Αναστοχασμοί με αφορμή τα κείμενα του Αλεσάντρο Μπαρίκο «Ποτέ Ξανά»

Φωτ. © Anna La Naia 2021
Φωτ. © Anna La Naia 2021

Ακό­μη δεν γνω­ρί­ζου­με αν έχου­με επι­τέ­λους ξε­πε­ρά­σει την παν­δη­μία αυ­τής της τρί­της δε­κα­ε­τί­ας της τρί­της χι­λιε­τί­ας. Ίσως τε­λι­κά οι μα­ζι­κοί εμ­βο­λια­σμοί να κα­τα­φέ­ρουν να επι­βλη­θούν απέ­να­ντι στον ιό και τις με­ταλ­λά­ξεις του. Ή εν­δε­χο­μέ­νως τα εκα­τομ­μύ­ρια των προ­σβλη­θέ­ντων ατό­μων μας επι­τρέ­ψουν να επι­τύ­χου­με την πο­λυ­πό­θη­τη ανο­σία της αγέ­λης. Βέ­βαια δεν εί­μα­στε σί­γου­ροι ότι στην επό­με­νη γω­νία δεν κα­ρα­δο­κεί μια νέα με­τάλ­λα­ξη του ιού πιο επι­θε­τι­κή και κα­τα­στρο­φι­κή. Πα­ρό­λα αυ­τά, εί­ναι γε­γο­νός ότι λί­γο πο­λύ σε όλο το δυ­τι­κό κό­σμο, ακό­μη και στην Αυ­στρα­λία που μέ­χρι πρό­σφα­τα εφάρ­μο­σε πο­λι­τι­κή απο­μό­νω­σης, οι άν­θρω­ποι ξα­να­βρί­σκουν συ­νή­θειες που εί­χαν αφή­σει στο πε­ρι­θώ­ριο, πα­ρα­με­λη­μέ­νες, σχε­δόν ενο­χο­ποι­η­μέ­νες κα­τά τη διάρ­κεια των εί­κο­σι μη­νών που πέ­ρα­σαν από τη στιγ­μή που επι­σή­μως η Π.Ο.Υ.[1] ανα­κή­ρυ­ξε την κα­τά­στα­ση παν­δη­μί­ας του Cο­vid-19.
Με­τα­ξύ εκεί­νων, οι συ­μπε­ρι­φο­ρές που πε­ριέ­γρα­ψε ο Aλε­σά­ντρο Μπα­ρί­κο στo πρώ­τo κεί­με­νο του “Πο­τέ ξα­νά”: να χαι­ρε­τη­θού­με με μια χει­ρα­ψία, να σφι­χτού­με σε μια αγκα­λιά, να κα­λέ­σου­με φί­λους στο σπί­τι, να πά­με στο εστια­τό­ριο, στο σι­νε­μά, στο θέ­α­τρο, να αγ­γί­ξου­με ένα άρ­ρω­στο, να κρα­τή­σου­με το χέ­ρι ενός ετοι­μο­θά­να­του, να αγκα­λιά­σου­με ένα μω­ρό, κ.ά. Ανα­πό­φευ­κτα διε­ρω­τό­μα­στε: σί­γου­ρα όλες αυ­τές εί­ναι επι­θυ­μη­τές συ­μπε­ρι­φο­ρές, αλ­λά, ταυ­το­χρό­νως, θέ­λου­με στ’ αλή­θεια να επι­στρέ­ψου­με στο “όπως πριν”; Να αφή­σου­με πί­σω αυ­τή την απί­στευ­τη πε­ρί­ο­δο που προ­κά­λε­σε τό­ση οδύ­νη σε πολ­λές οι­κο­γέ­νειες, φτώ­χεια σε πολ­λούς, που έφε­ρε σε κρί­ση τα οι­κο­νο­μι­κά, υγειο­νο­μι­κά, σχο­λι­κά συ­στή­μα­τα ΟΛΩΝ των Δυ­τι­κών χω­ρών (και όχι μό­νο), με μια απλή επι­στρο­φή στον προη­γού­με­νο τρό­πο ζω­ής;
Χω­ρίς αμ­φι­βο­λία, νοιώ­θου­με πο­λύ ευ­τυ­χι­σμέ­νοι που μπο­ρού­με ξα­νά να συ­να­ντή­σου­με τους φί­λους μας, να αγκα­λιά­σου­με με λι­γό­τε­ρο φό­βο τα παι­διά μας (του­λά­χι­στον όσοι από εμάς εμ­βο­λιά­στη­καν ή ξε­πέ­ρα­σαν τον υιό), να γευ­μα­τί­σου­με με τους παπ­πού­δες, να μπού­με πά­λι μέ­σα στις αί­θου­σες δι­δα­σκα­λί­ας ή τα αμ­φι­θέ­α­τρα, να επι­στρέ­ψου­με στο θέ­α­τρο, τον κι­νη­μα­το­γρά­φο, τις συ­ναυ­λί­ες. Θέ­λου­με όμως στ‘ αλή­θεια ΟΛΑ να επι­στρέ­ψουν όπως πριν; Όπως γρά­φει ο Μπα­ρί­κο, «πολ­λοί ανα­λο­γι­στή­κα­με: μα τι τρέ­λα ζω­ής, ζού­σα­με πριν;»[2]
Η παν­δη­μία άνοι­ξε την κρί­ση, μια ρωγ­μή στον τρό­πο ζω­ής μας και όπως όλες οι κρί­σεις προ­κά­λε­σε πό­νο, αμ­φι­βο­λία, κίν­δυ­νο αλ­λά και ερέ­θι­σμα να ανα­λο­γι­στού­με στο πως ζού­με τη σχέ­ση μας με τους συ­ναν­θρώ­πους και τη φύ­ση, τη δου­λειά μας, τα τα­ξί­δια μας, τις δια­κο­πές μας, τη ζωή μας στην πό­λη, όλα όσα έγι­ναν ξαφ­νι­κά τό­σο δια­φο­ρε­τι­κά κα­τά τις πε­ριό­δους των πε­ριο­ρι­στι­κών μέ­τρων.
Κά­ποιος φι­λό­σο­φος του οποί­ου μου δια­φεύ­γει το όνο­μα, υπο­στή­ρι­ζε ότι μέ­σα στις ρωγ­μές μπο­ρεί να προ­κύ­ψει η αλ­λα­γή. Ότι οι ρωγ­μές απο­τε­λούν μια ευ­και­ρία για το νέο, μια χα­ρα­μά­δα οξυ­γό­νου. Πώς θέ­λου­με να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με αυ­τό το οξυ­γό­νο; Ο Covid μας κό­βει το οξυ­γό­νο αλ­λά η παν­δη­μία οξυ­γό­νω­σε τα πνεύ­μα­τά μας, για κα­λό και για κα­κό υπήρ­ξε ένας τυ­φώ­νας που ανέ­δει­ξε τις αμέ­τρη­τες αδυ­να­μί­ες των συ­στη­μά­των μας, χτύ­πη­σε τον πα­ντα­χού πα­ρό­ντα ναρ­κισ­σι­σμό των αν­θρώ­πι­νων όντων της τρί­της χι­λιε­τί­ας και δη­μιούρ­γη­σε την ανά­γκη μιας αυ­το­κρι­τι­κής. Οι μαρ­τυ­ρί­ες, τα γρα­πτά, οι πραγ­μα­τεί­ες κα­θώς και οι επι­στη­μο­νι­κές έρευ­νες στις δια­φο­ρε­τι­κές όψεις των αν­θρώ­πι­νων αντι­δρά­σε­ων, (ανο­σο­ποι­η­τι­κές, ψυ­χο­λο­γι­κές, κοι­νω­νι­κές, πο­λι­τι­σμι­κές) αυ­τή την πε­ρί­ο­δο δε­κα­πλα­σιά­στη­καν. Όπως γρά­φει ο Μπα­ρί­κο, ανα­λο­γι­ζό­με­νος την παν­δη­μία (ή κα­λύ­τε­ρα Παν­δη­μία) ως μύ­θο, «για να εμπε­ριέ­χει όλη αυ­τή τη δύ­να­μη και όλη αυ­τή την τα­χύ­τη­τα, η μυ­θι­κή μορ­φή της Παν­δη­μί­ας θα έχει υπο­στη­ρι­χθεί από ένα ρεύ­μα επι­θυ­μί­ας δί­χως προη­γού­με­νο. Ή από μια γι­γά­ντια επι­θυ­μία να εκ­φρα­στεί κά­τι. Ή από μια επεί­γου­σα ανά­γκη να δο­θεί φω­νή σε μία ασύμ­με­τρη απελ­πι­σία(…). Πως να μην κα­τα­λά­βου­με (...) ότι εί­ναι μια κραυ­γή; Εί­ναι αναμ­φί­βο­λο ότι ψά­χνα­με και επι­θυ­μού­σα­με κά­τι πα­ρό­μοιο. Ίσως, με­τα­ξύ των ρευ­μά­των της επι­θυ­μί­ας που έσπρω­ξαν εκεί­νη τη μυ­θι­κή φι­γού­ρα μέ­χρι την επι­φά­νεια του κό­σμου με τό­ση βί­αιη ορ­μή, το πιο ισχυ­ρό να ήταν όντως εκεί­νο: η σπα­σμω­δι­κή ανά­γκη της στά­σης. Με αυ­τή την έν­νοια η Παν­δη­μία υπήρ­ξε στα αλή­θεια μια κραυ­γή. Μια κραυ­γή κό­πω­σης. Μια κραυ­γή εξέ­γερ­σης».[3]

Δεν υπάρ­χει κα­λύ­τε­ρη συν­θή­κη από εκεί­νη της ανα­γκα­στι­κής στά­σης για ανα­στο­χα­σμό. Για την δη­μιουρ­γία ερω­τη­μά­των. Με­τα­ξύ των άλ­λων, ο Alessandro Μπα­ρί­κο, σε αυ­τά τα μι­κρά συ­μπυ­κνω­μέ­να κεί­με­να δη­μιουρ­γεί πολ­λά, πυ­κνά, δύ­σκο­λα ερω­τή­μα­τα. Πριν απ’ όλα προς τον εαυ­τό του και με­τά προς εμάς. Θα επι­κε­ντρω­θώ σε δυο από αυ­τά, που τα θε­ω­ρώ και τα κυ­ριό­τε­ρα: Η υπό­θε­ση της «νοη­μο­σύ­νης». Η ανά­λυ­σή του για την νοη­μο­σύ­νη του προη­γού­με­νου αιώ­να και των τεσ­σά­ρων πυ­λώ­νων της (στα­θε­ρό­τη­τα/έλ­λει­ψη ευ­καμ­ψί­ας, εξει­δι­κευ­μέ­νη γνώ­ση, στέ­ρε­ες αρ­χές, λο­γι­κό­τη­τα) εί­ναι δί­χως άλ­λο εν­δια­φέ­ρου­σα, συμ­φω­νού­με. Όπως επί­σης οι σκέ­ψεις στη δο­μι­κή λο­γι­κή του κό­σμου, που εμπο­δί­ζει την αλ­λα­γή: όχι μια εξου­σία λί­γο ή πο­λύ εμ­φα­νής, όχι lobbies που ελέγ­χουν την οι­κο­νο­μία, αλ­λά ο τρό­πος που οι κοι­νω­νί­ες λει­τουρ­γούν, οι δο­μές συ­χνά αφα­νείς αλ­λά πα­νί­σχυ­ρες που ανα­πτύ­χθη­καν και συ­νε­χί­ζουν να αντι­στέ­κο­νται στις αλ­λα­γές.
Εί­ναι ξε­κά­θα­ρο ότι εί­ναι ετοι­μόρ­ρο­πες.

Αλή­θεια που δη­μιουρ­γεί­ται μια δια­φο­ρε­τι­κή νοη­μο­σύ­νη; Γρή­γο­ρη, ευ­έ­λι­κτη, ευ­προ­σάρ­μο­στη, ολι­στι­κή;

Θε­ω­ρώ ότι εί­ναι άσκο­πο να ψά­ξου­με μια, δια­φο­ρε­τι­κής ποιό­τη­τας νοη­μο­σύ­νη, θα κιν­δυ­νεύ­α­με να εγκλω­βι­στού­με εκ νέ­ου. Επο­μέ­νως έχου­με ανά­γκη από πε­ρισ­σό­τε­ρες της μί­ας «νοη­μο­σύ­νης». Μια πολ­λα­πλό­τη­τα ση­μεί­ων πα­ρα­τή­ρη­σης. Κα­νέ­ναν από τα οποία όμως μπο­ρεί να εξη­γή­σει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σε όλες τις εκ­φάν­σεις της ή να δώ­σει απά­ντη­ση σε όλες τις αμ­φι­βο­λί­ες. Νο­ο­τρο­πί­ες που υπο­στη­ρί­ζουν τις αμ­φι­βο­λί­ες. Που ανα­γνω­ρί­ζουν τα όριά τους. Που απο­δέ­χο­νται την ώσμω­ση με άλ­λους τρό­πους σκέ­ψης. Δεν εί­ναι κά­τι το νέο: από την «ανί­σχυ­ρη σκέ­ψη» του Gianni Vattimo, στην επι­στη­μο­λο­γία της πε­ρι­πλο­κό­τη­τας των Edgar Morin και Heinz von Foester, στη συ­στη­μι­κή και ολι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση του Gregory Bateson, στην ιδέα της «ρευ­στής κοι­νω­νί­ας» του Sigmund Bauman, στην έν­νοια της ελα­φρό­τη­τας