Αναζητώντας τα χαρακτηριστικά του ιδανικού τοπίου κίνησης των αισθήσεων και των αισθημάτων, των ψυχών και των σωμάτων, της μονάδας και της συλλογικής συνείδησης, έχει αρθρωθεί ένα δυναμικό λεξιλόγιο που αναπτύσσεται μαζί με τον χώρο, το χρόνο και τον άνθρωπο και απασχολεί διαχρονικά τη γραφή, δημιουργώντας μία μυθολογία που εκκινεί από την Πολιτεία του Πλάτωνα, πατά στην Ουτοπία του Τόμας Μορ και την Νέα Ατλαντίδα του Φράνσις Μπέικον, εξερευνά τις αόρατες πόλεις του Ιτάλο Καλβίνο και φτάνει ως τις μικρές προσωπικές εκδοχές των ποιητών, την συνοικία του Εύρωτα του Οδυσσέα Ελύτη, την Κίχλη του Γιώργου Σεφέρη και τόσους και τόσους άλλους, μείζονες ή ελάσσονες, της στάσης ή της διέλευσης, τόπους μίας δεύτερης, εκλεπτυσμένης στα σημεία συνειδήσεως: η ουτοπία του οράματος, η ευτοπία της πίστεως, τα δυστοπικά σενάρια του μέλλοντός μας, οι μη-τόποι της αποξενωμένης κατοίκησης, μοιάζει να δημιουργούν ένα σύστημα που επαναπροσδιορίζεται καθημερινά και επανανοηματοδοτείται για τον καθένα μέσα από το προσωπικό αξιακό του σύστημα. Ένα αποϋλοποιημένο ψηφιακό τοπίο, που για άλλους μοιάζει με χώρο της απολύτου ελευθερίας μέσα στην εικονική πραγματικότητά του, για παράδειγμα, για εμένα υψώνεται ως η πιο απειλητική φυλακή του μέλλοντος κόσμου. Όμοια ο δικός μου σάρκινος παράδεισος, ο γεμάτος υφές, αρώματα και γεύσεις, για κάποιους αναμφίβολα φαντάζει τοπίο οριακά επιθετικό απέναντι στην ασφάλεια του ειδώλου, που εγγυώνται οι σύγχρονοι χώροι της αποϋλοποιημένης παγκόσμιας κοινότητας. Ανάμεσα όμως στα κείμενα που αρχικά ανέφερα, και ακροβατούν επάνω στο σκοινί που ενώνει (ή χωρίζει) τον χώρο του φιλοσοφικού, κοινωνικού και πολιτικού στοχασμού και εκείνον της καθαρόαιμα λογοτεχνικής έκφρασης, και τις μικρές ποιητικές ουτοπίες στις οποίες επιχειρώ να οδηγηθώ, υπάρχουν δύο ειδοποιοί διαφορές. Τα πρώτα μιλούν για ένα χώρο οραματικό, ιδανικά κατοικήσιμο, και έρχονται να προτείνουν έναν ιδεατό τρόπο του σκέπτεσθαι και σχετίζεσθαι κοινωνικά μέσα σε αυτόν· κοιτούν τον άνθρωπο ως αδιάσπαστο μέρος ενός όλου, ενός συστήματος που αλληλεπιδρά, ενώ τα δεύτερα, αποδίδουν ένα τόπο ονειρικό, ιδανικά κατοικημένο, και έρχονται να εκφράσουν μία απόλυτα προσωπική εκδοχή του αισθάνεσθαι προτείνοντας αυτό το μοναδικό αίσθημα, το διάφορο για τον καθένα, ως μόνη και ολοκληρωτική ταυτότητα, ως βασικό άξονα για την άρθρωση οποιασδήποτε σχέσεως στον οποιοδήποτε τόπο.
Οι τόποι αυτοί, ευρείς ή περιορισμένοι, περίκλειστοι ή αχανείς, του ελαχίστου/καθημερινού ή του πλεονάζοντος αισθήματος ενυπάρχουν στη γραφή των περισσοτέρων ποιητών, μπορούν να κατασκευασθούν, να κατοικηθούν και να αναχθούν σε μικρές προσωπικές ουτοπίες μέσα από το συμφραζόμενο αίσθημα και το βίωμα της γραφής τους. Υπάρχουν όμως και κάποιες περιπτώσεις, όπου οι ίδιοι οι ποιητές, ονοματίζουν αυτόν τον ένα και μοναδικό τόπο της επιστροφής, τον τοποθετούν στον χάρτη μίας προσωπικής γεωγραφίας, με χώρες και νησιά, που μόνο στα σημεία εφάπτονται σε αυτό που λέμε γεωγραφία του πραγματικού, και τον επισκέπτονται αδιάλειπτα. Ένας τέτοιος τόπος είναι και η Λυπιού, ο τόπος που επινόησε / για να πηγαίνει όταν είναι βαθιά λυπημένη, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και μάς τον παρέδωσε προς κατοίκηση το 1995. Η Ρουκ σε αυτή, την ομώνυμη συλλογή, κατασκευάζει εκ του μηδενός, ή πιο σωστά, διά του απείρου του αισθήματος, έναν νέο τόπο, την Λυπιού, την οποία δηλωτικά ξαναεπισκέπτεται έξι χρόνια αργότερα, στην συλλογή Η ύλη μόνη, με την ενότητα «Στη Λυπιού και πάλι», για να της δώσει γλώσσα και να ιδρύσει εκεί το έθνος της σιωπής.
