Η λύπη είναι το αντίθετο της λήθης: {ιστορία ενός προσκυνήματος}.

Σε μερικά βιβλία μπαίνεις όπως σε κάτι έρημα ξωκλήσια. Προσεχτικά, σε σιωπή, δίνεις πενήντα λεπτά και παίρνεις ένα κεράκι. Το ανάβεις, φιλάς μια εικόνα φαγωμένη από τη θάλασσα ή από τον χρόνο, κι ύστερα κάθεσαι. Αφουγκράζεσαι τη σιωπή κι αυτόν τον απαλό αέρα που έρχεται από ένα μικρό παράθυρο στο μέρος της καρδιάς που κάνει τις λέξεις να ηχούν πιο ιερές κι από ιερές. Περνάνε έτσι μερικά λεπτά. Βγάζεις και μια φωτογραφία, μάρτυρα της ανακάλυψης σου, μέχρι που νιώθεις ένα περίεργο ανατρίχιασμα. Στην αρχή το κοροϊδεύεις, λες – δεν έγινε και τίποτα. Μα ύστερα, μια ανησυχία πέφτει σαν σκιά και χρωματίζει διαφορετικά τους άγιους τοίχους. Είσαι ένα σώμα ξένο. Ένα λάθος που με την άγαρμπη του αναπνοή θα διαταράξει την αγνότητα του ασβεστωμένου τόπου, τόσο φυσικά φροντισμένου με τα σημεία στίξης του – μικρούς σταυρούς να προσκυνάς. Κι όσο περνά η ώρα, τόσο περισσότερο αναρωτιέσαι: αλήθεια, τι δουλειά έχεις εσύ εκεί; Και ποια ελπίδα θαύματος σε οδήγησε στις σελίδες του;

Κάπως έτσι ένιωσα όταν διάβασα για πρώτη φορά τη Λυπιού της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Ύστερα, σαν το αεράκι να με φύσηξε ελαφρά στον ώμο και να μου είπε πως έπρεπε να σηκωθώ γιατί είχε έρθει, λέει, η σειρά μου για να κοινωνήσω. Μουδιασμένη πλησίασα την Ωραία Πύλη, μια υπνοβασία σκυφτή και ταπεινή σαν άρωμα χαμομηλιού να ανέπνεε στα μάτια μου. Κι εκεί, ανάμεσα στο τίποτα του πριν, είδα υφάσματα χρυσά και κεντημένα και στην κορφή τους ένα πρόσωπο γυναίκας, χαμογελαστό. Λέπια γυάλιζαν στα μάγουλα της, μια υποψία πίστης υγρής. Ήταν αυτή η ίδια η Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό με μια καρδιά όμοια με τη θάλασσα που πάει γύρω από όλα τα νησιά,[1] μου έκλεισε το μάτι και μου έδωσε να μεταλάβω τη μυστηριακή τροφή. Ήταν τότε που όλα άρχισαν να τρέμουν.

Να έχεις έναν φανταστικό φίλο είναι μια φανταστική λύση, να έχεις όμως μια φανταστική Αγία που είναι κάτι ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες και μια Ποιήτρια μαζί είναι παραίσθηση απ’ τις λίγες. Μου είπε, όλα θα τα νιώσω μες στο σώμα μου. Μη φοβηθώ. Η λύπη είναι εδώ το αντίθετο της λήθης.

Πρώτα αισθάνθηκα ένα ελαφρό σφίξιμο στο στομάχι. Ύστερα μου αποκαλύφθηκε το δέρμα μου, σαν ένα χέρι φάντασμα που είχα χάσει από καιρό κι όμως το ένιωθα ακόμη στη θέση του. Άρχισε να τεντώνεται και να ανοίγει, με όλα τα σημάδια και τις ρωγμές του μέχρι που πάνω του σχηματίστηκε ένας χάρτης. Έγραφε: εδώ είναι η Λυπιού και νόμος της το παρελθόν. Εδώ ο τόπος, ένα σκληρό προφίλ, αντρικό, σκαλισμένο σε βράχο. Όλα έγιναν με μιας τρισδιάστατα και βρέθηκα να περπατώ σε έναν δρόμο φθινοπωρινό. Ένα επίμονο ψιχάλισμα ψιθύριζε στο αυτί μου λέξεις γνώριμες, σαν κάποιος να έκλαιγε πάνω από το κεφάλι μου.

Βρέθηκα τότε σε μια πλατεία, όπου λάμβανε χώρα κάποιο πείραμα. Ένα ζώο, παράξενο, σε υποκοριστική μορφή μου ζήτησε να καθίσω σε ένα μαλακό κάθισμα, που όπως κατάλαβα αργότερα ήταν ένας σάπιος καρπός. Μου έβαλαν κάτι αόρατα καλώδια στο κεφάλι κι άρχισαν να παρακολουθούν τη ροή του αίματος στον εγκέφαλο, ανάλογα με το ερέθισμα που πρόβαλαν μπροστά μου. Μου έδειξαν -με αυτή ακριβώς τη σειρά- κάτι πανύψηλους ιεροβάμονες ποιητές με μεγάλη έφεση για ουρανό, έναν επαίτη που μουρμούριζε: «Το καλό με τον πόθο/ είναι πως όταν χάνεται/ χάνεται κι η αξία του αντικειμένου του μαζί», τον τελευταίο στίχο μια ανείπωτης ερωτικής ιστορίας και μια μαύρη, νεκρή πεταλούδα. Στη θέα της τελευταίας άρχισα να κλαίω, ένα κλάμα που γινόταν όλο και πιο γοερό, μα οι επιστήμονες της πλατείας, δεν μου έδιναν πια καμία σημασία. Είχαν αποτραβηχτεί λίγο πιο πέρα και διαφωνούσαν μεταξύ τους για το πού βρίσκονται τα όρια της συνείδησης ή για το αν υπάρχουν τέτοια. Ένας φώναξε: υπάρχει κι αυτή, κύριοι, η ελάχιστη μνήμη που μένει μαζί σου για πάντα. Γι’ αυτό κάποιος μπορεί να ακούσει ακόμη το κουδούνι του σχολείου να χτυπά ή το μάθημα που αρχίζει πάλι. Βρήκα την ευκαιρία κι έφυγα τρέχοντας.

Διέσχισα σιωπηλή όλες τις αποτυχίες της νιότης, τα σκοτεινά σύδεντρα, τα ψίχουλα του κουλουριού που είχαν μείνει στην μπλε ποδιά και μπήκα στην τάξη. Δασκάλα, ήσουν εσύ, Ποιήτρια. Μιλούσες για το χορτάρι που φυτρώνει ανάμεσα στα ανάσκελα μέλη των αγαλμάτων. Σήκωσα το χέρι κι είπα: Κυρία, εγώ φοβήθηκα τον έρωτα. Γιατί; Αντί απάντησης, ζωγράφισες στον πίνακα με κιμωλία μια τραγική ζακέτα, μόνη. Αφού κανείς ποτέ δεν θα ζήταγε ζεστασιά από δαύτη.

Είχε πια πέσει ο ήλιος, όπως πέφτει πάντα. Με πήρες από το χέρι και με οδήγησες στην έξοδο. Ένιωθα τον καρπό σου και τους ωραίους σφυγμούς ζωής που ανέδιδαν οι στίχοι σου. Σε κοίταξα στα μάτια με όλα τα έντονα χρώματα του οράματος κι έκανα μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό μου. Μου είπες πως είχε έρθει η ώρα να φύγω. Με δυσκολία τράβηξα το χέρι μου από το δικό σου. Σαν να ήταν αυτή η τελευταία χειραψία κι εγώ να έπρεπε με κάθε τρόπο να την προστατέψω. Η ανάσα ενός μικρού πουλιού.

Κάπως έτσι η γη σταμάτησε να τρέμει. Το δέρμα μου επανήλθε στη μορφή του εγώ. Ο χρόνος ήταν πάλι ο χρόνος κάποιου καλοκαιριού σε ένα ξωκλήσι έρημο από μέλλον. Έκανα το σταυρό μου και βγήκα.

Στο γυρισμό συνάντησα ένα κορίτσι που το λέγαν Πηνελόπη.[2] Ανάμεσα στα σκόρπια χαρτιά της μου είπε πως το ξωκλήσι αυτό ήταν το ξωκλήσι του Άγιου (Α)Λύπιου. 

Σημείωση: Στο κείμενο έχουν χρησιμοποιηθεί στίχοι από την ποιητική συλλογή, Λυπιού, (1995) της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: