Δεν σπανίζουν στην ποίηση της Κατερίνας Ρουκ οι αναφορές στην ποίηση των άλλων, που έρχονται άλλοτε ως αφορμές της έμπνευσης, άλλοτε ως αρωγή στην ποιητική επεξεργασία παίρνοντας τη μορφή συνήθως μιας προμετωπίδας, εν είδει εισόδου στο ποίημα, ή μιας συνομιλίας (άμεσης ή έμμεσης) μέσα στο ίδιο το ποιητικό σώμα. Διατρέχοντας τις συλλογές της ποιήτριας, καθ’ όλη τη διαδρομή της, επιλέγω τέτοιες αναφορές-συνομιλίες.
Στο ποίημα «Έμιλυ», που εμπεριέχεται στη συλλογή Ο Θρίαμβος της Σταθερής Απώλειας (1978), η ποιήτρια παραθέτει το εμβληματικό δίστιχο της Έμιλυ Ντίκινσον: The soul selects her own society,/Then shuts the door. Πέρα, φυσικά, από τον τίτλο του ποιήματος που παραπέμπει απευθείας στην Αμερικανίδα ποιήτρια, η Ρουκ επιλέγει αρχικά το δεύτερο ενικό πρόσωπο απευθύνοντας έτσι τον λόγο στην Έμιλυ, για να περάσει κατόπιν στο «εγώ» του ποιητικού υποκειμένου που σχολιάζει και επιτρέπει τη σύνδεση των δύο προσώπων. Έτσι χτίζεται λέξη τη λέξη μέσα στους στίχους η μοναξιά της ποιήτριας: Έμιλυ/ταξιδεύεις ολομόναχη/με λίγο αρυτίδωτο νερό/στο μέρος της καρδιάς σου/ανεβαίνεις και σιγοτραγουδάς/με στρογγυλά φωτεινά σώματα/γύρω τριγύρω στο λαιμό:/«άλλος κανείς, άλλος κανείς ποτέ/κοντά στα χείλια». Ικανό ήδη το τοπίο προκειμένου να γίνει το πέρασμα στην άλλη μοναξιά· το ποιητικό υποκείμενο με την εσωτερίκευση των στίχων της ποιήτριας εγγυάται για την άμεση μεταβίβαση του συναισθήματος: Την ωραία ακινησία της ανέραστης/φαντάζομαι/μες στη δική μου νύχτα/όταν ο τρελός πετεινός/παράλογα ξυπνάει, κράζει/κι είναι η ησυχία/μια έκκριση εσωτερική/που μ’ εναρμονίζει με τα γύρω. Και όπως η Ντίκινσον (ως αφορμή) έκλεισε την πόρτα της μοναξιάς της επιλέγοντας τον δικό της περίκλειστο τόπο, έτσι η νέα ποιητική δημιουργία εκτινάσσεται από το προσωπικό πένθος πάλι σε μια νύχτα έμπνευσης: Το πένθος της απουσίας/γίνεται μια κίνηση λυτρωτική/κι η νύχτα φανταχτερή/υπονοεί ελαφρότατα μυστικά/μια κοινωνία εσωτερική/από άφατες εμπνεύσεις. Συνομιλία εσωτερική, που οδηγεί στην αυθεντική μετάλλαξη της απομόνωσης στο θαύμα της ποιητικής γέννησης.
Ο θάνατος, ως έννοια αφηρημένη αλλά και ως αληθινή υπόσταση, συχνά απαντάται στην ποίηση της Ρουκ για να επαληθεύσει την ταπεινή και αδύναμη θνητότητα. Εδώ θα εισβάλει στο σπονδυλωτό ποίημα «Ο οίστρος του θανάτου», από τη συλλογή Άδεια Φύση (1993), με αφορμή τον στίχο του Ανδρέα Εμπειρίκου: … έκαμαν οίστρον της ζωής τον φόβο του θανάτου. Το ποίημα δεν αντιμετωπίζει τον θάνατο μόνον ως αντίθετη έννοια της ζωής αλλά κινείται στο δίπολο θάνατος-έρωτας, ακριβώς γιατί σε όλο το ποιητικό τοπίο της Ρουκ η δεσπόζουσα θέση ανήκει στον έρωτα, ως ισχυρό αντίβαρο σε ό,τι καταργεί τη ζωή. Σε μια απίστευτη εικόνα όπου το υπερρεαλιστικό στοιχείο ανατρέπει όσα οι αισθήσεις προσλαμβάνουν ως αληθινά και η λογική επεξεργάζεται ως μοναδική πραγματικότητα, η ποιήτρια εισχωρεί στον τόπο του αθέατου και του άρρητου με ηδονική προσήλωση σε ό,τι την παρασέρνει σε μια άλλη όψη ζωής: Όλο πλησίαζα την πέτρα·/με πήγαιναν νερά/που στις γαλάζιες μπλούζες τους/είχαν ζωγραφισμένα κυπαρίσσια/απ’ το κοιμητήρι της άλλης ακτής./Με είχε συνεπάρει ο ωραίος πειρασμός:/να μη γυρίσω ποτέ/να κλείσει ο υποβρύχιος κύκλος/–περιδέραιο ανυπολόγιστης αξίας–/ γύρω απ’ το λαιμό μου. Στην έμμεση συνομιλία με τον εμπειρίκιο οίστρο, όπου επίσης η ζωή ασπαίρουσα δεν μπορεί παρά να είναι έμπλεη από ερωτικό σπασμό, η Ρουκ θα δώσει με ευθύβολο τρόπο το ερωτικό στίγμα ως αντίπαλο δέος του θανάτου: Ο έρωτας είναι το μόνο θεϊκό βλέμμα/που θα πέσει πάνω σ’ εμάς/τους άπιστους έλεγα.[…] γιατί πατώ/την αθέατη του έρωτα πλευρά:/το θάνατο. Για να δοθεί ακόμη ένα έναυσμα, μια ώθηση σε ό,τι νοείται για ζωή, θα φέρει και νέα αρωγή έμπνευσης ανοίγοντας τον δεύτερο μέσα το ίδιο ποίημα διάλογο, αυτή τη φορά με τον δαντικό στίχο: … που ο φόβος τους σ’ επιθυμία γυρίζει (Dante, Inferno, Canto III, στχ. 126). Η σύλληψη, μέσα σε μια ελάχιστη στιγμή, πως ο φόβος τόσο κοντά βρίσκεται στην επιθυμία για ζωή, οδηγεί τώρα σε μία ακόμη σύνδεση με τέσσερις έννοιες: φόβος, ζωή, έρωτας, θάνατος· ποιος θα μπορούσε αλήθεια να τις ξεχωρίσει, έτσι που δένει μυστικά η μία με την άλλη; Και η ποιητική ιδέα πάντα εδώ να πηγαινοέρχεται (και πώς αλλιώς;) ακμαία και δυνατή να διαλύσει όλα τα σκοτάδια ή να βυθιστεί σε παράδεισο ή κόλαση (ποιος να το πει;), με μια ποιητική εκδοχή που όλα τα εμπεριέχει και όλα τα μεταλλάσσει μέσα της: σαν να σχεδιάζεις ταξίδι μακρινό/με το δάχτυλο στο χάρτη/σαν ένα ποίημα να ξεπετάγεται ζεστό/περνώντας ένας θεός ξέρει/μέσ’ από πόσα δάκρυα/ακράτητος ανέρχεται/ο οίστρος του θανάτου. Ας είμαστε βέβαιοι πως πίσω από τους στίχους αυτούς διαφαίνεται το συναινετικό χαμόγελο του Εμπειρίκου, ολοκληρώνοντας έτσι τον ιδιότυπο διάλογο.
Στο ποίημα «Σ’ ένα ταρατσάκι ο Σολωμός», από την ίδια συλλογή, η ποιήτρια ανοίγει ένα πέρασμα για να εισχωρήσει ο άλλος ποιητής μαζί με τις δικές του παραστάσεις, τις δικές του υψηλές διασυνδέσεις: Σ’ ένα ταρατσάκι πίκρας, λιθάρια στοιβάζοντας στο στήθος/σπουδάζει ο μαύρος Διονύσιος το φως και τις υψηλές του/διασυνδέσεις. Ένας ποιητής εν τη γενέσει του. Το σώμα είναι για να βγάζει σκέψεις όπως το δάσος πουλιά/κι ανθισμένους κλώνους. Οι δύο ποιητές θα συναντηθούν μέσα στον στίχο: Ο μεγάλος εχθρός, ο θάνατος (ή μήπως ο καλύτερός του/φίλος;), δένοντας τον πόθο με τον φόβο, τη ζωή με τον θάνατο σε άρρηκτη σχέση. Ο ποιητής χωρίς φύλο κι η μοναξιά του σαν/άνοιξη μυρίζει ξαφνικά πιο έντονα από μια μνήμη σαρκική/που θα ’χε ταριχέψει. Ίσως γιατί αυτό που μετράει είναι η διπλή όψη όλων των πραγμάτων, αυτό το δισυπόστατο που συλλαμβάνει η ποιητική ματιά, που βλέπει ίσως μια δηλητηριασμένη ιστορία πίσω από το φως.
Σε μία ευθεία αντιμετώπιση της σωματικής θνητής υπόστασης, στην ποιητική συλλογή Στον Ουρανό του Τίποτα με Ελάχιστα (2005) η ποιήτρια καλεί συνοδοιπόρο τον ποιητή Γιάννη Στίγκα μέσα από τον στίχο του: Σώμα είναι η πέτρα που πίστεψε. Εδώ το «εγώ» αντιμέτωπο με τη φθίνουσα χρονική διαδρομή θα αναρωτηθεί (ή θα ρωτήσει ευθέως τον άλλο ποιητή): Και τι με ξεχωρίζει από την πέτρα;/Μόνο η πίστη ότι δεν είμαι λίθινη. Πίστη και εικασίες και παραπλανητική πεποίθηση που συντηρεί την οίηση της ανθρώπινης ψυχής ότι επιβιώνει πέρα από τη φθορά της ύλης. Σε μια εύστοχη συμπόρευση με την προμετωπίδα του ποιήματος η Ρουκ θα δώσει τελεσίδικα το τι πραγματικά συμβαίνει όταν η ζωή τελέψει τη διαδρομή της. Τότε είναι η ώρα της πέτρας που σμιλεύθηκε από το σφυρί όσο να γίνει καμπύλη αρμονική/σώμα να αναπαριστά/σώμα να πιστέψει η ίδια πως είναι. Στο συγκεκριμένο ποίημα δίνεται μια συνέχεια, εν είδει ερμηνείας, στον στίχο του άλλου ποιητή· ο διάλογος σαρκώνεται στους στίχους, οι δύο ποιητές βρίσκουν τον κοινό τόπο, η ποίηση προχωράει. Είναι η ίδια χωμάτινη αντίληψη της ζωής, όπως γράφει πολύ νωρίτερα η ποιήτρια στο ποίημα «Τα σπιρτόξυλα» (Ενάντιος έρωτας, 1982), που εκφράζεται ως σώμα-πέτρα: είμαι εγώ/με τους λιλιπούτειους έρωτές μου που με κρατούν δέσμια της πιο χωμάτινης αντίληψης της ζωής, της πιο περιορισμένης κίνησης, μιας χαμερπέστατης σύλληψης του ωραίου σαν σώμα που γδύνεται και ξαπλώνεται κι ουδέποτε ανεβαίνει στους ουρανούς.
Στην ίδια συλλογή του 2005 υπάρχει το σπονδυλωτό ποίημα «Θέλω να γράψω ένα ποίημα», που ως αφορμή βαδίζει πάνω στον στίχο του Αντώνη Φωστιέρη: Αδυνατεί να κάνει ωραίους στίχους η πραγματικότης βλέπετε. Μέσα από μία φαινομενική ανατροπή του στίχου αυτού, η Ρουκ θα αποδώσει την πλήρη ερμηνεία του, για να καταλήξει στην απόλυτη συμφωνία μαζί του. Η πραγματικότητα, ατομική αλήθεια του καθενός, η πραγματικότητα που μόνον οι πεθαμένοι γνωρίζουν, η απρόσμενη πραγματικότητα της ένωσης των αντιθέτων (όπως η δύναμη και η ανημποριά), η οδυνηρή όσο και απογειωτική πραγματικότητα του έρωτα, οι λεπτές πολύτιμες αποχρώσεις της καθημερινότητας, η αντιμετώπιση της μοίρας στις πραγματικές της διαστάσεις, όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι η θεματική των ποιημάτων. Μα, αυτή είναι η ποίηση, μοιάζει να λένε και οι δύο ποιητές, έτσι περίπλοκα δεμένη η έμπνευσή της, η μύχια κάθε φορά αφορμή της. Η ίδια η πραγματικότητα είναι που κανοναρχεί την ποίηση, αρκεί να δεις ότι το «όμορφο» των στίχων πηγάζει από τη δύναμη του καθημερινού μόχθου, από το άχθος της ζωής, την ασχήμια και την οδύνη της, την αδικία και τον πόνο.
Στην τελευταία της ποιητική συλλογή (Με άλλο βλέμμα, 2018) στο ποίημα «Επίλογος αέρας», αφιερωμένο στη μνήμη του Μάνου Ελευθερίου, με τον νου στον εκλεκτό απόντα και αντικρίζοντας η ίδια πλέον το επικείμενο τέλος του νήματος της ζωής, σε πρώτο πρόσωπο θα πει: Βρίσκομαι στο σημείο εκείνο της ζωής/που θα ’πρεπε να «επιλογώ»/όμως νιώθω το παρελθόν μου να χάνεται, να φεύγει. Για να καταλήξει: Ναι, αυτός είναι ο σωστός επίλογος/μιας ολόκληρης ζωής/που βέβαια στο γιατί ήρθε/ποτέ δεν απαντά. Εδώ η συνομιλία μέσα από την αίσθηση του επιλογικού δράματος μιας ζωής που βίωσε (ομοίως για τους δύο ποιητές) την πληρότητα.
Ένα χρόνο πριν, το 2017, επιχειρεί έναν αληθινό διάλογο με τον ποιητή Γιώργο Δουατζή στο κοινό τους βιβλίο Αντικατοπτρισμοί – Διάλογος δύο ποιητών. Πρόκειται για σχολιασμό αποσπασμάτων από τα είκοσι τέσσερα Κάτοπτρα του Δουατζή (έκδοση που προηγήθηκε) με τον δικό της τρόπο. Τα σχόλιά της απηχούν όσα κοιτάζει μέσα από τα δικά του κάτοπτρα, «διηθίζοντας» τις δικές του εικόνες με τα δικά της φίλτρα-μάτια στον κόσμο και τις δικές της προσλαμβάνουσες ζωής. Εδώ ένα δείγμα: Γράφει ο Γιώργος Δουατζής: Χαρά. Ναι, χαρά. Μέσα από τις αστοχίες, τις πίκρες, τις αποτυχίες, τις απώλειες, τις απουσίες. Χωρίς αυτές, για ποια χαρά να μιλήσουμε, για ποιαν αντίστιξη; Χαίρομαι όταν τελειώνει ένα έργο μου, όταν γελάει η αγαπημένη, όταν μπορώ να προσφέρω, να μοιράζομαι. Χαίρομαι όταν βλέπω τον ουρανό, τη θάλασσα, τους ανθρώπους, την ομορφιά. Χαίρομαι που μπορώ να χαίρομαι. Και η Κατερίνα Ρουκ απαντά σχολιάζοντας: Χαρά. Μια ζωή ολόκληρη έχω ζήσει, μα τώρα ξέρω τι μου δίνει την πιο μεγάλη χαρά: που ζω, που αναπνέω, που δεν πονάω, που αντικρίζω τον ήλιο, τη θάλασσα… Ναι, χαίρομαι που μπορώ ακόμα να χαίρομαι. Η κοινή συνειδητοποίηση του δώρου της ζωής. Μια θέα στην απόλυτη αγαλλίαση πέρα από μετρήσεις και υπολογισμούς, πέρα από μια υπέρβαση του μέτρου είτε προς την υπέρμετρη (ίσως απατηλή) χαρά ή το υπέρμετρο (ίσως εγωιστικό) πένθος. Η έννοια της θαυμαστής «αντίστιξης» του ποιητή βρίσκει την ερμηνεία της στον λόγο της ποιήτριας. Το αποτέλεσμα είναι η έξοχη συνομιλία, ή καλύτερα μια νέα συνεργατική ποιητική γραφή. Η Κατερίνα Ρουκ δεν συμπληρώνει απλώς τον λόγο του Γιώργου Δουατζή· δείχνει με τον σχολιασμό της τα όρια του ποιητικού διαλόγου ως να φτάσει στη νέα δημιουργία και αναδεικνύει την αφορμή της ποίησης (εδώ τα «Κάτοπτρα» του Γιώργου Δουατζή) και τη δύναμή της.
Άφησα για το τέλος την εντελώς διαφορετική «συνομιλία» της ποιήτριας με το καβαφικό «Εν τω μηνί Αθύρ», στο δικό της ομότιτλο ποίημα από τη συλλογή Οι μνηστήρες, 1984. Εδώ έρχεται να συμπληρώσει τα κενά της ταφικής επιγραφής, όπως την απέδωσε ο Κωνσταντίνος Καβάφης με τις δικές του αυτονόητες προσθέσεις μέσα σε αγκύλες. Έχει η Ρουκ εγκιβωτίσει το καβαφικό ποίημα (Με ευγνωμοσύνη στον Κ. Π. Καβάφη, όπως γράφει στην προμετωπίδα) μέσα στο δικό της με σχολιασμό αλλά και επινοημένη συμπλήρωση της εικόνας του Λεύκιου. Πρόκειται για μια μοναδική ποιητική συνομιλία που προσφέρεται σαν μια ωδή «παρά την ωδήν», εν είδει λογοτεχνικής παρωδίας. Έτσι, όταν το καβαφικό καταλήγει στην προσωπική εκτίμηση: Με φαίνεται που ο Λεύκιος μεγάλως θ’ αγαπήθη, η ποιήτρια σχολιάζει ενσωματώνοντας εμμέσως και ευσχήμως τη δική της γεμάτη από έρωτες ζωή στα όσα διασώζει η (πλήρης στην ταπεινότητά της) επιγραφή για τον Λεύκιο: Με την αγάπη έσχιζε τον γαλανό αέρα/χαμογελούσε· μ’ εκείνα τ’ ακροδάχτυλα/άναβε ένα σπίρτο·/αυτή ήταν κι η μόνη ανταμοιβή/γι’ αυτούς που τρελαινόνταν./Ω, ναι, αγαπήθη…/Κι όταν έπαψε τόσο πια ν’ αγαπιέται/επέθανε. Ταιριάζουν τόσο πολύ και στα δικά της βιώματα όσα ομοίως παρακίνησαν τη δημιουργία του καβαφικού ποιήματος.
Οι παραπάνω επισημάνσεις αποτελούν μερικά μόνον παραδείγματα της ποιητικής συνομιλίας, όπως την εννόησε η Κατερίνα Ρουκ. Παρά τον διαφορετικό τρόπο που επινόησε για την κάθε μία από αυτές, αν θέλουμε να δούμε τον κοινό τόπο όλων, αυτός βρίσκεται στο ίδιο το ποιητικό «εγώ», που συνδιαλέγεται, συνυπάρχει, συμπληρώνει και επεκτείνει τη σκέψη των άλλων ποιητών καταξιώνοντας μια υπαρκτή (αν και όχι πάντοτε εμφανή) συνθήκη που αφορά την ποιητική δημιουργία εν συνόλω: ό,τι γράφεται συνδιαλέγεται με ό,τι ήδη έχει γραφεί· ιδού ο πλούτος της ποίησης.