Η συντροφίτσα

© «Το μαγικό των ανθρώπων»
© «Το μαγικό των ανθρώπων»

Βρι­σκό­μα­στε –in medias res– στην καρ­διά του Χα­μέ­νου Κέ­ντρου, στην καρ­διά του Πράγ­μα­τος που δεν έχει ανά­γκη το λό­γο, άρα ού­τε και τη λο­γο-τε­χνία.
Εκεί, λέ­ει ένας σε γράμ­μα του προς «ξέ­νο φί­λο»: «Τι τα θέ­λεις, εί­μα­στε ένας λα­ός με με­γά­λους πα­τέ­ρες, αλ­λά χω­ρίς μυ­στι­κούς». Κι ο άλ­λος, ακού­γο­ντας αυ­τή τη φρά­ση, εξα­νί­στα­ται και ση­μειώ­νει πως «εμείς φω­τι­στή­κα­με ή θε­ω­ρή­σα­με και πραγ­μα­το­ποι­ή­σα­με ή ζή­σα­με, δι­δα­χτή­κα­με και δι­δά­ξα­με, μι­λή­σα­με και συγ­γρά­ψα­με, πα­ρα­λά­βα­με και πα­ρα­δώ­σα­με τη με­γά­λη μυ­στι­κή πα­ρά­δο­ση σε πολ­λούς άλ­λους από τους ομό­δο­ξους λα­ούς». Και πα­ρα­θέ­τει, εις επίρ­ρω­σιν, τα ονό­μα­τα όλων αυ­τών που συ­ντέ­λε­σαν στη με­τα­κί­νη­ση και με­τά­δο­ση της δι­κής μας μυ­στι­κής πα­ρά­δο­σης από τα κε­λιά και τις σκή­τες της Ανα­το­λής στα κα­τα­χνια­σμέ­να μο­να­στή­ρια της Ιρ­λαν­δί­ας: «Τι να πρω­το­πεί κα­νέ­νας για τους Μυ­στι­κούς Πα­τέ­ρες […] –λε­γε­ών όνο­μα αυ­τοίς– τον Ευά­γριο, το Διά­δο­χο Φω­τι­κής, τον Ιω­άν­νη της Κλί­μα­κος, τον Ησύ­χιο Ιε­ρο­σο­λύ­μων […] –Ψευ­δο-Διο­νύ­σιος ο Αρε­ο­πα­γί­της και Μά­ξι­μος ο Ομο­λο­γη­τής [οι σπου­δαιό­τε­ροι εξ αυ­τών]–, κα­θώς και για ολό­κλη­ρη τη σύ­να­ξη των ησυ­χα­στών ή των νη­πτι­κών πα­τέ­ρων, τον Συ­με­ών το Νέο Θε­ο­λό­γο, το Νι­κή­τα Στη­θά­το, το Νι­κη­φό­ρο το Μο­νά­ζο­ντα, το Γρη­γό­ριο το Σι­να­ΐ­τη, το Γρη­γό­ριο τον Πα­λα­μά» και άλ­λους πολ­λούς που πρω­τάρ­χι­σαν «από την έρη­μο και από τη χερ­σό­νη­σο του Σι­νά […], [συ­νε­χί­ζο­ντας] αθό­ρυ­βα τη με­γά­λη μυ­στι­κή πα­ρά­δο­ση ως αυ­τή τη στιγ­μή».

Αυ­τά γρά­φο­νταν το αρ­κε­τά μα­κρι­νό 1961, λί­γο προ­τού εμ­φα­νι­στεί εμ­φα­τι­κά στα γράμ­μα­τά μας, αλ­λά κυ­ρί­ως στα αι­σθή­μα­τά μας, το 1963, η Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη, ήδη πα­ντρε­μέ­νη (την ίδια χρο­νιά) με τον Άγ­γλο (εκ Λί­βερ­πουλ) φι­λό­λο­γο της κλα­σι­κής Rodney Rooke, που εί­χε έρ­θει για πε­ραι­τέ­ρω σπου­δές στην Αθή­να και ξέ­μει­νε, αλ­λη­λο­ε­ρω­τευό­με­νος με την Κα­τε­ρί­να, η οποία έτσι έγι­νε για πά­ντα Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ. Η πρώ­τη-πρώ­τη εμ­φά­νι­σή της ήταν, βέ­βαια, το 1956, τη συ­στά­σει του νο­νού της Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη προς τον Γιάν­νη Γου­δέ­λη, τον διευ­θυ­ντή του πε­ριο­δι­κού Και­νούρ­για Επο­χή: «Πα­ρα­κα­λώ δη­μο­σιεύ­στε αυ­τό το ποί­η­μα, το έχει γρά­ψει μια κο­πέ­λα που δεν έχει βγά­λει ακό­μα το γυ­μνά­σιο. Εί­ναι το ωραιό­τε­ρο ποί­η­μα που διά­βα­σα πο­τέ!». Το ποί­η­μα αυ­τό ήταν η «Μο­να­ξιά», που δεν μπή­κε σε κα­μία συλ­λο­γή της Ρουκ έκτο­τε, μο­νά­χα ως προ­με­τω­πί­δα στην ορι­στι­κή συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση των ποι­η­μά­των της το 2014 απ’ τον Κα­στα­νιώ­τη (Ποί­η­ση, 1963-2011).

Και, με την Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ, το Χα­μέ­νο Κέ­ντρο ανα­γκά­ζο­νταν τώ­ρα ν’ ανοί­ξει, να εισ­δε­χτεί μέ­σα του, από μια «χα­ρα­μί­δα» έστω, μιαν απο­φα­τι­κή κα­τά­φα­ση, μία Μυ­στι­κή, που όχι, δεν ήταν Πα­τέ­ρας, για­τί ήταν γυ­ναί­κα.

Η χο­ρεία των Μυ­στι­κών του Λο­ρεν­τζά­του και των Πα­τέ­ρων του Σε­φέ­ρη –για­τί αυ­τοί οι δύο ήταν που συ­νο­μι­λού­σαν κα­τα­με­σής του Χα­μέ­νου Κέ­ντρου, όπως αρ­χι­κά τούς ανέ­φε­ρα– δεν άφη­νε στις γυ­ναί­κες πα­ρά ρό­λους όπως εκεί­νος των «κα­θυ­στε­ρη­μέ­νων γριών (χω­ρίς ει­ρω­νεία ο όρος)», που ήταν «οι μα­νά­δες ή οι κυ­ρού­λες των πε­ρισ­σό­τε­ρων από εμάς, που ανά­φταν ακού­ρα­στες τα κα­ντή­λια στα τα­πει­νά ξω­κλή­σια και στα ερη­μο­μο­νά­στη­ρα της Ελ­λά­δας», κά­νο­ντας την με­τα­φυ­σι­κή, πρά­ξη, «όλο αυ­τό το διά­στη­μα της σιω­πής ή της με­τα­φυ­σι­κής αγρα­νά­πα­ψης που εκεί­νοι με­ρι­μνού­σαν ή τυρ­βά­ζο­νταν πε­ρί πολ­λά».

Σε αυ­τή τη χο­ρεία ερ­χό­ταν τώ­ρα να χο­ρέ­ψει η Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ, με­ρι­μνώ­ντας όχι πε­ρί πολ­λά αλ­λά πε­ρί το «εν, ού εστι χρεία», και αυ­τό το ένα, γύ­ρω από το οποίο ολο­έ­να έκα­νε κύ­κλους εμ­μο­νι­κά επι­κε­ντρω­μέ­νους η Ρουκ, ήταν το σώ­μα.

Αυ­τό το σώ­μα ήταν η βά­ση της μυ­στι­κής της – «μυ­στι­κή» εδώ, σα να λέ­με «φι­λο­σο­φι­κή».

Και ψη­λα­φώ­ντας –ατε­λώς, για­τί με τις λέ­ξεις το έκα­νε– αυ­τό το μυ­στι­κό σώ­μα, προ­σπα­θού­σε να φτά­σει να ακου­μπή­σει «αυ­τό για το οποίο δεν μπο­ρεί πο­τέ να γί­νει λό­γος», για­τί «όπο­τε πά­με να μι­λή­σου­με γι’ αυ­τό, γί­νε­ται η αλή­θεια, και την αλή­θεια την απω­θού­με» (όπως θα έλε­γε ο Λα­κάν), αλ­λά και για­τί αυ­τό –το Πραγ­μα­τι­κό– δεν ανή­κει στην επι­κρά­τεια του λό­γου, κι αν ο λό­γος κά­πο­τε σαρ­κώ­νε­ται εί­ναι μο­νά­χα για ν’ απο­θά­νει.

Το Πραγ­μα­τι­κό, το Réel, της Ρουκ ήταν το «χρο­νο­φα­γω­μέ­νο σώ­μα», το σώ­μα της ασθε­νεί­ας της, το σώ­μα της το ζα­βό από την παι­δι­κή πο­λιο­μυ­ε­λί­τι­δα, όπου «η δύ­να­μίς μου εν ασθε­νεία τε­λειού­ται» – που­θε­νά δε συ­να­ντού­σες αυ­τά τα χρό­νια στην Αθή­να ή αλ­λού (αλ­λά ακό­μα και τώ­ρα που πέ­θα­νε και ζού­νε μο­νά­χα τα γρα­φτά της) κα­λύ­τε­ρη, πιο πραγ­μα­τι­κή εν­σάρ­κω­ση της βι­βλι­κής αυ­τής τε­λεί­ω­σης διά της αδυ­να­μί­ας.

Αυ­τό το αδύ­να­μο σώ­μα γί­νε­ται όπλο στα χέ­ρια, στο μυα­λό, στην καρ­διά της Ρουκ, και με αυ­τό οπλί­ζει τη φω­νή και το στί­χο της. Η φω­νή της εί­ναι, άρα, οπλι­σμέ­νη με όλο τον οπλι­σμό του πά­θους του σώ­μα­τος.

Γι’ αυ­τό και η πιο δρα­στι­κή, η πιο πραγ­μα­τι­κή, ποι­η­τι­κή στιγ­μή της εί­ναι εκεί­νη του 1974: Μα­γδα­λη­νή, το Με­γά­λο Θη­λα­στι­κό. Εί­ναι η στιγ­μή που το πά­σχον σώ­μα συ­να­ντά­ει τον με­γά­λο πά­σχο­ντα, τον Λό­γο που αν σαρ­κώ­θη­κε, αν πραγ­μα­το-ποι­ή­θη­κε, ήταν μο­νά­χα για ν’ απο­θά­νει, αφού τί­πο­τα πραγ­μα­τι­κό δεν μπο­ρεί να μεί­νει για πο­λύ εντός του λό­γου.

Η (όποια) Μα­γδα­λη­νή, δη­λα­δή το χρο­νο­φα­γω­μέ­νο σώ­μα, τρα­γου­δά το πά­θος του: «Περ­νώ τη ζωή μου / από την κε­φα­λή της ίδιας πά­ντα / σκου­ρια­σμέ­νης βε­λό­νας / και ρά­βω, ρά­βω τα πά­θη μου. / Οι ζά­ρες της κοι­λιάς μου / όπως οι δρό­μοι της πό­λης / η πλα­τεία με το ηρώ­ον [Σ.τ.Σ. το φαλ­λο­γο­κε­ντρι­κόν!] στη μέ­ση / όλα γνω­στά [Σ.τ.Σ. αφού μο­νέ­δα του φαλ­λο­γο­κε­ντρι­σμού εί­ναι η πλή­ρης γνώ­ση] / κι εγώ γνω­στή μα άμα­θη / ξέ­ρω μό­νο ό,τι εί­μαι στον έρω­τα / ό,τι με νι­κά­ει στον έρω­τα· / μια κοι­νο­το­πία που τρα­γου­δά­ει».

Και, συ­να­ντώ­ντας αυ­τόν τον θνη­σι­γε­νή Λό­γο, το πά­σχον σώ­μα φου­σκώ­νει με αυ­τό, το τρα­γού­δι του κοι­νού τό­που, του μυ­στι­κού τό­που των αν­θρώ­πων: «Σε ακου­μπώ ολό­κλη­ρη / ολό­κλη­ρο / και πα­λεύω να πει­στώ για το θά­να­τό σου / –για τον δι­κό μου / εί­ναι ακό­μα πο­λύ δύ­σκο­λο– / […] Το τσά­γα­λο θα γί­νει αμύ­γδα­λο / το πά­θος πί­στη / με τον και­ρό… // Πί­στη κα­θί­ζει μέ­σα μου / με μι­κρά τι­νάγ­μα­τα λα­τρεύω / ό,τι υπάρ­χει / κι ό,τι πο­τέ δε δύ­να­ται. […] Πά­σχω τό­τε και συ­μπά­σχω / τον κό­σμο / απο­κα­λύ­πτε­ται ξαφ­νι­κά η αλή­θεια / στα λό­για των πε­θα­μέ­νων / πιέ­ζω τον αφα­λό / και προ­χω­ρώ το άδειο. / Με τον έρω­τα μα­θαί­νω / τι βά­ρος ση­κώ­νεις εσύ πά­ντα / –θε­ός ή επι­σκέ­πτης;– / με­τα­λα­βαί­νω το σώ­μα σου / το νε­ρω­μέ­νο αί­μα / γρα­τσου­νι­σμέ­νη απ’ τα τό­σα αντί­θε­τα /θρη­σκεύ­ο­μαι τη γοη­τεία / το σχή­μα των δο­ντιών σου / στο πα­λιό μας μή­λο. / Εί­μαι ένα βα­θού­λω­μα / που μύ­ρι­σε λι­βά­νι· / ό,τι εί­σαι διαιω­νί­ζε­ται / ό,τι εγώ στα­μα­τά­ει εδώ / κι έμει­να χνά­ρι μο­να­δι­κό / στις θεϊ­κές επα­να­λή­ψεις».

Σπά­νια συ­να­ντάς στη νέα γλώσ­σα μας πιο πλή­ρη ποι­η­τι­κή εν­σάρ­κω­ση του με­τα­φυ­σι­κού μυ­στι­κού που εί­ναι η ύλη, σπά­νια συ­να­ντάς πιο πλή­ρη ποι­η­τι­κή εν­σάρ­κω­ση – τε­λεία.

Η Ρουκ φτά­νει εκεί που ο Λό­γος τε­λειώ­νει και άρα τον εν-σω­μα­τώ­νει σε μια ορι­στι­κή ερω­τι­κή χει­ρο­νο­μία ύλω­σης – σα να λέ­ει: «η τε­λεί­ω­ση του πνεύ­μα­τος εί­ναι η ύλω­ση» (γι’ αυ­τό ηλώ­θη κι εκεί­νος επί του σταυ­ρού!). Η γυ­ναί­κα της Ρουκ εί­ναι πιο δρα­στι­κή από πολ­λές σε­λί­δες Κα­ρού­ζου ή Σι­κε­λια­νού – σαν να απα­ντά­ει στη σι­κε­λια­νι­κή Μη­τέ­ρα Θε­ού, όπου για μια ακό­μα φο­ρά η γυ­ναί­κα σω­παί­νει. Στην απά­ντη­σή της η Ρουκ χρη­σι­μο­ποιεί αλ­λά μοιά­ζει να μη χρειά­ζε­ται τα χρι­στια­νι­κά πα­ρα­φερ­νά­λια. Φερ­νή, προί­κα της, εί­ναι το πά­σχον κα­θη­με­ρι­νό σώ­μα, ο τύ­πος («χνά­ρι μο­να­δι­κό», σαν σαρ­κω­μέ­νο πνεύ­μα) και όχι μο­νά­χα το γράμ­μα της χρι­στια­νι­κής συμ­βο­λι­στι­κής. Γι’ αυ­τό, στο ίδιο αυ­τό βι­βλίο (που μοιά­ζει να εί­ναι γραμ­μέ­νο, σαν εκεί­νο το «βι­βλί­ον», από μια Ιω­άν­να της Απο­κα­λύ­ψε­ως – διό­λου τυ­χαία τε­λειώ­νο­ντας με το ποί­η­μα «Πά­τμος»), στο ίδιο αυ­τό ση­μείο της απο­κά­λυ­ψης του σώ­μα­τος εν πνεύ­μα­τι και του πνεύ­μα­τος εν σώ­μα­τι –του «εν­σώ­μα­του πνεύ­μα­τος» που εί­ναι η αγά­πη– η Ρουκ γρά­φει και για τη μά­να της, με το «κα­λι­κα­τζα­ρέ­νιο της σκέ­ψης της», και για τη Νάν­συ στη Σά­ντα Κρουζ, που «ήθε­λε, [μέ­σα στην ενο­χή], ν’ αγ­γί­ξει το Χρι­στό»: «Αχ! η ενο­χή – / κα­τα­δί­κη για το κα­λό / σώ­μα· απορ­ρί­φτη­κε ο μα­στός / πε­τά­χτη­κε η λε­κά­νη / σκε­πά­στη­κε ο χώ­ρος της κοι­λιάς / με τό­σο ψέ­μα!». Να πώς ο Χρι­στός, γεν­νώ­ντας στα χέ­ρια πολ­λά επι­τή­δειων αντρών το γράμ­μα της χρι­στια­νι­κής συμ­βο­λι­στι­κής, έγι­νε η αφορ­μή για τό­ση κα­τα­στρο­φή, αφό­του κη­ρύ­χθη­κε ο πό­λε­μος ενά­ντια στο σώ­μα: «Πό­σες κα­μέ­νες μά­γισ­σες / […] για να ξε­μυ­τί­ζει / υγρή η Νάν­συ / τα μι­κρά της πι­σι­νά / τα μι­κρά της στή­θη / τυ­φλή από μο­να­ξιά / να τσε­βδί­ζει στον από­πα­το [Σ.τ.Σ. μέ­σα στις τουα­λέ­τες] / τ’ όνο­μα του Γλυ­κού / υπαί­τιου τό­σης κα­τα­στρο­φής!».

Γι’ αυ­τό εί­ναι τό­ση δρα­στι­κή η Απο­κά­λυ­ψη της Ιω­άν­νας-Ρουκ. Για­τί βγαί­νει μέ­σα από το έμπει­ρο σώ­μα, μέ­σα από τη χει­ρο­πια­στή κα­τα­πί­ε­ση της επι­θυ­μί­ας στα χέ­ρια πολ­λών αντρών πολ­λών αιώ­νων. Γι’ αυ­τό, φο­ρές-φο­ρές, μι­λά­ει κα­λύ­τε­ρα απ’ ό,τι ένας Σι­κε­λια­νός, ακό­μα κι αν αυ­τός εί­ναι Άγ­γε­λος.

Τι λε­πτή αλ­λά και με­στή ποι­η­τι­κή ει­ρω­νεία, η πνευ­μα­τι­κή κό­ρη του Κα­ζαν­τζά­κη να τα βά­λει –τό­σο απο­τε­λε­σμα­τι­κά– με το Σι­κε­λια­νό! Κι εκ πα­ραλ­λή­λου, βέ­βαια, και με τον Λο­ρεν­τζά­το του. Πάρ­τε όλη τη «λε­γε­ώ­να» των Μυ­στι­κών Πα­τέ­ρων του Ζή­σι­μου και θα δεί­τε ότι κά­θε τους όνο­μα αντι­στοι­χεί με –ή κα­λύ­τε­ρα, αντη­χεί– τη με­γά­λη Μυ­στι­κή Μη­τέ­ρα, την Αι­κα­τε­ρί­νη Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ (τώ­ρα που τη λέω έτσι, μου ’ρ­χε­ται στο νου, σαν αστρο­πε­λέ­κι, η συ­νά­φειά της, η αξε­χώ­ρι­στη, με την Λουίζ Μπουρ­ζουά και τα δι­κά της τυ­ραν­νι­σμέ­να σώ­μα­τα – να την ήξε­ρε, άρα­γε, η Κα­τε­ρί­να; Να τη με­λε­τού­σε, άρα­γε, πού και πού;). Αλ­λά δεί­τε:

Ευά­γριος η Κα­τε­ρί­να, με τις «αγριά­δες» του σώ­μα­τος του ζώ­ου και «του ζώ­ου του σώ­μα­τος». Διά­δο­χος Φω­τι­κής η Κα­τε­ρί­να, «δεί­τε τ’ αυ­γό / όλο στέ­ρη­ση το μα­κρου­λό του σχή­μα / μα μέ­σα τι φως και τι μέλ­λον!».
Ιω­άν­νης της Κλί­μα­κος η Κα­τε­ρί­να, «τρέ­χω να κρυ­φτώ / στην πά­νω σκά­λα / το με­γά­λο αι­λου­ροει­δές. / Την ανε­βαί­νω / με κου­τρου­βα­λά­ει / τη σκαρ­φα­λώ­νω / με φτύ­νει».
Ησύ­χιος Ιε­ρο­σο­λύ­μων η Κα­τε­ρί­να, «Μο­νό­χνο­το το Πά­σχα της ανά­μνη­σης / στο ξύ­λο πά­λι κρέ­με­ται / η ζωή / η βιο­λέ­τα με δια­περ­νά­ει / […] ηδο­νι­κά / θρη­νώ / στη μυ­στα­γω­γία του χρό­νου / δεν πρό­λα­βα / δε θα προ­λά­βω / να βρω το λά­θος / ως την Ανά­στα­ση».
Αρε­ο­πα­γί­της η Κα­τε­ρί­να (πά­γος εί­ναι η πέ­τρα), «Κα­νείς δε θα θυ­μά­ται / το χτύ­πο της ζω­ής / εκεί­νο το τικ-τακ-τικ-τακ… / Το σφυ­ρί θα λέ­νε πως ήταν / που σμί­λευε την πέ­τρα / όσο να γί­νει κα­μπύ­λη αρ­μο­νι­κή / σώ­μα να ανα­πα­ρι­στά / σώ­μα να πι­στέ­ψει η ίδια πως εί­ναι».
Κι ακό­μα, ομοί­ως, και Ομο­λο­γή­τρια, και Νέα Θε­ο­λό­γος, και Στη­θά­τη, και Μο­νά­ζου­σα, και Σι­να­ΐ­τισ­σα προ­φα­νώς, η Κα­τε­ρί­να, όπως όλοι αυ­τοί, αλ­λά και αυ­τές, που πρω­τάρ­χι­σαν «από την έρη­μο και από τη χερ­σό­νη­σο του Σι­νά», αλ­λά και από κά­θε άλ­λο ση­μείο της γης και του χρό­νου, εν­σαρ­κώ­νο­ντας αθό­ρυ­βα τη με­γά­λη μυ­στι­κή πα­ρά­δο­ση ως αυ­τή τη στιγ­μή.

Και μέ­σα σε αυ­τή την «ωραία έρη­μο της σάρ­κας», ακό­μα βρί­σκω, πού και πού και πά­ντα, τη μυ­στι­κή Κα­τε­ρί­να, να ψά­χνει «μιας αδιό­ρα­της συ­γκί­νη­σης τη ρί­ζα, πέ­ρα από την υφή της απει­λής, όταν “συ­ντρο­φί­τσα μου” μ’ έλε­γε η μά­να μου, ή όταν ακού­μπα­γα σε στή­θος με γυ­μνή καρ­διά».



ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Σχε­δόν όλοι οι στί­χοι που πα­ρα­θέ­τω εί­ναι από τη συλ­λο­γή Μα­γδα­λη­νή, το Με­γά­λο Θη­λα­στι­κό (1974). Αλ­λά και όσοι δεν εί­ναι από εκεί, εύ­κο­λα εντο­πί­ζο­νται στη συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ: Ποί­η­ση, 1963-2011.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: