Βίκτωρ Αρδίττης Επιστρέφουμε στον Άμλετ, ένα κείμενο όπου συμπυκνώνονται, όπως είπαμε, όλα τα ερωτήματα της θεατρικής τέχνης. Ο πρίγκιπας οργάνωσε μια παράσταση για να τσακώσει τη συνείδηση του βασιλιά, για να αποκαλύψει τον ένοχο. Φαίνεται πως το σχέδιο του πέτυχε. Ο σφετεριστής Κλαύδιος βλέποντας την παράσταση ταράχτηκε και τη διέκοψε. Τίθεται το ερώτημα: το θέατρο έχει τόση δύναμη; έχει τη δύναμη να συνταράξει τον θεατή μέχρι του σημείου να αποκαλύψει τη δική του ενοχή;
Πέτρος Χαρτοκόλλης Βεβαίως και έχει. Είναι γνωστό από την αρχαιότητα και το τόνισε –δεν θέλω να γίνω συντεχνιακός– πολύ σωστά και ο Φρόυντ. Ανέπτυξε τη θεωρία του οιδιποδείου συμπλέγματος, λέγοντας ότι το έργο Οιδίπους Τύραννος, είχε και έχει αυτή την επίδραση στον θεατή επειδή μπαίνει μέσα σε ένα πανανθρώπινο πρόβλημα, επειδή επικοινωνεί με ένα, στην περίπτωση αυτή, έγκλημα, που δεν το έχουν διαπράξει μεν οι άνθρωποι που αποτελούν το ακροατήριο, αλλά υπάρχει μέσα τους από τη παιδική τους ηλικία, ως προβληματισμός, ως φαντασία, την οποία ξαναζωντανεύει επί σκηνής ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα Τύραννο. Την επαναλαμβάνει εξάλλου και ο Σαίξπηρ στον Άμλετ, όπου επίσης, τουλάχιστον κατά τους ψυχαναλυτές, παίζεται το οιδιπόδειο σύμπλεγμα.
Β.Α. Είναι αυτό μέρος της ουσίας του θεάτρου; Το θέατρο έχει πάντα αυτή τη δύναμη; Ή ίσως να συμβαίνει σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, σε ακραίες περιπτώσεις, σπάνια πολύ σπάνια. Έχουμε όλοι τόσο βαρεθεί, τόσο κορεσθεί, από την επιπολαιότητα, από την κοσμικότητα, από τη ρηχότητα του θεάτρου γύρω μας…
Μάγια Λυμπεροπούλου Εξαρτάται από τη θέση που έχει το θέατρο στην κοινωνία, από τις εποχές πάλι… Εγώ θέλω να μας διευκρινίσεις, όταν λες: «να αποκαλύψει τον ένοχο» σε ποιο βαθμό το εννοείς; στην πραγματική αποκάλυψη ενός ενόχου, να βγει και να ομολογήσει δημόσια, ή στον βαθμό που να τον ταράξει εσωτερικά τον θεατή; Αν, δηλαδή, μια παράσταση θεατρική κάνει πράγματα να σαλέψουν μέσα του. Αυτό ναι, το πιστεύω, άμα είναι μια καλή παράσταση... Τώρα για να αποκαλυφθεί ένας ένοχος και να ομολογήσει δημόσια, δεν το ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι σε διάφορες εποχές, η αλήθεια του θεάτρου – οι αλήθειες που μπορούν να λέγονται από σκηνής κρίθηκαν τόσο επικίνδυνες που να κλειστούν θέατρα. Ήταν μια κοινωνική εκδήλωση που θεωρείται άκρως επικίνδυνη…
Β.Α. Κι εγώ αναρωτιέμαι αν το θέατρο έχει πραγματικά μεγάλη δύναμη, αν η σχέση του θεατή με το θέαμα είναι τόσο δυνατή, τόσο δραστική, ή αν αυτό είναι μια μεγάλη και γόνιμη ουτοπία. Πραγματικά αναρωτιέμαι…
Μ.Λ. Μην ξεχνάμε κι έναν προβληματισμό πολύ πιο πρόσφατο, αν το θέατρο μπορεί να αλλάξει την κοινωνία, αν ο θεατής μέσα από μια ιδανική παράσταση βγαίνει αλλιώτικος. Κι ήταν ένα μεγάλο ερώτημα ως προς το επαναστατικό θέατρο, αν το θέατρο μπορεί να επιφέρει μια κοινωνική αλλαγή. Δεν έχει συμβεί ώς σήμερα.
Β.Α. Κι η αριστοτελική κάθαρση είναι ένα ερώτημα αν αναφέρεται στον θεατή; Του οποίου θεατή η απόλαυση από το θέαμα είναι να δει το πάθημα των άλλων, να μάθει από το πάθημα των άλλων, και όχι να οδηγηθεί ο ίδιος σε μια τέτοια εσωτερική ταραχή που συνήθως συνδυάζουμε με την έννοια της κάθαρσης. Αναρωτιέμαι…
Μ.Λ. Αυτό εξαρτάται και από τα άτομα. Υπάρχουν άτομα που θεωρούν κάποιες παραστάσεις σημαδιακές για τη ζωή τους, τις θυμούνται και τις αναφέρουν – μια παράσταση όπου «άλλαξε εντός τους ο ρυθμός του κόσμου». Πολλοί από το κοινό μου αναφέρουν ως σημαντικό στοιχείο γοητείας και εσωτερικής αναστάτωσης από μια παράσταση το ότι είδαν στη σκηνή μέρος του εαυτού τους.
Π.Χ. Θέλω να πιστεύω πως όταν μιλάμε για το θέατρο αναφερόμαστε, αναγκαστικά θα έλεγα, στο θεατρικό έργο. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το θέατρο χωρίς ένα έργο με νόημα. Αν το έργο είναι εντελώς επιφανειακό, εντελώς επιπόλαιο, και ο ακροατής –κάποιος από τους ακροατές– συγκινηθεί θα πρέπει να έχει εντελώς ιδιαίτερους λόγους, και ίσως παθολογικούς
Μ.Λ. Εννοείτε όταν το θέαμα, είναι εντελώς ‘ανώδυνο’, όπως θα λέγαμε. Ελαφρό…
Π.Χ. Χωρίς βάθος, ας πούμε, χωρίς κάποιο νόημα για το θεατή. Και υπάρχουν πολλών ειδών νοήματα, και κοινωνικά νοήματα και ψυχολογικά νοήματα. Θα έλεγα πως τα ψυχολογικά νοήματα (αλλά και τα κοινωνικά) είναι λίγο πολύ πανανθρώπινα: μπορούν να προσεγγίσουν, είτε να συγκινήσουν, οποιονδήποτε θεατή – εφόσον ο θεατής δώσει την προσοχή του στο έργο, και αυτό θα εξαρτηθεί φυσικά από τον ηθοποιό του οποίου ο ρόλος πέρα από την υπόδυση του ρόλου που του έχει δοθεί, είναι να προκαλέσει την προσοχή του θεατή.
Μ.Λ. Εγώ θα ήθελα εδώ να διευκρινίσω κάτι. Συνήθως μιλάμε για μια θεατρική παράσταση, για ένα θεατρικό γεγονός, αναφερόμενοι συνήθως στο έργο, τον συγγραφέα, τον σκηνοθέτη και τον ηθοποιό, προσπαθώντας να διευκρινίσουμε τις ιδιότητες τους ή τις αποτελεσματικότητες τους, και δεν τονίζουμε ότι αυτοί υπάρχουν μαζί με το κοινό. Η αποτελεσματικότητα μιας παράστασης, δηλαδή, αυτό που θα λέγαμε μια καλή παράσταση ή μια δυνατή παράσταση, δεν υπάρχει ανεξάρτητα του κοινού της. Μια καλή παράσταση προϋποθέτει και καλούς θεατές. Αν υποτεθεί πως ο ηθοποιός με τη σκηνοθεσία, με τον συγγραφέα, όλο αυτό που κάνει, είναι ένας πομπός, αυτό που θα κρίνουμε ως θεατρικό γεγονός, εξαρτάται και από τον δέκτη. Μια παράσταση δεν υπάρχει έτσι από μόνη της, αμετακίνητη, δεν μπορούμε να πούμε πως έχει αυτές τις ιδιότητες ή τις αποτελεσματικότητες ανεξάρτητα από τους δέκτες, από το κοινό. Αυτό πρέπει πάντα να μην το ξεχνάμε. Ακόμη κι ένας καλός ηθοποιός δεν είναι ποτέ έτσι ανεξάρτητα και μεμονωμένα ‘καλός’ ηθοποιός (ακόμη κι αν έτσι λέμε συχνά στην τρέχουσα γλώσσα της δουλειάς μας). Εξαρτάται από το ‘καλό’ κοινό. Αυτό που λέει ή που εκφράζει ο ηθοποιός εξαρτάται και από το πώς το δέχεται το κοινό