Μια ανάγνωση του «σώματος» στην ποίηση της Ρουκ

Μια ανάγνωση του «σώματος» στην ποίηση της Ρουκ

Το 2016 και 2018 η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ δημοσιεύει τα τρία τελευταία της βιβλία με τίτλους, αντιστοίχως, Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι (2016), Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο, Με άλλο βλέμμα (2018). Έχει ήδη προηγηθεί, το 2014, η δημοσίευση του τόμου Ποίηση 1963-2011 μέσα στον οποίο καταχωρίζονται τα 15 βιβλία που έγραψε έως το 2011.
Η έννοια «σώμα» αποτελεί επίκεντρο της ποιητικής της περιπλάνησης. Ήδη, στην πρώτη της συλλογή που φέρει ως τίτλο Λύκοι και σύννεφα (1963), και μάλιστα στον πρώτο στίχο του πρώτου μέρους, γράφει: «Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού». Το σώμα όμως δεν είναι μόνον η υλική σκευή και το γονιδίωμα της ποιητικής της κατάθεσης, αλλά και η persona γύρω από την οποία συστρέφονται τα συγκινησιακά φορτία και οι κραδασμοί μιας γλώσσας βιωματικής, αποκαλυπτικής και δραματικής: «Πριν ακόμα βυζάξω το γάλα της ζωής / έπεσε πάνω μου η σκιά του θανάτου / το ανύποπτο σώμα μου πάλεψε, νίκησε κι ακολούθησε την τροχιά του γύρω από το ανάπηρο αστέρι της γέννησής μου / αεράκι φυσούσε και χάιδευε ουλές, καμπύλες / το σώμα μεγάλωνε και με κουβαλούσε σ’ αυτή τη γη / μαζί με τους δυο αντίθετους κόσμους / τη ζωή και το θάνατο» […] (Το διπρόσωπο σώμα, Η σιγανή φωνή της μνήμης, 2013).
Το σώμα ήταν εκείνο που προσδιόρισε τελικώς και τα πιο στενά όρια του εγκλεισμού της. Το σώμα της έγινε για αυτήν απομόνωση και φυλακή, καταφυγή στοχασμού αλλά ταυτοχρόνως και πεδίο απευλευθέρωσης. Αυτό αποτέλεσε την ταυτότητά της αλλά και εκείνο που διαμόρφωσε την οντολογία της ποιητικής της συνείδησης. Το σώμα είναι εκείνο που γίνεται η σταθερή αναφορά ή το αρχέτυπο του Joseph Campbell στην ποίησή της και αποτελεί το πιο σημαντικό σημειακό και ποιητικό ερέθισμα. Απελευθερώνει αντιδράσεις που μεταμορφώνονται σε ποιητικούς ήρωες οι οποίοι περιβάλλονται από έννοιες και ποιητικές όψεις της ζωής όπως π. χ. άδειο, στέρηση, έλλειψη, απώλεια, πίκρα, μοναξιά, έρωτας, φόβος, φθορά, θάνατος. Η Αγγελάκη-Ρουκ παράγει με τον τρόπο αυτό έννοιες - μεσολαβητές που λειτουργούν ως ενδιάμεσοι παρατηρητές (tertium quid) ανάμεσα στην εμπειρία και την πρόσληψή της από το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο. Οι έννοιες αυτές δεν είναι παρά οι ίδιες ή οι διαφορετικές μορφές του σώματος που γίνονται ποιητική ύλη και εμπεριέχουν ισχυρά συγκινησιακά φορτία.
Η έννοια σώμα καταλήγει να είναι η πλέον σημαίνουσα όψη μιας ποιητικής μυθολογίας η οποία όμως απέχει πολύ από εκείνη του Ernst Cassirer. Το σώμα τής Αγγελάκη-Ρουκ δεν είναι παρά μία τελετουργία του ποιητικού υποκειμένου - εγώ μέσα από την οποία δραματοποιείται η ίδια η ζωή. Είναι αρχέτυπο, αλλά ταυτοχρόνως μεταβλητό. Δεν είναι ένα ιδεαλιστικό ποιητικό κατηγόρημα, αλλά βιωματική συνθήκη και κατάφαση ζωής. Είναι ενσυνείδητη πράξη και αξία, επίκεντρο στοχασμού και βιωματικής αναπαράστασης της ζωής.
Και ενώ το σώμα υμνείται ως καταδήλωση της ανθρώπινης εμπειρίας, αυτό εγγράφεται στο έργο της ως φθαρμένο και θνησιγενές, εκτοπισμένο και τραυματισμένο. Η ποιητική της ιδεολογία αντιτίθεται στον τρόπο με τον οποίο προσέλαβε και ερμήνευσε το σώμα, κατά ένα μεγάλο μέρος, ο δυτικός στοχασμός. Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ αποδομεί το σώμα προσδίδοντάς του υλικά και οργανικά μεγέθη (μάτια, έντερα, θηλές κ.ά.), δεν το ωραιοποιεί και δεν το εξιδανικεύει, σε αντίθεση με το δυτικό πατριαρχικό μοντέλο που εκχωρεί στο σώμα, κυρίως, χαρακτηριστικά και ταυτότητα σεξουαλικού συμβόλου «κατασκευάζοντας» γι’ αυτό ομόλογη αισθητική.
Απέναντι σε αυτή την ιδεολογική «κατασκευή» η έμφυλη ταυτότητα είναι και πάλι το ίδιο το σώμα. Αυτό διαλαμβάνει ξανά ζεύξεις και ταυτίσεις με ποιητικές μορφές όπως θάνατος, απουσία, έλλειψη, φόβος, πόνος κ. ά. Το σώμα επίσης είναι η έμφυλη ταυτότητα των ποιητικών personae που δημιουργεί η ποιήτρια. Με αυτόν τον τρόπο το ποιητικό εγώ καθαίρεται ενώ ταυτοχρόνως γίνεται εφαλτήριο για την παραγωγή ποιητικών φορτίων που συγκροτούν δυναμικά χαρακτηριστικά της ποίησης και της ποιητικής της, όπως η μορφή και η λειτουργία των αντίθετων εννοιών, η πρόσληψη της εξωτερικής πραγματικότητας για την παραγωγή ποιητικού στοχασμού, η μεταφορά ως περιγραφή της εσωτερικής πραγματικότητας και του τραύματος, η εικόνα ως θραύσμα της βιωμένης εμπειρίας, η ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός ως ποιητικά κατηγορήματα στοχασμού που εγγράφονται κυρίως στο τέλος των μονολογικών και διαλογικών μερών, τέλος οι ποιητικές ετερότητες και τα δίπολα συγκινησιακών δομών που είναι καίρια πεδία διατύπωσης του σωματικού χρόνου και της σωματικής μνήμης.
Το σώμα ως υλική οντότητα δεν θα μπορούσε να εγγραφεί διαφορετικά παρά μόνο μέσα από μία γλώσσα που επικυρώνει την αμεσότητα και τη δραματική της ένταση. Η ποιήτρια διαρρηγνύει το κέλυφος του αισθήματος και το εξοστρακίζει από την ποιητική συγκίνηση. Όσο πιο άμεση και δραματική είναι η γλώσσα, απογυμνωμένη από κάθε λυρικό ήχο και αίσθημα, τόσο πιο τραγική είναι. Η Αγγελάκη-Ρουκ, στον βαθμό που σωματοποιεί την ποίησή της, «σωματοποιεί» και τη γλώσσα που την εκφράζει. Η ποίησή της δεν είναι τραγική με την έννοια της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ούτε με εκείνη του ρομαντισμού του 1790. Ο υπαρξισμός του 1920 και ο ριζοσπαστισμός του 1960 ανίχνευσαν και μελέτησαν επίσης στην έννοια του τραγικού νέες μορφές παραγωγής του που ήταν συνδεδεμένες με την εποχή, τον κοινωνικό αυτοματισμό και τον κομφορμισμό. Η γλώσσα της ποιήτριας όμως είναι τραγική γιατί η ίδια δημιουργεί μια γλώσσα πάσχουσα. Γεννά το τραγικό μέσα από την ίδια την τραγικότητα της γλώσσας που είναι αποτέλεσμα ενός βαθύτερου πόνου: «οι αξίες γεννιούνται / κι επιβάλλονται πάνω σ' αυτό που πρώτο λιώνει: / το σώμα» (Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα, 2005). Το σώμα πονά, το σώμα φθείρεται, το ποιητικό φορτίο πάσχει, η γλώσσα πονά διά της εμπειρίας και της μνήμης, η γλώσσα γίνεται τραγική. Στο πλαίσιο αυτό η έννοια του τραγικού είναι μια μοντερνιστική εκδοχή του ποιητικού εγώ που μέσω του ατομικού βιώματος γίνεται οικουμενική.
Αν η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ κατέθεσε έως το 2016 έναν ποιητικό λόγο με επίκεντρο το σώμα, στα τρία τελευταία της βιβλία (2016 και 2018) «ανατρέπει», θα έλεγε κανείς, την ποιητική της οπτική για να μιλήσει «τώρα» όπως η ίδια καταδηλώνει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «τώρα (βάζω τον εαυτό μου) απέναντι στις δύσκολες πληγές της ζωής μου και του λέω να ξαναπαίξει το έργο, που δεν του είχα δώσει ποτέ σημασία, να δω πώς αντιμετωπίζει τον πόνο, τον καθρέφτη με την ανίερη επικαιρότητά του, το άδειο --άδειο ακόμη κι από επιθυμίες--, το χρόνο κ.ά. (Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι, 2016). Βλέπει το «τώρα» ως μέγεθος χρόνου που απέχει πολύ λίγο πριν από το επερχόμενο τέλος, τον θάνατο. Και η Αγγελάκη-Ρουκ επέλεξε να μιλήσει στα τρία αυτά τελευταία της βιβλία ως ποιήτρια και ως άνθρωπος. Εκτός αυτών κατατίθενται και σκέψεις οι οποίες, πέρα από την αυτοαναφορική τους λειτουργία, διαμορφώνουν μία ιδιότυπη «ποιητική» της δημιουργού. Τα τρία αυτά βιβλία είναι περισσότερο μία αποκαλυπτική (λανθάνουσα όμως) τριλογία - μαρτυρία ενός προαναγγελθέντος σωματικού θανάτου. Άλλωστε, όλο το έργο της σηματοδοτούσε αργά αργά, αλλά σταθερά, την πορεία αυτή προς τον θάνατο. Ο «εαυτός» με τον οποίο συνομιλεί η ποιήτρια δεν είναι μία persona, αλλά ένα δυϊκό εγώ που αποκαλύπτει εκ νέου βιωμένες πράξεις και στιγμές, σχολιάζει, κρίνει, αξιολογεί και τελικώς αποκαλύπτει τον «εαυτό».
Συνευρίσκονται κείμενα πεζά με έντονη ποιητική χροιά, στοχασμοί, μονόλογοι και διάλογοι, προσωποποιημένες ποιητικές δομές και καίρια σήματα του έργου της. Καταχωρίζονται επίσης ποιήματα (Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο στην ενότητα «… και με τον ανήλεο χρόνο» και στο βιβλίο Με άλλο βλέμμα, 2018).
Η συνομιλία με τον «εαυτό» περαιώνεται με τις εφελκυστικές δομές εγώ - και εγώ, εγώ - πόνος, χρόνος - εγώ, εγώ - υποκρισία, εγώ - το ποίημα, αλλά και μέσω των μονολόγων «Αμίλητο μέλλον», «Μαθήματα μοναξιάς» και «Εξομολόγηση στον καθρέφτη» (Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι, 2016). Αλλά και ποίηση-συμφέρον, ποίηση-πρόζα, επανάληψη-δημιουργία, όνειρο της μέρας-όνειρο της νύχτας, ομορφιά-ασχήμια, εγώ-μοναξιά (Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο). Όλες αυτές οι έννοιες οργανώνουν δίπολα ποιητικών αναφορών και λειτουργούν ως εκδοχές του διαρκώς συρρικνούμενου σώματος.
Μέσα από τις αφηγηματικές αυτές εγγραφές μνημειώνεται ένας λόγος που αποκαλύπτει τελικώς μια φυσική γλώσσα. Η μοναξιά ταυτίζεται με τη θλίψη και τη σιωπή («Η σιωπή είναι η φυσική σου γλώσσα», σ. 56 στο Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο), το σώμα με την απώλεια, τη στέρηση και την έλλειψη (είναι γνωστή άλλωστε η σωματική της αναπηρία: «Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου» λέει η Ασχήμια στον διάλογο με την Ομορφιά, σ. 46, στην ίδια συλλογή), το όνειρο και η επιθυμία με τον σωματικό πόνο («και τα σώματα υποφέρουν / γιατί στερούνται το όνειρο» σελ. 68, επίσης στην ίδια συλλογή). Τέλος, ο φόβος ταυτίζεται με το σώμα: «Το σώμα που σαν θεό είχα λατρέψει και υμνήσει, με εγκατέλειψε», σ. 72, Αιχμαλωσία).
Οι λόγοι αυτοί που ισορροπούν τελικώς ποιητικά, παρά την ιδιότυπη αφηγηματική τους στόφα, αναδεικνύουν μια στοχαστική περιπλάνηση στα μεγάλα ερωτηματικά της ύπαρξης και της ζωής. Δηλώνουν όμως και σπάνια ειλικρίνεια από μία δημιουργό η οποία, πριν φύγει από τη ζωή, αντιπαρατίθεται με το ίδιο της το έργο και με τον εαυτό της. Στο σημείο αυτό τίθενται και άλλου τύπου ερωτήματα. Η Αγγελάκη-Ρουκ είδε όντως διαφορετικά την πραγματικότητα; («Ο διάλογος των αντίθετων βοηθάει να ανοίξει ο ορίζοντας και να αντικρίσω ίσως διαφορετικά την πραγματικότητα, που την έχουμε ακινητοποιήσει με μία κατασκευασμένη οπτική», οπισθόφυλλο, Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο). Αναδεικνύονται επίσης ποιητικές κρίσεις και στοχασμοί που είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε εκτιμήσεις και αποτιμήσεις για το έργο της. Αυτές αφορούν πρώτιστα την κριτική. Αν πράγματι η ποιήτρια είδε διαφορετικά την πραγματικότητα, τότε ποια είναι η σχέση του «τώρα» με το προηγούμενο ποιητικό της έργο και ποια μπορεί να είναι η στάση της κριτικής και της λογοτεχνικής θεωρίας απέναντι σε μία τέτοια αποκαλυπτική πραγματικότητα και μαρτυρία;
Κατά τη δική μου αντίληψη, τα τρία τελευταία της βιβλία δεν είναι παρά μια ποιητική - εσωτερική ενδοσκόπηση και αποτελούν το ακραίο όριο της ποιητικής της αναζήτησης, ακόμα και μέσα από τα ερωτηματικά που ενδεχομένως να θέτει η ίδια η ποιήτρια για το σώμα.
Οι εκλεκτικές συγγένειες με την σημαντική Πολωνέζα ποιήτρια Anna Swir ως προς την ποιητική του σώματος, με τον Samuel Beckett στο θεατρικό έργο Το τέλος του παιχνιδιού (πρβ. Αγγελάκη-Ρουκ: «Όνειρο νύχτας: Μπα… Τι κάνεις εσύ εδώ; Δεν έχει ξημερώσει ακόμη. / Όνειρο μέρας: Εσύ τι κάνεις εδώ. Όπου να ‘ναι ξημερώνει. / Όνειρο νύχτας: Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχεις» […], σ. 37, Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο) και με τον Jon Fosse με την επαναληπτικότητα των θεατρικών δομών, έννοια την οποία άλλωστε η Αγγελάκη-Ρουκ εγγράφει στον τρίτο διάλογο με τίτλο Επανάληψη - Δημιουργία, σ. 27 κ.ε. στην ίδια συλλογή), δηλώνουν μια πολύ στενή σχέση της ποιήτριας με τη μεταφυσική, με την προσέγγιση δηλαδή και την ερμηνεία της θεμελιώδους φύσης του όντoς, δηλαδή της ύπαρξης. Και ως προς αυτό, η ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ δεν μπορεί να προσληφθεί ικανοποιητικά αν το σώμα δεν αποκαλύψει τις βαθύτερες και πιο σημαίνουσες ποιητικές λειτουργίες και εκδοχές του.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: