Από πού παν για την Λυπιού;

Από πού παν για την Λυπιού;

Ανα­ζη­τώ­ντας τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του ιδα­νι­κού το­πί­ου κί­νη­σης των αι­σθή­σε­ων και των αι­σθη­μά­των, των ψυ­χών και των σω­μά­των, της μο­νά­δας και της συλ­λο­γι­κής συ­νεί­δη­σης, έχει αρ­θρω­θεί ένα δυ­να­μι­κό λε­ξι­λό­γιο που ανα­πτύσ­σε­ται μα­ζί με τον χώ­ρο, το χρό­νο και τον άν­θρω­πο και απα­σχο­λεί δια­χρο­νι­κά τη γρα­φή, δη­μιουρ­γώ­ντας μία μυ­θο­λο­γία που εκ­κι­νεί από την Πο­λι­τεία του Πλά­τω­να, πα­τά στην Ου­το­πία του Τό­μας Μορ και την Νέα Ατλα­ντί­δα του Φράν­σις Μπέι­κον, εξε­ρευ­νά τις αό­ρα­τες πό­λεις του Ιτά­λο Καλ­βί­νο και φτά­νει ως τις μι­κρές προ­σω­πι­κές εκ­δο­χές των ποι­η­τών, την συ­νοι­κία του Εύ­ρω­τα του Οδυσ­σέα Ελύ­τη, την Κί­χλη του Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη και τό­σους και τό­σους άλ­λους, μεί­ζο­νες ή ελάσ­σο­νες, της στά­σης ή της διέ­λευ­σης, τό­πους μί­ας δεύ­τε­ρης, εκλε­πτυ­σμέ­νης στα ση­μεία συ­νει­δή­σε­ως: η ου­το­πία του ορά­μα­τος, η ευ­το­πία της πί­στε­ως, τα δυ­στο­πι­κά σε­νά­ρια του μέλ­λο­ντός μας, οι μη-τό­ποι της απο­ξε­νω­μέ­νης κα­τοί­κη­σης, μοιά­ζει να δη­μιουρ­γούν ένα σύ­στη­μα που επα­να­προσ­διο­ρί­ζε­ται κα­θη­με­ρι­νά και επα­να­νοη­μα­το­δο­τεί­ται για τον κα­θέ­να μέ­σα από το προ­σω­πι­κό αξια­κό του σύ­στη­μα. Ένα απο­ϋ­λο­ποι­η­μέ­νο ψη­φια­κό το­πίο, που για άλ­λους μοιά­ζει με χώ­ρο της απο­λύ­του ελευ­θε­ρί­ας μέ­σα στην ει­κο­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τά του, για πα­ρά­δειγ­μα, για εμέ­να υψώ­νε­ται ως η πιο απει­λη­τι­κή φυ­λα­κή του μέλ­λο­ντος κό­σμου. Όμοια ο δι­κός μου σάρ­κι­νος πα­ρά­δει­σος, ο γε­μά­τος υφές, αρώ­μα­τα και γεύ­σεις, για κά­ποιους αναμ­φί­βο­λα φα­ντά­ζει το­πίο ορια­κά επι­θε­τι­κό απέ­να­ντι στην ασφά­λεια του ει­δώ­λου, που εγ­γυώ­νται οι σύγ­χρο­νοι χώ­ροι της απο­ϋ­λο­ποι­η­μέ­νης πα­γκό­σμιας κοι­νό­τη­τας. Ανά­με­σα όμως στα κεί­με­να που αρ­χι­κά ανέ­φε­ρα, και ακρο­βα­τούν επά­νω στο σκοι­νί που ενώ­νει (ή χω­ρί­ζει) τον χώ­ρο του φι­λο­σο­φι­κού, κοι­νω­νι­κού και πο­λι­τι­κού στο­χα­σμού και εκεί­νον της κα­θα­ρό­αι­μα λο­γο­τε­χνι­κής έκ­φρα­σης, και τις μι­κρές ποι­η­τι­κές ου­το­πί­ες στις οποί­ες επι­χει­ρώ να οδη­γη­θώ, υπάρ­χουν δύο ει­δο­ποιοί δια­φο­ρές. Τα πρώ­τα μι­λούν για ένα χώ­ρο ορα­μα­τι­κό, ιδα­νι­κά κα­τοι­κή­σι­μο, και έρ­χο­νται να προ­τεί­νουν έναν ιδε­α­τό τρό­πο του σκέ­πτε­σθαι και σχε­τί­ζε­σθαι κοι­νω­νι­κά μέ­σα σε αυ­τόν· κοι­τούν τον άν­θρω­πο ως αδιά­σπα­στο μέ­ρος ενός όλου, ενός συ­στή­μα­τος που αλ­λη­λε­πι­δρά, ενώ τα δεύ­τε­ρα, απο­δί­δουν ένα τό­πο ονει­ρι­κό, ιδα­νι­κά κα­τοι­κη­μέ­νο, και έρ­χο­νται να εκ­φρά­σουν μία από­λυ­τα προ­σω­πι­κή εκ­δο­χή του αι­σθά­νε­σθαι προ­τεί­νο­ντας αυ­τό το μο­να­δι­κό αί­σθη­μα, το διά­φο­ρο για τον κα­θέ­να, ως μό­νη και ολο­κλη­ρω­τι­κή ταυ­τό­τη­τα, ως βα­σι­κό άξο­να για την άρ­θρω­ση οποιασ­δή­πο­τε σχέ­σε­ως στον οποιο­δή­πο­τε τό­πο.
Οι τό­ποι αυ­τοί, ευ­ρείς ή πε­ριο­ρι­σμέ­νοι, πε­ρί­κλει­στοι ή αχα­νείς, του ελα­χί­στου/κα­θη­με­ρι­νού ή του πλε­ο­νά­ζο­ντος αι­σθή­μα­τος ενυ­πάρ­χουν στη γρα­φή των πε­ρισ­σο­τέ­ρων ποι­η­τών, μπο­ρούν να κα­τα­σκευα­σθούν, να κα­τοι­κη­θούν και να ανα­χθούν σε μι­κρές προ­σω­πι­κές ου­το­πί­ες μέ­σα από το συμ­φρα­ζό­με­νο αί­σθη­μα και το βί­ω­μα της γρα­φής τους. Υπάρ­χουν όμως και κά­ποιες πε­ρι­πτώ­σεις, όπου οι ίδιοι οι ποι­η­τές, ονο­μα­τί­ζουν αυ­τόν τον ένα και μο­να­δι­κό τό­πο της επι­στρο­φής, τον το­πο­θε­τούν στον χάρ­τη μί­ας προ­σω­πι­κής γε­ω­γρα­φί­ας, με χώ­ρες και νη­σιά, που μό­νο στα ση­μεία εφά­πτο­νται σε αυ­τό που λέ­με γε­ω­γρα­φία του πραγ­μα­τι­κού, και τον επι­σκέ­πτο­νται αδιά­λει­πτα. Ένας τέ­τοιος τό­πος εί­ναι και η Λυ­πιού, ο τό­πος που επι­νό­η­σε / για να πη­γαί­νει όταν εί­ναι βα­θιά λυ­πη­μέ­νη, η Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ και μάς τον πα­ρέ­δω­σε προς κα­τοί­κη­ση το 1995. Η Ρουκ σε αυ­τή, την ομώ­νυ­μη συλ­λο­γή, κα­τα­σκευά­ζει εκ του μη­δε­νός, ή πιο σω­στά, διά του απεί­ρου του αι­σθή­μα­τος, έναν νέο τό­πο, την Λυ­πιού, την οποία δη­λω­τι­κά ξα­να­ε­πι­σκέ­πτε­ται έξι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στην συλ­λο­γή Η ύλη μό­νη, με την ενό­τη­τα «Στη Λυ­πιού και πά­λι», για να της δώ­σει γλώσ­σα και να ιδρύ­σει εκεί το έθνος της σιω­πής.
Σε αυ­τό το αδιαί­ρε­το ποι­η­τι­κό σύ­νο­λο βλέ­που­με την ποι­ή­τρια, πέ­ρα από την επί­τα­ξη του βα­θέ­ος αι­σθή­μα­τος, της μνή­μης και της οδύ­νης, που συ­χνά τη δυ­να­στεύ­ει, πέ­ρα από την ευ­φυ­ΐα του ευ­ρή­μα­τος που κα­τα­σκευά­ζει για να απο­δώ­σει τη λύ­πη της με χω­ρι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, να στρα­το­λο­γεί στη γρα­φή της, τη με­λέ­τη της πο­λε­ο­δο­μί­ας και της κοι­νω­νιο­λο­γί­ας των αστι­κών το­πί­ων. Αρ­χι­κά, ξε­κι­νά ως ξε­να­γός, ει­σά­γει τον ανα­γνώ­στη στο δυ­σπρό­σι­το εσω­τε­ρι­κό χώ­ρο της, του γνω­ρί­ζει τον δρό­μο και τους κα­τοί­κους της: «Στη Λυ­πιού φτά­νεις χω­ρίς ανα­στε­ναγ­μό / μό­νο μ' ένα σφί­ξι­μο ελα­φρό / που θυ­μί­ζει τον έρω­τα σαν στέ­κε­ται / ανα­πο­φά­σι­στος στο κα­τώ­φλι του σπι­τιού. / Έχει ιε­ρο­βά­μο­νες ποι­η­τές εδώ / ποι­η­τές με με­γά­λη έφε­ση για ου­ρα­νό [...]». ενώ στη συ­νέ­χεια αρ­χί­ζει να ανα­λύ­ει την ει­κό­να, να κα­τα­σκευά­ζει το εί­δω­λο αυ­τού του φα­ντα­στι­κού το­πί­ου, όπου δια­μέ­νει το αί­σθη­μα. «Εδώ όλες οι απο­τυ­χί­ες της νιό­της / γί­ναν σιω­πη­λές πλα­τεί­ες / τα κου­τσου­ρε­μέ­να πά­θη σύ­δε­ντρα σκο­τει­νά [...] Κά­τι χει­ρό­τε­ρο από γε­ρα­τειά / η χώ­ρα τού­τη κα­τοι­κεί­ται από νιά­τα αμε­τα­χεί­ρι­στα.», γρά­φει ανα­βαθ­μί­ζο­ντας την μνή­μη και το βιω­μέ­νο χρό­νο σε βα­σι­κές ορί­ζου­σες του λυ­τρω­τι­κού χω­ρο­κα­νά­βου που με­τα­τρέ­πει το μη-συ­ντε­λε­σμέ­νο, το μα­ταιω­μέ­νο αί­σθη­μα σε χώ­ρο. Και δεν εί­ναι τυ­χαίο ότι επι­λέ­γει την πλα­τεία, δη­λα­δή χω­ρι­κά ερ­μη­νεύ­ο­ντας, το κε­νό, για να εγκα­τα­στή­σει τον αμε­τα­χεί­ρι­στο χρό­νο. Ένα κε­νό όμως ενερ­γό που συ­γκε­ντρώ­νει, συ­σπει­ρώ­νει, πάλ­λε­ται μέ­σα από τον παλ­μό των σω­μά­των και σω­παί­νει με τη σιω­πή τους. Ακρι­βώς αυ­τή η αντί­θε­ση εί­ναι που έλ­κει την ποι­ή­τρια, ο κε­νός χώ­ρος που προ­οιω­νί­ζει την πλή­ρω­ση -ακό­μη και όταν αυ­τή δεν επέρ­χε­ται, την οχλο­βοή, το ανα­κά­τω­μα των αρω­μά­των, που κά­πο­τε συ­γκε­ντρώ­νο­νται σε μία ακα­θό­ρι­στα δύ­σο­σμη αί­σθη­ση αλ­λά αδια­πραγ­μά­τευ­τα ση­μαί­νουν ζωή, απέ­να­ντι στον πλή­ρη χρό­νο, αυ­τόν που δι­ήλ­θε αλ­λά δεν κα­τοι­κή­θη­κε, ο οποί­ος αντι­κα­το­πτρί­ζει στα­θε­ρά το αμε­τά­κλη­το κε­νό. Όσο προ­χω­ρά­με βέ­βαια, προς τα τέ­λη του 20ού αιώ­να και τις αρ­χές του 21ου η αντί­στι­ξη αυ­τή μοιά­ζει συ­χνά να ανα­τρέ­πε­ται, δί­νο­ντας μία δεύ­τε­ρη, κα­τ' ανα­λο­γία πλέ­ον, ανά­γνω­ση του στί­χου, αφού οι γε­μά­τες πλα­τεί­ες μη­τρο­πό­λε­ων συ­χνά έρ­χο­νται να ει­κο­νί­σουν με τον γλα­φυ­ρό­τε­ρο τρό­πο τα αμε­τα­χεί­ρι­στα νιά­τα, δια­δρα­μα­τί­ζο­ντας τον ρό­λο ενός κα­τ' εξο­χήν μη-τό­που, όπου κά­θε συ­γκέ­ντρω­ση πλή­θους εί­ναι αρ­νη­τι­κή, σιω­πη­λή, απω­λέ­σα­σα κά­θε υπό­βα­θρο κοι­νού συ­ναι­σθή­μα­τος, πα­ράλ­λη­λα βιω­μέ­νου χρό­νου.
Πέ­ρα από τα αμε­τα­χεί­ρι­στα νιά­τα, τους αό­ρι­στους κα­τοί­κους και δια­βά­τες για την αν­θρω­πο­γε­ω­γρα­φία αυ­τής της χώ­ρας, μας γνω­ρί­ζει ότι «ο πιο όμορ­φος άντρας της Λυ­πιού / βρή­κε μια μαύ­ρη πε­τα­λού­δα νε­κρή στα σε­ντό­νια του.» και η πιο νέα γυ­ναί­κα στη Λυ­πιού εί­ναι εκεί­νη που κοι­τά, κοι­τά και δεν πι­στεύ­ει / πώς τό­σος κουρ­νια­χτός συσ­σω­ρεύ­ε­ται στην οδό της χα­ράς. Και η γυ­ναί­κα αυ­τή ζω­ντα­νεύ­ει και κι­νεί­ται άτα­κτα στον χρό­νο και τον χώ­ρο της Λυ­πιού κα­τοι­κώ­ντας ενερ­γά τη μνή­μη. «Ό,τι χά­νεις μέ­νει μα­ζί σου για πά­ντα / κι η Λυ­πιού εί­ναι μια χώ­ρα που έφτια­ξα / για να 'μαι πά­ντα ένα μ' αυ­τά που 'χω χά­σει», ομο­λο­γεί με πλή­ρη ει­λι­κρί­νεια και συ­νει­δη­τό­τη­τα επι­στρέ­φο­ντας στην πρώ­τη χώ­ρα, όπου ο κά­θε άν­θρω­πος κα­τοι­κεί, την παι­δι­κή ηλι­κία, εκεί που η μη-γνώ­ση του κό­σμου συ­νι­στά αί­σθη­μα ελευ­θε­ρί­ας και όχι κα­τά­στα­ση εκ­με­τάλ­λευ­σης: «όταν πιά­νουν εκεί­να τ' αβά­στα­χτα σού­ρου­πα / κεί­να τα άφω­να ξη­με­ρώ­μα­τα / κι εί­ναι σαν να πε­ρι­μέ­νεις το κου­δού­νι του σχο­λεί­ου / να χτυ­πή­σει, το μά­θη­μα πά­λι ν' αρ­χί­σει / μια ακό­μη άσκη­ση πά­νω σε άγνω­στο θέ­μα. / Κοι­τάς χά­μω της αυ­λής το τσι­μέ­ντο, τα χα­λί­κια / τι­νά­ζεις τα ψί­χου­λα απ' το κου­λού­ρι στην μπλε πο­διά / και μπαί­νεις στην τά­ξη· / μπαί­νεις στην μο­νο­το­νία του άγευ­στου χρό­νου / στην αο­ρι­στία της ύπαρ­ξης / που ξέ­ρω, λί­γο αλ­λοιω­μέ­νη / τη συ­να­ντάς πά­λι προς το τέ­λος.» Και με αυ­τή τη χρο­νι­κή με­τα­τό­πι­ση μοιά­ζει το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο να επι­θυ­μεί να το­νί­σει, την δυ­να­μι­κή της πρώ­της νε­ό­τη­τας, της παι­δι­κής ηλι­κί­ας, εκ­πε­φρα­σμέ­νη με δια­στά­σεις χώ­ρου. Όποιος χώ­ρος και αν ανα­ζη­τη­θεί στον μέλ­λο­ντα χρό­νο ως κα­τα­φυ­γή, ως μέ­ρος οι­κείο που θα στε­γά­σει τον ενή­λι­κο πό­νο και την μα­ταί­ω­ση, την χα­ρά και την ελ­πί­δα, τον έρω­τα και τον θά­να­το ακό­μη, δεν θα έχει άλ­λη μορ­φή, δεν θα ακο­λου­θεί άλ­λη γε­ω­με­τρία από το κοί­λο της μή­τρας, δεν θα εί­ναι πα­ρά η χω­ρο-ποί­η­ση μί­ας ακα­ριαί­ας μνή­μης, ενός ακα­θό­ρι­στου αι­σθή­μα­τος που βιώ­θη­κε στην πρώ­τη παι­δι­κό­τη­τα και διέ­πε­ται από την απα­λοι­φή κά­θε προ­θε­τι­κό­τη­τας.
Κά­θε ένα από τα μι­κρά ποι­ή­μα­τα που συ­γκρο­τούν την πρώ­τη ενό­τη­τα της Λυ­πιού, μοιά­ζει να αγ­γί­ζει και ένα λει­τουρ­γι­κό μέ­ρος ορ­γά­νω­σης της ζω­ής του κοι­νω­νι­κού συ­νό­λου που συλ­λει­τουρ­γεί μέ­σα στον χώ­ρο και στον χρό­νο· όχι με πρό­θε­ση δι­δα­χής ή ανα­λύ­σε­ως αλ­λά με διά­θε­ση σκια­γρά­φη­σης του το­πί­ου έδρα­σης των αι­σθή­σε­ων. Σε αυ­τή την ποι­η­τι­κή ξε­νά­γη­ση, που ξε­κί­νη­σε αγ­γί­ζο­ντας τα πο­λε­ο­δο­μι­κά και αν­θρω­πο/κοι­νω­νιο­λο­γι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της Λυ­πιού, έρ­χε­ται να προ­στε­θεί το έβδο­μο και προ­τε­λευ­ταίο χω­ρίο, στο οποίο η ποι­ή­τρια μάς συ­στή­νει την θρη­σκεία της μι­κρής ου­το­πί­ας της, την οποία ορί­ζει ως Έν­νοια Ακέ­φα­λη. Δεν της απο­δί­δει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που να προ­σεγ­γί­ζουν την χρι­στια­νι­κή πί­στη, πέ­ρα από μία προ­σω­πι­κή με­τα­φο­ρά του στοι­χεί­ου της τρια­δι­κό­τη­τας, την οποία συ­μπλη­ρώ­νουν ως αδελ­φές της Θρη­σκεί­ας, η Αρε­τή και η Σο­φία. Κά­τω από αυ­τό το ακα­θό­ρι­στο πλαί­σιο του ακέ­φα­λου, η ποι­ή­τρια έρ­χε­ται να στε­γά­σει το δί­πο­λο «έρω­τας-θά­να­τος», ως κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη που οδη­γεί και εξου­σιά­ζει την ύπαρ­ξη, από την αρ­χή μέ­χρι το τέ­λος της και στην χώ­ρα της λα­τρεύ­ε­ται χω­ρίς ελ­πί­δα. Με άλ­λα λό­για μυ­εί τον ανα­γνώ­στη, τον κα­θι­στά κοι­νω­νό, της πιο βα­θιάς αλή­θειας της, της αδια­τά­ρα­κτης πί­στης της στο αδιαί­ρε­το θα­νά­του και έρω­τα. Πά­νω σε αυ­τή την προ­σω­πι­κή θρη­σκεία ρι­ζώ­νει ολό­κλη­ρη η ποί­η­σή της άλ­λω­στε –- ο έρω­τας προ­βάλ­λει σαν γε­γο­νός, αμι­γώς, θνη­σι­γε­νές και ο θά­να­τος, σαν ύστα­τη πρά­ξη ερω­τι­κής πα­ρά­δο­σης στο σώ­μα της ζω­ής.
«Βγαί­νο­ντας απ' τη Λυ­πιού /
κα­τά­λα­βα πως εί­χα χά­σει τον προ­σα­να­το­λι­σμό / προς κά­τι που θα 'ταν αλη­θι­νή μυ­ρω­διά / και καρ­πός χε­ριού με ωραί­ους σφυγ­μούς ζω­ής», δια­πι­στώ­νει στην απο­φώ­νη­ση της σύν­θε­σής της. Και κοι­τά­ζο­ντας, σκω­πτι­κά την επί­μο­νη με­τοί­κη­σή της σε έναν χώ­ρο μνη­μο­νι­κό, όπου δύ­να­ται να κα­τοι­κή­σει κά­θε απώ­λεια και κά­θε μα­ταί­ω­ση του πα­ρελ­θό­ντος χρό­νου αναι­ρώ­ντας το τε­τε­λε­σμέ­νο συμ­βάν, εκεί που μό­νον η ίδια ορί­ζει τα κε­κτη­μέ­να της, αρ­χί­ζει να αμ­φι­βάλ­λει· να με­τε­ω­ρί­ζε­ται ανά­με­σα στο θάλ­πος του βιω­μέ­νου χω­ρο­χρό­νου της, το οποίο χα­ράσ­σει τους δρό­μους και τα τε­τρά­γω­να αυ­τής της μι­κρής πο­λι­τεί­ας, και την λυ­τρω­τι­κή αφή του ασυ­ντέ­λε­στου τραύ­μα­τος, ανά­με­σα στο απα­λό πέ­πλο της ου­το­πί­ας και το τρα­χύ ύφα­σμα του υλι­κού κό­σμου.
Έξι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, επι­στρέ­φει στην χώ­ρα εκεί­νη που μό­νη της έπλα­σε για να κα­τα­φεύ­γει στις ώρες της βα­θιάς της λύ­πης, δη­λω­τι­κά, όπως ήδη ανέ­φε­ρα, για να μι­λή­σει για κά­τι, που ίσως ένιω­σε πως εί­χε πα­ρα­λεί­ψει, για την πλέ­ον συ­γκρο­τη­τι­κή έν­νοια στην ορ­γά­νω­ση του τό­που, τη γλώσ­σα. Και ως γλώσ­σα της Λυ­πιού, ως γλώσ­σα και τό­πο κοι­νό της ίδιας της ποί­η­σης, ορί­ζει την σιω­πή: «Στη σιω­πή τα ποι­ή­μα­τα / γεν­νιού­νται όπως στον έρω­τα / μό­νο που το συ­νη­θί­ζει η ασυ­γκί­νη­τη σι­γή / και να τα γεν­νά­ει / και να τα κα­τα­πί­νει.», γρά­φει στους πρώ­τους στί­χους της και συ­νε­χί­ζει «εδώ σπου­δά­ζεις τη σιω­πή / σαν να 'ταν ξέ­νη γλώσ­σα [...] Δε θα μπο­ρέ­σεις πο­τέ αυ­θόρ­μη­τα / να εκ­φρα­στείς σ' αυ­τή τη γλώσ­σα / όμως θα σ' αιφ­νι­διά­ζει πά­ντα η αλή­θεια της.» και ίσως αυ­τή η αιχ­μη­ρή αλή­θεια της σιω­πής υψώ­νει τα αυ­στη­ρά σύ­νο­ρα της χώ­ρας της Λυ­πιού, και όπως κά­θε γλώσ­σα συ­γκρο­τεί το έθνος που την κα­τοι­κεί. Αρ­κε­τά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, η ίδια θα επι­ση­μά­νει πώς η σιω­πή, όταν την ανα­λύ­σει κα­νείς βα­θιά, όταν φοι­τή­σει στις απέ­ρα­ντες εκτά­σεις της, κα­τα­νο­εί ότι δεν εί­ναι μο­νο­διά­στα­τη, εί­ναι μια γλώσ­σα πλού­σια και σκλη­ρή, με δια­λέ­κτους τό­σες όσες και οι μο­να­ξιές των αν­θρώ­πων που την προ­φέ­ρουν, και όσες φο­ρές και αν κα­νείς πι­στέ­ψει ότι κα­τέ­κτη­σε την παύ­ση, όσο και αν συμ­φι­λιώ­θη­κε με την απου­σία του έτε­ρου ήχου, πά­ντα θα υπάρ­χει κά­ποια ακα­τοί­κη­τη σιω­πή να τον αιφ­νι­διά­σει, έως ότου να φτά­σει στον βυ­θό των πραγ­μά­των / τον αιώ­νια άη­χο («Σιω­πή-Οι σιω­πές» από το βι­βλίο της Των αντι­θέ­των διά­λο­γοι και με τον ανή­λεο χρό­νο, 2018), τη μή­τρα της ζω­ής και του θα­νά­του. Σιω­πή, κραυ­γή κι ύστε­ρα πά­λι σιω­πή. Αυ­τό εί­ναι το τα­ξί­δι της Κα­τε­ρί­νας Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ από και προς την ου­το­πία, μό­νο που η εν­διά­με­ση κραυ­γή ανα­λύ­ε­ται σε μια απει­ρία θραυ­σμά­των, που κα­θέ­να τους πε­ριέ­χει ατό­φια την ύλη της σιω­πής. Και όμοια εκεί­νη πα­σχί­ζει να την κα­τα­κτή­σει σε μία ολό­κλη­ρη ζωή, σε μία χώ­ρα, σε μια ολό­κλη­ρη ποί­η­ση, όπως πα­σχί­ζει να επι­βλη­θεί στον έρω­τα και τη φθο­ρά -–σχε­δόν μά­ταια νιώ­θει· μα εγώ θα έλε­γα αι­ρε­τι­κά, για­τί έρ­χο­νται στιγ­μές–- έρ­χο­νται στί­χοι, που η σιω­πή της απλώ­νε­ται τό­σο εκ­κω­φα­ντι­κή ώστε σκε­πά­ζει ακό­μη και τον άτα­κτο ήχο του τρι­ζο­νιού μέ­σα στη ζε­στή νύ­χτα του Ιου­νί­ου. Τρέ­χει στους δρό­μους και τις πλα­τεί­ες κά­θε ιδα­νι­κού το­πί­ου και ανα­ζη­τά επί­μο­να την ύλη της για­τί όσο και αν πί­σω από την γρα­φή της μπο­ρεί κα­νείς να ανι­χνεύ­σει ένα στέ­ρεο φι­λο­σο­φι­κό και δια­νοη­τι­κό υπό­βα­θρο, η ύλη της σιω­πής της εί­ναι το στοι­χείο που ανε­βά­ζει τη θερ­μο­κρα­σία του στί­χου της και κα­θι­στά τη Λυ­πιού, το­πίο κα­τοί­κη­σης οι­κείο και αλ­λό­τριο για τον κα­θέ­να.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: