Καταστατική πράξη ζωής. και ποιητική πράξη. Η μοναξιά της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Την εγκαινίασε με την πρωτόπλαστη «Μοναξιά» της (1956), στην πρώτη άγουρη άνοιξη της ποιητικής και ανθρώπινης εφηβείας της. Και πήρε τότε από τον πνευματικό της πατέρα -τον Νίκο Καζαντζάκη- δια βίου το χρίσμα.[1] Εγκιβωτισμένη έκτοτε, αιχμάλωτη στην ποιητική της μοίρα, πλασμένη με υλικά χθόνια, αισθητηριακά, που έρχονται από το «χώμα» των ανθρώπων και μεταμορφώνονται σε εθελούσιες ή αθέλητες μήτρες αισθημάτων, γεύσεων και οσμών-μιας αφής όλα της μεγάλης χειρονομίας που ονομάζεται ζωή. Έρωτας-σώμα-πάθος, χρόνος-ομορφιά και ασχήμια, θάνατος-ορατός και αόρατος-απώλεια, επιβίωση, μοναξιά: μια συνωστισμένη, αβόλευτη μέσα στη σάρκα της, υπαρξιακή εκμυστήρευση διάρκειας ζωής, που αναμετρά την επιθετική νεότητα της ύλης της με την επιθανάτια διάλυση των συστατικών της. Η κορυφαία υπαρξιακή αγωνία, όπως η ποιήτρια την εμβιώνει σπαρακτικά και ανήμπορα: «η όλου του σώματος σύγκρισις εύσηπτος» ενώ η «ψυχή ρεμβός» - κατά Μάρκο Αυρήλιο.[2]
Η φιλοσοφία της ποιήτριας περιγεγραμμένη στους αφιλόξενους θαλαμίσκους της Λυπιού,[3] μιας χώρας όχι επινοημένης ουτοπίας, αλλά μιας άφευκτης, μέσα στον μαραθώνιο του χρόνου, μοναχικής πατρίδας: όπου εγκατοικεί η λυτρωτική «ευλογία της στέρησης». Τι συμβιβασμός –καζαντζακικής και νιτσεϊκής σπουδής:
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει… / Στέρησέ με-παρακαλώ το Άγνωστο-/στέρησέ με κι άλλο/ για να επιζήσω.[4]
Η ιστορία των στερήσεων: έτσι θα μπορούσε να προσδιοριστεί το υπαρξιακό, βιωμένο χρονικό της ποιήτριας με κατεύθυνση «τον ουρανό του τίποτα». Κι αφού υποκείμενη στη φυσική νομοτέλεια της ύλης της, δεν δύναται φύσει να αντισταθεί, καταφάσκει στα στερούμενα, μέσα στη σοφία που απέκτησε στην επικράτεια του φόβου:
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο. / πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις/τα πετάω./ Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω. /να φεύγουν τα περιττά λέω/ να μπω στον ουρανό του τίποτα / με ελάχιστα.[5]
Καμιά μεταφυσική. Καμιά διάθεση ή παραμυθητική υπόνοια αθανασίας. Η ένυλη φύση με το πεπερασμένο της. Μονάχα τα ζωτικά, αναπαραγωγικά υλικά συστατικά της ζωής: Χώμα, αέρας, ρίζες. Μια «πρώτη φιλοσοφία»[6] στο πρωταρχικό αντίκρισμα απομυθοποίησης του κοσμικού όλου. Έτσι οδεύει η ποιήτρια προς τη μοναξιά. Προς την αφασία ενός κόσμου που δεν αποζητά, δεν σημειώνει απουσίες, δεν κλαυθμυρίζει σε μοναξιές-γιατί διαθέτει φύσει μιαν ατέρμονη, ακαταπόνητη αναπαραγωγική μήτρα. Η ίδια ωστόσο, παιδί τής φθοράς, την παρακολουθεί σταδιακά, όπως της αποκαλύπτεται, με λυγμικούς αναβαθμούς, και κείνη την ορμέμφυτη κατάσταση φόβου-όχι του κοσμικού δέους που έχει η αρχέγονη λαϊκή ψυχή απέναντι στο θαύμα του άρρητου μυστηρίου. Με μιαν επικούρεια βιοθεωρία, που δέχεται την αλήθεια μέσα από ό,τι της αποκαλύπτουν οι αισθήσεις, και με μια σχεδόν αριστοτελική «βιολογική ηθική», πλέκει το ελεγείο της θνητότητας, με την τραγικότητα της προσωπικής, βιωμένης εκ-πτωτικής εμπειρίας. Και προκεχωρημένου εγκλεισμού: στο επερχόμενο τίποτα. Στον αγνωστικισμό της απόλυτης μοναξιάς· του θανάτου:
[...] Αγαπημένα μου γράμματα θ’άρχιζα /χαϊδεμένα μου φωνήεντα, ανθεκτικά σύμφωνα/πώς βγήκατε ξαφνικά σαν μυρμήγκια από τη γη/…/Εσείς ίσως ξέρετε/γιατί εγώ δεν ξέρω πώς πλάστηκα/από πού έρχονται εκείνα τα δάκρυα/που εσείς με τόση φυσικότητα περιγράφετε/ τι είναι αυτό που νοσταλγώ σαν να το γνώρισα/ ξέχασα σα να το `χα ζήσει/ το περιμένω σαν να μου το υποσχέθηκαν/ το φοβάμαι σα να με φοβέρισαν/ και μοιάζει με νερό/ανατριχιάζει όμως συνάμα, τρέμει/γιατί μόνο αυτό ξέρει/με μια κίνηση να κρύβει και ν’ αποκαλύπτει/το τίποτα.[7]
Η «αυτοκρατορία» του ενσώματου κόσμου
Τι είναι όμως «ζωή» για την ποιήτρια; Ίσως επιγραμματικά θα μας ενθάρρυνε για μιαν ευσύνοπτη αφοριστική διατύπωση: Ζωή είναι το πώς βιώνουμε το σώμα μας. Το σώμα[8] στην ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ συνιστά την κυτταρική, αρχέτυπη μήτρα της προσωπικής της οικείωσης με τη ζωή, της κλιμακούμενης ή παλίνδρομης εξοικείωσής της με τον θάνατο, σε μιαν αδυσώπητη μεταξύ τους διαλεκτική. Αισθάνεται το σώμα ζων-το παρατηρεί στη σταδιακή φθορά του. Και γνωρίζει ότι το τέλος του δεν θα το δει-εκείνη την τελετουργία να «σε κατεβάζουν τα σκοινιά/σιγά-σιγά από ψηλά»,[9] στην ακροτελεύτεια πράξη της «αιώνιας προσμονής». (Μόνο στον Όμηρο, νομίζω, η έννοια σώμα προσδιορίζει το θανόν, το νεκρό σώμα ενώ για το ζων σώμα, έχει ο ποιητής τη λέξη δέμας). Στην Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ το σώμα είναι ο πρώτος δέκτης και παραγωγός ζωής, η ίδια η δυναμική της ζωής όσο και η εν δυνάμει φθορά της. Είναι η πρώτη υλική μαγιά, που πάνω της θα μεταστοιχειωθεί η ύλη σε πνεύμα. Κι αυτή η διαδικασία, σε κερδισμένο παιχνίδι ζωής. Μέχρι το τέλος.
Όλες οι φιλοσοφίες-Δύσης και Ανατολής- έχουν ασχοληθεί με το σώμα. Από τον Πλάτωνα (Συμπόσιο, Φαίδρος) μέχρι την Αναγέννηση στη Δύση, η ομορφιά του σώματος-αισθητικό και ηθικό ιδεώδες- συνδέεται στενά με τον έρωτα. Ο ίδιος ο θεός της ελληνικής μυθολογίας, παιδί της Νύχτας και του Ανέμου -πόση τρομαχτική ποίηση στην καταγωγική ρίζα του Έρωτα!- συνυφαίνεται με τη σκοτεινιά των παθών της ανθρώπινης φύσης. Αλλά και με το μυθικό πρόσωπο του Θανάτου, που κι αυτός είναι γιος της Νύχτας και αγνώστου πατρός. Μετά την Αναγέννηση και κάτω από την επίδραση του Διαφωτισμού ο Έρωτας αποκτά ξανά ό,τι η χριστιανική ηθική τού είχε απαγορεύσει: τη σωματική, τη σαρκική διάσταση στο νεανικό σώμα της εφηβείας για να συμβολίσει την αρχή της σεξουαλικότητας και το ερωτικό κάλεσμα προς τη νεότητα. Τα πράγματα και η ρηξικέλευθη σκέψη που παράγεται γύρω από το σώμα εντείνονται στην εξελικτική τους πορεία μέσα στα όρια της ανατρεπτικότητας του εικοστού αιώνα και συνέχεια: Φρόυντ - Πέρα από την αρχή της ευχαρίστησης, Φουκώ - έμφαση στην ιστορικότητα της σεξουαλικότητας, Πιερ Μπουρντιέ-το σώμα διαμορφώνεται από τη δύναμη και ταυτόχρονα χρησιμοποιείται ως όργανο για τη διατήρησή της, η φαινομενολογική θεώρηση του Μερλώ-Ποντύ: το σώμα είναι το προνομιακό στοιχείο που επιτρέπει στο ανθρώπινο ον την αμεσότητα επικοινωνίας και επαφής του με τον κόσμο («Δεν θα υπήρχε για µένα χώρος, εάν δεν είχα σώµα»!)·[10] μέχρι και τη σύγχρονη κανονιστική πολυεπιστημονική και φιλοσοφική θεώρηση της somaesthetics[11] (σωματικής αισθητικής): που εμπλέκει την έννοια της αισθητικής-της ομορφιάς του σώματος με κοινωνικές, βιολογικές, θεραπευτικές κατηγορίες, τη φιλοσοφική θεώρηση με την πράξη παρέμβασης σ’αυτό. Δεν ενδιαφέρεται απλώς να περιγράψει τις πολιτισμικές μορφές της σωματικής μας συνείδησης αλλά να βελτιώσει την κατάσταση του σώματος, ανακατασκευάζοντας και τις περιβαλλοντικές παραμέτρους που το διαμορφώνουν. Έτσι, η somaesthetics, ένα νέο όνομα για κάποιους παλιούς τρόπους σκέψης, προκύπτει από τη σύγκραση φιλοσοφικών παραδόσεων του Δυτικού κόσμου με τις Ανατολικές φιλοσοφίες και κυρίως τον Κομφούκιο, που εστιάζει στη σωματική καλλιέργεια ως μια σημαντική διάσταση της φιλοσοφικής εκπαίδευσης,[12] και τον Ταοϊσμό, αναφαίνουν στο προσκήνιο το σώμα ως πρωταρχικό δεδομένο όχι μόνο της ανθρώπινης σκέψης αλλά και της ανθρώπινης συνείδησης. Ένα παιχνίδι με την αέναη ανοικείωση του ανθρώπου με τα φαινόμενα της ζωής και του κόσμου.
Το «ποιεί» συνεχώς αυτό το παιχνίδι με τους στίχους της η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ. Και το «περιεργάζεται» με όλες τις αισθήσεις της εν εγρηγόρσει- σε γλώσσα απλή, αισθητηριακή, αισθαντική αλλά και απορηματική:
Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή/την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω/πώς κερδίζει πάντα αυτή/ενώ χάνουμε εμείς. /Πώς οι αξίες γεννιούνται/κι επιβάλλονται πάνω σ’αυτό που πρώτο λιώνει:/το σώμα.[13]
Το κάθε τι υποστασιοποιείται με τη σωματικότητα, την κίνηση του σώματος μέσα στον χρόνο, τις αμείλικτες μεταμορφώσεις του, τον «θρίαμβο της σταθερής απώλειας»,[14] τις μεταστοιχειωμένες «υπενθυμίσεις του έρωτα»,[15] παραμυθία της άφευκτης εγκατάλειψής του: μια εγκατάλειψη της ίδιας της ποιητικής δημιουργίας (;).[16] Το γράφει το ελεγείο της η ποιήτρια με πολλούς τρόπους-ομότροπες λυγμικές εξομολογήσεις.
Τα ποιήματα αποτυχαίνουν /όταν αποτυχαίνουν οι έρωτες./Μην ακούτε τι σας λένε/θέλει ερωτική θαλπωρή /το ποίημα για ν’αντέξει /στον κρύο χρόνο...[17]
Κινήσεις που οδηγούν/ σ’ένα απλό κρεβάτι/πώς να εμπνεύσουν πια;[18]
Τα ποιήματα δεν μπορούν πια/να’ναι ωραία/αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
[...] Πονάν τα γόνατά μου/και την ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω…
[...] Τα επίθετα μαράθηκαν /μόνο με τις φαντασιώσεις μου/ μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.[19]
Ενσώματη μοναξιά
Η προϊούσα έκπτωση του σώματος, είναι για την ποιήτρια και η ενοχική σύσταση της μοναξιάς της. Το σώμα με την πάροδο του χρόνου αδυνατεί, παρακμάζει, ασχημαίνει, παύει να είναι ερωτικά δεκτικό-ανοίγει τον πελώριο, εφιαλτικό δρόμο της αποτρόπαιας, ενσώματης μοναξιάς. Πώς εννοιολογεί ωστόσο τη μοναξιά η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και πώς την καταθέτει, πότε ως σπαρακτικό βίωμα στην ποίησή της και πότε ως μια στωική εμπειρία του δρόμου που οδηγεί στη σοφία εντελούς κατάκτησης της ζωής; Και, τέλος, πώς αυτοκαθαίρεται -αν αυτοκαθαίρεται- από τη μοναξιά της;
H μοναξιά είναι βέβαια η εναρκτήρια εμπειρία της προγεννητικής ακόμα φάσης της ζωής. Και ακολουθεί ως καταλυτική υπαρξιακή –και πολιτισμική- εμπειρία μέχρι την υπαρξιστική έννοια της απόλυτης μοναχικότητας του θανάτου. Ο Φρόυντ μιλώντας για τους παράγοντες της σιωπής, της μοναξιάς και του σκότους, θεωρεί ότι «αποτελούν ενεργά συστατικά στοιχεία στην παραγωγή του νηπιακού άγχους, από το οποίο η πλειονότητα των ανθρώπων ποτέ δεν κατάφερε να ελευθερωθεί πλήρως. Με πεσσιμιστική απολυτότητα ο Τhomas Wolfe θα διαβεβαιώσει: «…Ποιος από εμάς δεν παραμένει για πάντα ξένος και μόνος; … Αυτό δεν το αποφεύγουμε ποτέ, όποια χέρια κι αν μας αγκαλιάσουν, όποια χείλια κι αν μας φιλήσουν, όποια καρδιά κι αν μας ζεστάνει. Ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ…».[20]
Για ποια μοναξιά όμως μιλάμε; Η Ψυχολογία οριοθετεί τα πράγματα. Υπάρχει η πολιτισμικά προσδιορισμένη μοναξιά των μεγάλων πόλεων, η απερήμωση της ζωής, η αποκοπή από τις ρίζες και μύρια όσα… Πρόκειται για έναν «ερημητισμό» κατά την έκφραση του Κίργκεγκορ,[21] κοινό, επώδυνο βίωμα των απρόσωπων συνοικήσεων στα πλαίσια του αστικού πολιτισμού. Υπάρχει η αίσθηση της μοναχικότητας-επιλεκτική, ίσως και δημιουργική με μιαν έννοια, εμπειρία - των ανθρώπων που δοκιμάζουν τα «ωκεάνια αισθήματα»,[22] απομονωμένοι σ’ένα βουνό, σε μιαν έρημο, σ’ένα δάσος, στον ωκεανό. Κι ακόμα η εκούσια, καλλιτεχνική μοναξιά των δημιουργικών περιόδων του καλλιτέχνη, του ποιητή, του όποιου δημιουργού, που έγκειται στη φύση του ιδιόμορφου έργου που επιτελεί το να μένει στη μόνωση της έμπνευσής του χωρίς να αισθάνεται την πνιγηρή, αδιέξοδη λύπη της απουσίας του άλλου. Υπάρχουν και οι αποχρώσεις και οι τονικότητες της φυσικής μοναξιάς, που προκαλείται από τον θάνατο, από τη μετακίνηση οικείων προσώπων, από τη διάλυση μιας ερωτικής σχέσης, ένα ρήγμα όλα στην αίσθηση της απαρτίωσης. Η μοναξιά των γηρατειών - αναπόφευκτο ανθρώπινο στάδιο, ενταγμένο όμως στα κατά φύσιν συμβαίνοντα, όπου και λειτουργούν άλλοι -σωστικοί-μηχανισμοί επιβίωσης. Επιπλέον, μπορούμε να μιλήσουμε για την περίεργη μοναξιά ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους.[23] Όλα τα παραπάνω, ανεξάρτητα από την ένταση με την οποία επιτίθενται στο άτομο, ενεργοποιούν τις δυνατότητες του ανθρώπου να μετατρέπει τη μοναχικότητα σε δυνατότητα. Ο D.W. Winnicott εξετάζοντας την ικανότητα του ατόμου να μένει μόνο, κρίνει ότι το γεγονός συνιστά ένδειξη συναισθηματικής ωριμότητας.[24]
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γεννιέται ως ποιητικό υποκείμενο μέσα από και με τη Μοναξιά. Η πρώτη εξομολογημένη ποιητικά Μοναξιά[25] της, που την υπογράφει το Φθινόπωρο του 1956, είναι η κοινωνικά θεωρημένη μοναξιά, η διασύνδεσή της με την ανθρωπιστική υφή μιας μορφής κοινωνικής μοναξιάς: αυτή που συνυφαίνει με τις δικές της κεραίες πρόσληψης του ανθρώπινου πόνου. και τη συμφιλιώνει με την κατάκτηση μιας Νίκης ατομικής, δικής της και όλων των μοναχών ανθρώπων. Είναι ως να ορίζει a priori τον δρόμο της ποιητικής δημιουργίας, την ειμαρμένη της προσωπικής της ποιητικής οντογονίας: που εκπέμπει την ομοιοπαθητική της θεραπεία και ως μήνυμα προς τον άνθρωπο.
[...]
Θεέ μου, τι θα γίνουμε;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;
Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος.
Μια θα ‘ναι η Νίκη:
αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε.
Μόνοι μας.[26]
Καιροφυλακτεί στο εξής στην ποίησή της η μοναξιά. Υπονομεύει με τη σωματικότητά της ακόμα και τις πιο ευφορικές, τις πιο παρα-μυθικές και αλληγορικές της συλλήψεις. Δίπλα από τον έρωτα, σύντροφος του θανάτου, από εκείνη την «Πρώτη Μέρα», που «Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού»,[27] εκεί που τα περιβόλια του ορίζοντα καλλιεργούν «οι σύντροφοι του τέλους».[28]
Υποστασιοποιείται πρώιμα μέσα στους μεταποιημένους μύθους[29] η μοναξιά της Ρουκ, όταν ακόμα δεν την έχει κατακτήσει ως προσωπικό βίωμα, αλλά ιχνηλατεί ανυπόμονα το παν και το κενό, τόσο στη σωματοποιημένη τους φύση[30] όσο και στη μεταφυσική τους σύλληψη. Η δική της καταβύθιση στο μυστήριο του έρωτα και του θανάτου, μέσα από τις μεταπλάσεις συμβολικών μυθολογικών μορφών (Πηνελόπη, Ιφιγένεια, Λάφικτος, Αλιείη κ.λπ.)[31] είναι με μια άλλη σιβυλλική, ποιητική, χρησμική προσέγγιση το ψυχαναλυτικό μοντέλο του Φρόυντ, όταν το 1920 με το «Πέρα από την αρχή της ευχαρίστησης»,[32] θα αξιοποιήσει τις δύο αρχετυπικές μορφές του Έρωτα και του Θανάτου για να περιγράψει τους δύο βασικούς, συγκρουσιακούς τύπους ενστίκτων που διέπουν τον ανθρώπινο ψυχισμό: την ενόρμηση της ζωής σε σύγκρουση με την ενόρμηση του θανάτου. Κι εδώ εμφωλεύει η μοναξιά.
Όταν η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γράφει: Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού[33] ή Χαρά στον κλήρο μου το θάνατο[34] ή Σχέδια για τον θάνατό μας/ κάναμε απόψε[35]/ ή Η αγάπη σου δάχτυλο κεντημένο για Κει[36] / ή Ο Μινώταυρος αγγίζει τα χώματα/ πριν σ’τα παραδώσει.[37] Ή, Άοπλη βρίσκεται πάντα η μοναξιά/φάροι αφιλόξενοι τα παράθυρα/οι κήποι αγέλαστοι/ψυχραίνουν κι αναριγούν.[38] Ή όταν η ποιήτρια περιβάλλει την ανθρώπινη τοπιογραφία της με συναφείς λέξεις φορτωμένες το φάσμα της μοναξιάς: Κουράζει η Ερημία/σαν τη βροχή[39] και στο ίδιο: κι άλλοι αρχόντοι/ του σιδήρου και του κακού/ τον προσκαλούσαν /σε λιβάδια ερημωμένα[40] - σ’αυτή την αργή διαδικασία πραϋντικής αν-οικείωσης[41] πραγματώνει με εσωτερικούς αναβαθμούς, την εξομολογητική, προς τους «συντρόφους του τέλους», λυτρωτική της κάθαρση.
Στις «Σημειώσεις για το βιβλίο του πατέρα»[42] η μοναξιά ενδύεται το ρούχο της: απουσία. Ο γέροντας τώρα δεν έχει όνομα. Ποιητικά ο Γιάννος δεν υπάρχει. Τη μοναξιά του γέρου/ προσπαθώ να μαντέψω/γαλακτερές σαν γίνονται οι ώρες/σαν ο αέρας είναι μόνο αέρας/κι η απουσία όχι γυρισμός.[43] Προϊδεασμός για την «ηλικιωμένη» μοναξιά, πνιγμένη μέσα σε βλάστηση από αναμνήσεις. Η ποιήτρια δεν έχει περάσει ακόμα στο οδυνηρό φάσμα της δικής της βιωμένης μοναξιάς. Ένα φαντασιακό περίγραμμα με την οξύτητα μιας ενσυναίσθησης, που βαίνει ορμητικά προς την εμβίωση του κύκλου της ζωής. προς τον βραχύ δρόμο του ρόλου της από τον έρωτα στον θάνατο:[44] μηρυκάζω τα μάταια λόγια/του ρόλου μου/-πάντα πως θα πεθάνω σε λίγα χρόνια /παίζω-...[45]
Αργότερα, κι ενώ την ακολουθεί ο «ανοιχτός ορίζοντας» της μοναξιάς, θα συλλάβει την αισθητηριακή κατάσταση της μοναξιάς των όντων και των πραγμάτων με τη δραματικότητα της παρθένας αφής,[46] για να αναρωτηθεί, χωρίς ωστόσο να εξευρίσκει απάντηση: «Τα όντα όταν τ’ αφήνουμε μόνα τους, πώς είναι; Τί κάνουν όταν παύουμε να τα πασπατεύουμε, να τα γαργαλάμε, να τα δαγκώνουμε; Όταν είναι μόνα τους μες στη σαπουνάδα τους ή στις λάσπες της νύχτας; Τα πράγματα, όταν δεν τα χώνουμε ανάμεσα στα πόδια, όταν δεν τ’ ανοίγουμε, δεν τα κλείνουμε, δεν τα φοράμε και περιμένουμε, δεν τα γδυνόμαστε και περιμένουμε, όταν δεν σχεδιάζουμε Σαββατοκύριακο, βόλτα, όραμα, επίδειξη· όταν το χιόνι δεν έχει πατηθεί απ’ τον αγαπημένο σκύλο, οι γλάστρες με τα παράθυρα της ψυχής μας κλειστά για πάντα, πώς είναι; Πώς είναι ο κόσμος όταν λείπουμε;[47] Και πάλι η απουσία θα είναι το άφαντο περίγραμμα της μοναξιάς. που θα μεγαλώνει από τα όντα στα πράγματα κι απ’αυτά στον κόσμο. Με το δραματικό κρεσέντο τής πρωτοπρόσωπα εκπεφρασμένης οριακής απουσίας: του θανάτου.
«Οι χρόνοι τού εγώ… Όταν το εγώ επαίρεται και σε χαϊδεύει μες στον ύπνο. Ή όταν πρησμένο από εκκρίσεις κι εξευτελισμούς παίρνει τα κάτω. Πάει προς το μέλλον του. Οι χρόνοι του μέλλοντός του είναι σπαρμένοι σιδερένιες καρφίτσες. Κάθε κεφάλι καρφίτσας και μια νέα επίσκεψη της ιδέας-θάνατος. Όλο πυκνώνουν οι καρφίτσες, όλο αραιώνουν οι χρόνοι. Ξαπλώνομαι στο πολυμεταχειρισμένο μαξιλαράκι της ραπτικής και γίνομαι εγώ όλοι αυτοί οι χρόνοι που δε θα’μαι…
δε θα’μαι...
δε θα’μαι...[48]
Ο πόνος του χρόνου
«Τίποτα το ζωντανό να σαλεύει εκεί»: Είναι το κενό μέλλοντος τοπίο, όπου η ποιήτρια μεταξύ ζωής και ανυπαρξίας, συμφύρει τον θάνατο με τη μοναξιά και καθιστά τραγική την απουσία στις «λεπτές αποχρώσεις του αντίο», σε «πρόσωπα μισοκρυμμένα απ’το καπέλο», σε χαμόγελα ανθρώπων μοναχών «όταν κοιτάν έξω απ’το παράθυρο ένα τοπίο χωρίς τίποτα το ζωντανό να σαλεύει εκεί».[49] Μοναξιά, λοιπόν, επιβεβαίωση της απουσίας-και του μέλλοντος χρόνου. Προετοιμάζεται για την ανατομία αυτής της άφευκτης εν ζωή μοναξιάς, καμωμένης από απουσία χρόνου, απουσίες ανθρώπων, απουσία της ενσώματης δύναμης. Το προσωπείο της Γιαννούσας ενσαρκώνει την αλληγορία της μοναχικότητας στο μεταίχμιο μιας μεταφυσικής «που μιμείται το απόλυτο για ν’αντέξει τη ζωή».[50]
Ο πόνος του χρόνου αρχίζει ολοένα και περισσότερο να ενδύει το βιωμένο τραύμα της «εσωτερικής ερημίας», το πρώτο σημάδι της επερχόμενης μοναξιάς, που είναι «πένθος»-με την κοινή και την ψυχαναλυτική σημασία-, με πέτρες ασήκωτες πεθαμένου πάθους /αγκωνάρια πένθους/κι όλα τα ύπουλα υλικά του λιθοξόου χρόνου».[51] Οι πόνοι ενηλικιώνονται, θα πει η ποιήτρια, προσωποποιώντας την πικρή τους γεύση, μεγαλώνουν και πλησιάζοντας ο ένας τον άλλο, όλοι μαζί θα χτίσουν τα ανάκτορα της οδύνης. Τι εκπληκτική σύλληψη της έννοιας της οδύνης: ένα σύνολο συναντημένων και συναρτημένων πόνων-αυτό είναι η οδύνη-συνισταμένη της ίδιας της ζωής και κορυφαία έκφραση οδύνης του επερχόμενου τέλους της.
Παίζεται πια «Η νέα τάξη πραγμάτων». Το παρόν αδειάζει, μεταμορφώνεται. Ό,τι αποτελεί την ευδαίμονα συμπερίληψη της ζωής γίνεται μνήμη, ενώ το άλλοτε παρόν της μυρίζει γήρας και αντισηψία. Γηρατειά και ασθένεια. Μια «νέα τάξη πραγμάτων», όπως στις ανυποχώρητες δικτατορίες της μοίρας:
Ονειρεύτηκα / πως βρέθηκα στην παλιά ερωτική φωλιά/μα όλα είχαν αλλάξει/τοίχοι είχαν γκρεμιστεί/νέα δωμάτια είχαν ξεπηδήσει/πιο άσπρα κι απ’τα κρίνα/με νοσοκόμες ολόλευκες/που με καλούσαν να περάσω μέσα… Ένα άρωμα ανάβλυζε από κει γλυκούτσικο/που δε θύμιζε τίποτα πια /στην παλιά ξαπλωμένη./ «Η νέα τάξη πραγμάτων»/μουρμούρισα ξυπνώντας.[52]
Και στη συνέχεια -στα Ποιήματα παύσης- έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει και να αναμετριέται η αρχή με το τέλος, η ζωή με τον θάνατο, το παρόν με τη μνήμη, που ολοένα μεγαλώνει και μένει πίσω. Έτσι η Αγγελάκη-Ρουκ κατασκευάζει τις πικρές μοναξιές της, μέσ’από αισθήσεις ζωντανεμένες με αισθήματα, όσφρηση με άρωμα πορτοκαλιάς και γιασεμιού και γεύση από αόρατο αλμυρό κύμα που σε ραίνει και όνειρο «να σου δίνει ολάκερη τη γεύση μιας θλίψης που θα’ρθει, σαν λεκές π’ απλώνει η ζωή… τελειώνει».[53] Τα πράγματα πλάθουν εικόνες, συνιζήσεις, αντιθέσεις, μεταφορές, συνηχούν με στοχασμούς, μεταμορφώνουν το παρόν, ρυτιδιάζουν και κονταίνουν το μέλλον. Εικόνες ευφορικές παιδιών και ήλιων γίνονται μέρος μιας παγωμένης ονειροπόλησης, που πονάει σαν θάνατος στο πήγαιν’έλα με τον «εγωπαθή χρόνο».[54]
[...] Όλα όσα μοιάζουν με απώλειες/είχαν έρθει απ’έξω./Κι έπειτα δε μου’χαν πει τίποτα /γι’αυτές τις στιγμές που θα’μουνα σαν τη φύση:/άδεια./Και δε μου’χαν πει τίποτα γι’αυτό το άδειο:/πολύλαλο.[55]
Καθώς η ποιήτρια αγναντεύει τη ζωή να αποσαρκώνεται, με φιλοσοφικές περιελίξεις πάνω στο δούναι και λαβείν της, θα έχει οικοδομήσει τη μελαγχολική, λυρική δυστοπία της-μια παραμυθική πατρίδα, τη Λυπιού, που θα φιλοξενεί τον κόσμο της ποίησής της. Εκεί θα εγκατοικούν στο εξής συναισθήματα και σκέψεις, χρόνοι και έρωτες, παρουσίες και απουσίες, φαντασιώσεις και πραγματικότητες, που εκτείνονται από τον «υλοζωικό» λυρισμό μιας προσωπικής φιλοσοφίας μέχρι τα σκοτεινά, αποτρόπαια σκηνικά του Πόε. Το προοίμιο στη Λυπιού ξεκαθαρίζει και τα σχετικά με την ερωτική φύση της ποίησης. επομένως και με τον δρόμο που θα περπατήσει αυτή στο εξής, μόνιμα αιχμάλωτη στην Πολιτεία της Λυπιού, σ’αυτή την κιβωτό της ζώσας μνήμης, που η ανάκλησή της είναι ζωής επανάληψις.
Πώς συστήνει η ποιήτρια τη χώρα τής Λυπιού:
Έναν τόπο επινόησα/για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη…/Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα/ για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη/μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα/αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους/αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά/και καρπούς σάπιους.[56]
Πώς φτάνεις στη Λυπιού;
α.
[...] Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό/μόνο μ’ένα σφίξιμο ελαφρό/που θυμίζει τον έρωτα σαν στέκεται/αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού…
β.
Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης/γίναν σιωπηλές πλατείες/τα κουτσουρεμένα πάθη σύδεντρα σκοτεινά/κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες/σκύλοι κακοταϊσμένοι που πλανιούνται στα σοκάκια. Κάτι χειρότερο από γερατειά/η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα./
γ.
Στη Λυπιού κλαίω συνέχεια/ από τότε που μου’δειξες την αξία της λύπης./Όχι, δεν είναι το αρνητικό της γονιμότητας/αλλά το θετικό της απουσίας [...]
δ. Ο πιο όμορφος άντρας της Λυπιού/βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του. [...]
ε. Η πιο νέα γυναίκα στη Λυπιού είμαι γω/που κοιτώ, κοιτώ και δεν πιστεύω/πώς τόσος κουρνιαχτός συσσωρεύεται στην οδό της χαράς. [...]
στ. Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα/κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα/για να’μαι πάντα ένα μ’αυτά που’χω χάσει [...]
ζ. Η θρησκεία στη Λυπιού/είναι μια Έννοια Ακέφαλη [...] Στη Λυπιού λατρεύεται ο έρωτας-θάνατος/σαν έννοια μία, ακέφαλη γιατί χωρίς ελπίδα.[57]
Η ποιήτρια με τη Λυπιού (1995) μας δίνει το τοπικό και χρονικό και το συγκινησιακό στίγμα της ποίησής της στο εξής. Ό,τι ακολουθεί-Ωραία έρημος η σάρκα (1996), Η ύλη μόνη (2001), Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος (2003), Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005), Η ανορεξία της ύπαρξης (2011)- είναι η μετεγκατάστασή της σε μια άλλη πατρίδα όπου τόσο αυθόρμητα και μετρημένα θα πει: «Ο θάνατος αναβάλλεται, ο τρόμος ποτέ». Λυρικές καταδύσεις στις τελετουργίες της αποσάρκωσης τα ποιήματά της ιχνηλατούν την προσωρινότητα της φύσης του έρωτα (Ο Έρωτας ζάρωσε σε προθεσμία και έγινε ΕΩΣ./[58] του συνώνυμου θανάτου-την ιστορία της ζωής, και της δικής της: Τι ιστορία ήταν; Αγάπης, πένθους, πάθους;/Σιωπή ακολουθεί/όπως σερνάμενη η ουρά/ζώου νηστικού./
Τώρα που ο έρωτας είναι σαν το μπαλκόνι/με τις πάνινες πολυθρόνες/που σαπίζουν στη βροχή/τώρα που δε βγαίνει του ονόματός μου ο ήχος/το στήθος πιέζοντας με στήθος/την κοιλιά με κοιλιά/τώρα που ο χρόνος στέκεται/σαν το μηρυκαστικό [...] /Ήρθε η ώρα ν’ακούσω/να ξεδιαλύνω, να βρω, να εξηγήσω/να θυμηθώ…/Να θυμηθώ τι;Τον Παράδεισο;/Την Κόλαση; Τον παράδεισο της ζωής ;/Την κόλαση της μη-ζωής;/Την καταδίκη του άγνωστου φωτός;[59]
Στη Λυπιού επανέρχεται-όταν πια έχει λησμονήσει «το συντακτικό της νιότης».[60] Μετά από διαδρομές που κυριαρχούνται από σκοτάδι και σιωπή (είναι η γλώσσα-μήτρα),[61] από αισθήσεις που μένουν άνεργες, καθώς «όλα του σώματος χάνουν το νόημά τους»[62] κι όλο και συχνότερα ακούγεται η ψυχή, για να γίνει –και πάλι παρα-μυθική- (α)βεβαιότητα αθανασίας εις βάρος της κυρίαρχης σάρκας στΗν Αλφαβήτα μιας ζωής:
«Ψέματα, ψέματα είναι όλα! Μην κοιτάτε τις ζωγραφιές, μην ακούτε τα λόγια. Η ψυχή μόνο στον άνθρωπο τον ζωντανό μένει πιστή, σαν σκύλος».[63]
Για να φτάσει να «ερωτοτροπεί» διαλεκτικά και προς την αθανασία της ψυχής, προχωρώντας σε βάθος την εσωτερική της ανασκαφή κι ενώ εμμένει στη συστατική σαρκική πρωτοΰλη της: «…Ψυχή, ψυχή είσαι σαρκική/λίγο αλλιώτικη στην οσμή, στην υφή/λίγο παράξενη η συμπεριφορά σου/αφού όταν όλα αναχωρούν/εσύ φεύγεις τελευταία./…………/Α, γι’αυτό αθάνατη σε λένε οι μύθοι./Με την ψυχή στο στόμα κατάλαβα/πόσο εύκολα λιώνει το παραμύθι./Αλλά τι γεύση!/[64]
Οι λέξεις της αντηχούν σιωπές αχανείς,[65] νύχτα, εγκλεισμό και μοναξιά. Η ποίηση αναδύεται ως το μοναδικό καταφύγιο-παραστατικά εικονιζόμενο με του ηλικιωμένου σώματος τα βοηθητικά.
Νύχτωσε ξαφνικά/κι εκεί που το καλοκαίρι αναγγέλλονταν/μύρισε θειάφι…
«Παράξενος καιρός φέτος», μουρμούρισα/και ξαναμπήκα στην κάμαρα/στο μπαστούνι ακουμπώντας/της γραφής.[66]
Ώσπου και το μέσα θα χαλάσει κι αυτό, υπείκοντας στον νόμο της φυσικής φθοράς. Ό,τι ζωντάνευε κόσμους με χρώματα, πλούτο ζωής και χαράς, θα στερέψει ανεπίστρεπτα. Ανάλγητος νατουραλισμός περιβάλλει τώρα την εικονοποιΐα της Ρουκ: ψεύτικα δόντια, καρικατούρες χείλια, ενώ καμιά αφή …κανέν’αγιάζι δεν αγγίζει την ψυχή.
Με κάθε ανατολή/όλο και απομακρύνεται το μέσα. /θέριεψαν ακαλλιέργητα τα ΘΑ/κι έγιναν δηλητηριώδη φυτά.
Το μέσα έχασε τη δροσεράδα του κλειστού/σαν ξάφνου να το χτύπησε/ο πιο ανήλεος ήλιος/κι είναι σαν ξεροκόμματο/που ένας χορτάτος διάβολος/το πέταξε στο δρόμο.[67]
Υποθήκες προς εαυτόν
Η πορεία της τώρα είναι ανάμεσα στον μακρύ, παρελθοντικό χρόνο-το περιεχόμενό του είναι ζωή-και στον αβέβαιο, βραχύ χρόνο του μέλλοντος. Η φαντασία της σε εγρήγορση αναπλάθει το υποκατάστατο όσων στερείται. Αναρωτιέται για τα παρελθόντα, βασανίζεται με τα όσα άφευκτα θα συμβούν. Η μοναξιά της, δηλούμενη με σιωπές[68] ως την έσχατη και αιώνια σιωπή, ξετυλίγεται φλύαρη. Εκεί είναι που αναζητά τον συνομιλητή, τόσο συχνά επί ματαίω! Θα τον βρει. Είναι ο έσχατος –χαρισματικά ενσυναισθητικός- συνομιλητής, που λάθρα καιροφυλακτεί, όταν όλοι οι άλλοι έχουν αποχωρήσει, για να ξανοιχτεί στη δεκτική πάντα ακρόασή του. Κάπως έτσι θα συλλάβει η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ την πρώτη διαλεκτική υποθήκη της προς εαυτόν: Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι. «Ήταν μια μέρα παράξενη», θα μας εξομολογηθεί η ίδια στο οπισθόφυλλο της έκδοσης. «Μια συννεφιά με είχε τυλίξει σαν σύννεφο βαρύ. Στράφηκα στην ποίηση, όπως πάντα όταν δυσκολεύομαι στη ζωή. Αλλά κι εκείνη απουσίαζε… Και τότε μου ήρθε η ιδέα ν’αποκτήσω έναν καινούργιο συνομιλητή: τον εαυτό μου… Τώρα τον βάζω απέναντι στις δύσκολες πληγές της ζωής μου και του λέω να ξαναπαίξει το έργο…».[69]
Το έργο λοιπόν θα παιχτεί «κατ’αντιμωλίαν», με όλους τους διαδίκους επί σκηνής. Και θ’απαιτήσει ο καθένας την αλήθεια του μ’ένα λεπτουργημένο νυστεράκι που θα ψαύει διαχρονικά τις ρίζες του. Οι βασικές έννοιες με τις οποίες η Ρουκ συνθέτει την ποιητική της θα συναρθρωθούν εδώ σ’έναν ισότιμο χορό που θα μοιάζει με ψυχαναλυτική, επώδυνη αλλά ψύχραιμη άσκηση στο θεραπευτικό ντιβάνι του ψυχαναλυτή: το (άναρθρο) άδειο, ο πόνος, η (αθώα) θλίψη, το (αμίλητο) μέλλον, ο χρόνος, η μοναξιά, η υποκρισία, η βασανιστική εξομολόγηση στον καθρέφτη, το (αμείλικτα απαιτητικό) ποίημα. Το διττό της πρόσωπο-εγώ κι εγώ-αποτελεί την εισαγωγική έμπνευση αυτοαναφορικότητας προκειμένου να αισθητοποιήσει για τον εαυτό της και τους αποδέκτες της τέχνης της, τη φύση της «ασθένειας» που την πολιορκεί και τα “remedia solitudinis” που η ίδια επινόησε και προσφέρει στη συνέχεια. Η συνεπής προς τις κυτταρικές αρχές της ποίησής της θεατρική τους αναψηλάφηση ανα-παράγει, ως ένα υβριδικό είδος «θεατρικής ποιητικής», τη διαδρομή της ποιητικής αυτογνωσίας: για να καταλήξει στην ευστοχία ειλικρινούς αναμέτρησης με το κατασκευαστικό άδυτο του ποιήματος (Έκτη πράξη: Εγώ και το ποίημα).[70]
Μια (αναγκαία) παρένθεση: η θεατρική κάθαρση της μοναξιάς
Η αναμέτρηση της ποιήτριας με τον εαυτό της-χωρίς να το έχει ποτέ φανταστεί -δεν θα γίνει εν κρυπτώ. Μια θεατρική σκηνή θ’ανοίξει την αυλαία της κι ένας ανήσυχος δημιουργός θα καθοδηγήσει τη «διπρόσωπη» ποιήτρια ώστε να διοχετεύσει σε δημόσια «παράσταση» την πείρα της μοναξιάς της- μάθημα που θραύει μοναδικά τα όρια της πικρής, αθέλητης μοναχικότητας. Στον κατανυκτικό χώρο του θεάτρου «Έαρ Βικτώρια», και σε σκηνοθεσία Γιάννη Φαλκώνη, με τη Γεωργία Ζώη στον ρόλο του «δεύτερου εγώ» της ποιήτριας (σε νεότερη ηλικία),[71] η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ θα παίξει τον εαυτό της η ίδια,[72] με τη φυσική της παρουσία επί σκηνής: ευρηματική πράξη υπέρβασης της μοναχικότητας και της μοναξιάς του δημιουργού, της απόστασής του από τους αποδέκτες της σκέψης του.
Η ατμόσφαιρα αυτή καθαυτή με τη σεμνή, αδέξια σκηνικά-όπως της ταιριάζει- παρουσία της ποιήτριας υποβάλλει στην εξέλιξη μιας «μονολογικής» ιεροτελεστίας με πολλά πρόσωπα: όπου πρωθιέρεια η ποιήτρια, στον πιο οργανικό, τον πιο αισθαντικό εσωτερικό της μονόλογο, στον οποίο προσκαλεί τόσους εκλεκτούς συνοδοιπόρους να τον ακουμπήσει.
Η παράσταση αρχίζει: το έργο, μια φιλοσοφημένη, αυτοαναφορική ψυχογραφία σε έξι πράξεις με ονόματα (Το άναρθρο άδειο, Εγώ και ο πόνος, Αθώα θλίψη, Ο χρόνος κι εγώ, Η υποκρισία κι εγώ, Εγώ και το ποίημα) και τρία ιντερμέδια, πάλι με τα ονόματά τους (Το αμίλητο μέλλον, Μαθήματα μοναξιάς, Εξομολόγηση στον καθρέφτη). κυοφορεί και πραγματώνει το βίωμα της μοναξιάς σε όλες τις εκφάνσεις, τις γεύσεις και τους αναβαθμούς του μέσα στον χρόνο και στις δημογραφικές ή και δημιουργικές του εκδοχές. Πρόκειται για την αυτοβιογραφική σύμμειξη σκέψεων και βιωμάτων και ποιητικών εκφράσεων τόσο εύγλωττα σιωπηλών στη βίωσή τους, τόσο σιωπηλά ηχηρών στις νοηματικές και συναισθηματικές εκδιπλώσεις του!
Σ’ έναν υπαρξιακό εγκλωβισμό η ποιήτρια, ενώπιον της οποίας ορθώνονται αδυσώπητα προσωποποιημένες οι φυσικές και μεταφυσικές οντότητες που περιβάλλουν κάθε ανθρώπινο πλάσμα και συγκροτούν τη Ζωή: ο χρόνος,[73] τα πράγματα, οι επιθυμίες, η ύλη, ο φόβος, ο πόνος, το άγχος, ο έρωτας μαζί με τη δημιουργία ή μια ταυτολογία έρωτας και δημιουργία, η θλίψη, η απώλεια, το γήρας, ο θάνατος, το άδειο-αυτή η πεμπτουσία της ανθρώπινης τραγικότητας με τις τόσο πολλές νοηματοδοτήσεις του, από το ένυλο κενό μέχρι την αμερικανική frustration και τον υπαρξιστικό μηδενισμό-, το ταπεινό ατομικό λίγο και το άλλο το περισσότερο, το πολύ του κόσμου. Και το ποίημα-η δημιουργία- που πεισματικά συγκατανεύει, παρά τους φοβικούς διαλογισμούς, στην αθανασία της ύπαρξής του, στη μόνη διεκδικητική αυθεντία της ύπαρξης: «Να ζεις. Αρκεί να ζεις!». Ως να εκσφενδονίζεται κυριολεκτικά στο κοινό ο έσχατος λόγος του δημιουργού-και ο κάθε άνθρωπος είναι φύσει δημιουργός-μια οριακή αισιοδοξία που διαπερνάει τις αμφισβητήσεις και συγκατανεύει στο δώρο της ζωής, ταυτόσημο με το δώρο της δημιουργίας.
Και πέφτει η αυλαία! Παρατεταμένο χειροκρότημα κι έπειτα παρατεταμένη σιωπή. Κατανυκτική σιωπή, όπως σε ένα εξομολογητήριο. Ο σκηνοθέτης, ο άξιος Λευκαδίτης δημιουργός Γιάννης Φαλκώνης, που έπεισε, με την αγνή προθετικότητα του ποιητή και ο ίδιος, την ποιήτρια να «παίξει» τον επι-κοινωνιακό, δραματικό της λόγο ανάμεσα στους θεατές και ακροατές της φωνής της, κανοναρχεί τώρα μιαν άλλη «παράσταση», μια ελεύθερη, υβριδική performance, στην οποία εμπλέκεται όλως αβίαστα και το κοινό. Έτσι μοιάζει τώρα η επικοινωνία όλων με την ποιήτρια και τον εαυτό της (Γεωργία Ζώη), με τον άκαμπτο, αυταρχικό Χρόνο- ταυτολογία του Θανάτου, που ύπουλα εμβάλλει τον τρόμο της αυταρχίας του σε αιφνιδιαστικές παρουσίες μακάβριας τελετής, όπως μπροστά στα μάτια του Ιππότη Αντόνιο Μπλοκ στην Έβδομη Σφραγίδα του Μπέργκμαν. με την πρωταγωνίστρια Μοναξιά. με την προσωποποιημένη Υποκρισία, συγκλονιστικό εταίρο της Μοναξιάς, σε μια εκ βαθέων στοχαστικότητα του Εγώ. Μαθητευόμενη ακόμα της Μοναξιάς η ποιήτρια θα διδαχτεί πολλά και στη συνέχεια θα διδάξει περισσότερα: πως η μοναξιά μεταμορφώνεται σε φόβο, πως η σιωπή και η μοναξιά, φίλες στενές, στέκονται μπροστά σου και σου κόβουν της φαντασίας τη θέα.[74] Και το κορυφαίο μάθημα: πώς το χειρότερο δεν είναι η μοναξιά αλλά το να συνειδητοποιήσεις πως η απουσία σου δεν κάνει κανέναν να υποφέρει. Και κάτι ακόμα χειρότερο: εσύ να μην υποφέρεις από την απουσία κανενός.[75] Δηλαδή η μοιραία σύνοψη του συνδρόμου κοινωνικής αφασίας, αποκοπής από τις ρίζες της συν-ύπαρξης με τον άλλον άνθρωπο-μια διαλεκτική θανάτου πριν από τον βιολογικό.
Σε επίπεδο δραματουργικής προσέγγισης του κειμένου της ποιήτριας, ο σκηνοθέτης Γιάννης Φαλκώνης «αναγιγνώσκει» ευφάνταστα το έργο χωρίς να διαταράξει ούτε στο ελάχιστο τον «λόγο» του. αλλά με τη μαεστρία της προσωπικής μεθερμηνείας των σημαινόμενών του ψυχαναλύει το εσώτερο εγώ τού υπο-κειμένου. Σχηματίζοντας ως «κριτικός αναγνώστης» και δημιουργικός συντελεστής της ερμηνείας του την προσωπική του ματιά πάνω στο έργο, ανιχνεύει και αξιοποιεί σκηνοθετικά τη δράση, τα δρώντα πρόσωπα, τις μορφές και τα επίπεδα των συγκρούσεων, τη φιλοσοφία και τις αισθητικές ορίζουσες του κειμένου, ενορχηστρώνει και «διδάσκει»: χαρακτήρες «ένζωους» και χαρακτήρες που υλοποιούνται από αφηρημένες έννοιες (Χρόνος, Υποκρισία), σκηνικά, διαχείριση προβλημάτων σκηνικής οικονομίας για να στηρίξει τη δική του ερμηνευτική ανάγνωση και να υλοποιήσει τη δημιουργική σκηνική μορφοποίηση του έργου.[76] Με μετρημένο λόγο και σε ανιούσα συναισθηματική κλίμακα η ίδια η ποιήτρια, το έργο και οι συντελεστές προκαλούν-και δέχονται- μια κινητικότητα ψυχικών και νοητικών παρ-ενεργειών. Ένα ολοκληρωμένο μάθημα κοινωνικής, υπαρξιακής και αισθητικής αγωγής. Αυτό που προπάντων είναι και ο πρωταρχικός «λόγος» της ποίησης, του θεάτρου…
Και η αυλαία δε λέει να πέσει. Η τρίτη ζωή του έργου, η επαφή και το παίξιμο με το κοινό, όλων με όλους, που κατανικάει τον νενομισμένο χρόνο της παράστασης, δικαιώνει τόσο την πρωτογενή δημιουργία όσο και τη δραματική της μετουσίωση: τη σκηνοθετική διδασκαλία που δεν ανταποκρίνεται απλώς στην ερμηνευτική και αισθητική άποψη του σκηνοθέτη αλλά και στην ενσυναισθητική προσδοκία και ευαίσθητη ακρόαση του κοινού του. Η παραστατική εκδοχή της Μοναξιάς της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ έθραυσε την παγερότητα των τειχών της και δημιούργησε μια κατάσταση ανθρώπινης φιλότητας.[77] Εκεί, στο μικρό κομψό θεατράκι Έαρ Βικτώρια, στη Β’ Σκηνή, η ποιήτρια μίλησε ζωντανά. Και μύησε, προβλημάτισε, στοχάστηκε, ηλέκτρισε, λύτρωσε. Αλλά κυρίως, λυτρώθηκε. Η αριστοτελική κάθαρση των παθών δεν ήταν τόσο για το κοινό της όσο για την ίδια. Κάτι σαν μαγική τελετουργία υπέρβασης, όπου θα μετρήσει τον χρόνο με θαρραλέα υποταγή: «Άπλωσε το κέντημα του χτες ως το αύριο, ένα, δύο… ίσως και τρία αύριο. Μόνο να εύχεσαι να ‘ναι χωρίς λυγμούς». Αν κατάλαβες, τελειώνει το μάθημα κι εσύ αποφοίτησες...[78]
Η συνέχεια και… το τέλος εκτός σκηνής
Αυτό το παιχνίδι βυθοσκόπησης, με διαφορετική δραματική σύλληψη, αξιοποιώντας τη ρητορική των δισσών λόγων, θα το επιχειρήσει ξανά η ποιήτρια. Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο:[79] είναι η σοφιστική συνάντηση των αντιθέτων, που έχουν πάρει, από τις απαρχές σχεδόν, θέση καταλυτική στη σκέψη και την ποίησή της: Ποίηση-Συμφέρον, Ποίηση-Πρόζα, Επανάληψη-Δημιουργία, Όνειρο της μέρας-Όνειρο της νύχτας, Ομορφιά-Ασχήμια. Και μια συνομιλία με τη μοναξιά. Και σκέψεις-ποιήματα, καταθέσεις κι αυτά μιας ενδόμυχης πράξης αυτογνωσίας. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί η ιδιαιτερότητα των θεατροποιημένων διαλόγων της και η σημασία τους τόσο για την ειδολογική εξέλιξη της γραφής της[80] όσο και για τη φιλολογική, ψυχολογική και αισθητική ανάγνωση του ποιητικού έργου και της προσωπικής της φιλοσοφίας ζωής.
Ανάμεσα στα δύο, θεατρικά δομημένα, έργα της, μεσολαβεί εκδοτικά ο διάλογος δύο ποιητών: Της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ και του Γιώργου Δουατζή. Επρόκειτο για μια ιδέα συνομιλίας μεταξύ τους, λίγο μετά την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του Γιώργου Δουατζή Τα Κάτοπτρα,[81] αποστάγματα μιας βαθιά στοχαστικής ανθρώπινης επικοινωνίας με τη ζωή και τον έμ-πειρο λόγο της. Και σε υπαρξιακή συστοιχία με τη σκέψη της Ρουκ. «Όταν διάβασα Τα Κάτοπτρα», θα γράψει η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, «η έκπληξη ήταν η πρώτη, πολύ έντονη, αντίδρασή μου γιατί δεν θυμόμουνα να είχα διαβάσει ποτέ ένα τόσο πολυδιάστατο κείμενο, όπου δένουν η σε βάθος φιλοσοφική έκφραση και η ποιητικότητα της ανθρώπινης φύσης, χωρίς να ξεχνάμε τους επιβεβαιωτικούς της ύπαρξης χτύπους της καρδιάς».[82] Και από την πλευρά του Γιώργου Δουατζή: «…Ακολούθησε η επίδοση από μέρους της μιας χειρόγραφης επιλογής μικρών αποσπασμάτων από Τα Κάτοπτρα… Με την κουβέντα αποφασίσαμε να προχωρήσει σε μια καταγραφή των σκέψεών της κάτω από κάθε απόσπασμα που είχε επιλέξει, και να, έτοιμος ένας ουσιώδης ποιητικός διάλογος».[83]
Μέσα από 24 -ευκρινή- Κάτοπτρα[84] συναντώνται εν αρμονία σκέψεις και στοχασμοί διαχρονικά υπαρξιακοί, που εν-τοπίζονται ωστόσο συγχρονικά και συνομιλούν με το ιστορικό παρόν. Οι αλήθειες, ο παραλογισμός του έρωτα, η αντιστροφή των ρόλων μέσα στον χρόνο, η ελπίδα, η πραγματικότητα και τα όνειρα, η τέχνη της γραφής, το παράλογο του κόσμου, ο χρόνος-το μέλλον, η έξαρση και η πτώση, η ανθρώπινη αρπαχτικότητα και πλεονεξία, ο θάνατος, βεβαιότητες και αβεβαιότητα, η αδιαφορία, ο υποκειμενισμός, η ομορφιά, το αληθινό και το ψεύτικο, το μυστήριο της δημιουργίας, η υστεροφημία, η μελαγχολία, η φύση της ευτυχίας, οι όψεις της χαράς, η πραγματικότητα-αλήθεια και ψέμα, ωδή στη ζωή. Θέσεις και συμφωνίες, αμφιβολίες και βεβαιότητες, ερωτήματα και απαντήσεις, διαλογισμοί αναπάντητοι-είναι το παιχνίδι αυτής της φιλοσοφικής αναμέτρησης των δύο ποιητών με τα ορατά, τα απτά και τα έσχατα, για να καταλήξει, μέσ’από τη μελαγχολική περιπέτεια της σκέψης, στην a priori κατάφαση στη ζωή.
Η Ρουκ δεν παραδίδει εύκολα το πνεύμα στην παθολογία της μοναξιάς. Ούτε στην πικρή μελαγχολία της ανεπίστρεπτης φθοράς, παρόλο που την εντάσσει ως πρωτοκυτταρική ουσία στην ποίησή της. Γιατί; Γιατί θέλει τη ζωή πάντα να κερδίζει ακόμα κι όταν χάνουμε όλοι εμείς. Γιατί θέτει το παρόν μας στη διαδικασία μιας μέθεξης στην αθανασία:
«Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς/ θα εφεύρει η ζωή/ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης/και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.[85] /443
Το ίδιο θα πει διαφορετικά σε άλλο έργο της (Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο):
«Χωρίζω, αφού είναι ένα ψέμα πια στη ζωή μου η ύπαρξη του μέλλοντος. Από το μέλλον χωρίζω. Ξέρω τα πάντα κάτω απ’ την τεράστια σκιά του θα ζω, μ’ αυτό το ΘΑ που αναβοσβήνει σταθερά παίζοντας με την ελπίδα. Όμως συγκεντρώνομαι πια στο ΤΩΡΑ. Οι στιγμές, οι ώρες, οι μέρες, κυλάνε στο παρόν. Και ξαφνικά κάτι σαν γέλιο ακούγεται μέσα μου: “Ούτε μιαν ανάσα δεν παίρνεις– λέει μια φωνή – “χωρίς να στηρίζεσαι στην αοριστία του μέλλοντος”. Τότε, λέω, ο χωρισμός αναβάλλεται. Για πάντα».[86]
Κι έτσι θα κρατήσει για τον εαυτό της την (καζαντζακική) τόλμη, την πεισματάρα τόλμη του παιδιού, να διακηρύττει:
Δε θέλω να πεθάνω!/Έτσι. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο./Δε θέλω.[87]
Ο θάνατος είναι η οριακή πράξη της μοναξιάς. Γι’αυτό και η έσχατη βίωση της μοναξιάς είναι δραματική. Η ποιήτρια –μας το έχει εξομολογηθεί- δεν της παραδόθηκε αμαχητί. Η θεατρική φόρμα που επιλέγει απροσχεδίαστα, σαν σωτήρια, καθαρτική έλλαμψη, θα της διαμορφώσει ένα πολύκοσμο, φαντασιακό σύστημα προσωποποιημένων κόσμων-εννοιών, με το οποίο θα συνδιαλέγεται πάνω σε στημονικές ιδέες της σκέψης και της ποίησής της, της ύπαρξής της ολόκληρης.
Και τώρα που εκείνη έφυγε, μπορούμε να της υποσχεθούμε, να της αποκριθούμε πειστικά αυτό που θα παρακαλούσε ν’ακούσει και να μάθει: ότι δηλαδή δεν είναι το «τίποτα» το μόνο που την περιμένει...[88]