——— Δ Ι Λ Η Μ Μ Α Τ Α ———
Ακτές ή Παραλίες
———
Μνήμη ή Θύμιση
———
Το Φεγγάρι ή η Σελήνη
———
Αλήθεια ή Ψέματα
Η Αναπνοή ή η Ανάσα
Έχοντας από καιρό προσέξει ότι τα μεσοδιαστήματα μεταξύ ακινησίας και εγρήγορσης αποτελουσαν κάτι το οποίο θα μπορούσε να ονομαστεί ΚΕΝΟ και αισθανόμενος ότι του έλειπαν οι γνωστικοί μηχανισμοί εντοπισμού και παρακολούθησης αυτού του κενού στο χώρο και στο χρόνο, είδε ότι ελάττωσε σιγά σιγά το εύρος της αναπνοής του, και αυτό όξυνε τόσο πολύ τις αισθήσεις του, που άκουσε έξω από το μικρό παράθυρο του σπιτιού που τον φιλοξενούσε, ότι οι συκιές ανάσαιναν και τα φύλλα τους παρήγαν ένα θόρυβο σχεδόν ρυθμικό, στήνοντας δε το αυτί του με μεγάλη ένταση, ένιωσε πως η ρυθμικότητα είχε συντονιστεί με τον αέρα που ρύθμιζε την ανάσα όλης της πλαγιάς, και περίπου τον υποχρέωσε να συμμετάσχει ρυθμίζοντας και τη δική του.
Αφιερώθηκε λίγο στο άκουσμα της αναπνοής του και την άκουσε να μεταβάλλεται αίφνης εκπορθούμενη από μια ιδέα η οποία διαπέρασε το φραγμό του ρυθμού και τον έκανε να σκεφτεί πως η αναπνοή του ήταν εκεί όλες αυτές τις αμέτρητες ώρες που την αγνοούσε και πως εμφανιζόταν ξαφνικά μετά την παρείσφρυση μιας απροσδόκητης συνειδητοποίησης. Τότε αναδύεται μια εσωτερική βοή η οποία εφάπτεται σε όλο το μήκος της εισπνοής και λέγεται βούληση και καθορίζει την ύπαρξη τής αναπνοής από την αφάνεια της ανάσας. Είδε εκείνη την απόλυτη στιγμή που η αναπνοή μεταβάλλεται σε ανάσα ορίζοντας όπως καταλαβαίνετε και το μήκος των λέξεων αλλά και τη σειρά τους μέσα στις έννοιες ώστε να συντηρείται ο ρυθμός τους.
Είπε τότε, μέσα του, για τη στιγμή αυτή ότι ορίζει την «ύπαρξη της αναπνοής από την αφάνεια της ανάσας» και αμέσως μετα σκέφτηκε «την ύπαρξη της ανάσας από την αφάνεια της αναπνοής» και είδε πως η ανάσα του επαναστάτησε κατατέμνοντας και απορρυθμίζοντας την αναπνοή του προκειμένου να σκεφτεί, άρα να προφέρει τις λέξεις στην δεύτερη εκδοχή, όπου μόνο με σκληρή σύμβαση ήταν ικανές να αποδώσουν νόημα.
Με τα μάτια καρφωμένα στον απέναντι τοίχο, βασάνισε τον εαυτό του ανάμεσα στις λέξεις και ξέροντας ότι θα κερδίσει μια διαπίστωση —όπως από οποιαδήποτε βάσανον άλλωστε—, παρατήρησε την αναπνοή του να επιταχύνεται, συνεπής στο θρίαμβο της άμεσης νόησης και, θυμήθηκε ότι την είχε νιώσει επανειλημμένως να εκτρέπεται από την παρουσία χρωμάτων ή ήχων, να την ακινητούν οι προσβολές η έκπληξη ή ο φόβος, να την διευρύνει και να την εντείνει η προσπάθεια, να την επιμηκύνει το δέος και η χαρά, να την βραχύνει η προσμονή, να την διαλύει η ανάγκη, να την κατατέμνει η οργή και η απώλεια, να την μελοποιεί η ευτυχία.
Σε όλες αυτές τις συνθήκες, και ίσως σε άλλες πολλές που μας διαφεύγουν όπως η πραγματικότητα παράγει τόσους και τόσους συνδυασμούς, κάποιος ιδιαίτατος μικρός ήχος.
Συνοδεύει πότε πότε την εισπνοή, συνήθως όμως την εκπνοή, φέρνοντας μαζί του την απομόνωση και τον κλαυθμό των κυψελίδων, αποτελούμενος από εκφάνσεις του «α» σε όλο το φάσμα του λευκού, από το μαργαριταρένιο «α» των ερωτευμένων, μέχρι το φαιό «α» των στερημένων.
Καθένας μας υποθέτω μπορεί να δει το χρώμα του μέσα στα τόσα «α» της Αναπνοής και της Ανάσας και να σταθεί σε οποιοδήποτε απ’αυτά τόσο όσο να μπορέσει να καταλάβει —αν τον νοιάζει βέβαια—, ποια τεθλασμένη ακολουθεί η ψυχή του.
Και, έτσι κατάλαβε πως η αναπνοή και η ανάσα είναι δύο τελείως διαφορετικές έννοιες.
Φτιαγμένες απ’ τον ίδιο αέρα, προορισμένες η μεν αναπνοή να την παρατηρούμε, η δε ανάσα να τη νιώθουμε (γι' αυτό άλλωστε φυσάει στα ποιήματα), και ότι συχνά εναλλάσσονται στον ίδιο χρόνο που ταυτίζει την αναπνοή με την ελπίδα και την ανάσα με την αποδοχή. Θυμήθηκε ότι διάφοροι άνθρωποι έχουν διάφορο εύρος αναπνοής. Ότι υπάρχουν αυτοί στους οποίους το εύρος δεν αυξομειώνεται ιδιαίτερα, σαν η αναπνοή να συμβαίνει μόνο στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, να αρχίζει από το λαιμό και όχι από τους πνεύμονες, η δε εκπνοή τους έχει μια έκτοπη διαδρομή περνάει μέσα από το μυαλό τους και διοχετεύεται στις πάμπολλες μικρές ρυτίδες τους αερίζοντας τα μικρά τους βάσανα, μη διαστέλλοντας ποτέ τα ρουθούνια τους, συνήθως αθέατα κάτω από την μικρή τους μύτη, και, άλλοι που τα ρουθούνια τους ορίζουν το τοπίο, προειδοποιούν για τις θύελλες που επίκεινται και διακρίνουν με σαφήνεια την οργή από την ανάγκη.
Σ’ αυτούς, η ανάσα τους είναι μέρος της παρουσίας τους, είναι κάτι που το προσέχουμε αμέσως, που συναρτάται με την κίνηση των ματιών τους, τα οποία κινούνται σε άμεση σχέση με τις παλάμες τους, τις τελείες τους, τα κόμματα, τις άνω τελείες και τον αυχένα τους.
Συνειδητοποίησε ότι υπάρχουν άνθρωποι που κατέφυγαν στην αναπνοή τους και τη ρύθμισαν ώστε να δώσουν πλαίσιο στην μοναξιά ή την οδύνη, παγίωσαν δε την καμπυλότητα του αυχένα κοιτάζοντας έτσι από ψηλά τα τεκταινόμενα και μόνο την άμεση θλίψη εκ των συναισθημάτων, μόνον αυτή, επέτρεψαν στην ανάσα τους.
Βεβαίως οι γενικεύσεις μπορουν μέχρις ενός σημείου να μας βοηθούν να καταλάβουμε την πραγματικότητα, ξέρουμε όμως ότι μόλις η αναπνοή μας επιταχυνθεί τόσο που να σπρώξει την επιθυμία έξω από το βαρύ κιγκλίδωμα των συνθηκών μέχρι την άκρη των άκρων μας, τότε μπορούμε να αγνοήσουμε συλλήβδην τις γενικεύσεις και να ανασάνουμε.