Ακόμη
δεν γνωρίζουμε αν έχουμε επιτέλους ξεπεράσει την πανδημία αυτής της
τρίτης δεκαετίας της τρίτης χιλιετίας. Ίσως τελικά οι μαζικοί
εμβολιασμοί να καταφέρουν να επιβληθούν απέναντι στον ιό και τις
μεταλλάξεις του. Ή ενδεχομένως τα εκατομμύρια των προσβληθέντων ατόμων
μας επιτρέψουν να επιτύχουμε την πολυπόθητη ανοσία της αγέλης. Βέβαια
δεν είμαστε σίγουροι ότι στην επόμενη γωνία δεν καραδοκεί μια νέα
μετάλλαξη του ιού πιο επιθετική και καταστροφική. Παρόλα αυτά, είναι
γεγονός ότι λίγο πολύ σε όλο το δυτικό κόσμο, ακόμη και στην Αυστραλία
που μέχρι πρόσφατα εφάρμοσε πολιτική απομόνωσης, οι άνθρωποι
ξαναβρίσκουν συνήθειες που είχαν αφήσει στο περιθώριο, παραμελημένες,
σχεδόν ενοχοποιημένες κατά τη διάρκεια των είκοσι μηνών που πέρασαν από
τη στιγμή που επισήμως η Π.Ο.Υ.[1]
ανακήρυξε την κατάσταση πανδημίας του Cοvid-19.
Μεταξύ εκείνων, οι συμπεριφορές που περιέγραψε ο Aλεσάντρο Μπαρίκο στo πρώτo κείμενο του “Ποτέ ξανά”:
να χαιρετηθούμε με μια χειραψία, να σφιχτούμε σε μια αγκαλιά, να
καλέσουμε φίλους στο σπίτι, να πάμε στο εστιατόριο, στο σινεμά, στο
θέατρο, να αγγίξουμε ένα άρρωστο, να κρατήσουμε το χέρι ενός
ετοιμοθάνατου, να αγκαλιάσουμε ένα μωρό, κ.ά. Αναπόφευκτα διερωτόμαστε:
σίγουρα όλες αυτές είναι επιθυμητές συμπεριφορές, αλλά, ταυτοχρόνως,
θέλουμε στ’ αλήθεια να επιστρέψουμε στο “όπως πριν”; Να αφήσουμε πίσω
αυτή την απίστευτη περίοδο που προκάλεσε τόση οδύνη σε πολλές
οικογένειες, φτώχεια σε πολλούς, που έφερε σε κρίση τα οικονομικά,
υγειονομικά, σχολικά συστήματα ΟΛΩΝ των Δυτικών χωρών (και όχι μόνο), με μια απλή επιστροφή στον προηγούμενο τρόπο ζωής;
Χωρίς
αμφιβολία, νοιώθουμε πολύ ευτυχισμένοι που μπορούμε ξανά να
συναντήσουμε τους φίλους μας, να αγκαλιάσουμε με λιγότερο φόβο τα παιδιά
μας (τουλάχιστον όσοι από εμάς εμβολιάστηκαν ή ξεπέρασαν τον υιό), να
γευματίσουμε με τους παππούδες, να μπούμε πάλι μέσα στις αίθουσες
διδασκαλίας ή τα αμφιθέατρα, να επιστρέψουμε στο θέατρο, τον
κινηματογράφο, τις συναυλίες. Θέλουμε όμως στ‘ αλήθεια ΟΛΑ να
επιστρέψουν όπως πριν; Όπως γράφει ο Μπαρίκο, «πολλοί αναλογιστήκαμε: μα
τι τρέλα ζωής, ζούσαμε πριν;»[2]
Η
πανδημία άνοιξε την κρίση, μια ρωγμή στον τρόπο ζωής μας και όπως όλες
οι κρίσεις προκάλεσε πόνο, αμφιβολία, κίνδυνο αλλά και ερέθισμα να
αναλογιστούμε στο πως ζούμε τη σχέση μας με τους συνανθρώπους και τη
φύση, τη δουλειά μας, τα ταξίδια μας, τις διακοπές μας, τη ζωή μας στην
πόλη, όλα όσα έγιναν ξαφνικά τόσο διαφορετικά κατά τις περιόδους των
περιοριστικών μέτρων.
Κάποιος φιλόσοφος του οποίου μου διαφεύγει το
όνομα, υποστήριζε ότι μέσα στις ρωγμές μπορεί να προκύψει η αλλαγή. Ότι
οι ρωγμές αποτελούν μια ευκαιρία για το νέο, μια χαραμάδα οξυγόνου. Πώς
θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το οξυγόνο; Ο Covid μας κόβει το
οξυγόνο αλλά η πανδημία οξυγόνωσε τα πνεύματά μας, για καλό και για κακό
υπήρξε ένας τυφώνας που ανέδειξε τις αμέτρητες αδυναμίες των συστημάτων
μας, χτύπησε τον πανταχού παρόντα ναρκισσισμό των ανθρώπινων όντων της
τρίτης χιλιετίας και δημιούργησε την ανάγκη μιας αυτοκριτικής. Οι
μαρτυρίες, τα γραπτά, οι πραγματείες καθώς και οι επιστημονικές έρευνες
στις διαφορετικές όψεις των ανθρώπινων αντιδράσεων, (ανοσοποιητικές,
ψυχολογικές, κοινωνικές, πολιτισμικές) αυτή την περίοδο
δεκαπλασιάστηκαν. Όπως γράφει ο Μπαρίκο, αναλογιζόμενος την πανδημία (ή
καλύτερα Πανδημία) ως μύθο, «για να εμπεριέχει όλη αυτή τη δύναμη και
όλη αυτή την ταχύτητα, η μυθική μορφή της Πανδημίας θα έχει υποστηριχθεί
από ένα ρεύμα επιθυμίας δίχως προηγούμενο. Ή από μια γιγάντια επιθυμία
να εκφραστεί κάτι. Ή από μια επείγουσα ανάγκη να δοθεί φωνή σε μία
ασύμμετρη απελπισία(…). Πως να μην καταλάβουμε (...) ότι είναι μια
κραυγή; Είναι αναμφίβολο ότι ψάχναμε και επιθυμούσαμε κάτι παρόμοιο.
Ίσως, μεταξύ των ρευμάτων της επιθυμίας που έσπρωξαν εκείνη τη μυθική
φιγούρα μέχρι την επιφάνεια του κόσμου με τόση βίαιη ορμή, το πιο ισχυρό
να ήταν όντως εκείνο: η σπασμωδική ανάγκη της στάσης. Με αυτή την
έννοια η Πανδημία υπήρξε στα αλήθεια μια κραυγή. Μια κραυγή κόπωσης. Μια
κραυγή εξέγερσης».[3]
Δεν
υπάρχει καλύτερη συνθήκη από εκείνη της αναγκαστικής στάσης για
αναστοχασμό. Για την δημιουργία ερωτημάτων. Μεταξύ των άλλων, ο
Alessandro Μπαρίκο, σε αυτά τα μικρά συμπυκνωμένα κείμενα δημιουργεί
πολλά, πυκνά, δύσκολα ερωτήματα. Πριν απ’ όλα προς τον εαυτό του και
μετά προς εμάς. Θα επικεντρωθώ σε δυο από αυτά, που τα θεωρώ και τα
κυριότερα: Η υπόθεση της «νοημοσύνης». Η ανάλυσή του για την νοημοσύνη
του προηγούμενου αιώνα και των τεσσάρων πυλώνων της (σταθερότητα/έλλειψη
ευκαμψίας, εξειδικευμένη γνώση, στέρεες αρχές, λογικότητα) είναι δίχως
άλλο ενδιαφέρουσα, συμφωνούμε. Όπως επίσης οι σκέψεις στη δομική λογική
του κόσμου, που εμποδίζει την αλλαγή: όχι μια εξουσία λίγο ή πολύ
εμφανής, όχι lobbies που ελέγχουν την οικονομία, αλλά ο τρόπος που οι
κοινωνίες λειτουργούν, οι δομές συχνά αφανείς αλλά πανίσχυρες που
αναπτύχθηκαν και συνεχίζουν να αντιστέκονται στις αλλαγές.
Είναι ξεκάθαρο ότι είναι ετοιμόρροπες.
Αλήθεια που δημιουργείται μια διαφορετική νοημοσύνη; Γρήγορη, ευέλικτη, ευπροσάρμοστη, ολιστική;
Θεωρώ ότι είναι άσκοπο να ψάξουμε μια, διαφορετικής ποιότητας νοημοσύνη, θα κινδυνεύαμε να εγκλωβιστούμε εκ νέου. Επομένως έχουμε ανάγκη από περισσότερες της μίας «νοημοσύνης». Μια πολλαπλότητα σημείων παρατήρησης. Κανέναν από τα οποία όμως μπορεί να εξηγήσει την πραγματικότητα σε όλες τις εκφάνσεις της ή να δώσει απάντηση σε όλες τις αμφιβολίες. Νοοτροπίες που υποστηρίζουν τις αμφιβολίες. Που αναγνωρίζουν τα όριά τους. Που αποδέχονται την ώσμωση με άλλους τρόπους σκέψης. Δεν είναι κάτι το νέο: από την «ανίσχυρη σκέψη» του Gianni Vattimo, στην επιστημολογία της περιπλοκότητας των Edgar Morin και Heinz von Foester, στη συστημική και ολιστική προσέγγιση του Gregory Bateson, στην ιδέα της «ρευστής κοινωνίας» του Sigmund Bauman, στην έννοια της ελαφρότητας του Ίταλο Καλβίνο, o προηγούμενος αιώνας στην πραγματικότητα προσέφερε πάμπολλες οπτικές γωνίες που μας προϊδέασαν ως προς την αδυναμία να ερμηνεύσουμε τον κόσμο με έναν και μοναδικό τρόπο σκέψης, ενθαρρύνοντάς μας να αποδεχτούμε ότι κάθε θεωρία έχει ένα όριο, είναι ατελής εν τη γενέσει της. Ακόμη και το φετινό βραβείο Νομπέλ Φυσικής αποδόθηκε φέτος στον Giorgio Parisi, γεννημένο στον προηγούμενο αιώνα, ο οποίος βραβεύτηκε για την επιστημονική του συνεισφορά στο πεδίο των σύνθετων συστημάτων.
Ξαναγυρίζω στην έννοια της διασποράς: είμαστε ακόμα φοβισμένοι στη
σκέψη ότι μπορεί να μολυνθούμε από τον ιό, που στην περίπτωση των μη
εμβολιασμένων μπορεί να έχει θανατηφόρο αποτέλεσμα. Αλλά ταυτόχρονα,
πολλοί άνθρωποι είναι φοβισμένοι στη σκέψη ότι μπορούν να υποστούν άλλου
είδους «μολύνσεις» όπως πολιτισμικές, κοινωνικές, ακόμα και
συνυφασμένες με την σεξουαλική ταυτότητα: αυτές που έρχονται από
μετανάστες, από μειονότητες, από την ΛOATKΙ κοινότητα. Αποτέλεσμα είναι νέοι τοίχοι και φράγματα, σύνορα σφραγισμένα, πολιτισμικά εμπόδια, ρατσισμός, βία.
Ενώ
λοιπόν το Διαδίκτυο ελαχιστοποιεί τις αποστάσεις, προσφέροντας ελεύθερη
πρόσβαση σε μια αστείρευτη ποσότητα εικόνας και πληροφορίας που
καταφθάνει από τους πιο μακρινούς και διαφορετικούς κόσμους, τους
πλησιάζουμε μέσα από την οθόνη από την ασφάλεια του γραφείου μας, τη
θαλπωρή του καναπέ μας. Συμβαίνει λοιπόν σε πολλές περιπτώσεις να
είμαστε στα λόγια ανοιχτοί απέναντι στην “μολύνσεις” αλλά να κατεβάζουμε
τα ρολά, όταν συναντούμε από κοντά τον άλλον, τον διαφορετικό. Όπως
γνωρίζουμε η διάχυση του διαφορετικού αποτελεί μέρος της εξέλιξης, δεν
μπορούμε παρά μόνο παροδικά να την σταματήσουμε. Ακόμη και με τον
περιβόητο ιό, θα μάθουμε να συζούμε ευελπιστώντας στην εξασθένισή του,
στο να γίνει λιγότερο επικίνδυνος, προκειμένου ότι για να επιζήσει και ο
ίδιος δεν θα πρέπει να εξαφανίσει συνολικά τους οργανισμούς που τον
φιλοξενούν και τον μεταδίδουν.
Το δεύτερο ερώτημα που θέτει ο Aλεσάντρo Μπαρίκο είναι: Is there any alternative? Εννοείται
ότι αναφέρεται στη νοοτροπία του προηγούμενου αιώνα. Του
«Χιλιαεννιακόσια», του αιώνα στον οποίο αφιέρωσε το όνομα του
πρωταγωνιστή και τον τίτλο ενός από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα του.[4] Σε
αυτό το ερώτημα αποφεύγει να δώσει καταλυτικές απαντήσεις, αλλά δίνει
κατεύθυνση, οδηγεί το βλέμμα σε πιθανές εναλλακτικές λύσεις. Ενθαρρύνει
τη σκέψη να στραφεί προς πολλαπλές κατευθύνσεις. Η συζήτηση δεν είναι
καινούρια μεταξύ πλουραλισμού / σχετικισμού και ρεαλισμού / αναγωγισμού.
Ο Μπαρίκο υποδεικνύει τα εύκαμπτα συστήματα, την πολύμορφη γνώση,
την απαγκίστρωση από τις προσωπικές πεποιθήσεις, την αποδοχή ότι δεν
μπορούμε να ελέγξουμε την πραγματικότητα αποκλειστικά με ορθολογισμό, με
άλλα λόγια, θα έλεγα, να χαλαρώσουμε τον έλεγχο και να διαλογιστούμε
αποδεχόμενοι την ασυνέχεια, ενδεχομένως εμπνεόμενοι από μορφές Τέχνης.
Για
όποιον ασχολείται με την ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία, αυτές οι
έννοιες είναι οικείες. Ιδιαίτερα για όποιον εμπνέεται από την συστημική
προσέγγιση. Δεν προτίθεμαι να την προωθήσω ως την νέα «νοημοσύνη» την
οποία, σύμφωνα με τον Barrico, έχουμε ζωτική ανάγκη. Θα ήταν παράδοξο,
θα ήταν παγίδα, να καθορίσουμε νέες απόλυτες αρχές. Αλλά η συστημική
προσέγγιση εξασκεί στον πλουραλισμό, τη σχετικότητα, την πολυπλοκότητα,
την ιδέα ότι ο έλεγχος ενός μέρους επί του συνόλου είναι ανώφελος και
ιδιαίτερα επικίνδυνος. Του ανθρώπου επί της φύσης, για παράδειγμα. Ο
Bateson, έγραψε πολλά επί τούτου. Τον προηγούμενο αιώνα βέβαια, έβλεπε
όμως μπροστά, η οικολογία δεν είχε γίνει μόδα, η κλιματική αλλαγή ήταν
άγνωστο θέμα αλλά τα καταστροφικά αποτελέσματα της δράσης του ανθρώπου
επί της φύσης ήταν ήδη ορατά στα μάτια του. Μας προειδοποίησε. Ο Bateson
και οι κόρες του,[5]
μαζί με εκείνον αλλά και μετά από αυτόν.
«Τα κυριότερα προβλήματα στον κόσμο δημιουργούνται από την διαφορά του πως λειτουργεί η φύση σε σχέση με το πως σκέφτονται οι άνθρωποι».[6]
Ο Bateson αναζητούσε το «μοτίβο που συνδέει», το μοντέλο που εμπεριέχεται στα διάφορα φαινόμενα της φύσης , συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης σκέψης, μια που μέρος της φύσης είναι και αυτή, έχοντας καταλήξει σε αυτό μετά από πολλαπλές πολιτισμικές «μολύνσεις», από το Μπόρνεο μέχρι την Καλιφόρνια, το Τάο και το Ζεν.
«Η επιβίωση εξαρτάται από δύο αντίθετα φαινόμενα ή διαδικασίες, δύο
τρόπους επίτευξης προσαρμοστικής δράσης. Η εξέλιξη πρέπει πάντα, όπως ο
Ιανός, να βλέπει προς δύο κατευθύνσεις: προς τα μέσα, προς τους
αναπτυξιακούς κανόνες και τη φυσιολογία του ζωντανού πλάσματος και προς
τα έξω, προς τις ιδαιτερότητες και τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος.
Αυτά τα δύο απαραίτητα συστατικά της ζωής έρχονται σε αντίθεση με
ενδιαφέροντες τρόπους: η εσωτερική ανάπτυξη —η εμβρυολογία ή
«επιγένεση»— είναι συντηρητική και απαιτεί κάθε νέο πράγμα να
συμμορφώνεται ή να είναι συμβατό με τους κανόνες του status quo ante
(…). Αντίθετα, ο έξω κόσμος αλλάζει διαρκώς και γίνεται έτοιμος να
δεχθεί πλάσματα που έχουν υποστεί αλλαγές, σχεδόν επιμένοντας στην
αλλαγή».[7]
Στη σκέψη μας έρχεται ο Gianfranco Cecchin, ψυχίατρος και συστημικός
ψυχοθεραπευτής, ο οποίος μας αποτρέπει από τον εφησυχασμό των
βεβαιοτήτων μας, από την μη αναγνώριση των προκαταλήψεων μας, από το να
ερωτευόμαστε τις πεποιθήσεις μας, ενθαρρύνοντας μας να είμαστε
αμφισβητίες κυρίως απέναντι στα δικά μας μοντέλα σκέψης, τις αρχές και
πρακτικές που έχουν εδραιωθεί μέσα μας.[8]
Πώς να μη θυμηθούμε τον πρόσφατα χαμένο Humberto Maturana, βιολόγο και επιστημολόγο, που μάς δίδαξε την «Βιολογία της Aγάπης».[9]
Η αγάπη ως πρωταρχικό στοιχείο της γνώσης. Το να αγαπάς σημαίνει ότι βλέπεις.
Όταν μελετώ για παράδειγμα ένα φυτό δεν μπορεί παρά να το αγαπώ, ώστε
να το κατανοήσω ως ζωντανό πλάσμα θα πρέπει να πάρω μια θέση αγάπης
απέναντι του, να μπω σε μια σχέση ζωής.
Ο Maturana, μεταξύ των άλλων,
περιέγραφε την αγάπη ως «πεδίο σχεσιακής διαγωγής μέσω της οποίας ο
άλλος πηγάζει σαν νόμιμος άλλος, σε σύμπνοια με εμάς».[10]
Και για την αγάπη, γράφει ο Μπαρίκο, στο τελευταίο απόσπασμα, το 33, του
πονήματος για την Πανδημία: «Δημιούργημα μυθικό μεταξύ των άλλων,
περισσότερο πολύπλοκο από τα άλλα, είναι η αγάπη. Και από υλικό συγγενές
με αυτό της Πανδημίας. Δεδομένου ότι παρομοίως, έχει έναυσμα από μία
απρόβλεπτη μόλυνση, απρόβλεπτη, βίαιη: είναι ένας εκτροχιασμός του
σώματος, το ελάχιστο μια επώδυνη διακύμανση. Γύρω από αυτή την μόλυνση,
οι εραστές δημιουργούν ένα μυθικό οικοδόμημα, μια που τα τείχη του μύθου
είναι κάτι που τα ανθρώπινα όντα γνωρίζουν πολύ καλά να κατασκευάζουν.
(…) Γνωρίζουμε ότι συχνά, όταν η μόλυνση εξαλείφεται, η μυθική φιγούρα
παραμένει, σαν άχρηστο κάστρο, αλλά στιβαρό και ασφαλές. (…) Όχι πολύ
διαφορετικά από τον τρόπο που η Πανδημία θα κινηθεί στον χρόνο. Μόλυνση
και πανοπλία . Όποιος έχει αγαπήσει, το ξέρει.»[11]
Συμπερασματικά, τι περιμένουμε μετά την Πανδημία; Όταν η περιβόητη
καμπύλη μηδενισθεί και δεν θα έχουμε πλέον το καθημερινό δελτίο για τις ΜΕΘ και τους θανάτους; Σε τι ελπίζουμε από την στιγμή που ο ιός θα εξημερωθεί;
Τα
πρώτα σημάδια δεν είναι ενθαρρυντικά, η Πανδημία δημιουργεί νέες
ανισότητες και διευρύνει αυτές που προϋπήρχαν: ο Πλανήτης έχει μοιραστεί
μεταξύ των χωρών με τεράστια διαθεσιμότητα εμβολίων και χωρών όπου
υπάρχει αδυναμία πρόσβασης στον εμβολιασμό για την πλειονότητα των
πολιτών. Κοινωνίες διχασμένες μεταξύ εμβολιασμένων και αντιεμβολιαστών, η
ψαλίδα μεταξύ πλουσίων και φτωχών να μεγαλώνει, το δικαιώματα εργασίας
να αγνοούνται, το περιβάλλον σε απειλή από πυρκαγιές και πλημμύρες.
Αλλά
είμαστε πολλοί που ελπίζουμε στις νέες νοοτροπίες, στις ρωγμές από τις
οποίες θα προκύψει η αλλαγή. Έτσι ώστε να διευρυνθούν σε περάσματα, σε
Πύλες, όπως ο τίτλος της έκθεσης με αφορμή τα 200 χρόνια της Ελληνικής
Επανάστασης. Η έκθεση εμπνεύστηκε από την φράση της συγγραφέως Arundhaty
Roy, «Τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερο από μια επιστροφή στην
κανονικότητα… Η Πανδημία είναι μια πύλη, ένα σημείο μετάβασης από ένα
κόσμο σε κάποιον άλλο (…) Μπορούμε να επιλέξουμε να τη διασχίσουμε
σέρνοντας πίσω μας τα κουφάρια από τις προκαταλήψεις και το μίσος μας,
την πλεονεξία μας, τις τράπεζες δεδομένων και τις νεκρές ιδέες μας, τα
νεκρά ποτάμια και τους μολυσμένους ουρανούς μας. ‘Η μπορούμε να τη
διαβούμε ανάλαφρα, με λίγες αποσκευές, έτοιμοι να φανταστούμε ένα άλλο
κόσμο».[12]
Μεγαλωμένη,
όπως ο Μπαρίκο, σε χρόνια περάσματος από τη μια χιλιετία στην επόμενη
και πιθανά επηρεαζόμενη από το επάγγελμά μου, ζω μάλλον με το σύνδρομο
της αναζήτησης του καινούργιου, της ριζωμένης ελπίδας στην βελτίωση της
συμπεριφοράς της ανθρωπότητας, στις διορθωτικές ικανότητες του ανθρώπου
και στην ψυχική ανθεκτικότητα των ανθρωπίνων συστημάτων. Θα δούμε.
[1] WHO, 10 Μαρτίου 2020
[2] Baricco, A. (2021). Quel che stavamo cercando. Frammento 23.
Mιλάνo, Feltrinelli.
[3] Baricco, A. (2021). Quel che stavamo cercando. Frammento 21.
Mιλάνo, Feltrinelli.
[4] Baricco, A. (1994). Novecento. Mιλάνο, Feltrinelli, ελλ. μτφρ. Χιλιαεννιακόσια, εκδ. Άγρα, 2002.
[5] Mary Catherine και Nora Bateson.
[6] Bateson, G. (1972). Towards an Ecology of Mind.
[7] Bateson, G. (1979). Mind and Nature. A necessary unit. Νέα Υόρκη, Dutton
[8] Cecchin, G.F., Lane, G., Ray, W. A. (1992), Irreverence. A Strategy for Therapist’s Survival. Loνδίνο, Karnac Books
[9] Maturana, H., Verden-Zöller, G. (1996). Biology of love. στο Opp, G., και F. Peterander, F. (επιμ.), Focus Heilpadagogik. Μόναχο/Bασιλεία, Ernst Reinhardt.
[10] Maturana, H. Ομιλία στο Συνέδριο της Eυρωπαϊκής Εταιρίας Οικογενειακής Θεραπείας ΕFTA, Βαρκελώνη, 1997.
[11] Baricco, A. (2021). Quel che stavamo cercando. Frammento 33. Mιλάνo: Feltrinelli.
[12] Το κείμενο της Arundhaty Roy “The pandemic is a portal” δημοσιεύθηκε στους Financial Times στις 3 Απριλίου 2020, ενέπνευσε τους επιμελητές της έκθεσης Portals, οργανωμένη από το ΝΕΟΝ
και τη Βουλή των Ελλήνων στο Δημόσιο Καπνοεργοστάσιο (μέχρι τέλη
Δεκεμβρίου 2021) και είναι μεταφρασμένο στα ελληνικά στο φυλλάδιο της
έκθεσης.