Έργο της Ελένης Καλοκύρη
Η ρόμπα λουλουδάτη. Κάθε φορά που μπαίνει στο δωμάτιο, δεν χορταίνω να τη χαζεύω. Τόσο όμορφη ρόμπα! Γεμάτη κόκκινες παπαρούνες σε ένα καταπράσινο λιβάδι! Και η ίδια η κυρία που την φοράει, τόσο όμορφη κι αυτή! Με τα μακριά, κόκκινα μαλλιά της, κόκκινα σαν τις παπαρούνες· και παντόφλες με ροζ φούντες! Η δεσποινίς Έλλη μπαίνει στο δωμάτιο κάθε φορά που ζητά από τη μαμά να ανάψει κάρβουνα για το σίδερο· να σιδερώσει ένα φόρεμα ή την στολή του Όττο. Ο Όττο, κατάξανθος και δυο μέτρα μπόι, έρχεται σπίτι αργά το βράδυ. Τον φέρνει ένας οδηγός με ένα καμιόνι και τον παίρνει κάθε πρωί. Τον οδηγό τον συμπαθώ πολύ. Όταν τον βλέπω από το μπαλκόνι να ανοίγει την πόρτα για να ανέβει ο Όττο, με χαιρετάει πάντα και μου στέλνει φιλιά. «Μάινε πούπε», λέει. Όχι ότι καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό· σίγουρα, πάντως, είναι κάτι καλό. Το έμαθα κιόλας και, όταν δεν με βλέπει η μαμά, σιγοψιθυρίζω: μάινε πούπε και χαμογελάω.
Λένε, και το επαναλαμβάνω όταν με ρωτούν, πως μόλις έκλεισα τα τρία. Το σπίτι, επιταγμένο από τον Όττο, τον Γερμανό, έχει περιορίσει την κατοίκησή μας σε δύο χώρους: το υπνοδωμάτιό μας και το καθιστικό. Δεν είναι που μας στρίμωξαν στους δύο αυτούς χώρους. Εκείνο που δεν μπορώ να καταλάβω είναι ο τρόπος που μιλά η δεσποινίς Έλλη στη μαμά. Η μαμά λείπει πολλές ώρες, διότι εργάζεται στο δημόσιο, δηλαδή σε ένα γραφείο σε γειτονικό κτήριο, μαζί με αρκετούς άλλους συναδέλφους. Και όταν έρχεται σπίτι το μεσημέρι για να ξαναφύγει μετά από λίγο, πρέπει να ετοιμάσει το φαγητό, να συμμαζέψει το σπίτι, να, να... Τότε είναι που η δεσποινίς Έλλη αρχίζει τις προσταγές. «Κάνε αυτό, φέρε μου εκείνο!» Και η κακομοίρα η μαμά δεν τολμάει να πει όχι. Παρατάει ό, τι κι αν κάνει και σπεύδει να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της ωραίας κυρίας με τη λουλουδάτη ρόμπα. Όταν, πάντως, η δεσποινίς Έλλη κλείνεται στην κρεβατοκάμαρα με τον Όττο, βλέπω τη μαμά που τη μουντζώνει με την ανοιχτή παλάμη και μας ψιθυρίζει: «Τσιμουδιά εσείς!» Τσιμουδιά εμείς. Ναι, αλλά εγώ χαίρομαι τόσο πολύ να βλέπω τα κόκκινα μαλλιά και τη λουλουδάτη ρόμπα! Ωστόσο, αυτό δεν το ομολογώ. Ούτε το μάινε πούπε το πρόφερα ποτέ δυνατά για να το ακούσουν τα αδέλφια ή η μαμά. Ο μπαμπάς λείπει εδώ και αρκετό καιρό. Όταν ρωτάω πότε θα γυρίσει, ούτε η μαμά ούτε κανένας από τους μεγαλύτερους αδελφούς μου απαντάει. Γενικά η ζωή στο σπίτι είναι ένα μυστήριο από την ώρα που εγκαταστάθηκαν εδώ ο Όττο και η δεσποινίς Έλλη. Η οποία χρησιμοποιεί όλους τους χώρους∙ λες και είναι δικοί της. Στην κουζίνα δεν πλησιάζει, παρά μόνο για να γεμίσει την κανάτα της με νερό. Κι αυτό, αν δεν είναι τα αγόρια για να την εξυπηρετήσουν. Από μένα δεν ζήτησε ποτέ καμία χάρη. Ούτε γύρισε ποτέ να με κοιτάξει. Πολύ μου στοιχίζει αυτό. Θα ήθελα τόσο να μου επιτρέψει να αγγίξω την πράσινη ρόμπα... Έχω κι άλλο παράπονο από την άκαρδη δεσποινίδα Έλλη: την κοιτάζω να αλείφει άσπρες φέτες ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα -έτσι μου είπε η μαμά ότι λέγεται αυτή η κόκκινη επίστρωση πάνω στο βούτυρο- και να κάθεται και να δαγκάνει τη φέτα σιγά-σιγά στην άδεια πολυθρόνα του μπαμπά· μου τρέχουν τότε τα σάλια. Κι εκείνοι οι άσπροι κύβοι που ρίχνει στο τσάι της κάθε πρωί! Ζάχαρη έμαθα πως είναι. Αχ και να μου έδινε μια να την βάλω στο στόμα και να τη γλείφω σιγά-σιγά... Τόσο η μαμά όσο και τα αδέλφια ήταν κατηγορηματικά αρνητικοί στην παράκλησή μου να μου επιτρέψουν να ζητήσω ένα κομματάκι ζάχαρη από την κοκκινομάλλα. «Αλίμονό σου αν τολμήσεις κάτι τέτοιο. Θα σε κλειδώσουμε στο υπόγειο με τα ξύλα!». Το υπόγειο με τα ξύλα, το θεοσκότεινο, όπου κυκλοφορούν κάθε είδους ζωύφια, είναι το μέρος του σπιτιού που και μόνο η αναφορά του μου φέρνει ρίγη ανατριχίλας. Ανάμεικτα τα συναισθήματά μου για την ωραία φιλενάδα του Γερμανού Όττο. Θαυμασμός από τη μια, άχτι και πίκρα από την άλλη. Τουλάχιστον έναν κύβο... Τουλάχιστον! Τότε, για να παρηγορηθώ, λέω από μέσα μου: «μάινε πούπε»!
Και ξαφνικά, όλα άλλαξαν. Άγρια χαράματα ήρθε το γερμανικό καμιόνι, ανέβηκε ο οδηγός για πρώτη φορά στο σπίτι, παρέλαβε δύο πακέτα από το δωμάτιο του Όττο, μου πέταξε ένα «μάινε πούπε», έτσι όπως είχα σταθεί δίπλα στην είσοδο μαζί με τα αδέλφια μου, παρέδωσε ο Όττο στη μαμά δύο βάζα με μαρμελάδα και ένα μεγάλο κουτί με κύβους ζάχαρη, είπε «Γκια τα πεντιά» και «εφκαρίστο πολύ» και έφυγε βιαστικά με τον οδηγό. Σε λίγο βγήκε από το δωμάτιο η δεσποινίς Έλλη με δάκρυα στα μάτια και μια βαλίτσα στο χέρι. «Σε παρακαλώ» ψέλλισε κλαίγοντας, «κρύψε με κάπου για μερικές μέρες, ώσπου να καταφέρω να φύγω για τον τόπο μου...» Την κοίταξε η μαμά από πάνω μέχρι κάτω και της είπε: «Πώς το βαστούσε η ψυχή σου; Να τρως μπροστά στα παιδιά και να μην τους δίνεις ούτε έναν κύβο ζάχαρη; Ακόμη και ο Γερμανός έχει πιο μαλακή καρδιά απ’ τη δική σου. Έξω από το σπίτι μου για να μην σε καταγγείλω στις Αρχές!».
Η δεσποινίς Έλλη κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες με τη βαλίτσα παραμάσχαλα και η μαμά έκλεισε ορμητικά την πόρτα πίσω της. Έπειτα κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρά της, την επιταγμένη από τον Όττο. Εκεί, πάνω στο κρεβάτι, ήταν η πράσινη ρόμπα με τις κόκκινες παπαρούνες και οι παντόφλες με τις ροζ φούντες. Άρπαξε η μαμά τη ρόμπα, έτρεξε στο καθιστικό, πήρε το ψαλίδι και την έκοψε σε όσο γινόταν πιο μικρά κομμάτια. Έβαλα τότε τα κλάματα. «Αχ μαμά, γιατί την όμορφη ρόμπα με τις παπαρούνες; Την ήθελα τόσο πολύ!» Αντί για άλλα απάντηση, έχωσε στο στόμα μου έναν κύβο ζάχαρης. Την επόμενη μέρα κατέφθασε ο μπαμπάς. Τον είχαν φυλακίσει οι κατακτητές για παράβαση της ώρας κυκλοφορίας —είχε βγει να φωνάξει τη γάτα από τον δρόμο— και πολύ φοβούνταν η μαμά και τα αδέλφια μου ότι δεν θα τον ξαναβλέπαμε ζωντανό…