Πολλές φορές μπορούμε να κατανοήσουμε βαθύτερα και ακριβέστερα το έργο ενός ποιητή, διαβάζοντάς το παράλληλα με το έργο ενός ομοτέχνου του, με τον οποίο αυτός μοιράζεται κοινές αγωνίες και στοχασμούς, λες και υπάρχουν εκλεκτικές συγγένειες που προκύπτουν είτε από κοινές πηγές είτε –και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον– από μια κοινή ιδιοσυγκρασία, από μια κοινή πνευματική-υπαρξιακή καταβολή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στο παρόν κείμενο επιλέγω να μιλήσω για την Αγγελάκη-Ρουκ αντικρίζοντάς την μέσα από έναν καθρέπτη: ο καθρέπτης αυτός είναι το ποιητικό πρόσωπο της κορυφαίας Ιταλίδας ποιήτριας του 20ού και των αρχών του 21ου αι., της Alda Merini (1931-2009). Σε ένα πρώτο επίπεδο, οι δύο ποιήτριες «μοιράζονται» στοιχεία τα οποία μπορεί κανείς να αντιληφθεί ακόμη κι αν δεν έχει εντρυφήσει στο έργο τους: και οι δύο μιλούν επίμονα για το γυναικείο σώμα, και οι δύο αφουγκράζονται τις αναταράξεις και τους ψιθύρους του έρωτα, και οι δύο επιστρέφουν στο αβάστακτο αίσθημα της απώλειας, είτε πρόκειται για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, είτε για την απώλεια της νιότης, είτε για την απώλεια της υγείας. Γιατί αν στην Αγγελάκη-Ρουκ το πονεμένο σώμα είναι εκείνο που στοιχειώνει τους στίχους, στα ποιήματα της Merini είναι το βασανισμένο από την ψυχική αρρώστια πνεύμα και κορμί που ορίζει πλήθος ποιημάτων. Και οι δύο ποιήτριες αντιτείνουν σε αυτόν τον αβάσταχτο πόνο της αρρώστιας τη δύναμη της ψυχής, την επιθυμία για ζωή, για έρωτα, για δημιουργία. Διαβάζοντας κανείς το έργο τους αισθάνεται ότι αντλούν τη δύναμή τους από μια μυστική πηγή, ότι πίσω από το παράπονο που αναπόφευκτα εκδηλώνεται έρχεται ο ύμνος της ζωής και της ομορφιάς σε όλες της τις εκφάνσεις.
Θα μπορούσαν να γραφτούν μελέτες ολόκληρες για τις ομοιότητες και εν γένει για τη σχέση του έργου των δύο ποιητριών. Στο σύντομο κείμενό μου εγώ αναπόφευκτα θα σταθώ σε δύο ποιήματα, τα οποία με συγκινούν λόγω μιας πρωτότυπης χρήσης του προσώπου της μυθικής Πηνελόπης. Πρόκειται για τα ποιήματα «Λέει η Πηνελόπη» της Αγγελάκη-Ρουκ (από τη συλλογή Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης, 1977) και «Γυναίκες του Νότου» της Alda Merini (από τη συλλογή Γεννήθηκα την άνοιξη στις 21, 2005).
Στο ποίημα της Αγγελάκη-Ρουκ, η Πηνελόπη σε πρώτο πρόσωπο μιλά για τον ρόλο της απουσίας στη ζωή της. Η Πηνελόπη είναι η γυναίκα που η τύχη της ορίστηκε όχι από την παρουσία ενός άντρα, αλλά από την απουσία του. Εξηγεί ότι δεν ήταν ποτέ υφάντρα, αλλά ποιήτρια: δεν ύφαινε ακουμπισμένη σε έναν αργαλειό, όπως ο μύθος ορίζει, αλλά το υφαντό της είναι ένα γραπτό. Ένα γραπτό που αδυνατεί να ολοκληρωθεί, αφού οι λέξεις εμποδίζονται από έναν εσωτερικό πόνο, τον πόνο του σώματος που στερείται την αγάπη. Έτσι, η γλώσσα και η προσπάθεια έκφρασης μετατρέπονται σε ένα διαρκές κάλεσμα για επιστροφή του άντρα που έχει χαθεί: «Πού είσαι, έλα, σε περιμένω/ ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες». Η άνοιξη που έρχεται εντείνει την επιθυμία, τον πόθο, την ελπίδα. Μα η Πηνελόπη-ποιήτρια, καταδικασμένη στη μοναξιά, μετατρέπει την έλλειψη και την απώλεια σε σύμβολο Νοσταλγίας. Αυτή η Νοσταλγία είναι που οδηγεί στην αθανασία των λέξεων, οι οποίες τελικά έρχονται στο φως και μέσα σε μια σπουδαία υπαρξιακή κατάκτηση: Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω/ στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία/ τι απουσία/ ή πώς λειτουργεί το εγώ/ στην τόση ερημιά, στον τόσο χρόνο. Και βέβαια αυτή η υπέρβαση δεν μπορεί παρά να εκφραστεί σωματικά: το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του/…/ πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο/ ελπίζοντας/ πως ό,τι χάνει σε αφή/ κερδίζει σε ουσία.
Η Alda Merini, από την πλευρά της, απευθύνεται στην Πηνελόπη, φέρνοντάς την κοντά της, χωρικά και χρονικά, κάνοντας τη μια γυναίκα του Νότου: Σε είδα στο παραθύρι/ γαντζωμένη κι ανάλαφρη/ σαν τον πυκνό κισσό,/ γυναίκα του Νότου είσ’ εσύ... (όλοι οι στίχοι του ποιήματος της Merini που καταγράφονται στο εξής εντός του κειμένου είναι σε μετάφραση Ευαγγελίας Πολύμου, από το βιβλίο Χτες βράδυ ήταν έρωτας, εκδ. 24 γράμματα 2021). Η Πηνελόπη της Merini είναι ένας ριζωμένος κισσός: ανήκει σε έναν και μόνο τόπο, αλλά ανέρχεται στον ουρανό, προσπαθεί να κατακτήσει μια νέα πατρίδα χωρίς βάρος. Όπως και η Πηνελόπη της Αγγελάκη-Ρουκ, μέσα από τη διαρκή αναμονή μεταβαίνει στη γνώση: εσύ, γλυκιά Πηνελόπη,/…/ Περήφανη στη γνώση/…/ λάτρις του αληθινού.
Φαίνεται πως και στα δύο ποιήματα η Πηνελόπη μετατρέπεται στο alter ego των ποιητριών. Οι ποιήτριες είναι «γυναίκες του Νότου», είναι υφάντρες της γλώσσας, μετατρέπουν την επιθυμία του σώματος σε γνώση του κόσμου, αναζητούν την αλήθεια πίσω από τα φαινόμενα, κατακτούν βήμα προς βήμα την αυτογνωσία, αγγίζουν την αθανασία, κινούνται σε έναν μυστικό, άρρητο κόσμο αποκαλύψεων ή για να το πούμε με τα λόγια της Merini, μοιάζουν με τις παράξενες επιθυμίες/ που παίρνει το αρτοφόριο στο χέρι/ ενός μυστήριου ιερέα.
Επιστρέφω συχνά στα δύο αυτά ποιήματα, γιατί μέσα τους μπορώ να βρω την αιώνια γυναίκα, την Πηνελόπη, που κατακτά τη γλώσσα και την ποίηση μέσα από την ευλογία της σιωπής, του πόνου και της αγάπης. Ας δούμε ξανά το ομηρικό έπος, όπως το είδαν οι δύο ποιήτριές μας, και ας ακολουθήσουμε την Πηνελόπη στο μεγάλο της ταξίδι, καθώς προσπαθεί να αγγίξει έναν άλλο, αόρατο νόστο: τον νόστο του πραγματικού της εαυτού.