Η Virginia Wolf το 1928 έγραψε: «σκεφτόμαστε το παρελθόν μέσα από τις μητέρες μας, εάν είμαστε γυναίκες». Αρκετά χρόνια μετά, η εβραϊκής καταγωγής Αμερικανίδα ποιήτρια και δοκιμιογράφος Alicia Ostriker (1937), γνωστή και για τη συμβολή της στη φεμινιστική λογοτεχνική κριτική, ανοίγει με αυτά ακριβώς τα λόγια της Wolf ένα από τα πιο επιδραστικά της κείμενα.
Πρόκειται για το “What Women (poets) want: Marianne Moore and H.D. as poetic ancestresses”, όπου η Ostriker δανείζεται (με πρόθεση την πλήρη μεταστροφή του) ένα πολυσυζητημένο ερμηνευτικό σχήμα του κριτικού Harold Bloom (1930-2019). Την αγωνία ή αλλιώς το άγχος της επίδρασης.
Για τον Bloom, πολύ συνοπτικά, υπάρχουν νεότεροι ποιητές και ποιητές-πατέρες με φροϋδικούς όρους Οιδίποδα / Λάιου. Ποιητές-πατριάρχες τη θέση των οποίων διεκδικούν οι νεότεροι. Όταν, λοιπόν, η Ostriker εμπνέεται από το έργο του Bloom, εστιάζει στη θηλυκή γενιά της ποίησης και διαφοροποιείται από τον συγγραφέα του «Δυτικού Κανόνα» μέσα από ένα σχήμα, όμως, επίσης μυθολογικό.
Για εκείνη οι νέες ποιήτριες δεν νιώθουν την ανάγκη να «εξοντώσουν», να ξεπεράσουν τις προκατόχους τους. Στις ποιήτριες η Ostriker βλέπει να αναπτύσσεται μία σχέση μητέρας/κόρης κατά το αρχέτυπο Δήμητρας και Περσεφόνης. Μόνο που είναι η κόρη, η Περσεφόνη, εκείνη που καλείται να κατέβει στον Άδη και να βρει, να επαναφέρει την μητέρα της στη ζωή. Όταν η μητέρα επιστρέφει, η κόρη ανθίζει δημιουργικά κατά την Αμερικανίδα.
Η Ostriker, μάλιστα, κάνει λόγο για τρεις συνδυαστικές ποιότητες που θα πρέπει να έχουν οι μητέρες ποιήτριες. Συγκεκριμένα, γράφει πως χρειαζόμαστε φωνές που:
1. εργάστηκαν στο υψηλότερο επίπεδο φαντασίας και τεχνικής
2. υπήρξαν ανατρεπτικές
και τέλος,
3. ήταν ικανές να υποσχεθούν ένα εναλλακτικό όραμα.
Στα ελληνικά γράμματα από την Σαπφώ μέχρι σήμερα έχουμε ευτυχήσει να έχουμε ισχυρές φωνές που διαθέτουν και τα τρία αυτά χαρίσματα. Στην Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί τη θέση που της αναλογεί στο ποιητικό συνεχές της γλώσσας μας και είναι -νομίζω- δύσκολο για τις νέες και τους νέους δημιουργούς να μην την αισθανθούν ως μία σημαντική, ως μία μητρική φιγούρα της λογοτεχνικής οικογένειας.
Το επίπεδο συνεργίας φαντασίας και τεχνικής στα γραπτά της Ρουκ το επιβεβαιώνει η απολύτως διακριτή, μεταφυσική, βαθιά και ειλικρινής φωνή της. Την ανατρεπτική της ποιότητα την υπογραμμίζει η τόλμη των θεμάτων της. Μία τόλμη που δεν περιορίζεται απλώς στην προσήλωσή της στο σώμα. Για παράδειγμα, ποιήματα από τη συλλογή Ενάντιος Έρωτας, του 1982 όπως η «Παραβίαση» και το «Πλαστικό πράγμα», ακόμη κι αν υποθέσουμε πως γράφονται ιδιωτικώς σπανίως επιβιώνουν της αυτολογοκρισίας των δημιουργών τους.
Όσον αφορά, τώρα, το κριτήριο του εναλλακτικού οράματος, η Ρουκ πάντοτε αλλιώς πολιτική -ιδίως μετά από την «Μαγδαληνή» και την «Πηνελόπη» της όλο και πιο συνειδητά- πρότεινε μέσα από τις προσωπικές επιλογές και το έργο της σταθερά την μαχητικότητα. «Στέρησέ με –παρακαλώ το Άγνωστο– στέρησέ με κι άλλο για να επιζήσω» έχει γράψει, άλλωστε, τελικά προκαλώντας και όχι παρακαλώντας τη ζωή. Ξορκίζοντας, νικώντας, όπως της άρεσε να λέει, την αναπηρία της και κάθε έλλειψη που την είδε ως ευλογία.
Επιστρέφοντας στα προγονικά σχήματα των Bloom και Ostriker αναρωτιέμαι πως θα μπορούσα να τα εμπλέξω, επιλέγοντας ενδιαφέρουσες αντιστοιχήσεις αντίθετου φύλου. Σκέπτομαι τον Οδυσσέα Ελύτη και την «Σαπφώ» του (εκδ. Ίκαρος). Τον τρυφερά μετωπικό τρόπο που την πλησίασε και αμέσως περνώ σε μία άλλη σύζευξη. Ανακαλώ ένα ποίημα της Ρουκ από τη συλλογή Άδεια φύση του 1993.
Η Ρουκ εκεί δεν συνομιλεί με μία μητέρα της ποίησης. Αφιερώνει, βεβαίως, τρία ποιήματα -ποιήματα καρδιάς όπως τα λέει- στις ομότεχνες της Κική Δημουλά, Μαρία Κυρτζάκη και Μαρία Σερβάκη διαδοχικά. Κάπου παρακάτω, όμως, αποφασίζει να μας μιλήσει για τον γενάρχη της νεοελληνικής ποίησης, τον ποιητή-πατέρα Διονύσιο Σολωμό. Και μας χαρίζει ένα ποίημα-σπινθήρα.
Με έμφυλη οπτική και δοκιμιακό μετακείμενο. Σε διαφορετικό ψυχικό κλίμα από το ποίημα «Σολωμού Συντριβή και Δέος» του Ελύτη που έγραφε απευθυνόμενος στον Σολωμό «η σκέψη σου και μόνο μου έκαψε όλα τα χειρόγραφα».
Στο δικό της ποίημα η Ρουκ παρατηρεί τον μεγάλο πατέρα, τον εθνικό ποιητή. Στέκεται κριτικά απέναντί του με το θάρρος της φωνής της, διεκδικώντας με την στάση της και τον δικό της χώρο.
Παραθέτω εδώ το ποίημά της χωρίς περικοπή. Είναι, πιστεύω, ένα από τα καλύτερά της.