Δύο και (1+1) πρωτοχρονιάτικα και δυο μισιριώτικα


Λευτέρης

Πρωτοχρονιά, οι άνθρωποι κοιμήθηκαν πολύ αργά,
για να ξυπνήσουν πάλι αγκαλιά με τα προβλήματά τους·
είναι κι αυτά οικεία σαν τους κακούς τους γείτονες:
δύσκολο να απαλλαγείς από δαύτους, όσο ζεις,
(είναι, βλέπεις, και το σπίτι σου ιδιόκτητο).

Όμως ο Λευτέρης, νομίζω, κάπως κάτι κατάφερε,
παίζει συνεχώς τάβλι με έναν κακό του γείτονα·
ακούω εύθυμες ζαριές να ηχούν δίπλα στον κήπο:
καλοπερνούν και βλαστημούν, κατά τα ειωθότα,
(ξεχνιούνται, βλέπεις, κάπως, και δυο μαζί… — και τα ξεχνούν).


Δεύτερη τηλεοπτική πρωτοχρονιά

Έτσι όπως τα βλέπω, και φέτος θα (τα) μπλέξω.
Είναι που θέλω, όπως πολλοί να ακούσω, να διαλέξω:
                 λινά, παγώνια ή γκαγκά;
Άντε λοιπόν πάλι, ξανά και ξανά.
Άντε, μέχρι να βουρκώσει ο βούρκος
                         (η ιλύς κλαυσιγέλου είναι ιαματική).


Εκ των υστέρων
(απόπειρα με σινική, 2)

Δε φταίνε μόνο οι ουρανοί για την πλημμύρα:
άργησες να ανοίξεις εγκαίρως τους υδατοφράχτες,
φοβόσουν μήπως χάσεις λίγο πολύτιμο νερό.

Δύο και (1+1) πρωτοχρονιάτικα και δυο μισιριώτικα


Σα
(απόπειρα με σινική, 3)

Μα πώς τρέχουν πάλι φέτος τούτοι οι άνθρωποι!
Σα να θέλουν να προλάβουν πάση θυσία
κάτι ανεπανάληπτο… —τον καφέ στην κηδεία τους;


https://www.youtube.com/watch?v=QNQEtk8sioA

Κάιρο ١

(ταξί)

Α΄

Εδώ, ο φόβος του άσχετου ξένου
είναι παντού το Ισλάμ:
τζαμί, μαντίλα, κελεμπία κλπ·
(κακώς, η χώρα είναι ευνομούμενη
έχει βάλει στην άκρη τους ακραίους).

Β΄

Εδώ, ο δικός μου φόβος
διαπίστωσα πως ήτανε
παντού οι οδηγοί:
συχνά τα άγρια γκάζια
σε οπισθοπορεία
εν μέση λεωφόρω,
φώτα χαλασμένα,
ή απλώς σβηστά,
μες στη νύχτα στα τυφλά·
φανάρια, διαβάσεις,
σήματα και μονόδρομοι,
όλα τους γράμμα κενό.

Παντού οι οδηγοί, που εξακολουθούν
να επικοινωνούν πάντα γαλήνια και σοφά
με βλέμματα που εκείνοι μόνο βλέπουν·
ενόσω δεν παύουν να κάνουν και άλλα πολλά,
φοβερά και τρομερά,
και κορνάρουνε πάρα πολύ,
—άνευ λόγου, απλώς για τζερτζελέ— οδηγούν τελικά σαν τρελοί.

Με τον καιρό, δεν με φοβίζουν πλέον όλα αυτά,
δεν με ενοχλούνε καν, ενίοτε· τα έχω συνηθίσει

Γ’

Εδώ, ο φόβος μου είναι πλέον μόνο τα ταξί:
περιμένω για ώρα και τρέμω σαν ψάρι,
άκρη-άκρη στην άκρη του δρόμου, κοιτάζω
να βρω μιαν ακίνδυνη (;) στιγμή να διαβώ
—πεζοί κι αυτοκίνητα αψηφούν το φανάρι.

*

Τo ταξί πλησιάζει μουλωχτά ξαφνικά,
με γυροφέρνει από κοντά, πολύ γλυκά,
μαυλιστικά, φοβιστικά·
—με διπλαρώνει και με ποθεί αναίσχυντα—
με σκιάζει, με εμποδίζει, με συγχύζει
πελαγώνω, αλλάζω θέση για να βλέπω.
Ο οδηγός κοιτάζει, γαλήνια, ικετευτικά
—κορνάρει, περιμένει, ελπίζει σε κούρσα—.
Εδώ, είναι κάτι που συμβαίνει
σε όλους, ασχέτως φύλου και φυλής,
ασχέτως ηλικίας, εμφάνισης και τάξης.

[...]

Σε ποιον κι εγώ λοιπόν
να καταγγείλω ποιον
για ταξική παρενόχληση;

Prats 37 texn

Κάιρο ٢
(σαν)

Στην Χαρούν αρ-Ρασίντ νύχτα:
πολύς κόσμος, λίγο φως —
γλιστρώ ξαφνικά, γαμώτο,
θα τσακιστώ — η ώρα οχτώ.
Κοιτώ στο πεζοδρόμιο:
το αίμα ποτάμι.
Διακρίνω, λίγο πιο μπροστά,
ένα φρεσκοσφαγμένο αρνί,
έξω από το κρεοπωλείο
δίπλα στο κοσμηματοπωλείο.

Το είχαν σφάξει σαν αρνί!


Φωτ.: Η οδός Χαρούν αρ-Ρασίντ τη μέρα


Από τα Ποιήματα του καιρού

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: