Ηθοποιοί: Εύα Σιμάτου, Πέγκυ Σταθακοπούλου, Σμαράγδα Σμυρναίου, Δημήτρης Τσίκλης
Λευκό δωμάτιο
Σε μια παράξενη πανσιόν, τοποθετημένη έξω απ’ τον χρόνο, μια αινιγματική οικοδέσποινα, η κυρία Φλώρα, υποδέχεται λογοτεχνικούς ήρωες οι οποίοι καταλύουν εκεί για να περάσουν την αιωνιότητα. Όλοι τους σημαντικοί χαρακτήρες από κλασσικά μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, γεννημένοι από σπουδαίους συγγραφείς που τους έφεραν στον κόσμο για να ζήσουν μέσα στις σελίδες των βιβλίων ή επί σκηνής, πρέπει να υποστούν την ύπαρξή τους (και την ύπαρξη γενικότερα) κλεισμένοι εκεί στο διηνεκές, έξω απ’ το πλαίσιο που τους ορίστηκε απ’ τους δημιουργούς, τους «νονούς» τους, αν θέλουν να μην καταργηθούν ως οντότητες. Οι λέξεις και οι πράξεις τους, οι εσωτερικές τους συγκρούσεις, οι ιδέες τους, οι τροχιές των σωμάτων και των αισθημάτων τους, δημιουργημένες άπαξ, ολοκληρωμένες, τελειωμένες, τέλειες, τους προσέδιδαν ανέκαθεν μια αίγλη αθάνατη, αλλά τους στερούσαν αυτό το βασικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό που αντιστρέφεται οποιαδήποτε μορφή τελειότητας: την ελευθερία. Αν θέλουν να τη δοκιμάσουν (έστω και υπό μια κουτσουρεμένη μορφή της, αφού η πανσιόν θέτει όρια και η ζωή εντός της υπόκειται σε αυστηρούς κανονισμούς), αν επιθυμούν να είναι για τον εαυτό τους και όχι για τους άλλους, θα πρέπει να απαρνηθούν το απόλυτο των παραδειγματικών πεπρωμένων τους: όπως όλοι οι ζωντανοί, θα αναγκαστούν να συνταχτούν με το σχετικό, το ασαφές και την παλινωδία.
Πρώτη εμφανίζεται στη σκηνή η Μπλανς Ντιμπουά, εξοπλισμένη με την αρμάδα χαρακτηριστικών που της έδωσε για προίκα ο «νονός» της, ο Τενεσί Ουίλιαμς. Είναι εύθραυστη, ανασφαλής, φοβισμένη (πάντα), οριακά νευρωτική αλλά και σαρωτικά ισχυρή μέσα στην κληροδοτημένη αδυναμία της. Δεν έχει άλλη επιλογή, άλλωστε, παρά να ενσαρκώνει ( ; ) στον αιώνα, μια σύνθεση στοιχείων που -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- αντικατοπτρίζουν κάποιον άλλο. «Γεννημένη» από ένα συγκεκριμένο μυαλό και μια συγκεκριμένη ψυχή σε αναζήτηση ίασης, ή που θα δείχνει προς τον Τενεσί Ουίλιαμς και την ανοιχτή πληγή που ήταν η ζωή του («Η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ» είχε πει ο Φλωμπέρ, ως γνωστόν, αλλά αυτή είναι μια δήλωση που θα μπορούσε να κάνει οποιοσδήποτε μεγάλος συγγραφέας) ή που θα μένει για πάντα μετέωρη, δέσμια της συνείδησης του πάσα ένα που καλείται να την εξηγήσει. Σε κάθε περίπτωση, ο εαυτός της δεν της ανήκει: έχει πάντα ανάγκη από τον Άλλο για να αποκτήσει περιεχόμενο. Περιπλανώμενο σημαίνον σε αναζήτηση σημαινομένου, ο λογοτεχνικός ήρωας μαστίζεται απ’ αυτή την εγγενή αδυναμία να είναι αυθύπαρκτος και αυτόνομος, να είναι για τον εαυτό του. Μόνο εντός του έργου, δικαιώνεται. Τι είναι έξω απ’ αυτό; Απλώς λέξεις πάνω σ’ ένα χαρτί. Παρόμοια, αλλά όχι ίδια, είναι η περίπτωση της Έντα Γκάμπλερ. Παρόμοια γιατί κι εκείνη οφείλει την ψυχή της (αυτή την περήφανη, ανυπότακτη, φλογερή ψυχή) στον Ερρίκο Ίψεν. Διαφορετική, όμως, εξαιτίας του γεγονότος ότι εκείνη δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ανελευθερία και τον ετεροκαθορισμό. Φταίει ο Ίψεν που την έφτιαξε έτσι βέβαια. Από τη στιγμή που θα βρεθεί στην πανσιόν, αναγκασμένη να συγκατοικήσει με την Μπλανς (γιατί η συγκατοίκηση είναι όρος απαράβατος, οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες οφείλουν να βιώσουν σε δυάδες την αιωνιότητα), η Έντα θα θελήσει να θεσπίσει δικούς της κανόνες. Πράγμα αδύνατον, φυσικά, η κυρία Φλώρα είναι σαφής απ’ την αρχή: ή πειθαρχείς ή εξαφανίζεσαι.
