Σαν ζάλη με συνεπήρε η ύπαρξη
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ
«Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού». Με αυτούς τους στίχους η Κ. Α.-Ρ. εγκαινιάζει το ταξίδι της στην ποίηση. Αρχή της ζωής το σώμα, αρχή και της ποίησης. Εν αρχή ην το σώμα, λοιπόν. Το φθαρτό σώμα, το ελλειμματικό σώμα, το σώμα της ευχαρίστησης και του πόνου, το σώμα της απορίας, το σώμα της ζωής. Το ιδεατό σώμα επίσης, και το ιδεώδες, στην αντιπαραβολή του με το πραγματικό και στην βοή αυτού του τελευταίου: «Ένας αντιπρόσωπος του Πλάτωνα / απ’ το καλλίγραμμο σώμα του / απαγγέλλει την ψυχή / σε μια κουτσή γυναίκα / που απ’ τ’ αειθαλή διδάχτηκε το πάθος». Όλη η σύγκρουση βρίσκεται εδώ, στην απόσταση ανάμεσα στην κουτσή γυναίκα και στο καλλίγραμμο σώμα, που ανάβει τα πάθη στην ψυχή. Η Κ. Α.-Ρ. θα δοξάσει και θα σαρκάσει συγχρόνως αυτούς τους δύο πόλους, τις θέσεις των δύο σωμάτων, τη δική της και του άλλου. Όμως είτε έτσι είτε αλλιώς δεν θα πάψει να σέρνει τον χορό, ποιητικό και μη, αυτών των δύο. Όλη της η ποίηση είναι ένας χορός όπου χορεύουν δύο. Ο ένας συνοδεύει τον άλλον εκεί που χάνει το βήμα του, αλλά κυρίως εκεί όπου χάσκει το σώμα του άλλου. Η ποίησή της γεφυρώνει αυτά τα χάσματα, επειδή τα ανυψώνει σε λόγο. Όπως ακριβώς το σώμα, με το σώμα της γίνεται γέφυρα προς τον κόσμο: «Το σώμα μου είναι μια σκαλίτσα που ακουμπώ στον τοίχο του κόσμου. […] Θα ’μια η σαθρή σκαλίτσα που κάποιος ξέχασε ακουμπισμένη στον τοίχο του κόσμου.» Η σκάλα που δόθηκε στον καθέναν για να ανέβει ανηφορίζοντας στον κόσμο. Από αυτήν θα τον ατενίζει και θα τον ζει.
Έτσι ο διάλογος θα στηθεί ανάμεσα από τη μια στον έρωτα τον οποίο εμπνέει αυτό το Πλατωνικό σώμα, που όμως θα δώσει νόημα και θα γίνει θεμέλιο ύπαρξης, και από την άλλη στην πραγματικότητα του ελλειμματικού σώματος. Αυτή η τελευταία δεν θα αποτελέσει τόσο αρχή ματαιώσεων, όπως φαινομενικά θα ήταν αναμενόμενο, όσο πηγή ζωής αφού «Κοίτα τι μαγεία που ’χει / το σώμα, ακόμη και το πιο μαυροχτυπημένο». Οι μηχανές του σώματος ακόμα κι όταν υπολείπονται σε σύγκριση με το ιδεώδες, τείνουν κάποια στιγμή να το εξαντλήσουν γιατί «όταν κουλουριαστούν ξέπνοες / οι ωραίες αναλογίες / κι εξαντληθεί το επιχείρημα / ‘ερωτεύομαι άρα υπάρχω’» μαζί με την πνοή που εξαντλείται τελειώνει και η ομορφιά. Το επιχείρημα ωστόσο του έρωτα είναι εκείνο που νοηματοδοτεί βασικά τη ζωή και θεμελιώνει την ύπαρξη. Όχι όμως από την πλευρά της πίστης αλλά της αβεβαιότητας, ενός ενδεχομένως το οποίο δημιουργεί ένα ρήγμα απέναντι στο θαυμαστό: «Ο έρωτας είναι το μόνο θεϊκό βλέμμα / που θα πέσει πάνω σε μας / τους άπιστους, έλεγα.» Το θαυμαστό μεταπλάθεται εδώ σε θεϊκό και ο έρωτας γίνεται μια συνομιλία ανάμεσα σε θεό και άπιστο. Έτσι ο θαυμασμός βρίσκει ένα όριο στην αμφισβήτηση μέσω της απιστίας, είτε αυτή αφορά τον θεό είτε τον εραστή. «Χάιδεψε τις πληγές μου / κι εγώ θα κατανοήσω / βαθιά την υγεία σου», θα γράψει η Κ. Α.-Ρ. σε μια ειρωνική αποστροφή για την κανονικότητα της υγείας, που ενσαρκώνει κάτι από το ιδεώδες. Η υγεία που λείπει γίνεται κατανοητή μόνο όταν μπορεί να προσφέρει την τρυφερότητά της εκεί όπου η ελλειμματικότητά της οδηγεί σε τραύματα. Και αντίστροφα: «Νοερά χαϊδεύει την αυταπάτη τους / με το ατροφικό της χέρι.» Στην αυταπάτη χρεώνεται οποιαδήποτε φαντασίωση για τον εαυτό και το μεγαλείο του. Το χάδι τείνει εκατέρωθεν για να θεραπεύσει πληγές και αυταπάτες. Μια διπλή κι αμοιβαία ποιητική μέριμνα.
Ο χορός όμως της Κ. Α.-Ρ. στήνεται από αυτά τα τραύματα, ακόμη κι αν κυκλώνει με αυτά ό,τι φαίνεται να είναι ατραυμάτιστο. «Παντοδύναμη αισθανόμουνα όλη μου τη ζωή αν κι είχα γεννηθεί ανάπηρη. […] Όσο μπορώ, με το πιο δύσκολο τραύμα, το τραύμα της ανημποριάς, θα επιζήσω.» Τι δήλωση κατάφασης στον εαυτό και στη ζωή. Μια πέραν του τραύματος απαντοχή, εξ αφορμής του όμως, που καταφάσκει στην αδυναμία, στην ανημπόρια του ανθρώπινου πλάσματος και στην απάρνηση κάθε φαντασίωσης παντοδυναμίας, που κάποτε είναι γέννημα θρέμμα της αναπηρίας. Η αποδοχή της είναι αποδοχή κάθε αδυναμίας, όπως αυτή συγκροτεί και συστήνει την ανθρώπινη κατάσταση. Είναι μια μορφή ουλοποίησης της πληγής: «αντί γι’ αστέρι μια ουλή έλαμπε πάνω απ’ τη γέννησή μου» που μπορεί να γίνει μοίρα, αλλά μια μοίρα ζωής και όχι θανάτου, αφού «δε θυμάμαι πώς έγινε κι άνθισα σε πληγή / πώς έμαθα να ισορροπώ ανάμεσα στο πύο / και στ’ ανοιχτά μου μάτια, / μα εκεί που η μάνα μου λογάριαζε πως σαν το φύλλο στο νερό / θα μ’ έπαιρνε αταξίδευτη στο ρέμα του θανάτου / με είδα αναπάντεχα να βγαίνω απ’ τα σκοτάδια.» Η ζωή έστω και τραυματισμένη αντιστέκεται και καρφώνει το σημαιάκι της την τελευταία στιγμή επικυρώνοντας την πληγή. Η συνέχεια είναι γνωστή: «ζούσα και σιγομουρμούριζα τραγούδια / με την παράφωνη ύπαρξή μου, παρ’ όλα αυτά.» «Παρ’ όλα αυτά» λοιπόν η ποίηση και τα τραγούδια της ανθίζουν πάνω στην πληγή, μεταμορφώνοντάς την. Δεν παύει βέβαια η ύπαρξη να ηχεί «παράφωνα», το σώμα να είναι «ανάρμοστο». Αλλά κι από την παραφωνία κι από αυτό που δεν αρμόζει αρμόζονται οι ζωές και οι δημιουργίες, κυρίως από αυτά. Άλλωστε «Το ανάρμοστο σώμα μου / ο παλιός καρπός ν’ ανοίξει / και στραβοπετώντας, μαμούνι-ψυχή / να χαθώ στον ουρανό / σα να πήγαινα να βρω το φίλο μου τον έρωτα.» Δεν παύει η ψυχή να προσβλέπει προς αυτόν: το μαμούνι ζητάει κι αυτό να αναστηθεί στο ύψος του έρωτα. Και τα μαμούνια, από τον τζίτζικα στο τριζόνι και στον χρυσοκάνθαρο αποβλέπουν στις χάρες και στις χαρές του.
Τα γενικά συμπεράσματα αφορούν τελικά όλους: «Τσέρκι γύρω απ’ τον ήλιο, λάμπει για όλους η αρρώστια. Τα σώματα ομόφωνα καταδικάζουν τον χρόνο σαν το μόνο ένοχο.» Δεν εξαιρείται κανείς από αυτό που κουβαλάνε τα σώματα εν ζωή, τον ενδιάθετο χαμό τους. «Το θέμα είναι ένα: / το προσωπικό σώμα / κι ο απρόσωπος χαμός του.» Αυτή η απόφανση της Κ. Α.-Ρ. αφορά και πάλι το σώμα, τη μονάδα μέτρησης της προσωπικής ζωής, εκεί όπου κάθε ιδέα προσκρούει στην πραγματικότητα και διαλύεται πριν προλάβει να αποσυντεθεί το σώμα. Γύρω απ’ αυτό και μέσω αυτού συντάσσεται κάθε πρόσωπο. Και ο χαμός του είναι απρόσωπος μόνο από τη μεριά του θανάτου, επειδή στο χαμό του το ίδιο το προσωπικό σώμα βρίσκεται αντιμέτωπο με το απρόσωπο. Εξηγεί η Κ. Α.-Ρ.: «Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων / όταν βάζει το ένα πόδι μπρος στο άλλο / και κερδίζει τον συγκεκριμένο χώρο. / Έναν τόπο. / Με τράνταγμα βαρύ. / Θάνατο.» Και πάλι «Το σώμα είναι η Νίκη και η Ήττα των ονείρων». Στην ποίηση της Κ. Α.-Ρ. πληθαίνουν οι αποφθεγματικές αποστροφές, γίνονται μια σειρά από εγκοπές όπου σκαλώνει η ζωή για να προχωρήσει βαθαίνοντας, ένας οδοντωτός της ποίησης για να σκαρφαλώσει στα απόκρημνα, να περάσει από τα φαράγγια και τα χάσματα. Μέσα σε ποιήματα συνήθως αφηγηματικά φωλιάζουν δίκην συμπερασμάτων τα δικά της μαθήματα: της ζωής και της ποιήτριας. «Τι άδειο που είναι το σώμα / χωρίς μελλοντικούς προσδιορισμούς…» και «κερδίζει ουρανούς με κάθε νέο φιλί / η αθάνατη μαϊμού του απείρου». Από τη διαπίστωση στον σαρκασμό, από το θεϊκό θαύμα, «θεός είν’ αυτός που στο αντίθετο απ’ αυτό που είσαι σε οδηγεί», στη σταθερή αναφορά της γελοιότητας του ανθρώπου, εκείνου που αποβλέπει σταθερά στο υψηλό του θεού από τη χαμηλή του θέση του ζώου. Η Κ. Α.-Ρ. παλεύοντας συνεχώς ανάμεσα στο ιδεώδες, που το μεσολαβεί η ομορφιά και ο έρωτας, και στο πραγματικό καταλήγει στην πραγματικότητα: «Η πραγματικότητα δίνει τα πιο βαθιά διδάγματα / κι η γνώση αυτή είναι πρώτα σύννεφο βαρύ / που σε πλακώνει, / πριν γίνει σεντόνι ελαφρύ / να σε σκεπάσει.» Από αυτήν προσπορίζεται λίγη γνώση, μέσω αυτής καταλήγει στο μέρος του ανθρώπινου που είναι φύση, που ομονοεί με αυτήν. «Ώρες της ρίζας / ώρες του βλαστού / στιγμές της πέτρας / ως τα πέντε ξέρω μόνο / να μετρώ, τις αισθήσεις / π’ αποσχισμένες απ’ τη σκέψη / θα λάμψουν τέλειες / στ’ ακροδάχτυλα.» Οι αισθήσεις είναι και παραμένουν στενά συνδεδεμένες με τη φύση, είναι η φυσική μας προέκταση με το γύρω, με το πέριξ θαύμα και το εντός τραύμα. Γιατί αυτό το πέριξ τρανώνεται στη διαφορά ενός άλλου χρόνου από τον ανθρώπινο: «πέτρες που δεν αρρωσταίνουν ποτέ, / κλαδιά που στο άνθος πάντα επιστρέφουν.» Αλλά αυτού του κυκλικού χρόνου όπου φωλιάζει το αιώνιο ο άνθρωπος είναι μόνο ένα φθαρτό μέρος, ενώ συγχρόνως απέχει πόρρω από αυτό. «Έξω απ’ το παράθυρό μου θέριεψε / το σκίνο κι όλο καταβροχθίζει ουρανό. / Κάποτε τα φύλλα του μόλις / ακουμπούσαν τα ματάκια τους / στο πρεβάζι, κορδέλιαζαν τη θέα. / Θα στάζει ρετσίνι το τέλος μου, σκέφτηκα, / όπως θα κρέμομαι αποκαμωμένη / απ’ ένα λεπτό κορδόνι.» Η μόνη ελπίδα του ανθρώπου είναι να γίνει ένας μέρος αυτής της φύσης με τον θάνατό του, να επιστρέψει εκεί απ’ όπου φαντάστηκε την προέλευση και την καταγωγή του, την ίδια στιγμή που αντιλαμβάνεται με τη συνειδητή του υπόσταση πως δεν μπορεί να συνδεθεί με ό,τι τον περιβάλλει: εκεί η διαφορά τον ξεπερνάει, αποτελεί μια ακόμη τραυματική εκδορά. «Χαμένος ο καιρός μου / μες στη φύση. / Δε μικραίνω / δεν αυξάνω / τίποτα της καρδιάς μου / δεν αγγίζει τ’ άστρα.» Η μόνη του απαντοχή είναι τότε η κραυγή και ο λόγος που θα αρμολογήσει από αυτήν. «Κυκλωμένη απ’ όλες τις χαρές / που δεν μπορεί ν’ αγγίξει, / παλεύει με την παράλυτη γλώσσα της / τουλάχιστον να τραγουδήσει την ελιά.» Η παράλυτη γλώσσα της ποιήτριας και της ποίησης την συνδέει με τη φύση και με ό,τι δεν φτάνει, εκεί όπου το σώμα γεφυρώνει μόνο με φυσικό τρόπο, κυρίως μέσω του τέλους του. Έτσι μόνο ο λόγος μένει για να προσφέρει ένα αποκούμπι στη μοναξιά. «Κι έπειτα δε μου ’χαν πει τίποτα / γι’ αυτές τις στιγμές που θα ’μουνα σαν τη φύση: / άδεια. / Και δε μου ’χαν πει τίποτα γι’ αυτό το άδειο: / πολύλαλο.» Αυτό το «πολύλαλο» που ριζώνει στο άδειο είναι ό,τι μας μένει για να συγ-χωρούμε τη φύση, να χωράμε σε αυτήν που αλλιώς μας κρατάει εκτός. Είναι το ίδιο άδειο στο οποίο θεμελιώνονται οι λέξεις και η ομιλία μας. Είναι η μόνη μας δυνατότητα να αποδώσουμε νόημα στο άδειο και να κεφαλαιοποιήσουμε τη διαφορά μας. Δεν είναι μόνο ό,τι αντηχεί αυτό το άδειο, αλλά και ό,τι λέμε γι’ αυτό το άδειασμα, γι’ αυτό το κενό που μας συνέχει και μας αφορά περισσότερο από κάθε άλλο έλλογο πλάσμα. «Δε θα ’μαστε ποτέ / αυτό που είμαστε στιγμιαία / αλλ’ είναι θρίαμβος / αυτή η σταθερή απώλεια.» Ο λόγος της ποίησης και εκείνος της Κ. Α.-Ρ. σε αυτή τη σταθερή απώλεια ριζώνει. Δεν υπάρχει δίχως αυτήν.
Άλλωστε και «Η φύση έχει την πιο ωραία μνήμη / φοράει το ίδιο φως / σε κάθε επέτειο / κρατάει το ίδιο κλαρί / με τα λαχανιασμένα φύλλα / στην εκθαμβωτική πτώση τους.» Από την εκθαμβωτική πτώση των φύλλων μέχρι εκείνη των ανθρώπων ένα και το αυτό βήμα. Καμιά διαφορά όσον αφορά τις πτώσεις. Ακόμα και ο έρωτας είναι σύντροφος της ίδιας πτωτικής φθοράς και το κάλεσμα προς αυτόν λέει εντέλει: «Έρωτα μικρέ της τελευταίας στιγμής / ακούμπα σ’ έναν ώμο φανατικά θνητό / ακούμπα στο κενοτάφιο των ονείρων.» Η αποδοχή της θνητής ανθρώπινης φύσης, σε αντίστιξη με την υπόλοιπη φύση που δείχνει να «ανασταίνεται», βρίσκεται στη βάση της ζωής και το μόνο αντίδοτο είναι ο λόγος που «σε κάνει να ξεχνάς τη δίαιτά σου την καθημερινή: / εφήμερο ωμό.» Αφού για να αντέξει τη ζωή στην ωμότητά της αυτή ο άνθρωπος μόνο στον λόγο βρίσκει ένα κατάλυμα που να του επιτρέπει να τοκίσει έστω στη φαντασία του τον χρόνο της ζωής του: «Θέλω να γράψω ένα ποίημα που θα με βοηθήσει / να σκάψω, να ψάξω, ας είναι και μ’ ένα στίχο / να πλησιάσω τη ρίζα της επιβίωσης.» και «Ανάσταση δε βρήκα στα βιβλία μου, μόνο του χρόνου αποδείξεις.» Ανάμεσα στην επιβίωση και στο ξετύλιγμα ενός χρόνου χωρίς ανάσταση, ο λόγος επινοήθηκε για να προσφέρει αυτή τη βακτηρία που δεν βρίσκει πουθενά αλλού. Μοναδικό του στήριγμα αυτό που εκπέμπουν τα χείλη του από τον νου και την ψυχή του. Γιατί διαφορετικά η σχέση του με τη φύση είναι έτσι όπως την περιγράφει η Κ. Α.-Ρ.: «Η κοπέλα φύση, διάφορα ετοιμάζει στα χλοερά καζάνια αδιάφορη αδιάφθορη» και «Όλο ανεβαίνει το άδικο, το Μεγάλο Άδικο, που δεν παρηγοριέται, μόνο τραβάει στριγγλιά φωνή φωνίτσα μου παράτονη / Ανάσταση, Ανάσταση θέλω κι εγώ / Για δε με παίζει η φύση;» Το ερώτημα «για δε με παίζει η φύση;», αυτή η αδιάφορη για την πορεία του καθενός και του ανθρώπινου κοπαδιού συλλήβδην, δεν έχει και δεν θα έχει απάντηση. Το παράλογο θα ήταν μια πιθανή, ακριβώς επειδή είναι παρά-λογο. Αυτή όμως είναι η λογική του σύμπαντος: πέρα από κάθε ανθρώπινη λογική και χρόνο. Γι’ αυτό και η απάντηση της Κ. Α.-Ρ. είναι ότι «Η γύμνια με το χορταράκι δοξάζεται / κι η δόξα δεν είναι άλλο / από μια ανεχτή ζωή.» Απάντηση στο ίδιο ερώτημα που έχει θέσει η ίδια σε άλλο σημείο, σε μια ανύποπτη στιγμή: «Πώς ζουν οι άνθρωποι / κι αντέχουν τον εαυτό τους / το πρωί, με μόνο σημάδι στο κορμί / του κουνουπιού το μένος;» Η ανεχτή ζωή, που την ζουν αντέχοντας η άνθρωποι, είναι μια ζωή στην παλίρροια του λόγου, μια ζωή στην άμπωτη του λόγου, εκεί όπου ο λόγος απέχοντας από τα φυσικά φαινόμενα μπορεί να πλημμυρίζει και να αποσύρεται, να γεμίζει και να αδειάζει, όπως ακριβώς με τις ποιητικές της βυθίσεις και κορυφώσεις η ποίηση της Κ. Α.-Ρ.