Το αξιοσημείωτο και στις δύο περιπτώσεις ποιητών είναι ότι ο άγγελος ως βιβλική μορφή απεκδύεται από τον στυλιζαρισμένο ρόλο του. Απενοχοποιείται με τον τρόπο αυτό από όσα είναι επιταγμένος να πράξει. Άρα, ποιητικά μεταρσιώνεται σε μια ελεύθερη μορφή που μετεωρίζεται ανάμεσα στο σκοτεινό και στο φωτεινό, στο παντού και στο πουθενά, στο πεπερασμένο της ύπαρξης και στην ανυπαρξία. Τα συγκεκριμένα αντιθετικά σχήματα συνιστούν πυλώνες της περαιτέρω ποιητικής διαμόρφωσης του Φωστιέρη που φαίνεται ότι δέχεται γόνιμη επίδραση από την ποίηση της Αγγελάκη-Ρουκ.
Η συνομιλία αυτή δεν είναι τόσο μονοσήμαντη. Αν εξετάσουμε περισσότερο διεισδυτικά, τότε θα διαπιστώσουμε ότι στην ίδια συλλογή η Αγγελάκη-Ρουκ αφιερώνει τρία ποιήματα στον Αντώνη Φωστιέρη, και μάλιστα το ένα είναι το ομότιτλο της συλλογής ποίημα: «Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας». Αυτό μάς οδηγεί στη διαπίστωση ότι η ποιήτρια είχε κατά νου όχι τόσο τον πρώιμο Φωστιέρη των προγενέστερων συλλογών: Το μεγάλο ταξίδι (1971) και Εσωτερικοί χώροι ή τα είκοσι (1973), αλλά, κυρίως, τον Φωστιέρη της συλλογής: Σκοτεινός Έρωτας, που είχε δημοσιευτεί έναν μόλις χρόνο πριν από τη δική της συλλογή (1977), με την οποία ο Φωστιέρης εγκαινιάζει στο χώρο της νεότερης υπαρξιακής ποίησης τον έρωτα για το ίδιο το σκοτάδι.
Με βάση τη συγκεκριμένη θεώρηση, το ποίημα: «Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας» της Αγγελάκη-Ρουκ φαίνεται ότι συνδιαλέγεται ως περιεχόμενο και ως έκφραση με το ποίημα: «Ο θρίαμβος του θανάτου» του Φωστιέρη από τη συγκεκριμένη συλλογή του 1977. Από την άλλη, το ίδιο ποίημα της Αγγελάκη-Ρουκ παραπέμπει στο ποίημα του Φωστιέρη: «Ο Διάβολος τραγούδησε σωστά» (1981), όπου καθετί φωτεινό χάνεται στο μαύρο του απείρου. Εμφανείς οι αναλογίες ανάμεσα στα δύο ποιήματα, με παρόμοιες φράσεις --όχι τυχαία-- τις: «σκιές φωτός» και «στριγγλιές φωτός»:
Θραύσματα ζωής//αντικαθιστούν τα χρώματα//στις μικρές απεικονίσεις//του ονείρου//αμυχές//τις σκιές φωτός// στο προσωρινό δέρμα. //Τυφλή στο τόσο μαύρο//ζήταγα θεό//και μου ’διναν μονάχα//δάχτυλο για να τριφτώ (Αγγελάκη-Ρουκ)
Τραγούδησες σωστά, με σιωπή//Βουίξανε οι σάλπιγγες της μήτρας//Κι απάντησε στην ίδια γλώσσα ο θάνατος//Άηχη φωνή//Πηχτό ακατάσχετο το μαύρο απ’ την αρχή//Μέσα του λιώνει//Με στριγγλιές φωτός// Η σφαίρα. (Φωστιέρης)
Αν, τέλος, η μορφή του αγγέλου ή του Διαβόλου στους δύο ποιητές σηματοδοτεί ένα βαθύ οντολογικό πεδίο, σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί το εξής: η φιλολογική κριτική έχει εστιάσει στις μπωντλαιρικές καταβολές του Διαβόλου στον Φωστιέρη. Η Αγγελάκη-Ρουκ, ωστόσο, ήδη από το 1971 αναφέρεται σε σχετικό ποίημά της στο Σατανά («ο Σατανάς κι ο Μεγαλέξαντρος»), όπως και το 1974 στο ποίημα: «Η μάνα μου κι ο Σατανάς». Το 1971 ο Φωστιέρης εκδίδει την πρώτη του συλλογή. Έως το 1981 που εξέδωσε τη σχετική συλλογή του για τον Διάβολο φαίνεται ότι παρακολουθούσε στενά την ποιητική διαδρομή της Αγγελάκη-Ρουκ και ενδεχομένως εμπνεόταν σταθερά από κείνη, όταν έγραψε για τον δικό του ποιητικό Σατανά. Το βέβαιο είναι ότι και οι δύο ποιητές τότε βρίσκονταν σε ένα γόνιμο ποιητικό διάλογο ως προς το σκοτεινό ως τη βαθύτερη όψη του φωτεινού και το αγγελικό ως την εναλλακτική πλευρά του διαβολικού. Και οι δύο θέλγονταν από τον έρωτα για το σκοτάδι, τον έρωτα για την ίδια την ύπαρξη.