Ο αριθμός των επιπέδων στο συναρπαστικό έργο που έγραψε ο Αλέξης Σταμάτης (το οποίο βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημά του), είναι ιλιγγιώδης. Προφανώς δεν γίνεται να τα εξαντλήσει ένα κριτικό κείμενο. Ας πούμε, από τα παραπάνω θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το «Λευκό Δωμάτιο» είναι μια αλληγορία για την ανθρώπινη κατάσταση. Γιατί η μοίρα των λογοτεχνικών ηρώων, έχει πολλές αντιστοιχίες με τη μοίρα κάθε ζώντος. Κι εμείς ερχόμαστε στον κόσμο, «γραμμένοι» με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Η κοινωνιολογία, η ψυχανάλυση, η βιολογία, μας έχουν δείξει ότι ο χαρακτήρας μας δεν μας ανήκει στον βαθμό που πιστεύουμε. Μας ληστεύουν από τις πράξεις μας, τα συναισθήματά μας, τις σκέψεις μας, όταν μας λένε ότι όλα αυτά καθορίζονται απ’ τις περιστάσεις, το εκάστοτε κοινωνικοπολιτικό οικοδόμημα ή το DNA. Κληρονομούμε κάποια χαρακτηριστικά και άλλα τα αποκτούμε στην πορεία, χαρακτηριστικά που παίρνουν σταδιακά τη μορφή ενός συγκεκριμένου εαυτού, ο οποίος μπαίνει στη ζωή έτοιμος να παίξει τον —προκαθορισμένο;— ρόλο του. Κι εμείς, κόντρα στη θέλησή μας, «δείχνουμε» προς τους πατεράδες ή τις μανάδες μας, προς την κοινωνική μας θέση, προς την ιστορική στιγμή, προς το πολιτισμικό περιβάλλον, όποτε κάποιος γυρεύει να μας εξηγήσει. Η ειδοποιός διαφορά, η άβυσσος που μας χωρίζει απ’ τους λογοτεχνικούς ήρωες βρίσκεται στο ότι εμείς ζούμε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι, άρα ποτέ ολοκληρωμένοι, σαφείς, τέλειοι όπως τα πλάσματα που γεννούν οι σπουδαίες πένες.
Ούτε ο άνθρωπος (η «πεμπτουσία της σκόνης» κατά τη συγκλονιστική διατύπωση του Άμλετ), ούτε ο κόσμος (δηλαδή το «έργο»), αποτελούν αρραγείς ενότητες, ακίνητες στον χρόνο, άμα τη εμφανίσει τέλειες, τουτέστιν νεκρές. Μόνο ο θάνατος ολοκληρώνει την ανθρώπινη περιπέτεια, βάζει την ύστατη τελεία και «φτιάχνει» ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Όσο ζούμε, παραμένουμε ατελείς, δεν είμαστε ένα πρόσωπο αλλά ένα σύμπλεγμα προσώπων, αδιαφανείς, χαοτικοί, κατακερματισμένοι. Εν αντιθέσει τα λογοτεχνικά πλάσματα, γεννιούνται ολοκληρωμένα, διαφανή, αρμονικά και εν τέλει πεθαμένα. Είναι αιώνια, απ’ την πρώτη λέξη που ξεστομίζουν. Ήδη στην αρχή τους βρίσκεται το τέλος τους (για να θυμηθούμε και τον Έλιοτ της «Τετάρτης των Τεφρών»). Ό,τι κάνουν για όσο διαρκεί το έργο (το θεατρικό, το μυθιστόρημα, το διήγημα), δίνει την ψευδαίσθηση της δράσης, της χρονικότητας, μιας εν εξελίξει δομής, επειδή φιλτράρεται απ’ τη συνείδηση που είναι αέναη ροή και μόνο ως ροή μπορεί να λειτουργήσει, κάνοντας και ό,τι βρίσκεται εντός της να ρέει. Η πρώτη κίνηση της Έντα, δεν προμηνύει απλώς την τελευταία πιστολιά, ΕΙΝΑΙ κατά κάποιον τρόπο η ίδια η αυτοκτονία της. Το πρόσωπο, όπως και το έργο μέσα στο οποίο κινείται παραπλανητικά, είναι μια κλειστή ενότητα. Αν διατρέξει κανείς βιαστικά τις σελίδες, θα τη δει να πεθαίνει δευτερόλεπτα μετά τη γέννησή της. Αν κάποιος βγει απ’ τη θεατρική αίθουσα μετά το πρώτο λεπτό και επιστρέψει στο τελευταίο, θα πραγματοποιήσει ένα ανάλογο ξεφύλλισμα. Κανενός ανθρώπινου όντος, όσο διαρκεί, δεν μπορείς να διατρέξεις εν τάχει τη ζωή του. Η ύπαρξη δεν κλείνει από πουθενά (κλείνει μόνο όταν παύει να είναι ύπαρξη). Άρα η υπόθεση περί αλληγορίας για την ανθρώπινη κατάσταση, καταρρέει. Η Έντα, νεκρή κι αθάνατη μαζί, στιγμιαία και αιώνια, δεν έχει καμία σχέση με εμάς. Οι πράξεις της «σημαίνουν», τα λόγια της το ίδιο, εν αντιθέσει με τις δικές μας πράξεις και τα δικά μας λόγια που κυρίως αιωρούνται στην ατμόσφαιρα και μόνο σε εξαιρετικά σπάνιες στιγμές βαραίνουν από σημασία.
Κι, όμως, αυτό το μεταφυσικό βάρος, αυτή την πυκνότητα ουσίας είναι που δεν αντέχει πια η Έντα Γκάμπλερ του «Λευκού Δωματίου». Καταδικασμένη στην ουσία (με την έννοια που δίνουν στη λέξη οι υπαρξιστές), αρχίζει να ζηλεύει την ελευθερία των ανθρώπων, τη δυνατότητά τους να ορίζουν οι ίδιοι τη ζωή τους ή να τσακίζονται προσπαθώντας να την ορίσουν. Κι επειδή η ελευθερία μέσα στην πανσιόν (περιορισμένη ελευθερία, φυλακισμένη, δέσμια των ατέλειωτων κανονισμών) είναι για εκείνην ένα θλιβερό ημίμετρο, θα εξεγερθεί. Γι’ αυτή της την ασέβεια η κυρία Φλώρα την τιμωρεί, στέλνοντάς την στο λευκό δωμάτιο. Εκεί θα πρέπει να επαναλάβει –όσες φορές χρειαστεί, μέχρι να πάρει το μάθημά της- τον ρόλο της μέσα στο έργο του Ίψεν, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, μέχρι τη μοιραία πιστολιά, να πεθάνει ξανά και ξανά, ώσπου να καταλάβει ότι είναι αποκλεισμένη απ’ όσα οι άνθρωποι θεωρούν δεδομένα. «Είσαι μια παρτιτούρα», θα της πει, με άσπλαχνη σκληρότητα, η κυρία Φλώρα, βάζοντάς τη στη θέση της. Δεν θα έχει άδικο. Η Έντα Γκάμπλερ, η Μπλανς Ντιμπουά, όλα αυτά τα εμβληματικά πρόσωπα, τα αθάνατα και άφθαρτα στον χρόνο, τα δαφνοστεφανωμένα λεκτικά αγάλματα ενός πολιτισμού που ψυχορραγεί και τα έχει ανάγκη για να παρατείνει λίγο ακόμα τη διάρκειά του, βασίζονται αποκλειστικά στους άλλους για να υπάρξουν, χρειάζονται τις εκτελέσεις τους (η υποκριτική είναι, όντως, η εκτέλεση μιας παρτιτούρας και η ανάγνωση ενός βιβλίου επίσης, αφού τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτωση, ένα σώμα, μια συνείδηση, μια ψυχή καλείται να ζωντανέψει τα σημεία -τις λέξεις- μέχρι σημείου να μοιάζουν πιο πραγματικά κι από την ίδια την πραγματικότητα: οι λέξεις είναι οι νότες σ’ αυτή την παρτιτούρα, αλλά μελωδία δεν γεννιέται αν κάποιος δεν πιάσει τα όργανα να κάνει μουσική μ’ αυτά τα σημεία). Χωρίς τους Άλλους, δεν τα περιμένει η Κόλαση (αντιστρέφω την θρυλική σαρτρική φράση του θεατρικού αριστουργήματος, «Κεκλεισμένων των Θυρών», από το οποίο εμπνέεται, θεωρώ, ο Σταμάτης), αλλά κάτι ακόμα χειρότερο: η σιωπή. Κι ωστόσο, το ότι βαρέθηκαν να είναι κάτι σαν παράσιτα σ’ αυτά τα σώματα κι αυτές τις συνειδήσεις, το ότι σιχάθηκαν να εμφανίζονται μονίμως δια αντιπροσώπου, το ότι θέλουν να υπάρξουν για τον εαυτό τους, το ότι γυρεύουν να ανταλλάξουν την τελειότητα, τη διαμαντένια ευκρίνεια της λειτουργίας τους, τη βαρύνουσα σημασία τους, με την ατέλεια, τη θαμπάδα, την ελαφρότητα που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη συνθήκη, συνιστά το —συγκλονιστικό— δράμα, στο «Λευκό Δωμάτιο».
Ο Αλέξης Σταμάτης έγραψε ένα αποκαλυπτικό μετα-δράμα, για την υπαρξιακή αγωνία των ίδιων των δραματικών προσώπων, που οφείλουν να αποδεχτούν την αποκαρδιωτική αλήθεια του ετεροκαθορισμού (αλήθεια αβάσταχτη για όλους μας) και να την αγαπήσουν κιόλας γιατί η άλλη κατάσταση —ο αυτοκαθορισμός, η αυτονομία, η ελευθερία, η ευθύνη— είναι ακόμα πιο σκληρή, απαιτεί πολύ μεγαλύτερη δύναμη, ζητάει να την επωμιστούν πολύ πιο αυστηρά, ακατάδεκτα, περήφανα όντα για να εμφανιστεί σαρκωμένη στον κόσμο (ίσως αυτός να είναι ο λόγος που ο Σταμάτης την χαρίζει στην Έντα). Ευτυχής συγκυρία που το θεσπέσιο και τόσο σύνθετο αυτό κείμενο, εκρήγνυται επί σκηνής μέσα από τρεις εκπληκτικές ερμηνείες. Η Σμαράγδα Σμυρναίου στον ρόλο της Φλώρας είναι αληθινά σπουδαία, ισορροπώντας εκπληκτικά ανάμεσα στην ειρωνεία, τον ήπιο κυνισμό και τη σαρκοβόρα σοβαρότητα μιας εξουσιαστικής φιγούρας που από τη μία —όπως όλοι οι καλοί δεσμοφύλακες— πιστεύει βαθιά στη σχεδόν μεταφυσική αναγκαιότητα του ρόλου της κι από την άλλη εμπαίζει υπογείως το ίδιο το παιχνίδι που διαιτητεύει: υποκριτική μεγάλης λεπτότητας, ποικίλων αποχρώσεων και υπόκωφων δυναμικών που σε αφήνει άφωνο με τη δεξιοτεχνία, την εσωτερικότητα και τη ρυθμική εγκράτειά της. Είναι, επίσης, συγκλονιστική η σεισμική εκφραστικότητα της άρτιας Εύας Σιμάτου στον ρόλο της επαναστατημένης Έντα Γκάμπλερ, που σαν τεντωμένη χορδή τόξου κουβαλά ( στο ατενές βλέμμα, τη στάση του σώματος, τον τόνο της φωνής, την εκφορά των λέξεων) και διατυπώνει με χίλιους τρόπους μια διαρκή, αταλάντευτη απαίτηση: ύπαρξης, ελευθερίας, ομορφιάς, όλα αυτά μαζί. Ανάμεσα στις δύο αυτές πανίσχυρες βουλήσεις, της καταστολής και της εξέγερσης, και μέσα στο λαμπρό σπινθηροβόλημα της μετωπικής σύγκρουσής τους, η Μπλανς της Πέγκυς Σταθακοπούλου, υψώνει μια αέρινη στήλη τρυφερότητας (και τρυφηλότητας), ραγισμένης ευαισθησίας και εκλεπτυσμένης οδύνης που συγκινεί αβίαστα. Αιώνια —και αναπόδραστα— εξαρτημένη απ’ την «καλοσύνη των ξένων», η Μπλανς συνθλίβεται από δυνάμεις που αδυνατεί να διαχειριστεί η ευάλωτη ιδιοσυγκρασία της, πέφτοντας στην άκρη της σκηνής νικημένη τόσο απ’ την ελευθερία όσο κι απ’ τον ντετερμινισμό, κρατώντας ένα κομμάτι λευκού καμβά πάνω στο οποίο προβάλλεται η φωτογραφία του «νονού» της. Αυτού που, υπό μία έννοια, όσο την έκανε αθάνατη γράφοντάς την, άλλο τόσο και τη σκότωσε.
Από κάθε άποψη, μια καταπληκτική θεατρική παράσταση.