Το «τίποτα» και το «άδειο» συγκατοικούν στους εφιάλτες μου. Τι έγιναν τα πολύτιμα πετράδια που αφήνουν πίσω τους οι εμπειρίες; Πού τ' άφησαν; Μέσα μου; Μα δεν ακούγεται ούτε η ηχώ της νοσταλγίας ούτε της απόγνωσης. Το μέσα μου είναι το απόλυτο άδειο. Έφυγε και το μέλλον.
Την ελληνική λέξη Διαλλαγή, δηλωτική κάθε συμφιλίωσης, χρησιμοποίησε ο Th. Gelzer, όταν μελέτησε τους Επιρρηματικούς αγώνες, το σταθερό σχήμα της Αρχαίας Κωμωδίας που αποτελείται από τη σύνθεση απαγγελτικών μερών όπου καθένας αντίμαχος υποστηρίζει τη θέση του και αναιρεί τα επιχειρήματα του αντιπάλου του.
Ο Ελβετός γλωσσολόγος Ferdinand de Saussure (1857-1913) από την άλλη, μια πολύ σημαντική μορφή στη σύγχρονη μελέτη της γλώσσας, υπογράμμισε την αμοιβαία προσδιοριστική όψη των λέξεων και μίλησε για ζευγάρια αντιθέτων, μέσα από τα οποία το καθένα προσδιορίζει την απουσία των χαρακτηριστικών που περιλαμβάνονται στο άλλο, έτσι ώστε το αρσενικό να μπορεί να ιδωθεί ως μη θηλυκό και το αντίθετο.[1]
Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ στο βιβλίο της Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο (Καστανιώτης 2018) καταπιάνεται με μία Διαλλαγή, διεξάγοντας έναν Αγώνα, στη διάρκεια του οποίου κάθε αντίμαχος υποστηρίζει τη θέση του. Μέσα από τα ζεύγη των αντιθέτων που διαμορφώνονται, αναδεικνύεται η συσχετική σημασία της γλώσσας και ενισχύεται η περίφημη παρατήρηση του Saussure ότι σε μια γλώσσα υπάρχουν μόνο διαφορές, χωρίς σταθερούς όρους.
Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη. Των αντιθέτων διάλογοι (πρώτο μέρος) και με τον ανήλεο χρόνο (δεύτερο μέρος).
Έξι διάλογοι αντιθέτων στοιχείων στο πρώτο μέρος, τα οποία προσωποποιούνται και μιλούν εξ ονόματός τους, υποστηρίζοντας τις θέσεις τους σθεναρά μέσα σε διάλογους ευφυείς και ευχάριστους:
Ποίηση-Συμφέρον, Ποίηση-Πρόζα, Επανάληψη-Δημιουργία, Όνειρο της μέρας-Όνειρο της νύχτας, Ομορφιά-Ασχήμια, Και μια συνομιλία με τη μοναξιά.
Ο φιλοσοφικός στοχασμός είναι φανερός στις αγορεύσεις αυτές, ενώ η ισότητα ευκαιριών που προσφέρεται στα δύο μέρη, ταιριάζει στη δημοκρατική έννοια της ισηγορίας και θυμίζει αντιπαραθέσεις σοφιστών. Οι φιλοσοφικοί διάλογοι αποτελούν ωστόσο εσωτερικές συνομιλίες του ποιητικού υποκειμένου. Μέσω αυτών η Ρουκ διαχέει τις ιδέες της για έννοιες που κατά τη διάρκεια της ποιητικής της πορείας αποτέλεσαν αντικείμενο σκέψης ή αμφιβολίας: για την τεχνολογία, την ποίηση και το πρακτικό συμφέρον, την επανάληψη και την πρωτότυπη δημιουργία στην τέχνη, την πραγματικότητα και το όνειρο, την αισθητική και την ασχήμια.
Το δηλητηριώδες συμφέρον καθορίζει κάθε μέρα, όλο και πιο πολύ τη ζωή που ζούμε, ενώ η ποίηση συνοδεύεται από αιώνιες αξίες και συναντά την αιωνιότητα. Κι αν οι δύο αυτές έννοιες είναι ασύμβατες, η Ποίηση και η Πρόζα φαίνεται να τα βρίσκουν, αποδεχόμενες η μία την άλλη και υποκλινόμενες στη δύναμη της σιωπής. Το ίδιο και η Επανάληψη με τη Δημιουργία ή το Όνειρο της μέρας με το Όνειρο της νύχτας, εφόσον εκφράζεται η προσδοκία να βρεθεί ένας τρόπος που να κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν στα όνειρά τους, όπως τον παλιό, καλό καιρό!
Το Εγώ, στη συνομιλία του με τη Μοναξιά, εξαίρει τη σημασία της σε στιγμές θλίψης ή απώλειας. Τη θεωρεί εξάλλου πηγή έμπνευσης και κινητήρια δύναμη της επικοινωνίας. Είναι αναγκαία η μοναξιά, λέει ο Ρίλκε. Η εσωτερική μοναξιά είναι η πιο μαρτυρική, αλλά και πιο κερδοφόρα, γράφει η ποιήτρια Λένα Παππά. Μέσα της βρίσκουμε τον βαθύ εαυτό μας, σαν το δέντρο που σκύβει και βλέπει τις ρίζες του. Όμως, όταν ο άνθρωπος φτάνει στο τέλος της ζωής του, η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ δηλώνει πως είναι διαφορετική η μοναξιά.
ΕΓΩ: Αχ, Μοναξιά μου! Εσύ δεν μπορείς να συλλάβεις τη διαφορά ανάμεσα στο πώς σε ζούσα πριν και πώς σε ζω τώρα. Τώρα είσαι για μένα μια αδιάκοπη πραγματικότητα. Παλιά ήσουν μέρος της ροής των πραγμάτων της ζωής μου, ερχόσουν, έφευγες… Πότε με περισσότερη, πότε με λιγότερη ένταση, απελπισία…
ΜΟΝΑΞΙΑ: Ενώ τώρα τι;
ΕΓΩ: Ενώ τώρα έχεις απλωθεί σ’ ολόκληρη τη ζωή μου σαν να ’σαι η μόνη μου πραγματικότητα, η μόνη μου αλήθεια.
ΜΟΝΑΞΙΑ: Κι εγώ τι πρέπει να κάνω;
ΕΓΩ: Εσύ; Τίποτα. Απλά να με δεχτείς, να σου μιλάω, να σου εξομολογούμαι… Δεν έχει σημασία που δεν μπορείς να μου απαντήσεις. Σημασία έχει να μπορώ να σου μιλάω, γιατί τώρα αισθάνομαι ότι δεν έχω κανέναν άλλο. [...] Μοναξιά μου, όσο πιο πολύ μπαίνω μέσα σου, τόσο πιο πολύ νιώθω πως σ’ εσένα ίσως βρω όλα όσα έχω χάσει. […]
(ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ, σσ. 55-56)
Η διαλογική αντιπαράθεση των αντιθετικών ζευγών στο πρώτο μέρος βοηθά να διαφανεί η άλλη όψη της πραγματικότητας, πέρα από τις κατασκευασμένες οπτικές. Τα ποιήματα που γεννιούνται στο δεύτερο μέρος, Διάλογος με τον ανήλεο χρόνο, εμπεριέχουν τις λέξεις, χρόνο, θλίψη, σιωπή, επιβίωση, χωρισμό από την έννοια του μέλλοντος, και βέβαια τον θάνατο.
Η ποιήτρια στην ενότητα αυτή διακατέχεται από μια αίσθηση τέλους. (Την έννοια είχε χρησιμοποιήσει ο Νίτσε τον 19ο αιώνα.) Η πικρή θλίψη του θανάτου δηλητηριάζει τη χαρά της εφήμερης ζωής και φέρνει στην επιφάνεια τα υπαρξιακά ερωτήματα.