και το εκπέμπει ξανά πίσω στον ηθοποιό. Η σχέση ηθοποιού-κοινού είναι ένα ρεύμα που κυκλοφορεί. Δεν είναι μια παθητική σχέση, όσο και αν είναι παθητική η θέση των θεατών από τη φύση τους. Υπάρχει ένα ρεύμα που το νιώθει ο ηθοποιός, που ή τον ανεβάζει ή τον κατεβάζει. Αυτό που λέμε αποτελεσματικότητα μιας παράστασης, αν η παράσταση είναι καλή, αν είναι καλός ο ηθοποιός, έτσι πρακτικά, εξαρτάται και από τον αν είναι καλός και ο θεατής. Μη ζητάμε σήμερα ταλέντο, μόνο από τον συγγραφέα, τον σκηνοθέτη και τον ηθοποιό, για το θεατρικό γεγονός πρέπει να ζητάμε ταλέντο και από τους θεατές. Υπάρχει καλός ή κακός θεατής.
Β.Α. Μια θεατρική παράσταση μπορεί, λοιπόν, να γίνει «σκάνδαλο» (στα αρχαία η λέξη σήμαινε παγίδα, νομίζω), παγίδα για τον θεατή, όπως στον Άμλετ;
Μ.Λ. Σε αυτό απάντησα πιο πριν, τον βαθμό της δραστικότητας δεν τον ξέρω ούτε έχω ακούσει, αλλά όσον αφορά τον βαθμό μιας αναστάτωσης, των έντονων καταστάσεων ή σκέψεων, που μπορούν να γεννηθούν στον θεατή, όταν η παράσταση είναι καλή, όταν είναι μεγάλος ο συγγραφέας, αυτό ναι! το πιστεύω και είναι αυτό που επιδιώκουμε όλοι, να πληθαίνουν αυτές οι περιπτώσεις.
Β.Α. Συνηθίζουμε να βλέπουμε την θεατρική πράξη μονάχα τη στιγμή τη στιγμή της παράστασης, τη στιγμή δηλαδή που συναντιέται η δουλειά του ηθοποιού με το κοινό. Το κείμενο του Άμλετ, μας βοηθάει να δούμε ορισμένα ζητήματα προγενέστερα της παράστασης που αναφέρονται στην προετοιμασία του ρόλου, του ηθοποιού: στο πέρασμα δηλαδή από το γραπτό κείμενο στη σκηνή. Η διαδικασία αυτή δεν είναι διόλου προφανής και διαυγής, δεν μπορεί αυτόματα να συμβεί, η δράση απλώς να εικονογραφεί το κείμενο. Στις «Οδηγίες» υπάρχει μια φράση που θα ήθελα να συζητήσουμε: «Η δράση πρέπει να ταιριάζει με τα λόγια, τα λόγια με τη δράση».
Μ.Λ. Νομίζω, έτσι συνοπτικά, όλο το πρόβλημα του θεάτρου –τις περισσότερες φορές γιατί υπήρξαν και εποχές του θεάτρου όπου δεν υπήρχε κείμενο– είναι πως ο ηθοποιός παραλαμβάνει στα χέρια του ένα κείμενο γραμμένο από κάποιον άλλον και καλείται, όπως λέμε απλά-απλά, να το ζωντανέψει. Το γραπτό κείμενο πρέπει να γίνει προφορικό. Υποτίθεται ότι το θεατρικό κείμενο προορίζεται για να μιληθεί και όχι να διαβαστεί. Βεβαίως υπάρχουν πάρα πολλές ορολογίες και πάρα πολλές διαμάχες γύρω από αυτό που λέγεται ‘διαβάζω’ έναν ρόλο, ‘παίζω’ έναν ρόλο, ‘μιλάω’ έναν ρόλο, ‘ερμηνεύω’ έναν ρόλο, ‘υποκρίνομαι’ έναν ρόλο, ‘καταδεικνύω’ έναν ρόλο, εξαρτάται από τις διάφορες σχολές υποκριτικής και δεν μας αφορά εδώ πέρα. Η προετοιμασία μπορούμε να πούμε πως είναι το στάδιο της παραγωγής ενός θεάματος, γιατί οι παραστάσεις είναι το στάδιο της αναπαραγωγής. Προσωπικά για μένα είναι κι η πιο σημαντική στιγμή της λειτουργίας ενός ηθοποιού, υπάρχουν ηθοποιοί, συνήθως δεν το ομολογούν, που τους ενδιαφέρει μόνο το στάδιο της παραγωγής και ελάχιστα το στάδιο της αναπαραγωγής.
Β.Α. Ο Άμλετ επιμένει: «Τα λόγια σας να τα προφέρετε όπως σας τα ‘πα εγώ»
Μ.Λ. Ναι, εδώ θα μπορούσαμε να πούμε, έτσι λίγο αυθαίρετα, μην κάνοντας καμία δραματουργική ή σκηνοθετική ερμηνεία του έργου του Σαίξπηρ, υπάρχει μια πλευρά υπολανθάνουσα ίσως, μην μπω σε ορολογίες του κ. Χαρτοκόλλη, σκηνοθέτη στον Άμλετ. Σαν ένας μεσολαβητής ανάμεσα στο κείμενο και τον ηθοποιό, που είναι κάπως ο σκηνοθέτης.
Π.Χ. Έχει ένα δίκιο ο Άμλετ και αναφέρεται στη δυνατότητα του ηθοποιού να επικοινωνήσει με το ακροατήριο. Βεβαίως η προετοιμασία είναι απαραίτητη, αλλά εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι η ανταπόκριση του ακροατή και, στην απουσία του ακροατή, του σκηνοθέτη. Όπως συμβαίνει στον κινηματογράφο, όπου δεν υπάρχει ακροατής, και ο ηθοποιός εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τον σκηνοθέτη, λέω σχεδόν γιατί εξαρτάται επίσης και από τους άλλους ηθοποιούς αν υπάρχουν μέσα στη σκηνή. Με άλλα λόγια –
Μ.Λ. Κι όμως υπάρχει πάντα θεατής για τον ηθοποιό. Και μόνος του ο ηθοποιός όταν είναι σε ένα δωμάτιο, πάντα υπάρχει ένας ιδεατός θεατής, νομίζω. Για κάποιον παίζει… Μπορεί να είναι ο ίδιος ο εαυτός του αυτός ο κάποιος. Μπορεί να μην υπάρχει σωματικά ο θεατής – στην πρόβα ή όταν είναι μόνος του σε ένα δωμάτιο και μελετάει στο σπίτι του, αλλά η αίσθηση… Ακόμη και στον κινηματογράφο, οι τεχνικοί που είναι γύρω, οποιοσδήποτε βρίσκεται στο πλατώ εκείνη την ώρα, μπορεί αυτομάτως, όχι πολύ συνειδητά, παίρνουν τη θέση, μια αίσθηση, θεατή.
Β.Α. Στην ψυχική λειτουργία της υπόκρισης δεν υπάρχει πάντα και η κατασκευή ενός θεατή;
Μ.Λ. Θα με ενδιέφερε να ακούσω την άποψη σας.
Π.Χ. Θα έλεγα ότι αν ο ηθοποιός περιοριστεί στη δική του ταυτότητα ως ακροατή, θα αποτύχει. Πρέπει να υπάρξει αυτή η φαντασία ενός ακροατή, έστω και αν δεν είναι τόσο συνειδητή στον ηθοποιό. Όπως νομίζω ότι υπάρχει και σε κάθε συγγραφέα.
Μ.Λ. Ο ιδεατός αναγνώστης, ναι…
Π.Χ. Μόλο που μπορεί να λέει ότι δεν τον ενδιαφέρει ο ακροατής, έχει πάντοτε υπόψιν του ότι αυτά που γράφει, αυτά που θα πει, θα ακουστούν, θα περάσουν στον ακροατή.
Μ.Λ. Εδώ υπάρχει και μια αντίφαση. Μιλάω από την εμπειρία μου, με συναδέλφους… Από τη μια λέμε, και το παραδεχόμαστε όλοι, πως ηθοποιός χωρίς κοινό δεν υπάρχει, πως ό,τι φτιάχνει και ό,τι κάνει είναι για το κοινό, για να το δείξει κάπου, να το κάνει μπροστά σε άλλους. Και το παραδέχονται όλοι… Από την άλλη όμως υπάρχει ένα τρομακτικό ενδιαφέρον και απόλαυση στον ηθοποιό τον καιρό της προετοιμασίας της δουλειάς, που μάλιστα καμιά φορά μπορεί να τραινάρει καιρό, χωρίς να έχει επιτακτική την ανάγκη: αχ! πότε θα φτάσει η μέρα να το δείξω… Είναι μια αντίφαση, που εμένα μου έχει συμβεί πάρα πολλές φορές. Θα ήθελα πάρα πολλές φορές να μείνω παραπάνω καιρό στην αναζήτηση, στην παραγωγή δηλαδή, στο ψάξιμο ενός ρόλου μιας παράστασης, χωρίς να μου είναι επιτακτική, επείγουσα η ανάγκη της μέρας που θα το δείξω. Αυτό με το πέρασμα του χρόνου επιτείνεται, δεν ξέρω γιατί, το θέτω σαν ερώτημα και σαν μια αντίφαση της ιδιότητας του ηθοποιού.
Π.Χ. Εγώ δεν θα το έβλεπα ως αντίφαση, θα το έβλεπα ως τη μισή ιστορία, η μισή εικόνα της ιστορίας είναι, ασφαλώς, η επίδειξη – και ας μην το πάρουμε από την παθολογική άποψη της επιδειξιομανίας. Ακόμη κι αν δεν παρουσιάζεται με το όνομα του, ο άνθρωπος αυτός επιδεικνύει τις ικανότητες του, και όσο προετοιμάζεται καλύτερα τόσο περιμένει ότι θα είναι επιτυχής. Αλλά η επιτυχία δεν έγκειται μόνο σε αυτή τη ναρκισσιστική ικανοποίηση της επίδειξης. Ξαναγυρίζω σε αυτό που ο Άμλετ υπογράμμισε, όπως και εσείς κ. Λυμπεροπούλου, στον σκοπό, στον στόχο που έχει ο ηθοποιός να κυριαρχήσει επάνω στον ακροατή, δηλαδή να του επιβληθεί, να τον υποβάλει στον έλεγχο του, να τον κάνει να συγκινηθεί, να τον κάνει να αισθανθεί όπως ο ίδιος εκφράζεται – που είναι μια απόδειξη μεγάλης δύναμης για τον ηθοποιό.
Μ.Λ. Μόνο μην ξεχνάμε κάτι, σήμερα πια κ. Χαρτοκόλλη. Ο ηθοποιός να κυριαρχήσει στον θεατή, ναι, να του επιβληθεί όπως εκφράζεται εκείνος... Για μένα, σε χοντρές γραμμές, υπάρχουν δύο είδη ηθοποιών: ο ηθοποιός που θέλει να επιβληθεί στον θεατή, να παρασύρει το κοινό του ή να το γοητεύσει με τους δικούς του όρους και ο ηθοποιός που το κάνει με τους όρους του κοινού. Οπότε η σχέση αλλάζει πάρα πολύ.
Β.Α. Εγώ αναρωτιέμαι αν αυτό είναι δύναμη του ηθοποιού ή διέξοδος μιας ψυχικής ανάγκης;
Μ.Λ. Το ερώτημα: είναι επάγγελμα το ‘ηθοποιιλίκι’ ή είναι τρόπος ζωής;
Π.Χ. Εάν δεν υπήρχε η ανάγκη δεν θα υπήρχε και η προσπάθεια να αποδείξει τη δύναμη του. Δεν είναι δύναμη˙ η προσπάθεια να αποδείξει πως είναι δυνατός, τον κάνει δυνατό, τον κάνει καλό ηθοποιό. Είναι ασφαλώς δύναμη το να έχεις ένα ταλέντο, το να έχεις προετοιμαστεί καλά…
Μ.Λ. Ναι αυτό το πιστεύω απόλυτα: η προσπάθεια τον κάνει ήδη δυνατό.
Π.Χ. Τον κάνει, αλλά τον κάνει και η ανάγκη να παρουσιαστεί ως δυνατός όταν αισθάνεται αδύνατος. Τώρα θα μου πείτε ηθοποιοί σαν τη Σάρα Μπερνάρ ή τον Λόρενς Ολιβιέ ήσαν αδύνατοι άνθρωποι; Κανένας δεν ξέρει πως αισθάνεται από μέσα του κάποιος άνθρωπος και όλοι μας ΄έχουμε τις αδυναμίες μας…
Μ.Λ. Νομίζω πάντως πως αυτό που λέτε εσείς απόδοση ή δύναμη του ηθοποιού, αυτό που ορίζει τον καλό ηθοποιό, οπωσδήποτε για εμένα, σε αυτό είμαι μάλλον απόλυτη, ορίζεται από τον βαθμό ανάγκης του ατόμου να είναι ηθοποιός. Για το άτομο που διαλέγει να γίνει ηθοποιός η απόδοση του εξαρτάται από τον βαθμό ανάγκης. Γιατί μην ξεχνάμε σήμερα ότι αυτό το επάγγελμα πια διαλέγεται όχι πάντα από ανάγκες ουσιαστικές, του ‘είναι’ του ηθοποιού, διαλέγεται σχεδόν καμιά φορά και τυχαία θα ‘λεγα. Ή για λόγους εντελώς ωφελιμιστικούς, ή εντελώς καριερίστικους, γιατί θεωρείται πως είναι ένα επάγγελμα που αποφέρει πολλά με λίγο κόπο, γιατί αποφέρει μια διάκριση – στόχος είναι η διάκριση, η προβολή ενός Εγώ. Μην ξεχνάμε πως υπήρξαν εποχές όπου ο στόχος του ηθοποιού ήταν το χάσιμο του Εγώ μέσα από τον ρόλο και όχι η προβολή του Εγώ. Εποχές που άνθισαν θεατρικά και υπήρξε ανωνυμία των ηθοποιών.
Π.Χ. Θα μου επιτρέψετε να ομολογήσω ότι αυτό συμβαίνει και με τον γιατρό και με πολλά άλλα επαγγέλματα. Και με τον πολιτικό… Υπάρχει και ο καλός πολιτικός και ο κακός γιατρός… Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο στην επιλογή ενός επαγγέλματος, όπως του γιατρού, όπως του πολιτικού, είναι η ανάγκη να επιβληθεί επάνω στους συνανθρώπους του. Και φυσικό ο γιατρός επιβάλλεται απλώς και μόνο από το γεγονός πως είναι γιατρός. Και αυτό έχει μεγάλη σημασία για τη θεραπευτική ικανότητα του γιατρού. Ο πολιτικός το ίδιο. Και υπάρχει βέβαια ο καλός πολιτικός και ο κακός πολιτικός, κακός με την έννοια την ιδανική, δηλαδή εκείνος ο οποίος προσπαθεί να προσφέρει στον ακροατή εκείνο που θέλει κι εκείνος που προσφέρει εκείνο που χρειάζεται.
Μ.Λ. Παρατηρώ ότι ο κ. Χαρτοκόλλης συνέχεια λέει την έννοια ‘ακροατής’, που για μένα είναι πάρα πολύ σημαντική, γιατί νομίζω πως το θέατρο σήμερα έχει χάσει την ιδιότητα ότι είναι και ακρόαμα, και είναι μόνο θέαμα. Και καμιά φορά ο ηθοποιός έχει προβλήματα πάνω σε αυτό όταν συναντάει μεγάλα κείμενα.
Π.Χ. Ίσως με παρασύρει ότι στη δική μας την περίπτωση έχουμε μόνο ακροατές.
Β.Α. Θέλω να επιστρέψουμε σε ένα σημείο που έθιξε πριν η κ. Λυμπεροπούλου: για την ανωνυμία των ηθοποιών, σε ορισμένες περιόδους της ιστορίας του θεάτρου.
Μ.Λ. Ίσως είναι κι οι πιο μεγάλες…
Β.Α. Υπάρχει στον ίδιο τον Άμλετ, μερικούς στίχους πιο πάνω, ένας ορισμός για τον ηθοποιό, τον δίνει ο Πολώνιος, όταν διατάσσει να περιποιηθούν αυτούς τους θεατρίνους που έφτασαν στο παλάτι. Λέει πως είναι: «τα αφαιρετικά/αφηρημένα και συνοπτικά χρονικά των καιρών»[5], σαν να μην είχαν οι ίδιοι πρόσωπο…
Μ.Λ. Ναι κι εμένα μου έχει κάνει εντύπωση˙ διατρέχοντας έτσι συνοπτικά την ιστορία του ηθοποιού στις διάφορες εποχές (χωρίς να λέω πως καταγίνομαι συστηματικά με αυτό), διακρίνω δύο χοντρές-χοντρές περιόδους. Σε αυτές τις μεγάλες εποχές, όπως είναι η Αρχαία εποχή, η Αναγέννηση και κυρίως ο Μεσαίωνας – στην Αναγέννηση αρχίζει να γίνεται μια διαφοροποίηση, ο ηθοποιός ‘χάνεται’, θα έλεγα αυτήν την έκφραση, μέσα από τη λειτουργία αυτού που κάνει, μέσα από τους ρόλους του. Υπάρχει μια ανωνυμία. Σήμερα υπάρχει μια επιδίωξη επωνυμίας και ο ηθοποιός δεν υφίσταται σχεδόν για πολλούς, επειδή είναι έτσι η κοινωνική μας δομή πια, χωρίς την επωνυμία. Δηλαδή σήμερα μιλάμε για την Έντα Γκάμπλερ του τάδε ηθοποιού, την Έντα Γκάμπλερ της τάδε και της τάδε και της τάδε. Σήμερα υπάρχει μια επιδίωξη ο ρόλος να αναδείξει το Εγώ του ηθοποιού. Διακρίνω αυτή τη διαφορά, ο ηθοποιός, το Εγώ, χανόταν μες στον ρόλο. Καταλαβαίνω τις αλλαγές που έχουν συμβεί και κοινωνικά οδηγούν σε αυτό, αλλά είναι κάτι που δεν θα έπρεπε να το ξεχνάμε και σήμερα, τι είναι η επωνυμία ενός ηθοποιού.
Π.Χ. Εγώ δεν νομίζω ότι η επωνυμία κάνει μεγάλη διαφορά. Βεβαίως ώς ένα σημείο. Πάρτε τους ψευδώνυμους συγγραφείς, οι οποίοι ποτέ δεν αποκαλύφθηκαν με το πραγματικό τους όνομα. Δεν υπήρχε και εκεί μια ανάγκη να ενισχυθεί το Εγώ τους; Νομίζω και πολύ μάλιστα. Αλλά για να ξαναγυρίσουμε στον ηθοποιό –
Μ.Λ. Εννοούσα με την έννοια του φαίνεσθαι…
Β.Α. Το ψευδώνυμο δεν αλλάζει και πολλά πράγματα, γιατί είναι πάλι η επιβεβαίωση του ονόματος, του ψευδωνύμου…
Π.Χ. Πιθανόν.
Β.Α. Εν πάσει περιπτώσει, το ερώτημα που τίθεται είναι ο ηθοποιός έχει δικό του έργο όπως ο συγγραφέας ή όπως ο συνθέτης;
Μ.Λ. Νομίζω ότι το έργο ενός συγγραφέα ή ενός συνθέτη, είτε είναι ψευδώνυμο είτε επώνυμο, είναι αυτόνομο – είναι αυτός και το βιβλίο του. Ο ηθοποιός έχει έναν ρόλο, θέλουμε ή δεν θέλουμε, μεσολαβητή˙ τα λόγια και καμιά φορά και οι κινήσεις (οι διαδρομές πάνω στη σκηνή) είναι καθορισμένα από άλλους. Δεν μπορεί να υπογράψει κατά τον τρόπο που υπογράφει ένας συγγραφέας ένα έργο, γιατί στην καλύτερη περίπτωση το συνυπογράφει με πολλούς άλλους. Εκείνο που εννοούσα επωνυμία θέλω να το διευκρινίσω με ένα φαινόμενο σημερινό: η δουλειά του ηθοποιού είναι να μεταμφιέζεται, να παίζει έναν ρόλο. Σήμερα διαδίδουμε, μέσα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τον εαυτό μας ως έχει, όχι τον εαυτό μας μέσα στον ρόλο. Μας ζητούν φωτογραφίες, αλλά δεν ζητούν μια φωτογραφία από την Κλυταιμνήστρα, τον Οιδίποδα, τον Μάκβεθ, λένε: δώστε μας μια ‘δικιά σας’ φωτογραφία. Αυτό διαδίδουν, τον ηθοποιό στην ιδιωτική του ζωή, ως έχει, και όχι τον ηθοποιό πάνω στη δουλειά του, μέσα από τον ρόλο. Αυτό πια έχει σήμερα σχεδόν καταργηθεί. Είναι σπάνιες οι φορές που δημοσιεύονται φωτογραφίες ηθοποιών σε ρόλο. Δίνουμε δημοσιότητα στην ιδιωτική ζωή του ηθοποιού και δεν είναι αυτό προϊόν της δουλειάς του, προϊόν της δουλειάς του είναι ο ρόλος. Αυτή είναι η αντιστροφή που λέω ότι έχει συμβεί σήμερα σε σχέση με άλλες εποχές – και αυτό ήθελα να πω με επωνυμία. Τι είναι πιο ουσιαστικό (αν είχα άλλους συναδέλφους θα τους ρωτούσα): να πούνε η Στρίγγλα σε αυτή την παράσταση ήταν εκπληκτική, ή αυτή με το πράσινο φόρεμα που τη σκοτώνει εκείνος μου άρεσε πολύ, ή να πούνε η Λυμπεροπούλου; Τι είναι πιο ουσιαστικό, για τον θεατή, για τον ηθοποιό τον ίδιο, για τον κόσμο;
Π.Χ. Κι όμως η Σάρα Μπερνάρ έμεινε στην ιστορία και στη μνήμη του κόσμου όχι για τους ρόλους που έπαιξε, νομίζω, αλλά για την ηθοποιία της-
Μ.Λ. Για το πώς τους έπαιξε…
Π.Χ. Για το πώς τους έπαιξε, αλλά αμφιβάλλω αν κανένας θυμάται τι ρόλους έπαιξε και μάλιστα λέμε ότι μπορούσε να παρουσιάσει οτιδήποτε στη σκηνή και να συγκινήσει τον κόσμο –και αυτό αντιφάσκει με ορισμένα από αυτά που είπα εγώ προηγουμένως– ανεξάρτητα από το μήνυμα που έδινε. Ίσως όμως να μην αντιφάσκει τόσο γιατί ήξερε να διαβάσει τις συναισθηματικές ανάγκες του θεατή. Έβαζε κάτι από εκείνο που διάβαζε ή διαισθανόταν πως είχε ανάγκη να ακούσει ο θεατής, πράγματα που τον συντάρασσαν ή που τον συγκινούσαν γενικά. Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο ερώτημα αν ο ηθοποιός είναι δημιουργός. Είναι ο διευθυντής της ορχήστρας; Είναι ο σκηνοθέτης; Αν εκείνοι είναι δημιουργοί, γιατί δίνουν ασφαλώς μια δική τους ερμηνεία του έργου, γιατί να μην είναι και ο ηθοποιός;
Μ.Λ. Είναι ερμηνευτές…
Π.Χ. Και ο ηθοποιός δεν είναι;
Μ.Λ. Ναι είναι ο ηθοποιός, αλλά το έργο του, το προϊόν του, δεν έχει μια αυτονομία˙ από την ίδια του τη φύση του το έργο του δεν υπάρχει –άσχετο αν σήμερα καταγράφεται από βίντεο– το προϊόν του χάνεται κάθε βράδυ. Το έργο του ηθοποιού εντάσσεται μέσα σε ορισμένα πλαίσια, υπάρχει κείμενο, υπάρχει σκηνοθέτης.
Π.Χ. Ασφαλώς, αυτό έλεγα προηγουμένως, αυτό επισήμανα όταν μιλούσατε για το θέατρο, έλεγα πως θέατρο δεν υπάρχει χωρίς θεατρικό έργο.
Β.Α. Νομίζω ότι η συζήτηση με αφετηρία αυτό το σύντομο απόσπασμα από τον Άμλετ του Σαίξπηρ δεν έχει τελειωμό. Σε ένα κείμενο που δεν ξεπερνάει τη 1 σελίδα, μπαίνουν όλα τα ουσιώδη ερωτήματα για τη θεατρικής πράξης, για το θέατρο και τη δύναμη του, για την τέχνη του ηθοποιού. Για σήμερα ας μείνουμε εδώ και τα ερωτηματικά ας μείνουν ως έχουν.
[ Τέλος 2ης εκπομπής ]