Αγαπητή μου Κατερίνα!

Θυμά­μαι πριν από αρ­κε­τά χρό­νια, όταν κα­τά τύ­χη εί­δα στην βι­βλιο­θή­κη ενός φί­λου μου τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή σου Η ύλη μό­νη. Η πρώ­τη στιγ­μή που σε γνώ­ρι­σα, ήταν το βρά­δυ των Χρι­στου­γέν­νων, και ο τό­πος, η Τσα­γκα­ρά­δα του Πη­λί­ου. Γύ­ρω μου υπήρ­χαν φί­λοι που συ­ζη­τού­σαν, γε­λού­σαν και τρα­γου­δού­σαν, όμως εγώ, άκου­γα το δι­κό σου τρα­γού­δι. Έτσι πέ­ρα­σαν οι ημέ­ρες και οι νύ­χτες σε αυ­τό το υπέ­ρο­χο μέ­ρος, μέ­χρι την αλ­λα­γή του χρό­νου. Με τη δι­κή σου φω­νή, να την ακού­ει η ψυ­χή μου. Τώ­ρα που σου γρά­φω, ύστε­ρα από τό­σα χρό­νια, τώ­ρα μό­νο ξέ­ρω πό­σο δι­ψα­σμέ­νη ήταν η ψυ­χή μου για τρα­γού­δια σαν τα δι­κά σου. Γι ᾽αυ­τό άνοι­ξα το ση­μειω­μα­τά­ριό μου, αυ­τό που κρα­τού­σα για χρό­νια μα­ζί, και το τρα­γού­δι σου «Το άν­θος δι­δά­σκει», κά­θι­σε τό­σο φυ­σι­κά με τα δι­κά μου γράμ­μα­τα σε μια από τις σε­λί­δες.

Λί­γα λό­για για το τρα­γού­δι: Από μι­κρή που ήμουν, ό,τι έκα­νε την καρ­διά μου να χο­ρεύ­ει, το ονό­μα­ζα τρα­γού­δι. Τα αμέ­τρη­τα ποι­ή­μα­τα που μου διά­βα­ζαν, και αρ­γό­τε­ρα τα τρα­γου­δού­σα μό­νη μου.

Λί­γα λό­για για το ση­μειω­μα­τά­ριο: Όταν άκου­γα μια φω­νή να μου τρα­γου­δά, εκεί­νη με­τα­μορ­φω­νό­ταν σε δι­κά μου γράμ­μα­τα και κα­θό­ταν στις σχε­δόν λευ­κές, σχε­δόν κι­τρι­νι­σμέ­νες από το και­ρό σε­λί­δες. Εκεί λοι­πόν, κά­θι­σες κι εσύ.

Πέ­ρα­σαν τα χρό­νια. Μα­ζί τους ερ­χό­σουν κι εσύ να με επι­σκε­φτείς. Κά­ποιες φο­ρές τα τρα­γού­δια σου, κά­ποιες άλ­λες το χα­μό­γε­λό σου που εί­ναι τό­σο με­γά­λο, ώστε φτά­νει μέ­χρι σ' εκεί­να τα μά­τια σου που μου δεί­χνουν πά­ντα ένα παι­δί, και άλ­λες η φω­νή σου, στις συ­νε­ντεύ­ξεις που πα­ρα­κο­λου­θώ. Και το ήξε­ρα ότι μι­λού­σες σε μέ­να. Άλ­λω­στε, δεν μπο­ρεί να γί­νε­ται αλ­λιώς. Αφού πά­ντα μι­λάς σε μέ­να. Μι­λάς τρα­γου­δώ­ντας. Πως; Έτσι:

[…] Με­λέ­τη­σα πά­λι σή­με­ρα το και­νούρ­γιο πρά­σι­νο
και πως ο πα­γω­μέ­νος αέ­ρας έκ­πλη­κτος
μπρος στις δια­χύ­σεις της φύ­σης
κά­νει ένα βή­μα πί­σω...

Ή έτσι:

[…] Θέ­λει ερω­τι­κή θαλ­πω­ρή
το ποί­η­μα για να αντέ­ξει
στο κρύο χρό­νο...

για­τί ...

[…] Στη Λυ­πιού φτά­νεις χω­ρίς ανα­στε­ναγ­μό
μό­νο με ένα σφί­ξι­μο ελα­φρό
που θυ­μί­ζει τον έρω­τα σαν στέ­κε­ται
ανα­πο­φά­σι­στος στο κα­τώ­φλι του σπι­τιού...

Ακούω τη φω­νή μου να λέ­ει μέ­σω της δι­κής σου φω­νής (έτσι τρα­γου­δάς και για μέ­να)

[…] ζω χω­ρίς να χρειά­ζο­μαι εν­θάρ­ρυν­ση κα­μιά
ανα­σαί­νω κι ας εί­μαι έτσι
σε κο­ντι­νή μα­κρι­νή από­στα­ση
από ό,τι ζε­στό αγ­γί­ζε­ται, φλο­γί­ζει...

Αγα­πη­τή Κα­τε­ρί­να!

Στα τό­σα τρα­γού­δια που μου έχεις πει, εγώ πά­ντα γυρ­νώ στο πρώ­το. Στο άν­θος που δι­δά­σκει. Και δεν μπο­ρώ να κά­νω αλ­λιώς.

Επει­δή κά­θε άνοι­ξη που βλέ­πω τα λου­λού­δια πά­νω στα δέ­ντρα, θυ­μά­μαι...

[…] Του δέ­ντρου το άν­θος κά­τι ση­μαί­νει
επι­μέ­νει ν' ανοί­γει και στη γη να πέ­φτει...

Επει­δή στα πό­σα χρό­νια που με έχω πά­ντα πα­ρέα, τού­το έχω κα­τα­λά­βει: την ομορ­φιά του κό­σμου δεν την εξη­γείς. Την απο­λαμ­βά­νεις. Και εσύ μου το θυ­μί­ζεις συ­χνά λέ­γο­ντάς με:

[…] Αυ­τό που θέ­λω να μά­θω απ' έξω
εί­ναι οι αό­ρα­τες πλευ­ρές του ορα­τού.
Το το­πίο να δω σαν κέ­ντρο του κό­σμου...

Υ.Γ Όλα αυ­τά που μου μι­λά­νε στη ψυ­χή, έχουν ένα απλό όνο­μα. Όπως αγά­πη, όπως στορ­γή, όπως ποί­η­ση... Για­τί μου εί­ναι τό­σο οι­κεία. Όπως απλά Κα­τε­ρί­να.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: