‘’Τι είναι το ποίημα;’’ σε ρώτησα στο όνειρο μου τη μέρα που πέθανε. ‘’Το ποίημα είμαι εγώ’’ αποκρίθηκες
Δεν υπήρχε ίχνος έπαρσης ή περηφάνειας στη φωνή σου. Μια ταπεινή μόνο κατάφαση. ‘’Το ποίημα είμαι εγώ’’ είπες με καθαρή φωνή και χαμογέλασες. Δεν ήταν μια αντίσταση στο θάνατο. Ήταν απλά και μόνο ένα νεύμα στοργής στο ζωή.
Αναθάρρεψα. Ναι. Το ποίημα είναι η ανυπακοή στο θάνατο. Η γενναιοδωρία ενός παρατεταμένου γέλιου, ανυπόκριτου. To ποίημα είναι αυτό το κάτι που εκπορεύεται από εσένα. Από το στόμα; Το σώμα; Το Βλέμμα; To χωλό βάδισμα; Αυτό το κάτι που αν και ανυπεράσπιστο, χάριν ακριβώς της αδυναμίας του, σε περιβάλλει σαν μητρικό παντοδύναμο χάδι. Τι να φοβηθείς λοιπόν μετά;.
Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς Κατερίνα, σου είπα μέσα στο όνειρο.
Ένοιωσα χαρά. Όμως με το φως της μέρας έφερα στο νου μου τα λόγια σου τότε που ζούσες: ‘Ο λίγος χρόνος που μου μένει….νιώθω τρομοκρατημένη…’’ Είπες και κοίταξες το φακό με συστολή, με κάτι σαν ντροπή αν και με μια ανείπωτη ποιητική χάρη. Κι έγειρες το καταβεβλημένο εύθραυστο σαν μωρό σώμα σου. Το τελευταίο ποίημα: Eξομολογητικό, σωματικό. σπαραχτικό: Ο Λίγος χρόνος και ο τρόμος.
Και τώρα εκ των υστέρων, όπως με όλα, σου απευθύνομαι ‘’Κάνε κάτι Κατερίνα, κάνε κάτι ώστε την ίδια στιγμή που γλιστρά από τα χείλη σου η λέξη τρόμος, ο τρόμος να υπονομεύεται. Αλλοίμονο στους βουβούς τρόμους. Εσύ, που δεν γνωρίζεις ανείπωτους τρόμους κάνε κάτι, ώστε η φωνή σου όταν λέει ‘’τρομάζω’’ να γίνεται ο εχθρός του τρόμου. Αν όχι εσύ ποιος;
—‘’Οι λέξεις στο ποίημα διαστέλλουν το χρόνο’’ σου είχα τότε πει. ‘’Το λίγο γίνεται πολύ κι ο τρόμος κατευνάζεται. Συμφωνείς;’’
Με έβαλες στη θέση μου: ‘’Και που θες να ξέρω εγώ;’’ To αφελές μου ερώτημα έγινε μια σταλιά. Το κατάπιε η γλώσσα μου.
Σώζουν οι λέξεις. Η γραφή ακόμα κι αν αναπαραστά το χάος ή τον τρόμο του θανάτου, απαιτεί έστω κάποιο στοιχειώδες σχέδιο που λειτουργεί κατευναστικά Oι λέξεις έχουν τον τρόπο τους ακόμα κι όταν εγκαλούν το φόβο να τον τιθασεύουν, να τον εξημερώνουν.
Το ποίημα συνομιλεί με ένα πριν κι ένα μετά. Το πριν είναι η νοσταλγία μιας αγάπης, το μετά είναι η προσμονή ενός στοργικού επέκεινα. ‘’Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς Κατερίνα’’ είπα ξανά στο όνειρο μου. Και τι δεν θα έδινα να ισχύει αυτό κι εσύ να μου έλεγες: Ετσι είναι. Ετσι ακριβώς είναι.
Πόση ώρα πέρασε; Κάποια στιγμή ήταν σαν να σε άκουσα να αναποδογυρίζεις τον Φώκνερ ‘’Aνάμεσα στο τίποτα και στη θλίψη, εν τέλε, εγώ θα διάλεγα το τίποτα΄΄‘’Δεν σε πιστεύω’’ είπα……
‘’Διαστέλλεται το λίγο Κατερίνα….το λίγο γίνεται πολύ μέσα από το ποίημα’’. Με άκουσες να το επαναλαμβάνω. Δεν το αρνήθηκες αυτή τη φορά. Nαι! μου είπες μάλλον για να μου κάνεις τη χάρη ή ίσως γιατι οι νεκροί στα όνειρα μας είναι πιο διαλλακτικοί. ‘’Ναι!’’ συμφώνησες ‘’το ποίημα πολλά μπορεί’’ Κι έτσι, λοιπόν τώρα, παίρνω θάρρος και συλλογίζομαι πως δεν είναι δυνατόν το ποίημα να μην ανταμείψει εσένα που τα έδωσες όλα στο βωμό της ποίησης.
——— ≈ ———
Σε ένα μικρό σπίτι που δεν ήταν το δικό σου, μακριά από την Αίγινα και τις φιστικιές, πλάι σε ένα μικρό στολισμένο πλαστικό χριστουγεννιάτικο δένδρο, με μια ξένη γυναίκα που σε φρόντιζε κι ένα νεογέννητο μωρό. Λίγες μέρες μετα το τηλέφωνο σου όλη μέρα δεν απαντά. Με έζωσαν τα φίδια. Το άλλο πρωί —Τι έπαθες χθες Κατερίνα; —Hμουνα λίγο αδιάθετη, κάτι σαν να μου κόβεται η αναπνοή, είπες. Την επόμενη μέρα χάθηκε η ευεργεσία του ‘’σαν’’. Η αναπνοή είχε στην κυριολεξία κοπεί. Ήταν το τέλος.
Στην Αίγινα τρεις μέρες μετά. Στο ανοιχτό φέρετρο αγέλαστη. Μόνη. Λιγοστοί άνθρωποι που διακριτικά στέκονταν πιο πέρα. Ένας άδειος χώρος ανάμεσα σε αυτούς και τη νεκρή. Ξαπλωμένη στο ξύλινο κουτί πνιγμένη σε λευκά λουλούδια, μια καλοχτενισμένη, βαμμένη, κέρινη κούκλα. Η Λιάνα , η Σίσσυ, η Λίνα ψιθυρίζουν ‘’Μα δεν ήταν έτσι, δεν μοιάζει με την Κατερίνα’’ Ο νεκρός δεν ορίζει, ορίζεται μόνο.
‘’Δεν αντέχω να πάω στην ταφή’’ λέει ο Θανάσης στον Ντίνο. Μένει στην εκκλησία ενώ κάποιος ακούγεται να λέει; ‘’Ο ποιητής δεν πεθαίνει ποτέ. Μένουν τα ποιήματα του.’’
Όμως εσύ Κατερίνα δεν καταδέχεσαι τέτοιες ευκολίες.
Το ποίημα αποσύρεται στη χώρα της Λύπης. Το ποίημα δεν είναι παντοδύναμο. Κάποτε σταματά να τροφοδοτείται από την ευλογία της έλλειψης. Έρχεται η στιγμή που αποποιείται ακόμα και αυτή την Ανορεξία της Ύπαρξης. Και γίνεται ένα με τον άνυδρο τόπο. Με φόβο και δισταγμό το λέω όμως έχω την αίσθηση ότι το ποίημα, στο τέλος της ζωής σου εν τελεί έγινε ο, τι και ο Καθρέφτης σου. Aναφέρομαι σε ένα από τα τελευταία και πιο δυνατά ομότιτλα ποιήματα σου. To ποίημα έγινε ο καθρέφτης σου. Ομορφαίνει αυτό που βλέπεις για να μην πονέσεις γιαυτό που είναι. Παραφράζω: Ποίημα σε ευχαριστώ που μου παραστέκεσαι και μ αφήνεις να σε μισώ.
Ίσως η ύστατη πράξη ελευθερίας σου Κατερίνα να είναι αυτή : Nα αποποιηθείς τη χάρη του ποιήματος. Τον τόπο σου δηλαδή. Τον γενέθλιο τόπο σου που δεν είναι η Λυπιού, δεν είναι η Αίγινα, δεν είναι η παιδική σου ηλικία, δεν είναι η ουλή, ούτε το τραύμα. Γενέθλιος τόπος σου είναι το ποίημα. H σχέση της ζωής σου με την ποίηση. H μάλλον η σχέση του σώματος σου με την ποίηση. Τι κι αν η ζωή είναι το μόνο έργο; Ti κι αν το έργο είναι η μονη έκφραση της μοναδικότητας της ζωής; Tι αλλάζει; ‘’Kατα βάθος ο ποιητής έχει ένα θέμα’’ το ζωντανό του σώμα (Σεφέρης)
‘’Η έμπνευση ξεκινάει από την κοιλιά και βαθαίνει και βαθαίνει…..’’
‘’Πονάν τα γόνατα μου και την ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνώ’’
Μιαν άλλη πανοπλία χρειάζεσαι τώρα για να φυλαχτείς και πρέπει να είναι φτιαγμένη από απάνθρωπο υλικό η πανοπλία αυτή για να σε προστατέψει από τη σκέψη όχι μόνο του δικού σου θανάτου.
Πατρίδα σου η χώρα του σώματος. Όμως εκεί στο
κοιμητήριο της Αίγινας πολλά είναι δυνατόν να γίνουν:
Τα χίλια λάθη και οι αναπηρίες να ανθίζουν στο μνήμα σου, σε
ένα παράδοξα λευκό τετράγωνο παρτέρι του χαρτιού.
Ναι! πίστεψε με λέω την αλήθεια