Αντίστιξη ερειπίων

Υλικά ή άυλα, τα ερείπια ζουν και βιώνονται εντός μας. Όπως το τέλμα του εσφαλμένου, έτσι και τα ερείπια γίνονται και δεν γίνονται δεκτά από τον οφθαλμό. Συρράπτουν τ’ ανεπαίσθητο διάδημα τους επί του δέρματος του εμβόλιμου flâneur.

Ποια η συνδεσμολογία υπαρκτών κτισμάτων και προσομοιώσεων δυαδικών ψηφίων; Υπάρχει πραγματικός λόγος συναγμένης αντίστιξης των δύο άλλων ειδών ερειπίων που διατηρούν τα θεμέλια τους μέσα μας μ’ εκείνα που στέκουν έξω στο πενιχρό σοκάκι, εντός του φωτεινού υάλου, μέσα στην πόλη ή κάτω απ’ αυτήν;

Πως ένα σφάλμα διαφεύγει αενάως του βλέμματος ή της δεδομένης αισθητικής του ορθού; Εντός ενός σφάλματος διατηρούμε την εντύπωση πως δεν κατοικεί τίποτα. Ένα σφάλμα δεν διαθέτει «ψυχή», όπως ακριβώς ένα ερείπιο δεν φέρει χρηστικότητα. Πότε όμως ένα λίαν ορθό σύνολο υποπίπτει στον βάλτο του εσφαλμένου; Ποια είναι η διαδικασία υπό της οποίας το χρηστικό μετουσιώνεται στο αντίθετο του;

Μία ανοίκεια απορία κείτεται εδώ: Πώς το σφάλμα θα αποκτήσει πίσω την πολυπόθητη ουσία του; Είναι κάτι τέτοιο δυνατόν να συμβεί εντός του οφθαλμού ενός ασκόπως περιπλανώμενου;

Ο χρόνος μετατρέπει την πλειοψηφία των αντικειμένων σε σφάλματα, όπως ακριβώς αντιδρά και με τα όντα. Εκείνο το ευφυολόγημα με το χαλασμένο ρολόι εδώ κάπως αδυνατίζει. Το λάθος είναι πάντοτε λάθος και δεν δίδεται ως δώρο σε κανέναν, όπως και το ερείπιο δεν είναι σε καμία περίπτωση εύκολα χρήσιμο. Εκτός από εξαιρετικά λοξές περιπτώσεις, όπως π.χ. εκείνη του καλλιτέχνη Enzo Mari που χάριζε στον κόσμο τα απλουστευμένα σχέδια των επίπλων του προς μία γενική χρήση τους κάτω από την κοινωνική θεωρία της ποιότητας σε συνάρτηση με την τιμή. Η περίπτωση του Mari μεταλλάχθηκε σε μία χρηστική επανάληψη του απορριπτόμενου ερειπίου-υλικού.

Ερείπιο θεωρούμε εδώ ακόμη κι ένα απορριπτόμενο υλικό, εκτός αλλά και εντός μας.

Πως όμως το εσφαλμένο δεν θα θεωρούνταν πλέον κάτι το αθέμιτο; Το λάθος βρίσκεται στην ερώτηση. Θα έπρεπε να ρωτήσουμε πού και πότε το εσφαλμένο δεν θα ήταν ανεπιθύμητο.

Σίγουρα όχι εντός της απόκεντρης ματιάς ενός flâneur τριωδίου.

Για παράδειγμα το εξόφθαλμο εσφαλμένο ενός απόξενου ή απαγορευμένου λόγου δεν θα διέθετε ουδεμία ασχημονούσα χροιά αν εκφραζόταν εκ μίας .gif περιγραφής. O Dennis Cooper θεωρείται από τους πρωτεργάτες της .gif μυθιστορίας[1], ίσως ο πρώτος που τόλμησε να εναγκαλιστεί το εσφαλμένο-ανοίκειο σε συνδυασμό με το χρονικό ερείπιο της εικόνας.

Το ερείπιο δεν θα θεωρούνταν τέτοιο εντός μίας ιδανικής συνθήκης, μα κάτι άλλο, κάτι που θα αντιπροσώπευε το ίδιο το λάθος σαν έννοια. Είναι σαν να λέμε πως το λάθος μοιάζει να είναι ένα χρηστικό ερείπιο.

Πότε λοιπόν το εσφαλμένο θα έπαυε να θεωρείται ωσάν αισθητικό έρκος χωρίς όμως να εισχωρούσε εντός μίας συνομοταξίας της δικτατορίας του ορθού;

Το εσφαλμένο στην ιδιότυπη κοινωνία του flâneur ασκεί μέγιστη γοητεία. Όπως γίνεται και με τα ερείπια. Υπάρχουν ερείπια και ερείπια. Δες τον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο και δες και το πρώτο εγκαταλειμμένο και ημιθανόν κτίσμα σιμά του σπιτιού σου, γεμάτο με αποκρίματα αστεακών υπογραφών και δύσοσμες οροσειρές απορριμμάτων εντός των χαραμάδων του.

Το «τρίκοχο» ερείπιο υφίσταται πάντα εκεί όπου θαρρούμε πως δεν υπάρχει. Το μονοδιάστατο λάθος υφίσταται εκεί επίσης. Το ερείπιο στέκει ήδη μέσα στο εγγύς μέλλον, χωρίς να το έχουμε ακόμη ασπαστεί. Είναι ικανό να προσομοιάζει ένα ξεθωριασμένο μπροκάρ σχέδιο μίας άφαντης οικίας μας ή ένα στραβά κομμένο περιτύλιγμα δώρου, ένα σιντριβάνι μέσα σ’ ένα οβελιστήριο ή έναν κορμό δέντρου εντός ενός μηχανουργείου. Όλα τα σφάλματα και τα λάθη επωάζονται εντός του παρόντος για να εκκολαφθούν κάπου στο μέλλον.

Καμιά φορά, πιο γερό, πιο φωτεινό, πιο απλόχωρο απ’ όλα τα περασμένα σπίτια είναι το μελλοντικό σπίτι. Στον αντίθετο πόλο του προγονικού σπιτιού λειτουργεί η εικόνα του ονειρεμένου σπιτιού.[2]

Τα ερείπια εναπόκεινται άκαμπτα κι αναστοχαστικά αναμένουν – ως τεκνία ενός καινοφανούς Ιώβ - ν’ ανακαλυφθούν εντός ράθυμων σκληρών δίσκων, σοκακιών ή υψίστης ασφαλείας σωφρονιστικών ιδρυμάτων του στήθους. Χαλάσματα εντός μας κι εκτός μας, υπό των σαρκικών φυλλωμάτων, μέσα σε φωτεινές επιφάνειες ή υπό των φαναριών του δρόμου. Ερείπια που δεν έχουν ακόμη γεννηθεί σε κανένα τόπο κι αντιπροσωπεύουν σφάλματα που περιμένουν να συμβούν.

Τα σφάλματα αναδεικνύονται κι αυτά άκρως αναστοχαστικά. Έχουν την υπομονή και τη διψομανία του άσκοπου κι ασταθούς βήματος χιλίων ενοφθαλμισμένων flâneurs. Ένα και μόνο σφάλμα έχει την δύναμη να γκρεμοτσακίσει στην άβυσσο αιώνες ορθότητας.

Εκ των ομμάτων ενός απόξενου «φλανερικού» ψυχισμού, το σφάλμα έχει μεγαλύτερη ισχύ απ’ το ορθό.

Εξ αρχής τα ερείπια δεν έχουν πρακτικό λόγο ύπαρξης αλλά εν συνεχεία αποκτούν ένα ρόλο ευφυολογήματος και μία συνιστώσα δικαιολογία να υπάρξουν και να δημιουργήσουν ένα υπερβατολογικό, ιδεατό πλέγμα, μία λοξή τρέσα, αποτέλεσμα μιας απόκοτης συρραφής. Σιμά των χρηστικών κτισμάτων της πόλεως, τα ερείπια στέκουν ως γοητευτικά σφάλματα. Σφάλματα που κάποτε τελούσαν χρέη χρηστικών αντικειμένων.

Κι ερχόμαστε τώρα στην καινοφανή τριμερής σχέση του ερειπίου με το εσφαλμένο και την περιπλάνηση. Ο σύνδεσμος τους είναι η διαπιστευτήρια μεταμόρφωση ή τελικά το ακατανίκητο αντίθετο της που είναι η ακινησία ή ο λιμνασμός.

Η καθεστηκυία μεταμόρφωση του σώματος μας είναι συνήθως ανοίκεια, όπως ακριβώς ανοίκεια μπορεί να γίνει και μία άσκοπη περιπλάνηση εντός τους άστεως. Δρα στον νου ωσάν αφύπνιση ενός σπάνιου δηλητηρίου, ωσάν ανάγνωση ενός μη ιδανικού τελειωμού. Μόνο ένα ερείπιο είναι ικανό να συνευρεθεί οντικά με τον γόρδιο δεσμό που αφήνει σαν κληρονομιά το πέρασμα των λεπτών του περιπατητή. Ο χρόνος μεταφράζεται πάντα είτε δυαδικά εντός της οθόνης, είτε αναλογικά. Μόνο ένα σφάλμα είναι σε θέση να κουβαλάει αγόγγυστα τα αγχέμαχα άρματα για να εναντιωθεί στην εκμαυλιστική πολεμική μηχανή του χρόνου.

Τα σφάλματα είναι απολύτως διαχρονικά, διφορούμενα, ανανεωτικά κι ακραιφνώς παιδαγωγικά.

Δεν είναι πλέον λίγες οι περιπτώσεις όπου τα σφάλματα είναι ικανά να μεταμφιεστούν σε ορθά σύνολα. Τα ερείπια να μασκαρευτούν απ’ τους απόξενους αστούς ως ακόμη και χρηστικά αντικείμενα. Δες την περίπτωση των Ιταλών flâneurs οι οποίοι διασκεδάζουν μέσα στα ερείπια τις καλοκαιρινές νύχτες. Ψυχαγωγούνται εντός ιστορικών και αρχαιολογικών κτισμάτων. Αυτό το εκλαμβάνω ως ένα χαριτωμένο σφάλμα που εμπεριέχει εντός του το σπέρμα μιας απόκεντρης γοητείας της χρηστικότητας και της περιπλάνησης.

Η ενστικτώδης απόρριψη ενός αντικειμένου, εντός μας, έξω από εμάς ή εντός του ψηφιακού (δυαδικού) χώρου, προϋποθέτει τελικά την αναγκαστική του μεταμόρφωση σε σφάλμα ή ερείπιο.

Το ένα ερείπιο εισέρχεται μέσα στο άλλο, ενώ φαινομενικά δεν έχουν την παραμικρή σχέση αναμεταξύ τους. Υπάρχει το εγκαταλειμμένο οίκημα στο σοκάκι και την ίδια στιγμή βρίσκουμε την καταφανής εγκατάλειψη εντός δυαδικής, ψηφιακής αναπαράστασης στο γυαλί αλλά και ως μεταμόρφωση εντός μας.

Το τριώδιο του flâneur παύει αυτόχρημα τις μονοδιάστατες μορφές του ορθού και του εσφαλμένου, του κακού και του καλού, του ωραίου και του άσχημου. Το απόξενο σύνολο ετούτο περιπλανάται – και σε πολλές περιπτώσεις ταυτοχρόνως - εντός πόλεως, μέσα στον δυαδικό χώρο της οθόνης κι αναμεσίς λαβυρίνθων του εσώτερου εαυτού.

Όλα καλούν για μία ανέστια μεταμόρφωση. Οι αλλόκοτες κινήσεις του σώματος πάνω στο στρώμα λόγω κάποια ξαφνικής ασθενείας ή αδιαθεσίας, οι ελλιπείς εγγραφές μέσα σε κάποιο αποσυνάγωγο δυαδικό σύμφυρμα αποθηκευμένων αναμνήσεων, και η κατολίσθηση ορισμένου όγκου χώματος και λίθων εκ παραθύρων ή προεξοχών παλαιών κτισμάτων. Η τριαδικότητα κυριαρχεί εδώ. Ένα αστεακό εσφαλμένο τριώδιο το οποίο φτάνει στα έγκατα και πάλι έξω απ’ τον εαυτό, κι εντός μιας δυαδικής αναπαράστασης επί υάλου. Ένας κύκλος που δεν σταματάει μέχρι ο ίδιος ο περιπλανώμενος να μεταμορφωθεί με τον καιρό σε ανθρώπινο ερείπιο.

Υπάρχουν πάμπολλες μορφές της μετάλλαξης ενός σώματος. Κάποιος μπορεί να γίνει ξαφνικά παχύς, να κρεμαστεί η κοιλιά του καθώς το σπλαχνικό λίπος δεν μεταβολίζεται ομοιόμορφα. Από χρόνο σε χρόνο η μεταμόρφωση αναγιγνώσκει μία νέα απελπιστική υπερηφάνεια εντός διαύλων του ζωντανού σφάλματος. Μία δυαδική αναπαράσταση πληροφορίας ίσως εξαφανιστεί ή αφεθεί στην τύχη της, ένας εσωτερικός σπαραγμός γεννιέται ωσάν σε πράξη αυτομολίας και το άστυ μεταμορφώνεται διαρκώς ομπρός των οφθαλμών του παρατηρητικού περιπλανώμενου.

Το σφάλμα όμως είναι πιο ζωντανό απ’ το ορθό διότι βρίσκεται διαρκώς εν εξελίξει. Ο βίος έχει περισσότερη σχέση με το εξελισσόμενο σφάλμα παρά με την μαρμαρυγή της τελειότητας. Τα ερείπια αντιπροσωπεύουν αυτόν ακριβώς το χώρο, αυτήν ακριβώς την γλυκιά εντροπία. Εκεί όπου όλα τα κάποτε ορθά συμπαρομαρτούντα μεταμορφώνονται σε σφάλματα εν διασπορά εντός του «φλανερικού» βλέμματος.

Ετούτη εστί και η ανάστροφη εξελικτική των ερειπίων.

Όλα τα παραπάνω βρίσκονται στην ίδια οντολογική κατάσταση ερείπωσης μιας και η αναπαράσταση τους μπορεί να πραγματωθεί μέσω της μεταμόρφωσης ή μετάλλαξης αλλά την ίδια στιγμή αφήνοντας πίσω ένα νεκρό δέρμα το οποίο αποτελεί το αποδειχτικό του εσφαλμένου.

Ο τελεστής ερείπωσης είναι ο ίδιος και στις τρεις περιπτώσεις. Στηριζόμενος κυρίως στην μίμηση και στο εσφαλμένο ως αναπαράσταση. Ο τελεστής ερείπωσης περιπλέκεται εντός της πόλεως. Διαφαίνεται εις ανθρώπινες παρειές όπου κι αν γυρίσεις τον οφθαλμό σου.

Η τριαδικότητα του flâneur δρα όπως μία καλά οργανωμένη αντιστασιακή ομάδα, εξακοντίζοντας τις ανέλπιστες και δύσμοιρες αστεακές κσταστάσεις, δυαδικές ή αναλογικές, εντός ενός χρονικού καταφυγίου.

Η μεταμόρφωση δρα ως όργανο του χρόνου. Σε κάποιον ίσως να κρέμονται οι λιποβαρείς παρειές εκ των σαγονιών∙ ετούτο είναι ένα όργανο της ερείπωσης. Άλλος είναι αδύνατος ωσάν χαρτί και ικτερικός όπως το κερί, το φως ίσως τον διαπερνάει την ώρα του μεσημεριού. Αυτό επίσης είναι ένα όργανο της ερείπωσης του.

Άνθρωποι, ερείπια πολεοδομικά και δυαδικές απεικονίσεις επί του υάλου έχουν τον ίδιο τύπο απόκρισης προς τον τελεστή ερείπωσης.

Τα σφάλματα όμως, εκτός από υποβλητικά είναι ικανά να γίνουν ακραιφνώς γελοία. Το γελοίο του εσφαλμένου βρίσκεται εντός μας. Στους κατοίκους μίας πόλης εμφανίζεται ως μεταμόρφωση και μετάλλαξη του σώματος και του πνεύματος, στα κτίσματα ως υλική κι αισθητική παρακμή και στην δυαδική αναπαράσταση ως στάσιμη εγκατάλειψη.

Η μεταμόρφωση δεν είναι ικανή να υπερπηδήσει τον τελεστή ερείπωσης. Ετούτο αναγιγνώσκει πως τα πάντα εντός πολεοδομικού σωλήνα έχουν μία άπειρη διασπορά σφάλματος.

Αυτός είναι κι ο λόγος της ύπαρξης των «τάσεων» κι ολόκληρης της φιλοσοφίας της μόδας.

Το απόξενο εδώ είναι και σφάλμα είναι όμως και ερείπιο.

Εδώ ο flâneur είναι αναγκασμένος να μετουσιωθεί σε φαινομενολόγο του σφάλματος για να μην υποπέσει στην ειμαρμένη του autofiction, η οποία θυμίζει έντονα πεζή επανάληψη καθημερινών (mainstream) παραστάσεων άνευ συμποδισμού τους με το άχρονο.

Τα όρια του autofictiοn[3] αυτοπεριορίζονται σε νανισμό όταν υπόκεινται στις μεταμορφώσεις της πραγματικότητας και δραπετεύουν τις συνθήκες εργαστηρίου του υάλου.

Το σφάλμα είναι πάντοτε αισθητικά και πνευματικά μακρύτερα από εμάς αλλά και απ’ την πραγματικότητα που τείνει διαρκώς στο ακραίο banal της ορθότητας.

Τα παντός είδους ερείπια είναι αισθητικά πιο ευέλικτα απ’ τους μάρτυρες ή δημιουργούς τους διότι τα ίδια δεν υφίστανται και δεν αντιστοιχούν σε κάτι το χειροπιαστό παρά μόνο σε κάτι το φαντασιακό. Ετούτη η αλλόθροη ευελιξία προέρχεται εκ της πρωτόγονης αίσθησης του ανοίκειου και παράταιρου αντικειμένου που είναι σε περιπτώσεις και υπό συνθήκες πιο γοητευτικά διαχρονική απ’ την αίσθηση του ορθού και του οικείου.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: