­μο­στο σώ­μα μου / ο πα­λιός καρ­πός ν’ ανοί­ξει / και στρα­βο­πε­τώ­ντας, μα­μού­νι-ψυ­χή / να χα­θώ στον ου­ρα­νό / σα να πή­γαι­να να βρω το φί­λο μου τον έρω­τα.» Δεν παύ­ει η ψυ­χή να προ­σβλέ­πει προς αυ­τόν: το μα­μού­νι ζη­τά­ει κι αυ­τό να ανα­στη­θεί στο ύψος του έρω­τα. Και τα μα­μού­νια, από τον τζί­τζι­κα στο τρι­ζό­νι και στον χρυ­σο­κάν­θα­ρο απο­βλέ­πουν στις χά­ρες και στις χα­ρές του.
Τα γε­νι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα αφο­ρούν τε­λι­κά όλους: «Τσέρ­κι γύ­ρω απ’ τον ήλιο, λά­μπει για όλους η αρ­ρώ­στια. Τα σώ­μα­τα ομό­φω­να κα­τα­δι­κά­ζουν τον χρό­νο σαν το μό­νο ένο­χο.» Δεν εξαι­ρεί­ται κα­νείς από αυ­τό που κου­βα­λά­νε τα σώ­μα­τα εν ζωή, τον εν­διά­θε­το χα­μό τους. «Το θέ­μα εί­ναι ένα: / το προ­σω­πι­κό σώ­μα / κι ο απρό­σω­πος χα­μός του.» Αυ­τή η από­φαν­ση της Κ. Α.-Ρ. αφο­ρά και πά­λι το σώ­μα, τη μο­νά­δα μέ­τρη­σης της προ­σω­πι­κής ζω­ής, εκεί όπου κά­θε ιδέα προ­σκρού­ει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και δια­λύ­ε­ται πριν προ­λά­βει να απο­συ­ντε­θεί το σώ­μα. Γύ­ρω απ’ αυ­τό και μέ­σω αυ­τού συ­ντάσ­σε­ται κά­θε πρό­σω­πο. Και ο χα­μός του εί­ναι απρό­σω­πος μό­νο από τη με­ριά του θα­νά­του, επει­δή στο χα­μό του το ίδιο το προ­σω­πι­κό σώ­μα βρί­σκε­ται αντι­μέ­τω­πο με το απρό­σω­πο. Εξη­γεί η Κ. Α.-Ρ.: «Το σώ­μα εί­ναι η Νί­κη των ονεί­ρων / όταν βά­ζει το ένα πό­δι μπρος στο άλ­λο / και κερ­δί­ζει τον συ­γκε­κρι­μέ­νο χώ­ρο. / Έναν τό­πο. / Με τρά­νταγ­μα βα­ρύ. / Θά­να­το.» Και πά­λι «Το σώ­μα εί­ναι η Νί­κη και η Ήτ­τα των ονεί­ρων». Στην ποί­η­ση της Κ. Α.-Ρ. πλη­θαί­νουν οι απο­φθεγ­μα­τι­κές απο­στρο­φές, γί­νο­νται μια σει­ρά από εγκο­πές όπου σκα­λώ­νει η ζωή για να προ­χω­ρή­σει βα­θαί­νο­ντας, ένας οδο­ντω­τός της ποί­η­σης για να σκαρ­φα­λώ­σει στα από­κρη­μνα, να πε­ρά­σει από τα φα­ράγ­για και τα χά­σμα­τα. Μέ­σα σε ποι­ή­μα­τα συ­νή­θως αφη­γη­μα­τι­κά φω­λιά­ζουν δί­κην συ­μπε­ρα­σμά­των τα δι­κά της μα­θή­μα­τα: της ζω­ής και της ποι­ή­τριας. «Τι άδειο που εί­ναι το σώ­μα / χω­ρίς μελ­λο­ντι­κούς προσ­διο­ρι­σμούς…» και «κερ­δί­ζει ου­ρα­νούς με κά­θε νέο φι­λί / η αθά­να­τη μαϊ­μού του απεί­ρου». Από τη δια­πί­στω­ση στον σαρ­κα­σμό, από το θεϊ­κό θαύ­μα, «θε­ός εί­ν’ αυ­τός που στο αντί­θε­το απ’ αυ­τό που εί­σαι σε οδη­γεί», στη στα­θε­ρή ανα­φο­ρά της γε­λοιό­τη­τας του αν­θρώ­που, εκεί­νου που απο­βλέ­πει στα­θε­ρά στο υψη­λό του θε­ού από τη χα­μη­λή του θέ­ση του ζώ­ου. Η Κ. Α.-Ρ. πα­λεύ­ο­ντας συ­νε­χώς ανά­με­σα στο ιδε­ώ­δες, που το με­σο­λα­βεί η ομορ­φιά και ο έρω­τας, και στο πραγ­μα­τι­κό κα­τα­λή­γει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: «Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δί­νει τα πιο βα­θιά δι­δάγ­μα­τα / κι η γνώ­ση αυ­τή εί­ναι πρώ­τα σύν­νε­φο βα­ρύ / που σε πλα­κώ­νει, / πριν γί­νει σε­ντό­νι ελα­φρύ / να σε σκε­πά­σει.» Από αυ­τήν προ­σπο­ρί­ζε­ται λί­γη γνώ­ση, μέ­σω αυ­τής κα­τα­λή­γει στο μέ­ρος του αν­θρώ­πι­νου που εί­ναι φύ­ση, που ομο­νο­εί με αυ­τήν. «Ώρες της ρί­ζας / ώρες του βλα­στού / στιγ­μές της πέ­τρας / ως τα πέ­ντε ξέ­ρω μό­νο / να με­τρώ, τις αι­σθή­σεις / π’ απο­σχι­σμέ­νες απ’ τη σκέ­ψη / θα λάμ­ψουν τέ­λειες / στ’ ακρο­δά­χτυ­λα.» Οι αι­σθή­σεις εί­ναι και πα­ρα­μέ­νουν στε­νά συν­δε­δε­μέ­νες με τη φύ­ση, εί­ναι η φυ­σι­κή μας προ­έ­κτα­ση με το γύ­ρω, με το πέ­ριξ θαύ­μα και το εντός τραύ­μα. Για­τί αυ­τό το πέ­ριξ τρα­νώ­νε­ται στη δια­φο­ρά ενός άλ­λου χρό­νου από τον αν­θρώ­πι­νο: «πέ­τρες που δεν αρ­ρω­σταί­νουν πο­τέ, / κλα­διά που στο άν­θος πά­ντα επι­στρέ­φουν.» Αλ­λά αυ­τού του κυ­κλι­κού χρό­νου όπου φω­λιά­ζει το αιώ­νιο ο άν­θρω­πος εί­ναι μό­νο ένα φθαρ­τό μέ­ρος, ενώ συγ­χρό­νως απέ­χει πόρ­ρω από αυ­τό. «Έξω απ’ το πα­ρά­θυ­ρό μου θέ­ριε­ψε / το σκί­νο κι όλο κα­τα­βρο­χθί­ζει ου­ρα­νό. / Κά­πο­τε τα φύλ­λα του μό­λις / ακου­μπού­σαν τα μα­τά­κια τους / στο πρε­βά­ζι, κορ­δέ­λια­ζαν τη θέα. / Θα στά­ζει ρε­τσί­νι το τέ­λος μου, σκέ­φτη­κα, / όπως θα κρέ­μο­μαι απο­κα­μω­μέ­νη / απ’ ένα λε­πτό κορ­δό­νι.» Η μό­νη ελ­πί­δα του αν­θρώ­που εί­ναι να γί­νει ένας μέ­ρος αυ­τής της φύ­σης με τον θά­να­τό του, να επι­στρέ­ψει εκεί απ’ όπου φα­ντά­στη­κε την προ­έ­λευ­ση και την κα­τα­γω­γή του, την ίδια στιγ­μή που αντι­λαμ­βά­νε­ται με τη συ­νει­δη­τή του υπό­στα­ση πως δεν μπο­ρεί να συν­δε­θεί με ό,τι τον πε­ρι­βάλ­λει: εκεί η δια­φο­ρά τον ξε­περ­νά­ει, απο­τε­λεί μια ακό­μη τραυ­μα­τι­κή εκ­δο­ρά. «Χα­μέ­νος ο και­ρός μου / μες στη φύ­ση. / Δε μι­κραί­νω / δεν αυ­ξά­νω / τί­πο­τα της καρ­διάς μου / δεν αγ­γί­ζει τ’ άστρα.» Η μό­νη του απα­ντο­χή εί­ναι τό­τε η κραυ­γή και ο λό­γος που θα αρ­μο­λο­γή­σει από αυ­τήν. «Κυ­κλω­μέ­νη απ’ όλες τις χα­ρές / που δεν μπο­ρεί ν’ αγ­γί­ξει, / πα­λεύ­ει με την πα­ρά­λυ­τη γλώσ­σα της / του­λά­χι­στον να τρα­γου­δή­σει την ελιά.» Η πα­ρά­λυ­τη γλώσ­σα της ποι­ή­τριας και της ποί­η­σης την συν­δέ­ει με τη φύ­ση και με ό,τι δεν φτά­νει, εκεί όπου το σώ­μα γε­φυ­ρώ­νει μό­νο με φυ­σι­κό τρό­πο, κυ­ρί­ως μέ­σω του τέ­λους του. Έτσι μό­νο ο λό­γος μέ­νει για να προ­σφέ­ρει ένα απο­κού­μπι στη μο­να­ξιά. «Κι έπει­τα δε μου ’χαν πει τί­πο­τα / γι’ αυ­τές τις στιγ­μές που θα ’μου­να σαν τη φύ­ση: / άδεια. / Και δε μου ’χαν πει τί­πο­τα γι’ αυ­τό το άδειο: / πο­λύ­λα­λο.» Αυ­τό το «πο­λύ­λα­λο» που ρι­ζώ­νει στο άδειο εί­ναι ό,τι μας μέ­νει για να συγ-χω­ρού­με τη φύ­ση, να χω­ρά­με σε αυ­τήν που αλ­λιώς μας κρα­τά­ει εκτός. Εί­ναι το ίδιο άδειο στο οποίο θε­με­λιώ­νο­νται οι λέ­ξεις και η ομι­λία μας. Εί­ναι η μό­νη μας δυ­να­τό­τη­τα να απο­δώ­σου­με νό­η­μα στο άδειο και να κε­φα­λαιο­ποι­ή­σου­με τη δια­φο­ρά μας. Δεν εί­ναι μό­νο ό,τι αντη­χεί αυ­τό το άδειο, αλ­λά και ό,τι λέ­με γι’ αυ­τό το άδεια­σμα, γι’ αυ­τό το κε­νό που μας συ­νέ­χει και μας αφο­ρά πε­ρισ­σό­τε­ρο από κά­θε άλ­λο έλ­λο­γο πλά­σμα. «Δε θα ’μα­στε πο­τέ / αυ­τό που εί­μα­στε στιγ­μιαία / αλ­λ’ εί­ναι θρί­αμ­βος / αυ­τή η στα­θε­ρή απώ­λεια.» Ο λό­γος της ποί­η­σης και εκεί­νος της Κ. Α.-Ρ. σε αυ­τή τη στα­θε­ρή απώ­λεια ρι­ζώ­νει. Δεν υπάρ­χει δί­χως αυ­τήν.
Άλ­λω­στε και «Η φύ­ση έχει την πιο ωραία μνή­μη / φο­ρά­ει το ίδιο φως / σε κά­θε επέ­τειο / κρα­τά­ει το ίδιο κλα­ρί / με τα λα­χα­νια­σμέ­να φύλ­λα / στην εκ­θαμ­βω­τι­κή πτώ­ση τους.» Από την εκ­θαμ­βω­τι­κή πτώ­ση των φύλ­λων μέ­χρι εκεί­νη των αν­θρώ­πων ένα και το αυ­τό βή­μα. Κα­μιά δια­φο­ρά όσον αφο­ρά τις πτώ­σεις. Ακό­μα και ο έρω­τας εί­ναι σύ­ντρο­φος της ίδιας πτω­τι­κής φθο­ράς και το κά­λε­σμα προς αυ­τόν λέ­ει εντέ­λει: «Έρω­τα μι­κρέ της τε­λευ­ταί­ας στιγ­μής / ακού­μπα σ’ έναν ώμο φα­να­τι­κά θνη­τό / ακού­μπα στο κε­νο­τά­φιο των ονεί­ρων.» Η απο­δο­χή της θνη­τής αν­θρώ­πι­νης φύ­σης, σε αντί­στι­ξη με την υπό­λοι­πη φύ­ση που δεί­χνει να «ανα­σταί­νε­ται», βρί­σκε­ται στη βά­ση της ζω­ής και το μό­νο αντί­δο­το εί­ναι ο λό­γος που «σε κά­νει να ξε­χνάς τη δί­αι­τά σου την κα­θη­με­ρι­νή: / εφή­με­ρο ωμό.» Αφού για να αντέ­ξει τη ζωή στην ωμό­τη­τά της αυ­τή ο άν­θρω­πος μό­νο στον λό­γο βρί­σκει ένα κα­τά­λυ­μα που να του επι­τρέ­πει να το­κί­σει έστω στη φα­ντα­σία του τον χρό­νο της ζω­ής του: «Θέ­λω να γρά­ψω ένα ποί­η­μα που θα με βοη­θή­σει / να σκά­ψω, να ψά­ξω, ας εί­ναι και μ’ ένα στί­χο / να πλη­σιά­σω τη ρί­ζα της επι­βί­ω­σης.» και «Ανά­στα­ση δε βρή­κα στα βι­βλία μου, μό­νο του χρό­νου απο­δεί­ξεις.» Ανά­με­σα στην επι­βί­ω­ση και στο ξε­τύ­λιγ­μα ενός χρό­νου χω­ρίς ανά­στα­ση, ο λό­γος επι­νο­ή­θη­κε για να προ­σφέ­ρει αυ­τή τη βα­κτη­ρία που δεν βρί­σκει που­θε­νά αλ­λού. Μο­να­δι­κό του στή­ριγ­μα αυ­τό που εκ­πέ­μπουν τα χεί­λη του από τον νου και την ψυ­χή του. Για­τί δια­φο­ρε­τι­κά η σχέ­ση του με τη φύ­ση εί­ναι έτσι όπως την πε­ρι­γρά­φει η Κ. Α.-Ρ.: «Η κο­πέ­λα φύ­ση, διά­φο­ρα ετοι­μά­ζει στα χλο­ε­ρά κα­ζά­νια αδιά­φο­ρη αδιά­φθο­ρη» και «Όλο ανε­βαί­νει το άδι­κο, το Με­γά­λο Άδι­κο, που δεν πα­ρη­γο­ριέ­ται, μό­νο τρα­βά­ει στριγ­γλιά φω­νή φω­νί­τσα μου πα­ρά­το­νη / Ανά­στα­ση, Ανά­στα­ση θέ­λω κι εγώ / Για δε με παί­ζει η φύ­ση;» Το ερώ­τη­μα «για δε με παί­ζει η φύ­ση;», αυ­τή η αδιά­φο­ρη για την πο­ρεία του κα­θε­νός και του αν­θρώ­πι­νου κο­πα­διού συλ­λή­βδην, δεν έχει και δεν θα έχει απά­ντη­ση. Το πα­ρά­λο­γο θα ήταν μια πι­θα­νή, ακρι­βώς επει­δή εί­ναι πα­ρά-λο­γο. Αυ­τή όμως εί­ναι η λο­γι­κή του σύ­μπα­ντος: πέ­ρα από κά­θε αν­θρώ­πι­νη λο­γι­κή και χρό­νο. Γι’ αυ­τό και η απά­ντη­ση της Κ. Α.-Ρ. εί­ναι ότι «Η γύ­μνια με το χορ­τα­ρά­κι δο­ξά­ζε­ται / κι η δό­ξα δεν εί­ναι άλ­λο / από μια ανε­χτή ζωή.» Απά­ντη­ση στο ίδιο ερώ­τη­μα που έχει θέ­σει η ίδια σε άλ­λο ση­μείο, σε μια ανύ­πο­πτη στιγ­μή: «Πώς ζουν οι άν­θρω­ποι / κι αντέ­χουν τον εαυ­τό τους / το πρωί, με μό­νο ση­μά­δι στο κορ­μί / του κου­νου­πιού το μέ­νος;» Η ανε­χτή ζωή, που την ζουν αντέ­χο­ντας η άν­θρω­ποι, εί­ναι μια ζωή στην πα­λίρ­ροια του λό­γου, μια ζωή στην άμπω­τη του λό­γου, εκεί όπου ο λό­γος απέ­χο­ντας από τα φυ­σι­κά φαι­νό­με­να μπο­ρεί να πλημ­μυ­ρί­ζει και να απο­σύ­ρε­ται, να γε­μί­ζει και να αδειά­ζει, όπως ακρι­βώς με τις ποι­η­τι­κές της βυ­θί­σεις και κο­ρυ­φώ­σεις η ποί­η­ση της Κ. Α.-Ρ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: