Το ποίημα «Μοναξιά» που δημοσίευσε η σπουδαία μας ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ στο περιοδικό Καινούργια Εποχή το φθινόπωρο του 1956, όταν ήταν δέκα επτά μόλις χρονών, αποτελεί και τον καλύτερο πρόλογο στο μετέπειτα ποιητικό της έργο, το οποίο ως κυρίαρχο βασικό θέμα έχει τη μοναξιά. Έκτοτε, το ποίημα δεν συμπεριλήφθηκε σε καμιά συλλογή αλλά κατέχει θέση «Αντί προλόγου» στον συγκεντρωτικό τόμο των ποιημάτων της: Ποιήματα 1963-2011) (εκδ. Καστανιώτης). Είναι ένας πολύ επιτυχημένος πρόλογος αν λάβουμε υπόψη ότι κύριο χαρακτηριστικό του έργου της είναι η κατάφαση της μοναξιάς ως του βαθύτερου γνωρίσματος της ύπαρξης. Και μάλιστα όσο περνούσαν τα χρόνια η μοναξιά βάθαινε ακόμη περισσότερο, αφού, ενώ κάποτε είχε συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης και πολύ προσωπικό χαρακτήρα, στα δυο τελευταία βιβλία της: Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι (2016) και Με άλλο βλέμμα (2018) η μοναξιά της γίνεται απρόσωπη, κοινωνική, φιλοσοφική:
Η βιοθεωρία της μέσα από τα δύο τελευταία της βιβλία
Τώρα με κάθε ανάσα μπαίνει πιο βαθιά η μοναξιά
με κάθε σκέψη δακρύζει η ματιά.
Κάποτε είχε πρόσωπο και σώμα
τόπο κι ουρανό
κι αυτόματα χανόταν
αν μια ευχή εκπληρωνόταν.
τώρα απρόσωπη η μοναξιά
σαν συννεφιά όλο πυκνώνει
χωρίς όμως ποτέ να φέρνει τη βροχή
(Με άλλο βλέμμα, «Η άλλη μοναξιά»).
Στο βιβλίο της: Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι αναδεικνύει την ταυτότητα της μοναξιάς, όχι αποκλειστικά της δικής της αλλά της βαθύτερης υπαρξιακής μοναξιάς που μπορεί να αποκτήσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και καθολικότερους όρους ύπαρξης. Ο τίτλος του βιβλίου δείχνει καθαρά ότι «οι διπρόσωποι μονόλογοι» είναι διάλογοι με τον εαυτό της, που εκθέτουν τη βιοθεωρία της, θα λέγαμε, για τη μοναξιά. Δημιουργεί μάλιστα, ανάλογα με ποιο μέρος της μοναξιάς ως έννοιας θέλει να διαλεχθεί, και διαφορετικό, φανταστικό βέβαια, πρόσωπο, όπως είναι: ο πόνος, το Κι εγώ, ο Χρόνος, η Υποκρισία, το Ποίημα. Άλλοτε το ποιητικό υποκείμενο, το εγώ, προηγείται κι άλλοτε έπεται στη διάρκεια του διαλόγου των άλλων προσώπων. Έτσι το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα θεατρικό έργο σε έξι πράξεις και τρία ιντερμέδια.
Στην Α΄πράξη: Το άναρθρο άδειο τα πρόσωπα που διαλέγονται είναι το Εγώ και το Κι εγώ. Το δεύτερο πρόσωπο, αν και το κύριο θέμα της πράξης είναι το βίωμα του παρόντος, διστάζει να μιλήσει γι΄αυτό και καταφεύγει σε κοινοτυπίες και σε ευλογημένες στιγμές και σκηνές της ζωής του παρελθόντος, όπως όταν «κουνάς το κλαρί και πέφτει ο καρπός ζεστός από τον ήλιο, όλο άρωμα, με το κοτσάνι να μοιάζει πως ματώνει» ή όπως «το βραδάκι να καθόμαστε γύρω από το μεγάλο τραπέζι, να ξεχωρίζουμε τα κλειστά απ΄τ΄ανοιχτά φιστίκια, να μιλάμε, να γελάμε…». Μόνο κάτω από την πίεση του Εγώ αποκαλύπτει το Κι εγώ την αίσθησή του γι΄αυτό:
Εγώ: Ακόμη διόλου δεν πλησίασες αυτό που πραγματικά είναι να πεις.
Κι εγώ: Τι να πω; Πως νιώθω σαν να μπαινοβγαίνω σ΄ένα ακατάστατο δωμάτιο; Κρεβατοκάμαρα είναι; Τραπεζαρία; Κάποιος σερβίρει νεκρά φαγητά, άλλος κοιμάται με φαντάσματα…Κι απ΄το ανοιχτό παράθυρο έρχεται η μπόχα των ονείρων που τα πέταξαν στα σκουπίδια.
Πρόκειται δηλαδή για ένα εφιαλτικό βίωμα του παρόντος, για μια «απουσία», για ένα δωμάτιο «που δεν έχει τίποτα μέσα. Έχει αδειάσει» «απ΄όλα» όσα περιείχε, δικά μας ή ξένα, γιατί η ύπαρξή μας είναι μία σύνθεση υπαρχόντων και εισερχομένων. Και παρόλο που το δωμάτιο είναι άδειο κρατάει μέσα του πολλά πράγματα: μυρωδιές, γεύσεις, αφές, αναμνήσεις από αφές, σκιές, γρατσουνιές και ψιθύρους, οσμές…:
Το άδειο που ήξερα
είχε σκιές καθισμένες στις καρέκλες του παρελθόντος
κατοικημένο ήταν από αποτυπώματα
ίσως μυρωδιές
που είχαν αφήσει πίσω τους
τα σώματα και οι κινήσεις τους
(Με άλλο βλέμμα, «Το καινούργιο άδειο»).
Όλα όσα περιείχε αυτό το δωμάτιο και ήταν τόσα πολλά, αμέτρητα, όσα με άλλα λόγια περιέχει μια γεμάτη ζωή: αξίες, ιδέες, προοπτικές, παρουσίες, έρωτες, φόβους… πράγματα που πλαισιώνουν την προσωπική ζωή των ανθρώπων, έχουν χάσει τη σημασία τους και τη βαρύτητά τους, έχουν απομακρυνθεί, έχει κάθε ψευδαίσθηση για όλ΄ αυτά χαθεί. Και τελειώνοντας ο μονόλογος-διάλογος δίνεται ο ορισμός της μοναξιάς· είναι ταυτόσημος με το «άδειο», ο χώρος δηλαδή που μένει, όταν όλα τα παραπάνω έχουν χαθεί. Μια απόλυτη απουσία:
Με το καινούργιο άδειο
μπαίνω στης απουσίας την πεμπτουσία·
βλέπω μόνο αναπαραστάσεις του εαυτού μου
σε μισοσβησμένες παλιές και νεότερες στιγμές.
Το άδειο αυτό πληγώνει βαθιά.
Είναι σαν να σε απορρίπτει η ζωή που έζησες
τα δώρα της να μην έχεις εκτιμήσει.
Το άδειο αυτό είναι σαν ποτέ
να μην έχεις υπάρξει
(Με άλλο βλέμμα, «Το καινούργιο άδειο»).
Και ολοκληρώνεται ο ορισμός στο τέλος της Α΄ πράξης με τα ψύχραιμα λόγια της ποιήτριας: «Άδειο είναι η απουσία κάθε επιθυμίας να ξαναβρείς, να ξαναζήσεις, να ξαναδοκιμάσεις, κάτι απ΄αυτά που έζησες». Με μαθηματική, θα λέγαμε ακρίβεια, δίνει την απόλυτη τιμή της μοναξιάς.
Αυτή η απομάκρυνση του εγώ από τους φυσιολογικούς όρους ζωής του μου δίνει την αίσθηση του «παραλόγου», γιατί μια ζωή, όπως γράφει ο Καμύ, «που μπορούμε να την εξηγήσουμε χρησιμοποιώντας ακόμα και πρόχειρες δικαιολογίες είναι ένας κόσμος οικείος, φιλικός. Αλλά, μέσα σ’ ένα σύμπαν στερημένο ξαφνικά από ψευδαισθήσεις και φώτα, ο άνθρωπος νιώθει ξένος (…) Αυτή η απόσταση του ανθρώπου από τη ζωή του, του ηθοποιού από το σκηνικό του, (του ποιητή από τα συναισθήματα που εκφράζει το έργο του, θα πρόσθετα εγώ) αποτελεί κυριολεκτικά το συναίσθημα του παραλόγου(…) αισθάνεται να υπάρχει ένας σταθερός σύνδεσμος ανάμεσα σ’ αυτό το συναίσθημα και την έλξη προς το μηδέν» (Α. Καμύ, Ο μύθος του Σισύφου).
Ύστερα απ΄ αυτή την παρατήρηση δεν ξέρω αν σ’ αυτό το βιβλίο της η Αγγελάκη – Ρουκ θα μας δώσει κάποιο αισιόδοξο μήνυμα ζωής. Άλλωστε τα δύο πρόσωπα που διαλέγονται εδώ πολύ μου θυμίζουν τους δύο θεατρικούς ήρωες του Σάμιουελ Μπέκετ: «Περιμένοντας τον Γκοντό», τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν που συζητούν ατέλειωτα για τα νοήματα της ζωής κι άκρη δεν βρίσκουν και γι’ αυτό περιμένουν τον Γκοντό να τους δώσει μιαν απάντηση. Αυτό που τους συνιστά είναι ότι περιμένοντας ζουν. Το ότι ζουν είναι το αισιόδοξο γεγονός. Και για την ποιήτριά μας πάντως, που το παρόν της έχει αδειάσει, στην τάση της να βρίσκει μικρούς παραδείσους σε αναμνήσεις, σε περασμένους έρωτες, σε κοινοτυπίες αλλά και σε θαύματα που συνέβησαν στα όνειρά της, σε στιγμές συγκομιδής και άλλες ευλογημένες σκηνές της ζωής της βρίσκεται ίσως το αισιόδοξο μήνυμα. Ζει με τις αναμνήσεις της:
Ποτέ η μνήμη μου δεν ήταν δυνατή
αλλά μ’ άρεσε μαζί της να παίζω
όπως τη ρωτούσα: «Τ μάτια του
τα μπράτσα του, πώς ήτανε στ΄ αλήθεια;
Ποια ήταν η πρώτη μέρα που με πήρε;»
Κι αν ήταν η μέρα της ανάμνησης μέσα μου ηλιόλουστη
ερχόταν η φαντασία να προσθέσει λεπτομέρειες
(Με άλλο βλέμμα, «Μνήμη, το σπασμένο παιχνίδι»)
Κάνοντας όμως τέχνη η επιβίωσή της ωραιοποιείται. Έτσι, το αισιόδοξο στην ποίηση της Αγγελάκη-Ρουκ είναι τελικά η επιβίωση, «είναι το παρόν, ο απόλυτος πια άρχων. Αυτός χαίρεται» (ό.π.). Οι αναλογίες ανάμεσα στην Αγγελάκη-Ρουκ και Μπέκετ ως προς την αισιοδοξία είναι φανερές.
Στη Β΄πράξη κύριο θέμα είναι ο διάλογος του Εγώ της ποιήτριας με τον Πόνο. Ενώ δηλαδή σ΄ολόκληρη τη ζωή της προσπαθούσε να ξεφύγει από τον πόνο, τώρα που το ποιητικό εγώ της ωρίμασε, διαπιστώνει ότι δεν ήταν ο πόνος το χειρότερο πράγμα που μπορεί να μας συμβεί, αλλά η επιθετική αβεβαιότητα, το άγχος. Κι ενώ τον πόνο τον αντιμετωπίζουμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το άγχος αδυνατούμε, δεν έχουμε τα κατάλληλα όπλα να το πολεμήσουμε:
Εγώ: Γιατί τώρα δεν έχω όπλα. Ξέρω πώς να πολεμάω ένα συγκεκριμένο εχθρό μέχρι να δικαιωθώ. Ακόμη και την ήττα ξέρω πώς να τη χειριστώ. Αλλά αυτή η δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα…όχι, δεν αντέχεται.
Πόνος: Προτιμάς δηλαδή τον πόνο από το άγχος;
Εγώ: Ναι
Λίγο ακόμη και θα άγγιζε η ποιήτριά μας τη Ντοστογεφσκική θέση για τον πόνο ότι δηλαδή εξαγιάζει τη ζωή μας.
Η Γ΄ πράξη έχει ως τίτλο του: «Αθώα θλίψη», στο οποίο οι διαλεγόμενοι ανιχνεύουν τις πληγές από τις οποίες αιμορραγεί η ύπαρξή τους, όπως η απώλεια αγαπημένου προσώπου, το μίσος και η αίσθηση της αδικίας, η διάψευση όταν ένα πράγμα που είχε για μας μεγάλη αξία και αποδεικνύεται ψεύτικο και άλλες αυτού του είδους πληγές. Οι δύο διαλεγόμενοι στη συνέχεια συμφωνούν ότι αυτά τα συγκεκριμένα θέματα, ακόμη και το πένθος για αγαπημένο πρόσωπα, αλλά και η απώλεια/στέρηση που έχουμε όταν χάνουμε τα πλεονεκτήματά μας λόγω προχωρημένης ηλικίας ανήκουν στα στοιχεία της φυσικής ζωής μας που περιέχει το καλό και το κακό γεγονός και πρέπει να χαιρόμαστε το καλό και ν’ αντέχουμε το κακό. Συμφωνούν ακόμη ότι αυτοί ψάχνουν όχι το συγκεκριμένο, αλλά το απροσδιόριστο, γιατί αυτό τους βασανίζει.
Κι εγώ: Πώς αισθάνεσαι δηλαδή;
Εγώ: Παράξενα.
Κι εγώ: Θετικά ή αρνητικά;
Εγώ: Κάτι ανάμεσα στα δυο.
Μ΄ αυτά τα λίγα ψυχογραφεί τον εαυτό της αλλά και τον σύγχρονο άνθρωπο που μετράει τις λιγοστές χαρές του και την καθημερινή του θλίψη αμήχανα, μη μπορώντας να εξηγήσει αυτές τις κατά κάποιο τρόπο a priori κι απροσδιόριστες καταστάσεις άγχους, που σκεπάζουν και καταργούν όλες τις αποχρώσεις στις στιγμές της ζωής. Κι ενώ η χαρά γρήγορα εξατμίζεται, η θλίψη «μένει κοντά σου, στη μοναξιά σου. Ναι, για μένα η θλίψη είναι άγγελος. Ο άγγελος της μοναξιάς».
Στο πρώτο ιντερμέδιο η ποιήτρια προσπαθεί να διαλεχτεί με το αμίλητο μέλλον. Σχήμα οξύμωρο, αλλά η επιμονή της να μάθει απ΄ αυτό πόσο καιρό ακόμη θα χτυπάει η καρδιά της, πόσο καιρό ακόμη θα στύβει αυτό το γλυκόξινο πορτοκάλι της ζωής της καταφέρνει να ακούσει, ποιητική αδεία, το σαρκαστικό γέλιο του μέλλοντος, για να βγάλει το συμπέρασμα ότι το μέλλον τελικά δεν είναι αμίλητο. Ο ποιητής, το ξέρουμε, έχει τη δύναμη να αποκωδικοποιεί τη σιωπή και το άρρητο.
Στην Δ΄ πράξη το ποιητικό υποκείμενο έρχεται να συζητήσει με τον χρόνο, τον συνώνυμο με το μέλλον, τον φόβο που έχει γι΄αυτόν. Κι ενώ το ποιητικό υποκείμενο παραδέχεται, και πώς αλλιώς, ότι ο χρόνος αποτελεί μια αφηρημένη έννοια μαζί και μια συγκεκριμένη καθημερινότητα μέσα στην οποία εκπληρώνει κανείς τα όνειρά του και ξεδιπλώνει τη ζωή του, συγχρόνως όμως τον φοβάται γιατί φέρνει την καταστροφή και τον θάνατο. Η προσπάθεια για συμφιλίωση παρεμποδίζεται από το χαρακτηριστικό του χρόνου να είναι ανεξέλεγκτος και από το γεγονός ότι δεν αναγγέλλεται η άφιξη ούτε η αναχώρησή του. Έτσι, οι όροι για τη συμφιλίωση αναιρούνται και παραμένει το δέος του ποιητικού υποκειμένου προς τον χρόνο που κυλάει σαν ποτάμι χωρίς να ξέρει πού θα καταλήξει.
Το παράλογο ξανακάνει εδώ την εμφάνισή του, γιατί στο αίτημα του ποιητικού υποκειμένου για γνώση των όρων της ζωής του δεν δίνεται σαφής απάντηση ή καλύτερα δεν δίνεται καν απάντηση· μόνο σιωπή. Στο ίδιο κλίμα του παραλόγου κινείται και το ιντερμέδιο: «Μαθήματα μοναξιάς». Και το βασικό μάθημα είναι πως «η μοναξιά μεταμορφώνεται σε φόβο. Η σιωπή κι η μοναξιά, φίλες στενές, κρατιούνται χέρι-χέρι, στέκονται μπροστά σου και σου κόβουν τη θέα (…) Λοιπόν; Κανένας!». Απόλυτη μοναξιά, τέτοια που η «απουσία σου κανέναν δεν κάνει να υποφέρει. Έμαθα τώρα ότι υπάρχει κάτι χειρότερο απ’ αυτό: εσύ να μην υποφέρεις από την απουσία κανενός». Διαμορφώνεται έτσι μια ζωή αδιάφορη και γιατί όχι, κατά Καμύ, μισητή. Κι ο χρόνος στο τέλος του ιντερμέδιου να ενισχύει το εφιαλτικό κλίμα λέγοντας: «Κοίτα με, ακόμη και με εφιάλτη να μοιάζω, αυτό που βαραίνει για σένα είναι πως είμαι εδώ». Με κάποιο σαρκασμό προσθέτει ότι όσο χρόνο περισσότερο επιθυμεί κανείς να ζει είναι νόμιμο, αλλά «μόνο να εύχεται να ‘ναι χωρίς λυγμούς». Αυτό το τελευταίο πράγματι αποτελεί μια διαχρονική ευχή των ανθρώπων.
Στην Ε΄πράξη το Εγώ διαλέγεται με την Υποκρισία και της δηλώνει ότι πάντοτε στη ζωή του ακολουθούσε τις «αδιατάραχτες αξίες της ζωής (τ)ου: αυθεντικότητα, αλήθεια». Κι αυτό συνέβαινε σε όλες τις περιπτώσεις, γιατί αυτή η συμπεριφορά ταιριάζει στον αυθόρμητο χαρακτήρα του. Αυτή η ειλικρινής στάση του τού έδινε τη δύναμη να αντιμετωπίσει τις όποιες συνέπειες. Μα, όταν παρουσιάζονταν μπροστά του ή καλύτερα μπροστά της, αφού είναι ολοφάνερο ότι το ποιητικό υποκείμενο ταυτίζεται με την ποιήτρια, τα μεγάλα αδιέξοδα και προϊούσης της ηλικίας της δεν είχε τη δύναμη να τα αντιμετωπίσει κι αισθανόταν κάποια «ανημπόρια», αλλάζει η στάση της:
Υποκρισία: Τι είδους «ανημπόρια»; Όπως σίγουρα ξέρεις υπάρχουν πολλές «ανημπόριες».
Εγώ: Ναι, το ξέρω…Η δικιά μου είναι κλασική. Όλη μου τη ζωή κούτσαινα, αλλά είναι η πρώτη φορά που νιώθω ανάπηρη…Είναι και η ηλικία…Τίποτα το τραγικό, όμως περπατώ με δυσκολία, δεν μπορώ να αυτοεξυπηρετηθώ, να κυκλοφορήσω…( Βλ. Με άλλο βλέμμα, «Το χαμένο σώμα»). Αν δεν μπορώ ν’ αντέξω την προσωπικότητα κάποιου και πρέπει όμως να του πω πόσο μ’ αρέσει για να με βοηθήσει να πάω παρακάτω στο δρόμο, τι λες πως κάνω; Υποκρίνομαι.
Αλλά δεν υποκρίνεται, όταν βρίσκεται μπροστά στον καθρέφτη της που της δείχνει τα σημάδια του χρόνου στο πρόσωπό της. Τον μισεί. Αυτό όμως δεν σημαίνει, όπως δηλώνει στο τελευταίο ιντερμέδιο, ότι στη διάρκεια της ζωής της ζήλευε τις φιλενάδες της «με τα τέλεια κορμιά που έλαμπαν στον ήλιο».
Στην ΣΤ΄πράξη το Εγώ έχει απέναντί του το Ποίημα που περιμένει την ποιήτρια να το γράψει κι επειδή εκείνη δεν βρίσκεται σε ανάλογη κατάσταση, σε περίοδο δηλαδή ποιητικής ευφορίας, παραπονιέται διαρκώς για τη σχέση της μαζί του. Διερωτάται αν της λείπει η θλίψη, η απελπισία ή μήπως είναι ευτυχισμένη και δεν χρειάζεται να γράψει ποιήματα. Τίποτα όμως από τα παραπάνω δεν συμβαίνει, αλλά η τωρινή της θλίψη το μόνο που επιθυμεί είναι η «απόλυτη σιωπή» κι ασφαλώς «τα νιάτα της», τα οποία στηρίζονται στο μέλλον. Τώρα όμως, αφού μέλλον δεν υπάρχει, το μόνο που εύχεται είναι η υγεία και η έλλειψη υποφοράς. Και μετά, είναι και ο χαρακτήρας της εποχής που δεν την εμπνέει. Ο τεχνοκρατικός και ο χρηματοθηρικός χαρακτήρας καθώς και η εικονική επικοινωνία την απελπίζουν και δεν θέλει να γεννήσει το ποίημα, να το φέρει σ’ ένα τέτοιο κόσμο όπου δεν έχει καμία θέση. Γιατί να το γράψει και να το κρύψει στα συρτάρια; Η πράξη τελειώνει με την αντίρρηση του ποιήματος: «Γιατί τα συρτάρια είναι καλύτερα από την ανυπαρξία. Να ζεις. Αρκεί να ζεις». Αυτή η φράση κρατάει κάτι από την παράλογη αισιοδοξία του Μπέκετ.