Σε αυτό το αδιαίρετο ποιητικό σύνολο βλέπουμε την ποιήτρια, πέρα από την επίταξη του βαθέος αισθήματος, της μνήμης και της οδύνης, που συχνά τη δυναστεύει, πέρα από την ευφυΐα του ευρήματος που κατασκευάζει για να αποδώσει τη λύπη της με χωρικά χαρακτηριστικά, να στρατολογεί στη γραφή της, τη μελέτη της πολεοδομίας και της κοινωνιολογίας των αστικών τοπίων. Αρχικά, ξεκινά ως ξεναγός, εισάγει τον αναγνώστη στο δυσπρόσιτο εσωτερικό χώρο της, του γνωρίζει τον δρόμο και τους κατοίκους της: «Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό / μόνο μ' ένα σφίξιμο ελαφρό / που θυμίζει τον έρωτα σαν στέκεται / αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού. / Έχει ιεροβάμονες ποιητές εδώ / ποιητές με μεγάλη έφεση για ουρανό [...]». ενώ στη συνέχεια αρχίζει να αναλύει την εικόνα, να κατασκευάζει το είδωλο αυτού του φανταστικού τοπίου, όπου διαμένει το αίσθημα. «Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης / γίναν σιωπηλές πλατείες / τα κουτσουρεμένα πάθη σύδεντρα σκοτεινά [...] Κάτι χειρότερο από γερατειά / η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα.», γράφει αναβαθμίζοντας την μνήμη και το βιωμένο χρόνο σε βασικές ορίζουσες του λυτρωτικού χωροκανάβου που μετατρέπει το μη-συντελεσμένο, το ματαιωμένο αίσθημα σε χώρο. Και δεν είναι τυχαίο ότι επιλέγει την πλατεία, δηλαδή χωρικά ερμηνεύοντας, το κενό, για να εγκαταστήσει τον αμεταχείριστο χρόνο. Ένα κενό όμως ενεργό που συγκεντρώνει, συσπειρώνει, πάλλεται μέσα από τον παλμό των σωμάτων και σωπαίνει με τη σιωπή τους. Ακριβώς αυτή η αντίθεση είναι που έλκει την ποιήτρια, ο κενός χώρος που προοιωνίζει την πλήρωση -ακόμη και όταν αυτή δεν επέρχεται, την οχλοβοή, το ανακάτωμα των αρωμάτων, που κάποτε συγκεντρώνονται σε μία ακαθόριστα δύσοσμη αίσθηση αλλά αδιαπραγμάτευτα σημαίνουν ζωή, απέναντι στον πλήρη χρόνο, αυτόν που διήλθε αλλά δεν κατοικήθηκε, ο οποίος αντικατοπτρίζει σταθερά το αμετάκλητο κενό. Όσο προχωράμε βέβαια, προς τα τέλη του 20ού αιώνα και τις αρχές του 21ου η αντίστιξη αυτή μοιάζει συχνά να ανατρέπεται, δίνοντας μία δεύτερη, κατ' αναλογία πλέον, ανάγνωση του στίχου, αφού οι γεμάτες πλατείες μητροπόλεων συχνά έρχονται να εικονίσουν με τον γλαφυρότερο τρόπο τα αμεταχείριστα νιάτα, διαδραματίζοντας τον ρόλο ενός κατ' εξοχήν μη-τόπου, όπου κάθε συγκέντρωση πλήθους είναι αρνητική, σιωπηλή, απωλέσασα κάθε υπόβαθρο κοινού συναισθήματος, παράλληλα βιωμένου χρόνου.
Πέρα από τα αμεταχείριστα νιάτα, τους αόριστους κατοίκους και διαβάτες για την ανθρωπογεωγραφία αυτής της χώρας, μας γνωρίζει ότι «ο πιο όμορφος άντρας της Λυπιού / βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του.» και η πιο νέα γυναίκα στη Λυπιού είναι εκείνη που κοιτά, κοιτά και δεν πιστεύει / πώς τόσος κουρνιαχτός συσσωρεύεται στην οδό της χαράς. Και η γυναίκα αυτή ζωντανεύει και κινείται άτακτα στον χρόνο και τον χώρο της Λυπιού κατοικώντας ενεργά τη μνήμη. «Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα / κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα / για να 'μαι πάντα ένα μ' αυτά που 'χω χάσει», ομολογεί με πλήρη ειλικρίνεια και συνειδητότητα επιστρέφοντας στην πρώτη χώρα, όπου ο κάθε άνθρωπος κατοικεί, την παιδική ηλικία, εκεί που η μη-γνώση του κόσμου συνιστά αίσθημα ελευθερίας και όχι κατάσταση εκμετάλλευσης: «όταν πιάνουν εκείνα τ' αβάσταχτα σούρουπα / κείνα τα άφωνα ξημερώματα / κι είναι σαν να περιμένεις το κουδούνι του σχολείου / να χτυπήσει, το μάθημα πάλι ν' αρχίσει / μια ακόμη άσκηση πάνω σε άγνωστο θέμα. / Κοιτάς χάμω της αυλής το τσιμέντο, τα χαλίκια / τινάζεις τα ψίχουλα απ' το κουλούρι στην μπλε ποδιά / και μπαίνεις στην τάξη· / μπαίνεις στην μονοτονία του άγευστου χρόνου / στην αοριστία της ύπαρξης / που ξέρω, λίγο αλλοιωμένη / τη συναντάς πάλι προς το τέλος.» Και με αυτή τη χρονική μετατόπιση μοιάζει το ποιητικό υποκείμενο να επιθυμεί να τονίσει, την δυναμική της πρώτης νεότητας, της παιδικής ηλικίας, εκπεφρασμένη με διαστάσεις χώρου. Όποιος χώρος και αν αναζητηθεί στον μέλλοντα χρόνο ως καταφυγή, ως μέρος οικείο που θα στεγάσει τον ενήλικο πόνο και την ματαίωση, την χαρά και την ελπίδα, τον έρωτα και τον θάνατο ακόμη, δεν θα έχει άλλη μορφή, δεν θα ακολουθεί άλλη γεωμετρία από το κοίλο της μήτρας, δεν θα είναι παρά η χωρο-ποίηση μίας ακαριαίας μνήμης, ενός ακαθόριστου αισθήματος που βιώθηκε στην πρώτη παιδικότητα και διέπεται από την απαλοιφή κάθε προθετικότητας.
Κάθε ένα από τα μικρά ποιήματα που συγκροτούν την πρώτη ενότητα της Λυπιού, μοιάζει να αγγίζει και ένα λειτουργικό μέρος οργάνωσης της ζωής του κοινωνικού συνόλου που συλλειτουργεί μέσα στον χώρο και στον χρόνο· όχι με πρόθεση διδαχής ή αναλύσεως αλλά με διάθεση σκιαγράφησης του τοπίου έδρασης των αισθήσεων. Σε αυτή την ποιητική ξενάγηση, που ξεκίνησε αγγίζοντας τα πολεοδομικά και ανθρωπο/κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά της Λυπιού, έρχεται να προστεθεί το έβδομο και προτελευταίο χωρίο, στο οποίο η ποιήτρια μάς συστήνει την θρησκεία της μικρής ουτοπίας της, την οποία ορίζει ως Έννοια Ακέφαλη. Δεν της αποδίδει χαρακτηριστικά που να προσεγγίζουν την χριστιανική πίστη, πέρα από μία προσωπική μεταφορά του στοιχείου της τριαδικότητας, την οποία συμπληρώνουν ως αδελφές της Θρησκείας, η Αρετή και η Σοφία. Κάτω από αυτό το ακαθόριστο πλαίσιο του ακέφαλου, η ποιήτρια έρχεται να στεγάσει το δίπολο «έρωτας-θάνατος», ως κινητήρια δύναμη που οδηγεί και εξουσιάζει την ύπαρξη, από την αρχή μέχρι το τέλος της και στην χώρα της λατρεύεται χωρίς ελπίδα. Με άλλα λόγια μυεί τον αναγνώστη, τον καθιστά κοινωνό, της πιο βαθιάς αλήθειας της, της αδιατάρακτης πίστης της στο αδιαίρετο θανάτου και έρωτα. Πάνω σε αυτή την προσωπική θρησκεία ριζώνει ολόκληρη η ποίησή της άλλωστε –- ο έρωτας προβάλλει σαν γεγονός, αμιγώς, θνησιγενές και ο θάνατος, σαν ύστατη πράξη ερωτικής παράδοσης στο σώμα της ζωής.
«Βγαίνοντας απ' τη Λυπιού / κατάλαβα πως είχα χάσει τον προσανατολισμό / προς κάτι που θα 'ταν αληθινή μυρωδιά / και καρπός χεριού με ωραίους σφυγμούς ζωής», διαπιστώνει στην αποφώνηση της σύνθεσής της. Και κοιτάζοντας, σκωπτικά την επίμονη μετοίκησή της σε έναν χώρο μνημονικό, όπου δύναται να κατοικήσει κάθε απώλεια και κάθε ματαίωση του παρελθόντος χρόνου αναιρώντας το τετελεσμένο συμβάν, εκεί που μόνον η ίδια ορίζει τα κεκτημένα της, αρχίζει να αμφιβάλλει· να μετεωρίζεται ανάμεσα στο θάλπος του βιωμένου χωροχρόνου της, το οποίο χαράσσει τους δρόμους και τα τετράγωνα αυτής της μικρής πολιτείας, και την λυτρωτική αφή του ασυντέλεστου τραύματος, ανάμεσα στο απαλό πέπλο της ουτοπίας και το τραχύ ύφασμα του υλικού κόσμου.
Έξι χρόνια αργότερα, επιστρέφει στην χώρα εκείνη που μόνη της έπλασε για να καταφεύγει στις ώρες της βαθιάς της λύπης, δηλωτικά, όπως ήδη ανέφερα, για να μιλήσει για κάτι, που ίσως ένιωσε πως είχε παραλείψει, για την πλέον συγκροτητική έννοια στην οργάνωση του τόπου, τη γλώσσα. Και ως γλώσσα της Λυπιού, ως γλώσσα και τόπο κοινό της ίδιας της ποίησης, ορίζει την σιωπή: «Στη σιωπή τα ποιήματα / γεννιούνται όπως στον έρωτα / μόνο που το συνηθίζει η ασυγκίνητη σιγή / και να τα γεννάει / και να τα καταπίνει.», γράφει στους πρώτους στίχους της και συνεχίζει «εδώ σπουδάζεις τη σιωπή / σαν να 'ταν ξένη γλώσσα [...] Δε θα μπορέσεις ποτέ αυθόρμητα / να εκφραστείς σ' αυτή τη γλώσσα / όμως θα σ' αιφνιδιάζει πάντα η αλήθεια της.» και ίσως αυτή η αιχμηρή αλήθεια της σιωπής υψώνει τα αυστηρά σύνορα της χώρας της Λυπιού, και όπως κάθε γλώσσα συγκροτεί το έθνος που την κατοικεί. Αρκετά χρόνια αργότερα, η ίδια θα επισημάνει πώς η σιωπή, όταν την αναλύσει κανείς βαθιά, όταν φοιτήσει στις απέραντες εκτάσεις της, κατανοεί ότι δεν είναι μονοδιάστατη, είναι μια γλώσσα πλούσια και σκληρή, με διαλέκτους τόσες όσες και οι μοναξιές των ανθρώπων που την προφέρουν, και όσες φορές και αν κανείς πιστέψει ότι κατέκτησε την παύση, όσο και αν συμφιλιώθηκε με την απουσία του έτερου ήχου, πάντα θα υπάρχει κάποια ακατοίκητη σιωπή να τον αιφνιδιάσει, έως ότου να φτάσει στον βυθό των πραγμάτων / τον αιώνια άηχο («Σιωπή-Οι σιωπές» από το βιβλίο της Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο, 2018), τη μήτρα της ζωής και του θανάτου. Σιωπή, κραυγή κι ύστερα πάλι σιωπή. Αυτό είναι το ταξίδι της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ από και προς την ουτοπία, μόνο που η ενδιάμεση κραυγή αναλύεται σε μια απειρία θραυσμάτων, που καθένα τους περιέχει ατόφια την ύλη της σιωπής. Και όμοια εκείνη πασχίζει να την κατακτήσει σε μία ολόκληρη ζωή, σε μία χώρα, σε μια ολόκληρη ποίηση, όπως πασχίζει να επιβληθεί στον έρωτα και τη φθορά -–σχεδόν μάταια νιώθει· μα εγώ θα έλεγα αιρετικά, γιατί έρχονται στιγμές–- έρχονται στίχοι, που η σιωπή της απλώνεται τόσο εκκωφαντική ώστε σκεπάζει ακόμη και τον άτακτο ήχο του τριζονιού μέσα στη ζεστή νύχτα του Ιουνίου. Τρέχει στους δρόμους και τις πλατείες κάθε ιδανικού τοπίου και αναζητά επίμονα την ύλη της γιατί όσο και αν πίσω από την γραφή της μπορεί κανείς να ανιχνεύσει ένα στέρεο φιλοσοφικό και διανοητικό υπόβαθρο, η ύλη της σιωπής της είναι το στοιχείο που ανεβάζει τη θερμοκρασία του στίχου της και καθιστά τη Λυπιού, τοπίο κατοίκησης οικείο και αλλότριο για τον καθένα.