Εντιμοι, έντιμοι οι άγγελοι
γιατί κι όταν ακόμη
σε στραβώνουν με το άσπρο
ψιθυρίζουν: «Δεν υπάρχω».
(Κ. Αγγελάκη-Ρουκ, Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας,1978)
Εντιμοι, έντιμοι οι άγγελοι
γιατί κι όταν ακόμη
σε στραβώνουν με το άσπρο
ψιθυρίζουν: «Δεν υπάρχω».
(Κ. Αγγελάκη-Ρουκ, Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας,1978)
Το 1978 η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ δημοσιεύει τη συλλογή Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας. Η ποιήτρια το 1978 είναι σε ηλικία βιολογικής και ποιητικής ωριμότητας. Με θρησκευτική προσήλωση στη φύση και πάντα με μοχλό το πολύπαθο σώμα της, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, γεφυρώνει τον κόσμο της εσωτερικής ζωής των πραγμάτων με το συναίσθημα. Σπαρασσόμενα ψυχικά τοπία βρίσκουν τη θέση τους σε μια έντονη εικονοποιία. Το ποιητικό ρήμα, διατηρεί ατόφια την ενέργεια, το σφρίγος, την ουσία, την ορμή που χρειάζεται, για να εκδηλώσει την μεταμορφωτική του δύναμη. Η ψυχική συνθήκη της ποιήτριας εγγράφεται σε βάθος και έκταση, με δύναμη και δομεί έναν λόγο υπαρξιακό, στοχαστικό, φιλοσοφικό, που ισορροπεί με τον λυρισμό, αφήνοντας να αναδυθεί άρτια η ποιητική συγκίνηση. Δύσκολο το στοίχημα αυτής της ισορροπίας και κατορθωτό στο σημείο που η Ρουκ επιλέγει να συνομιλήσει με τους αγγέλους.
Μέσα στη μυστική ζωή των πραγμάτων, σε έναν ανοικτό ορίζοντα γεγονότων, εκεί που το φθαρτό σώμα αρθρώνει το παράφορο παραμιλητό του σαν κραυγή της ύπαρξης, της οδύνης, της φθοράς, του τέλους του, εκεί είναι που η ποιήτρια αναζητά τις δραματικές σχέσεις και τις συνδέσεις ανάμεσα στο υπαρξιακό και τα φυσικά στοιχεία, ανάμεσα στο ανθρώπινο και το υπερκόσμιο.
Σε μια ποιητική σύνθεση δέκα ποιημάτων με τίτλο «Αγγελικά ποιήματα» που περιλαμβάνονται στην συλλογή Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας, η ποιήτρια μέσα από την νοερή, αυτεξούσια, ασώματη, αεικίνητη, πνευματική φύση του αγγέλου αναλαμβάνει να γεφυρώσει το αισθητό με το υπέρ–αισθητό, να τανυσθεί απ’ το πεπερασμένο στο άπειρο, να καταδείξει την αντίθεση του φθαρτού κι ανθρώπινου, με το αιώνιο και μεγαλειώδες.
Ο άγγελος είναι έναστρος από μέσα
κι απ’ έξω σκοτεινός για να βυθίζεται
στο μαύρο και να μη φαίνεται.
Οταν φοβεροί αέρηδες
θαλάσσιοι με τρίζουν
το μαύρο πηχτό άυλο του αγγέλου
γίνεται έρεβος
μέσα μου.
Σε μια έρημη κίνηση τότε
στο κενό της πτώσης
κι ενώ δεν έχω καμιά ελπίδα για το φώς
ανακαλύπτω τον ουρανό είναι θολωτός
όπως τον ήξερα
μόνο που κλείνει μέσα του το τίποτα
αντί για το πεύκο και τη φωτογραφία
του καλοκαιριού.
Κι όπως απ ΄τη βάρκα εκείνη
έχωνα το μπράτσο
ως τον αγκώνα στο νερό
με την ταχύτητα του περαστικού
ψάχνω στο σπλάχνο του αγγέλου
την έδρα του Θεο .
(Αγγελικά ποιήματα, Ι)
Η σπλαχνοσκοπία από την αρχαιότητα, ως μια ακόμη μέθοδος μαντικής.Τα σπλάχνα του αγγέλου θα αποκαλύψουν την υπερβατική αλήθεια, όπως τα ανθρώπινα σπλάχνα, τα έντερα, η καρδιά, οι φλέβες, το συκώτι, τα πόδια, οι καμάρες των πελμάτων, τα μάτια, το κεφάλι, φιλοξενούν και ομιλούν τα πάθη τα ανθρώπινα.
«Τα έντερα και τα άλλα», «Η καρδούλα μου τη νύχτα», «τα πόδια μου», «Ιστορίες ματιών», «Το κεφάλι μου», είναι ενδεικτικά οι τίτλοι των ποιημάτων της υπο ενότητας «Τα έντερα» που περιλαμβάνεται στην συλλογή Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας.
Γιατί στο ίδιο το σώμα, ζωή και θάνατος είναι διαρκώς παρόντα, συνυπάρχουν και δεν νοείται ζωή χωρίς τον θάνατο, αλλά και ζωή χωρίς την μεταμορφωτική δύναμη της απώλειας.
Η Ρουκ εντάσσει στην συλλογή αυτή τα Αγγελικά ποιήματα, γιατί απέναντι στον θρίαμβο της απώλειας και το φάσμα του θανάτου, μόνον οι άγγελοι έχουν την ιδιότητα της αθανασίας, μόνον οι άγγελοι έχουν το προνόμιο να αγνοούν το θάνατο.
Η γήινη και σωματική ποίηση της Ρουκ φτάνει στην ύψιστη υπερβατική φιλοσοφική και θεολογική μορφή της, στο σημείο που συνομιλεί με τους αγγέλους. Αποσπάται από το σώμα στο σημείο ακριβώς αυτό που αποθεώνει τις λειτουργίες του και συναντά εν αγωνία την θνητότητά του.
…ο παράδεισος κερδίζεται
με το σώμα
κι είναι κι αυτός θνητός.
(Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας, 1978)
Ο έρωτας και η φθορά είναι οι δύο βασικοί πόλοι, τα δύο βασικά θέματα γύρω από τα οποία κινείται η ποίηση της Ρουκ. Η παντοδυναμία της σάρκας αλλά και η αποκαθήλωσή της. Μέσα από την ερωτική ανάσταση περιφρονείται ο θάνατος. Η ερωτική ευτυχία όμως, όπως και οτιδήποτε στον κόσμο αυτό, υπόκειται στο νόμο της φθοράς. Ο θάνατος, η απώλεια, το τέλος είναι διαρκώς παρόντα. Το μυστήριο του έρωτα, αν και παρηγορεί εφήμερα τις αισθήσεις εντείνει την υπαρξιακή αγωνία.
Το ανέφικτο, το ανεκπλήρωτο, ο φόβος, το αναπότρεπτο τέλος, η μη αντιστρεψιμότητα, ο απειλητικός ήχος από ένα δυσοίωνο μέλλον που δεν υπόσχεται πια, πυροδοτούν στίχους με υψηλό λυγμικό φορτίο.
…αυτό που λείπει τώρα
θα μου λείπει χειρότερα
στο μέλλον
και θα λέγεται ζωή.
(Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας,1978)
Ο έρωτας, η ερωτική πλήρωση προσφέρει μια προσωρινή ψευδαίσθηση ευδαιμονίας. Ομως η ικανοποίηση των αισθήσεων όσο κι αν στιγμιαία κατασιγάζει την αγωνία, δεν απαλλάσσει από την μελαγχολία.
Τα πάθη δημιουργούν θύματα, μα στα δασώδη φυσικά και ψυχικά τοπία εκεί που
…Ο άγγελος τριγυρνά
και βρίσκει αγκαλιές αγκαλιές
τα δέντρα να τον περιμένουν.
Με κινήσεις μπρός πίσω
του κάνουν χώρο να περάσει.
Στα κλαριά τους κρέμονται
τα τελευταία θύματα απ τα πάθη.
(Αγγελικά ποιήματα, VI)
Κι αν ο έρωτας είναι η μεγάλη παραμυθία που ευαγγελίζεται την αιώνια νεότητα και εάν η κραυγή της οδύνης εμπεριέχεται ολόκληρη στον στίχο του Ρίλκε «Ποιος, εάν κραύγαζα, λοιπόν θα μ’ άκουγε λοιπόν απ΄των Αγγέλων τα Τάγματα», εδώ ο άγγελος της Ρουκ εμφανίζεται εκεί ακριβώς που ο εγωισμός και η φιλαυτία των ερωτευμένων λειτουργεί ως τύφλωση, γιατί είναι ο άγγελος που γνωρίζει τα μυστικά της εγωπάθειας αλλά και την ουσία του έρωτα εκεί που το πάθος λιμνάζει και η επιθυμία δίχως ανταπόκριση μπορεί να γίνει βίαιη, ορμητική, επιθετική.
Εκεί που η παγίδα του έρωτα ταλανίζει την ανθρώπινη ψυχή, την φθείρει, την σύρει πολλές φορές σε διαδρομές δύσβατες, η Ρουκ εξόχως βιωματική ποιήτρια, προσφεύγει σαν μόνη σανίδα σωτηρίας στον άγγελο.
…Οι άγγελοι είναι οι πόρνες τ’ ουρανού
με τα φτερά χαϊδεύουν τις πιο αλλόκοτες
ψυχολογίες
ξέρουν τα μυστικά της εγωπάθειας
όταν αποκαλούν το φύλλο δέντρο
και το δέντρο δάσος.
…«Ετσι μας έκαν’ ο Θεός», λένε σκύβουν
και χύνεται το φώς σαν μαλλί χρυσό ή γέλιο
στο στήθος κρατάνε το καπέλο
την ώρα που λένε αντίο
και μπαίνουν σε άλλο κόσμο
καλύτερο…
(Αγγελικά ποιήματα, ΙΙ)
Κι είναι η παρουσία του, η παρουσία του αγγέλου που στο σημείο της πτώσης ως από μηχανής θεός, αίρει την ανθρώπινη ψυχή και την αναπροσανατολίζει στο υψηλό.
Αγγελοι σε διαρκείς μεταμορφώσεις, άλλοτε με ανθρώπινη μορφή που εισβάλλει στο γήινο, παρ΄όλη την ξενότητά τους, αναδύονται μέσα από τους στίχους, σαν τρυφερά σιωπηλά φαντάσματα, ικανά μέσα από τα σημαίνοντα του ποιητικού λόγου να ανασύρουν το αόρατο το μη συνειδητό, το άρρητο, από τα βάθη της ύπαρξης στην επιφάνεια.
Πριν μεστώσουν σε διάχυτο πνεύμα
οι άγγελοι είναι μίσχοι
και τα φτερά φύλλα μπιγκόνιας
σκούρες επιφάνειες
κι από μέσα κόκκινες λάμψεις
Σιγά σιγά βγαίνουν απ’ τη γλάστρα
του κορμιού
παίρνουν το πρόσωπο τού Μπιλ ή του Μπομπ
τρυπούν τη δροσερή κληματαριά
του κόσμου
κι υψώνονται σαν την υπόσχεση
ενός αρμονικού τέλους
στα χείλια τους λάμπουν
οι τελευταίες φυσαλίδες της ανάσας μας
τα σταγονίδια αυτά
της ασυγκέραστης μοναξιάς μας.
(Αγγελικά ποιήματα, V)
Μέσα από τα ουράνια καθρεφτίσματα του γήινου κόσμου και την λευκότητα που ενσαρκώνει την υπέρβαση, το πεπερασμένο ενώνεται με το άπειρο.
Το φώς ως ο κατεξοχήν Λόγος, η συνείδηση της μυστικής ζωής των πραγμάτων, το θάμβος της ωραιότητας, το φώς του σώματος, η φθαρτότητα ως νομοτέλεια του πραγματικού, η παγίδα του έρωτα–θανάτου, αναφύονται ως θρίαμβος της απώλειας στο αγγελικό σώμα.
Ο έρωτας με την μεταμορφωτική του δύναμη είναι μια διαρκής αναγέννηση κόντρα στη φθορά, μια ανθοφορία, δώρο της ζωής κι αποθέωση του κάλλους, αλλά ταυτόχρονα και μέγιστη μαθητεία της ύπαρξης. Γιατί όσο ο θάνατος είναι αναπόφευκτος, άλλο τόσο ό έρωτας φθείρεται. Είναι η αγωνία της απώλειας που στοιχειώνει τη Ρουκ και αναζητά στον άγγελο το αντίβαρο, τον θείο λόγο που δίνει φτερά στην ύπαρξη μέσω της συνείδησης.
Είναι το αγγελικό φως που με την υλικότητα που έχει προεκτείνει το άπειρο εκσφενδονίζοντας μακριά το θάνατο.
Μέσα από τις διαρκείς μεταμορφώσεις της αγγελικής μορφής, στην ποιητική της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, βαθμιαία, από εικόνα σε εικόνα, από μορφή σε μορφή, από σχήμα σε σχήμα, νοηματοδοτείται μια μετάβαση, μια μετάσταση σε μια άλλη ζωή όπου το γήινο θριαμβεύει αλλά δεν πτοείται από την φθαρτότητά του.
Ο λόγος του αγγέλου σωματοποιείται, δίχως να εξαϋλώνεται.
Το ανθρώπινο σώμα φθείρεται, μα το πνεύμα θριαμβεύει και με την δύναμη που έχει εκμηδενίζει τον πόθο και το πάθος και τα υπερβαίνει.Το βάρος της συνείδησης γειώνει το σώμα στα ανθρώπινα, μα και μόνο η σκέψη του αγγέλου αρκεί για να οδηγήσει στην ανάσταση, αρκεί για να αναδυθεί η ελπίδα, αρκεί για να συνδέσει το ενθάδε με το επέκεινα.
Έβγαινε ολόκληρος απ’ το χιόνι
με κόκκινο στην άκρη της γλωσσίτσας του
και κινήσεις άσπρες
που καταργούσαν το άσπρο.
Μου’ λεγε: Κοίτα, μια διάθεση
θα ‘ναι μόνο ο έρωτας, κάποτε
μια διάθεση προς τη νιφάδα
ελαφρότατα θα στηρίζεται το μέσα
σε κάτι ελάχιστα στέρεο για μια στιγμή…
Σιγά σιγά θα παρατηρείς
ότι όλη η ομορφιά είναι πτώση
του νερού/του φύλλου/του χιονιού…
Αργότερα είχε μοσχοπλυθεί
και μύριζε τ’ ακριβά
σαπούνια του ουρανού. Στο υπόγειο που κατοικούσαμε
ο σκύλος είχε ξεκοιλιάσει το μαξιλάρι
κι οι πάγοι είχανε φράξει τα ανοίγματα.
…Η διαφορά μας, είπε
και μου χάιδεψε όλα μου τ αθεράπευτα πλοκάμια
είναι στη συνείδηση.
Τα φτερά μαρτυρούν
την τέλεια απώλεια.
Όταν ο έρωτας θα ‘ ναι
αεράκι απροσδιόριστο
που εντυπώνεται σαν σάλεμα φύλλου
και μόνο
οι σκούρες νεφώσεις της ψυχής σου
θα γίνουν χιόνι
και μαλακή θα χαίρεσαι τον έρωτα
ως την τελευταία παγωμένη του/σταγόνα.
Μες στο στόμα μου/η σκέψη του αγγέλου
είναι ακόμη σώμα: πάλλεται κι εκσφενδονίζει
το θάνατο.
(Αγγελικά ποιήματα, ΙΙΙ)
Η Ρουκ απογυμνώνει την ποίηση της ως το κόκαλο, ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον μύθο της, ανάμεσα στην ζωή και την άλογη της ύπαρξης πλευρά, συνθέτει άλλοτε λυρικά και άλλοτε στοχαστικά, εικαστικά τοπία, ασύλληπτης δύναμης και έντονης μεταφυσικής πνοής.
Η σκέψη της με όχημα την αγγελική μορφή, διασχίζει τον ατομικό της χώρο και συναντά το συλλογικό ασυνείδητο, συνδέοντας το προσωπικό με το καθολικό. Μέσα στην διαρκή ροή του χρόνου, εικόνες και στοχασμοί συγχωνεύονται σε στίχους- πλάνα κινηματογραφικής υφής. Τα Αγγελικά ποιήματα είναι πίνακες ζωγραφικής. Πλήθος εικόνων, μεταμορφώνει τον ποιητικό χρόνο σε χώρα απέραντη και λυτρωτική. Ποίηση που μας σύρει σε μια αγωνιώδη αναζήτηση της Αλήθειας.
…Ας είναι λοιπόν η ποίηση
η μυρωδιά που στο δωμάτιο
άφησαν φεύγοντας οι άγγελοι
κι εγώ ζω αναπνέοντας ακόμη
τις σταγόνες π΄απόμειναν μύρο.
Η ποίηση είναι αυτή που μ οδηγεί
στην κυρά της την Αλήθεια
και τη ρωτώ: Τι μου δείχνεις;…
(Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος, 2003)
Οι άγγελοι της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, ανθίζουν στον κήπο της μυστικής ζωής των πραγμάτων, εκεί που οι πράξεις μας αποκτούν μια άλλη απόκοσμη συνείδηση.
Η αέρινη φύση τους με χίλια πρόσωπα, νυχοπατώντας στον κόσμο μας τον γήινο, μας συντροφεύει στην ενδοχώρα του συναισθήματος, το φως τους μας παρηγορεί όταν ναυαγούμε ανέλπιδα στα σκοτεινά πάθη του έρωτα.
Άγγελοι γνώστες της συνείδησης, της εγωπάθειας, της άπιαστης μυρωδιάς του τίποτα που μπορεί να βασανίζει την πιο αθεράπευτη συνείδηση, εγγυητές της σωτηρίας που ακροβατεί ανάμεσα σε ερείπια και χαλάσματα, σηκώνουν στα φτερά τους τις ανθρώπινες αδυναμίες μας και ντροπαλοί και έντιμοι, τρυφερά φαντάσματα, μας υπόσχονται πως μόνον όταν κατανοήσουμε σε βάθος τους νόμους του Σύμπαντος, μόνον τότε θα διαπιστώσουμε πως δεν κατέχουμε απολύτως τίποτα και η γήινη περιπλάνησή μας θα λάβει τέλος μέσα στην ταπεινότητα αποχαιρετώντας τα πάντα σε πλήρη ελευθερία.
Αν στερεωθεί το ον στη φύση
και πάψει να στριφογυρίζει
αν συλλάβει τις αλλαγές σε ακινησία
ο άγγελος θα σηκώσει το κάδρο ψηλά
κι η εικόνα θα χυθεί σαν χαλί
και θα μας συνεπάρει
(Αγγελικά ποιήματα, Χ)
Ο τίτλος της εργασίας αυτής είναι στίχος από τα «Αγγελικά ποιήματα», VIII της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ.