Θυμάμαι σαν και σήμερα την ημέρα που πήγα να πάρω την Κατερίνα από το σπίτι της, σχεδόν στο τέλος της Ασκληπιού. Θα διαβάζαμε στο Μουσείο της Ακρόπολης. Χτύπησα το κουδούνι με το συνθηματικό που είχαμε ήδη συμφωνήσει τηλεφωνικά· καθυστέρησε (ένα τέταρτο και παραπάνω). Στη βιασύνη μου να φτάσουμε στην ώρα μας πρέπει να την έπιασα κάπως άγαρμπα από τον ώμο βοηθώντας την να βολευτεί στο αυτοκίνητο. Πόνεσε· το πρόσωπό της σκίστηκε, μόρφασε, μα ξόδεψε μεμιάς τον σωματικό της πόνο βολεύοντας τάχα τη ζώνη του καθίσματος. Ελευθερώνοντας τα χέρια της φυλλομέτρησε τον τόμο των ποιημάτων της και με τη γνώριμη βραχνή φωνή της με ρώτησε: —Αντιόχου, πόσα ποιήματα πρέπει να διαβάσω; Χαμογέλασα· δεν ήξερα να της απαντήσω, να της πω έναν αριθμό. —Όσα θέλετε, είστε η κ. Ρουκ, ποιος θα σας σταματήσει, της απάντησα.
Το βράδυ επιστρέφοντάς την σπίτι μού χάρισε τον τόμο με τα μεταφρασμένα ποιήματα του Ντέρεκ Ουόλκοτ και περίμενα κατ’ εντολή της μέχρι να βεβαιωθώ πως κλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος της. Έφυγα αναλογιζόμενος που βρίσκει το περίσσευμα τέτοιας δύναμης διαβάζοντας, αφού αναμφισβήτητα παρόλο τον αποπροσανατολισμό της στο Μουσείο, όταν ξεκίνησε να διαβάζει αιωρήθηκε στο αμφιθέατρο κι όταν σταμάτησε και χαμήλωσε σαν μικρό κορίτσι στο τροχήλατο της κάθισμα, η αιώρηση και ο μετεωρισμός της είχαν πλήξει ανήκεστα το κοινό. Η φωνή τής Κατερίνας για όποιον είχε την τύχη να την ακούσει ν’ απαγγέλει σε εκδηλώσεις γέμιζε τον χώρο με ή χωρίς μικρόφωνα. Διάβαζε εξαιρετικά. Όμως εκείνη τη νύχτα —τρία χρόνια πριν— ήταν φανερά καταβεβλημένη.
Συναντηθήκαμε πριν και μετά σε εκδηλώσεις και σε άλλα τέτοια κοινότοπα πράγματα που συνηθίζουμε μέχρι που ήρθε η ώρα να γεμίσουμε τα πλάνα σε μια εκπομπή τεκμήριο στο Κανάλι της Βουλής. Μετά η Κατερίνα μετακόμισε κάπου στην περιοχή της Βικτώριας κι ίσως κι εγώ αμέλησα να της τηλεφωνήσω δηλώνοντας: παρών. Βλέπετε η Κατερίνα ήταν η διαρκώς παρούσα αφού αναδυόταν στη σιωπή μου ένας στίχος της, ένα ποίημα της, μια μετάφρασή της.
Η Κατερίνα μας παρέδωσε έργο· έργο τραύμα. Ήταν όμως προικισμένη μ’ αυτή τη στόφα των αληθινών ποιητών και αυτό το έργο τραύμα δεν το μετέτρεψε σε αυτισμό —ίσα ίσα δημιούργησε ένα unisex και one size ένδυμα για το ευρύ αναγνωστικό κοινό. Κατάφερε με την ποίησή της ν’ αγγίξει τ’ όριο της λέξης πανθομολογούμενη, εννοώντας πως η ποίησή της είχε την ίδια απεύθυνση και πρόσληψη στον πνευματικό άνθρωπο, στον επιστήμονα, στον μανάβη, στον μπακάλη, στον νέο και στον γέρο∙ εντέλει σε όλους.
Το 1963 στο πρώτο βιβλίο της Λύκοι και σύννεφα συστήνεται στην πρώτη ενότητα με τον στίχο: «Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού» και σχεδόν πενήντα χρόνια αργότερα διασαφηνίζει στις πολλαπλές της συνεντεύξεις την σταφυλοκοκκική λοίμωξη που της κληροδότησε μια μόνιμη αναπηρία δηλώνοντας: «Αυτό που έπαθα εγώ είναι κάτι κοντινό στην πολιομυελίτιδα και έγινε η εγχείρηση μόλις γεννήθηκα. Όλη μου η ζωή ήταν με αυτή την έλλειψη, ότι κούτσαινα αλλά τίποτε άλλο. Έτρεχα, κολυμπούσα, χόρευα, είχε γίνει αυτονόητο μέλος της ζωής μου… Ο έρωτας ήταν το Α και το Ω στην ποίησή μου και στη ζωή μου. Κι αυτό φαίνεται και στα ποιήματά μου. Ήταν το βασικότερο στοιχείο. Όταν άρχισα να αισθάνομαι τον έρωτα ήταν πηγή έμπνευσης, πηγή ύπαρξης. Δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι με αποβάλουν οι άνδρες λόγω της αναπηρίας».
Το έργο της σωματικό, αναψηλαφεί την καθημερινότητα ενός ανθρώπου και την εσωτερικεύει, έτσι ώστε αυτό που καταλείπει στα τυπογραφικά της ενώ είναι το οικείο της κατασκεύασμα, ένα μπαούλο ρωγμής και ουλής, παραδίδει και το master key στον αναγνώστη που θα σταθεί μπροστά του, ώστε να το ανοίξει και να οικειοποιηθεί το τραύμα και κατ’ επέκταση τον έρωτα που τόσο μοναδικά συνυφαίνει στο έργο της. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στο ποιητικό της σύμπαν το οποίο της χαρίζει τη φωνή της και ταυτόχρονα δημιουργεί τον τόσο ιδιαίτερο αφηγηματικό τρόπο στην ποίησή της.
Η Ρουκ είναι αναγνωρίσιμη από τους πρώτους της στίχους, όπως βέβαια όλοι οι μεγάλοι ποιητές που κληροδοτούν αποδημώντας σημαντικό ποιητικό έργο. Νιώθω ελάχιστος να προχωρήσω σε αξιολογικές κρίσεις για το έργο της, αλλά βεβαιώνω πως η γενιά μου και οι νεότερες γενιές τη σέβονται, τη μελετούν και τη μνημονεύουν. Την τελευταία δεκαετία δεν μπορώ να απαριθμήσω πόσες φορές στάθηκε δίπλα σε νέους στηρίζοντας το έργο τους. Δοτική συνομιλούσε δίχως να κρατά απόσταση και πόζα από όσους χρειάζονταν την ποιητική της συμβουλή.
Θέλω να σημειώσω όμως και κάτι κοινότοπο: το να σε τιμά σχεδόν το σύνολο του αναγνωστικού κοινού, είτε έχοντας διαβάσει έναν στίχο, είτε το σύνολο του έργο σου έχει την αξία πως αυτό το έργο διεισδύει κι είναι κριτήριο πως κερδίζεις —μικρό ή μεγάλο δεν έχει σημασία— μερίδιο της Αθανασίας. Είχες πει: «Γράφουμε με την ελπίδα ότι έστω και ένα τέταρτο της ώρας αφού πεθάνουμε κάτι θα έχει μείνει. Λίγο είναι αυτό; Στο μηχανισμό της γραφής υπάρχει αυτό, ότι ίσως κάτι από ό,τι κάνω μπορεί να μείνει».
Δεν ξέρω πως αποχαιρετούν τους νεκρούς ποιητές. Όσα χρόνια ζω ακόμα κι αυτούς που γνώρισα νεκρούς —όσους διάλεξα— τους θεώρησα συνδαιτημόνες στην κάμαρά μου. Κι είμαι από τους τυχερούς γιατί κι εκείνη —εσύ Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ξεκουράζεσαι ή ασθμαίνεις μαζί μου τις νύχτες την ώρα που προσπαθώ να στήσω ή να καταστρέψω δύο δικούς μου στίχους. Ας σου πω όμως Κατερίνα κι επίσημα το αντίο μου στον κόσμο των ζωντανών που σ’ αγαπούν και το ευχαριστώ μου. Α! κι ένα συγγνώμη που σε πόνεσα στη βιάση μου να φτάσουμε στην ώρα μας στο Μουσείο της Ακρόπολης.