του Ίτα­λο Καλ­βί­νο, o προη­γού­με­νος αιώ­νας στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα προ­σέ­φε­ρε πά­μπολ­λες οπτι­κές γω­νί­ες που μας προϊ­δέ­α­σαν ως προς την αδυ­να­μία να ερ­μη­νεύ­σου­με τον κό­σμο με έναν και μο­να­δι­κό τρό­πο σκέ­ψης, εν­θαρ­ρύ­νο­ντάς μας να απο­δε­χτού­με ότι κά­θε θε­ω­ρία έχει ένα όριο, εί­ναι ατε­λής εν τη γε­νέ­σει της. Ακό­μη και το φε­τι­νό βρα­βείο Νο­μπέλ Φυ­σι­κής απο­δό­θη­κε φέ­τος στον Giorgio Parisi, γεν­νη­μέ­νο στον προη­γού­με­νο αιώ­να, ο οποί­ος βρα­βεύ­τη­κε για την επι­στη­μο­νι­κή του συ­νει­σφο­ρά στο πε­δίο των σύν­θε­των συ­στη­μά­των.

Ξα­να­γυ­ρί­ζω στην έν­νοια της δια­σπο­ράς: εί­μα­στε ακό­μα φο­βι­σμέ­νοι στη σκέ­ψη ότι μπο­ρεί να μο­λυν­θού­με από τον ιό, που στην πε­ρί­πτω­ση των μη εμ­βο­λια­σμέ­νων μπο­ρεί να έχει θα­να­τη­φό­ρο απο­τέ­λε­σμα. Αλ­λά ταυ­τό­χρο­να, πολ­λοί άν­θρω­ποι εί­ναι φο­βι­σμέ­νοι στη σκέ­ψη ότι μπο­ρούν να υπο­στούν άλ­λου εί­δους «μο­λύν­σεις» όπως πο­λι­τι­σμι­κές, κοι­νω­νι­κές, ακό­μα και συ­νυ­φα­σμέ­νες με την σε­ξουα­λι­κή ταυ­τό­τη­τα: αυ­τές που έρ­χο­νται από με­τα­νά­στες, από μειο­νό­τη­τες, από την ΛOATKΙ κοι­νό­τη­τα. Απο­τέ­λε­σμα εί­ναι νέ­οι τοί­χοι και φράγ­μα­τα, σύ­νο­ρα σφρα­γι­σμέ­να, πο­λι­τι­σμι­κά εμπό­δια, ρα­τσι­σμός, βία.
Ενώ λοι­πόν το Δια­δί­κτυο ελα­χι­στο­ποιεί τις απο­στά­σεις, προ­σφέ­ρο­ντας ελεύ­θε­ρη πρό­σβα­ση σε μια αστεί­ρευ­τη πο­σό­τη­τα ει­κό­νας και πλη­ρο­φο­ρί­ας που κα­τα­φθά­νει από τους πιο μα­κρι­νούς και δια­φο­ρε­τι­κούς κό­σμους, τους πλη­σιά­ζου­με μέ­σα από την οθό­νη από την ασφά­λεια του γρα­φεί­ου μας, τη θαλ­πω­ρή του κα­να­πέ μας. Συμ­βαί­νει λοι­πόν σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις να εί­μα­στε στα λό­για ανοι­χτοί απέ­να­ντι στην “μο­λύν­σεις” αλ­λά να κα­τε­βά­ζου­με τα ρο­λά, όταν συ­να­ντού­με από κο­ντά τον άλ­λον, τον δια­φο­ρε­τι­κό. Όπως γνω­ρί­ζου­με η διά­χυ­ση του δια­φο­ρε­τι­κού απο­τε­λεί μέ­ρος της εξέ­λι­ξης, δεν μπο­ρού­με πα­ρά μό­νο πα­ρο­δι­κά να την στα­μα­τή­σου­με. Ακό­μη και με τον πε­ρι­βό­η­το ιό, θα μά­θου­με να συ­ζού­με ευ­ελ­πι­στώ­ντας στην εξα­σθέ­νι­σή του, στο να γί­νει λι­γό­τε­ρο επι­κίν­δυ­νος, προ­κει­μέ­νου ότι για να επι­ζή­σει και ο ίδιος δεν θα πρέ­πει να εξα­φα­νί­σει συ­νο­λι­κά τους ορ­γα­νι­σμούς που τον φι­λο­ξε­νούν και τον με­τα­δί­δουν.

Το δεύ­τε­ρο ερώ­τη­μα που θέ­τει ο Aλε­σά­ντρo Μπα­ρί­κο εί­ναι: Is there any alternative? Εν­νο­εί­ται ότι ανα­φέ­ρε­ται στη νο­ο­τρο­πία του προη­γού­με­νου αιώ­να. Του «Χι­λια­εν­νια­κό­σια», του αιώ­να στον οποίο αφιέ­ρω­σε το όνο­μα του πρω­τα­γω­νι­στή και τον τί­τλο ενός από τα πιο γνω­στά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του.[4] Σε αυ­τό το ερώ­τη­μα απο­φεύ­γει να δώ­σει κα­τα­λυ­τι­κές απα­ντή­σεις, αλ­λά δί­νει κα­τεύ­θυν­ση, οδη­γεί το βλέμ­μα σε πι­θα­νές εναλ­λα­κτι­κές λύ­σεις. Εν­θαρ­ρύ­νει τη σκέ­ψη να στρα­φεί προς πολ­λα­πλές κα­τευ­θύν­σεις. Η συ­ζή­τη­ση δεν εί­ναι και­νού­ρια με­τα­ξύ πλου­ρα­λι­σμού / σχε­τι­κι­σμού και ρε­α­λι­σμού / ανα­γω­γι­σμού.
Ο Μπα­ρί­κο υπο­δει­κνύ­ει τα εύ­καμ­πτα συ­στή­μα­τα, την πο­λύ­μορ­φη γνώ­ση, την απα­γκί­στρω­ση από τις προ­σω­πι­κές πε­ποι­θή­σεις, την απο­δο­χή ότι δεν μπο­ρού­με να ελέγ­ξου­με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απο­κλει­στι­κά με ορ­θο­λο­γι­σμό, με άλ­λα λό­για, θα έλε­γα, να χα­λα­ρώ­σου­με τον έλεγ­χο και να δια­λο­γι­στού­με απο­δε­χό­με­νοι την ασυ­νέ­χεια, εν­δε­χο­μέ­νως εμπνε­ό­με­νοι από μορ­φές Τέ­χνης.
Για όποιον ασχο­λεί­ται με την ψυ­χο­λο­γία και την ψυ­χο­θε­ρα­πεία, αυ­τές οι έν­νοιες εί­ναι οι­κεί­ες. Ιδιαί­τε­ρα για όποιον εμπνέ­ε­ται από την συ­στη­μι­κή προ­σέγ­γι­ση. Δεν προ­τί­θε­μαι να την προ­ω­θή­σω ως την νέα «νοη­μο­σύ­νη» την οποία, σύμ­φω­να με τον Barrico, έχου­με ζω­τι­κή ανά­γκη. Θα ήταν πα­ρά­δο­ξο, θα ήταν πα­γί­δα, να κα­θο­ρί­σου­με νέ­ες από­λυ­τες αρ­χές. Αλ­λά η συ­στη­μι­κή προ­σέγ­γι­ση εξα­σκεί στον πλου­ρα­λι­σμό, τη σχε­τι­κό­τη­τα, την πο­λυ­πλο­κό­τη­τα, την ιδέα ότι ο έλεγ­χος ενός μέ­ρους επί του συ­νό­λου εί­ναι ανώ­φε­λος και ιδιαί­τε­ρα επι­κίν­δυ­νος. Του αν­θρώ­που επί της φύ­σης, για πα­ρά­δειγ­μα. Ο Bateson, έγρα­ψε πολ­λά επί τού­του. Τον προη­γού­με­νο αιώ­να βέ­βαια, έβλε­πε όμως μπρο­στά, η οι­κο­λο­γία δεν εί­χε γί­νει μό­δα, η κλι­μα­τι­κή αλ­λα­γή ήταν άγνω­στο θέ­μα αλ­λά τα κα­τα­στρο­φι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα της δρά­σης του αν­θρώ­που επί της φύ­σης ήταν ήδη ορα­τά στα μά­τια του. Μας προει­δο­ποί­η­σε. Ο Bateson και οι κό­ρες του,[5] μα­ζί με εκεί­νον αλ­λά και με­τά από αυ­τόν.

«Τα κυ­ριό­τε­ρα προ­βλή­μα­τα στον κό­σμο δη­μιουρ­γού­νται από την δια­φο­ρά του πως λει­τουρ­γεί η φύ­ση σε σχέ­ση με το πως σκέ­φτο­νται οι άν­θρω­ποι».[6]

Ο Bateson ανα­ζη­τού­σε το «μο­τί­βο που συν­δέ­ει», το μο­ντέ­λο που εμπε­ριέ­χε­ται στα διά­φο­ρα φαι­νό­με­να της φύ­σης , συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της αν­θρώ­πι­νης σκέ­ψης, μια που μέ­ρος της φύ­σης εί­ναι και αυ­τή, έχο­ντας κα­τα­λή­ξει σε αυ­τό με­τά από πολ­λα­πλές πο­λι­τι­σμι­κές «μο­λύν­σεις», από το Μπόρ­νεο μέ­χρι την Κα­λι­φόρ­νια, το Τάο και το Ζεν.

«Η επι­βί­ω­ση εξαρ­τά­ται από δύο αντί­θε­τα φαι­νό­με­να ή δια­δι­κα­σί­ες, δύο τρό­πους επί­τευ­ξης προ­σαρ­μο­στι­κής δρά­σης. Η εξέ­λι­ξη πρέ­πει πά­ντα, όπως ο Ια­νός, να βλέ­πει προς δύο κα­τευ­θύν­σεις: προς τα μέ­σα, προς τους ανα­πτυ­ξια­κούς κα­νό­νες και τη φυ­σιο­λο­γία του ζω­ντα­νού πλά­σμα­τος και προς τα έξω, προς τις ιδαι­τε­ρό­τη­τες και τις απαι­τή­σεις του πε­ρι­βάλ­λο­ντος. Αυ­τά τα δύο απα­ραί­τη­τα συ­στα­τι­κά της ζω­ής έρ­χο­νται σε αντί­θε­ση με εν­δια­φέ­ρο­ντες τρό­πους: η εσω­τε­ρι­κή ανά­πτυ­ξη —η εμ­βρυο­λο­γία ή «επι­γέ­νε­ση»— εί­ναι συ­ντη­ρη­τι­κή και απαι­τεί κά­θε νέο πράγ­μα να συμ­μορ­φώ­νε­ται ή να εί­ναι συμ­βα­τό με τους κα­νό­νες του status quo ante (…). Αντί­θε­τα, ο έξω κό­σμος αλ­λά­ζει διαρ­κώς και γί­νε­ται έτοι­μος να δε­χθεί πλά­σμα­τα που έχουν υπο­στεί αλ­λα­γές, σχε­δόν επι­μέ­νο­ντας στην αλ­λα­γή».[7]
Στη σκέ­ψη μας έρ­χε­ται ο Gianfranco Cecchin, ψυ­χί­α­τρος και συ­στη­μι­κός ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τής, ο οποί­ος μας απο­τρέ­πει από τον εφη­συ­χα­σμό των βε­βαιο­τή­των μας, από την μη ανα­γνώ­ρι­ση των προ­κα­τα­λή­ψε­ων μας, από το να ερω­τευό­μα­στε τις πε­ποι­θή­σεις μας, εν­θαρ­ρύ­νο­ντας μας να εί­μα­στε αμ­φι­σβη­τί­ες κυ­ρί­ως απέ­να­ντι στα δι­κά μας μο­ντέ­λα σκέ­ψης, τις αρ­χές και πρα­κτι­κές που έχουν εδραιω­θεί μέ­σα μας.[8]
Πώς να μη θυ­μη­θού­με τον πρό­σφα­τα χα­μέ­νο Humberto Maturana, βιο­λό­γο και επι­στη­μο­λό­γο, που μάς δί­δα­ξε την «Βιο­λο­γία της Aγά­πης».[9] Η αγά­πη ως πρω­ταρ­χι­κό στοι­χείο της γνώ­σης. Το να αγα­πάς ση­μαί­νει ότι βλέ­πεις. Όταν με­λε­τώ για πα­ρά­δειγ­μα ένα φυ­τό δεν μπο­ρεί πα­ρά να το αγα­πώ, ώστε να το κα­τα­νο­ή­σω ως ζω­ντα­νό πλά­σμα θα πρέ­πει να πά­ρω μια θέ­ση αγά­πης απέ­να­ντι του, να μπω σε μια σχέ­ση ζω­ής.
Ο Maturana, με­τα­ξύ των άλ­λων, πε­ριέ­γρα­φε την αγά­πη ως «πε­δίο σχε­σια­κής δια­γω­γής μέ­σω της οποί­ας ο άλ­λος πη­γά­ζει σαν νό­μι­μος άλ­λος, σε σύ­μπνοια με εμάς».[10] Και για την αγά­πη, γρά­φει ο Μπα­ρί­κο, στο τε­λευ­ταίο από­σπα­σμα, το 33, του πο­νή­μα­τος για την Παν­δη­μία: «Δη­μιούρ­γη­μα μυ­θι­κό με­τα­ξύ των άλ­λων, πε­ρισ­σό­τε­ρο πο­λύ­πλο­κο από τα άλ­λα, εί­ναι η αγά­πη. Και από υλι­κό συγ­γε­νές με αυ­τό της Παν­δη­μί­ας. Δε­δο­μέ­νου ότι πα­ρο­μοί­ως, έχει έναυ­σμα από μία απρό­βλε­πτη μό­λυν­ση, απρό­βλε­πτη, βί­αιη: εί­ναι ένας εκτρο­χια­σμός του σώ­μα­τος, το ελά­χι­στο μια επώ­δυ­νη δια­κύ­μαν­ση. Γύ­ρω από αυ­τή την μό­λυν­ση, οι ερα­στές δη­μιουρ­γούν ένα μυ­θι­κό οι­κο­δό­μη­μα, μια που τα τεί­χη του μύ­θου εί­ναι κά­τι που τα αν­θρώ­πι­να όντα γνω­ρί­ζουν πο­λύ κα­λά να κα­τα­σκευά­ζουν. (…) Γνω­ρί­ζου­με ότι συ­χνά, όταν η μό­λυν­ση εξα­λεί­φε­ται, η μυ­θι­κή φι­γού­ρα πα­ρα­μέ­νει, σαν άχρη­στο κά­στρο, αλ­λά στι­βα­ρό και ασφα­λές. (…) Όχι πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κά από τον τρό­πο που η Παν­δη­μία θα κι­νη­θεί στον χρό­νο. Μό­λυν­ση και πα­νο­πλία . Όποιος έχει αγα­πή­σει, το ξέ­ρει.»[11]

Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά, τι πε­ρι­μέ­νου­με με­τά την Παν­δη­μία; Όταν η πε­ρι­βό­η­τη κα­μπύ­λη μη­δε­νι­σθεί και δεν θα έχου­με πλέ­ον το κα­θη­με­ρι­νό δελ­τίο για τις ΜΕΘ και τους θα­νά­τους; Σε τι ελ­πί­ζου­με από την στιγ­μή που ο ιός θα εξη­με­ρω­θεί;
Τα πρώ­τα ση­μά­δια δεν εί­ναι εν­θαρ­ρυ­ντι­κά, η Παν­δη­μία δη­μιουρ­γεί νέ­ες ανι­σό­τη­τες και διευ­ρύ­νει αυ­τές που προ­ϋ­πήρ­χαν: ο Πλα­νή­της έχει μοι­ρα­στεί με­τα­ξύ των χω­ρών με τε­ρά­στια δια­θε­σι­μό­τη­τα εμ­βο­λί­ων και χω­ρών όπου υπάρ­χει αδυ­να­μία πρό­σβα­σης στον εμ­βο­λια­σμό για την πλειο­νό­τη­τα των πο­λι­τών. Κοι­νω­νί­ες δι­χα­σμέ­νες με­τα­ξύ εμ­βο­λια­σμέ­νων και αντιεμ­βο­λια­στών, η ψα­λί­δα με­τα­ξύ πλου­σί­ων και φτω­χών να με­γα­λώ­νει, το δι­καιώ­μα­τα ερ­γα­σί­ας να αγνο­ού­νται, το πε­ρι­βάλ­λον σε απει­λή από πυρ­κα­γιές και πλημ­μύ­ρες.
Αλ­λά εί­μα­στε πολ­λοί που ελ­πί­ζου­με στις νέ­ες νο­ο­τρο­πί­ες, στις ρωγ­μές από τις οποί­ες θα προ­κύ­ψει η αλ­λα­γή. Έτσι ώστε να διευ­ρυν­θούν σε πε­ρά­σμα­τα, σε Πύ­λες, όπως ο τί­τλος της έκ­θε­σης με αφορ­μή τα 200 χρό­νια της Ελ­λη­νι­κής Επα­νά­στα­σης. Η έκ­θε­ση εμπνεύ­στη­κε από την φρά­ση της συγ­γρα­φέ­ως Arundhaty Roy, «Τί­πο­τε δεν θα μπο­ρού­σε να εί­ναι χει­ρό­τε­ρο από μια επι­στρο­φή στην κα­νο­νι­κό­τη­τα… Η Παν­δη­μία εί­ναι μια πύ­λη, ένα ση­μείο με­τά­βα­σης από ένα κό­σμο σε κά­ποιον άλ­λο (…) Μπο­ρού­με να επι­λέ­ξου­με να τη δια­σχί­σου­με σέρ­νο­ντας πί­σω μας τα κου­φά­ρια από τις προ­κα­τα­λή­ψεις και το μί­σος μας, την πλε­ο­νε­ξία μας, τις τρά­πε­ζες δε­δο­μέ­νων και τις νε­κρές ιδέ­ες μας, τα νε­κρά πο­τά­μια και τους μο­λυ­σμέ­νους ου­ρα­νούς μας. ‘Η μπο­ρού­με να τη δια­βού­με ανά­λα­φρα, με λί­γες απο­σκευ­ές, έτοι­μοι να φα­ντα­στού­με ένα άλ­λο κό­σμο».[12]

Με­γα­λω­μέ­νη, όπως ο Μπα­ρί­κο, σε χρό­νια πε­ρά­σμα­τος από τη μια χι­λιε­τία στην επό­με­νη και πι­θα­νά επη­ρε­α­ζό­με­νη από το επάγ­γελ­μά μου, ζω μάλ­λον με το σύν­δρο­μο της ανα­ζή­τη­σης του και­νούρ­γιου, της ρι­ζω­μέ­νης ελ­πί­δας στην βελ­τί­ω­ση της συ­μπε­ρι­φο­ράς της αν­θρω­πό­τη­τας, στις διορ­θω­τι­κές ικα­νό­τη­τες του αν­θρώ­που και στην ψυ­χι­κή αν­θε­κτι­κό­τη­τα των αν­θρω­πί­νων συ­στη­μά­των. Θα δού­με.


[1] WHO, 10 Μαρ­τί­ου 2020
[2]
Baricco, A. (2021). Quel che stavamo cercando. Frammento 23. Mι­λά­νo, Feltrinelli.
[3] Baricco, A. (2021). Quel che stavamo cercando. Frammento 21. Mι­λά­νo, Feltrinelli.
[4]
Baricco, A. (1994). Novecento. Mι­λά­νο, Feltrinelli, ελλ. μτ­φρ. Χι­λια­εν­νια­κό­σια, εκδ. Άγρα, 2002.
[5] Mary Catherine και Nora Bateson.
[6]
Bateson, G. (1972). Towards an Ecology of Mind.
[7] Bateson, G. (1979). Mind and Nature. A necessary unit. Νέα Υόρ­κη, Dutton
[8]
Cecchin, G.F., Lane, G., Ray, W. A. (1992), Irreverence. A Strategy for Therapist’s Survival. Loν­δί­νο, Karnac Books
[9] Maturana, H., Verden-Zöller, G. (1996). Biology of love. στο Opp, G., και F. Peterander, F. (επιμ.), Focus Heilpadagogik. Μό­να­χο/Bα­σι­λεία, Ernst Reinhardt.
[10]
Maturana, H. Ομι­λία στο Συ­νέ­δριο της Eυ­ρω­παϊ­κής Εται­ρί­ας Οι­κο­γε­νεια­κής Θε­ρα­πεί­ας ΕFTA, Βαρ­κε­λώ­νη, 1997.
[11] Baricco, A. (2021). Quel che stavamo cercando. Frammento 33. Mι­λά­νo: Feltrinelli.
[12]
Το κεί­με­νο της Arundhaty Roy “The pandemic is a portal” δη­μο­σιεύ­θη­κε στους Financial Times στις 3 Απρι­λί­ου 2020, ενέ­πνευ­σε τους επι­με­λη­τές της έκ­θε­σης Portals, ορ­γα­νω­μέ­νη από το ΝΕ­ΟΝ και τη Βου­λή των Ελ­λή­νων στο Δη­μό­σιο Κα­πνο­ερ­γο­στά­σιο (μέ­χρι τέ­λη Δε­κεμ­βρί­ου 2021) και εί­ναι με­τα­φρα­σμέ­νο στα ελ­λη­νι­κά στο φυλ­λά­διο της έκ­θε­σης.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: