Όνειρο 9 (Παπαδιαμαντικό)
Είναι Χριστούγεννα και η θάλασσα από ψηλά αφρός. Αέρας δυνατός και χιόνι. Τα χέρια μου είναι παγωμένα αλλά δεν με νοιάζει βλέπεις δε σε αγγίζω πια εσύ ασφαλής ζεσταίνεσαι στο χώμα και η ανάσα μου ατμίζει τρενάκι παιδικό στην κρύα μέρα. Ακούγονται ήχοι μεταλλικοί από κάλαντα. Ακούγονται χρόνια πολλά σαν σε αντίλαλο δάσους βαθιού και σκοτεινού. Στο δρόμο συναντώ τον κυρ-Αλέξανδρο. Του νεύω. «Καλά Χριστούγεννα» του λέω, «υπό τη σκέπη Του» μου απαντά. Βαδίζουμε μαζί. Μπαίνουμε στο ίδιο σπίτι. Θέρμη γλυκιά, ευωδιαστή μάς περιβάλλει. Βγάζουμε τις μπότες μας και πλησιάζουμε τις αδερφές του που είναι μαυροντυμένες. Μοσχοβολάει κανέλα και μέλι. Καθόμαστε στις δυο κουνιστές πολυθρόνες δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Μας κερνούν ζεστή ρακή και δίπλες. Ο κυρ-Αλέξανδρος αρχίζει ιστορίες. Για τότε που ήτανε βοσκός στα όρη, για τη μεγάλη δρυ που δρόσιζε τα πύρινα εφηβικά του καλοκαίρια, για όλες τις κλειδαρότρυπες απ' όπου κρυφοκοίταζε κορίτσια αυτού του κόσμου, για τα όμορφα στητά τους στήθη που τον κράτησαν ορθό στα χρόνια του άλλου κόσμου. Είμαστε ζεστοί κι ευτυχισμένοι. Σιγά σιγά τα μάτια μας δακρύζουν απ' τη θαλπωρή και κλείνουν. Αποκοιμιόμαστε. Όταν ξυπνάμε είμαστε πεθαμένοι. Κοκαλωμένοι μπρος στο σβησμένο τζάκι ακούμε τον άγριο βοριά που οργώνων τα κύματα τα πλήττοντα μανιωδώς τους βράχους, βρυχάται και σαρώνει τη μικρή μας πόλη, παίρνει τις στέγες των σπιτιών και τη δική Του σκέπη. Έτσι ασκεπείς και ελεύθεροι ανεβαίνουμε στον ουρανό κι ο γέροντας χαμογελά έχοντας μνήμες ακριβές από χείλη σαν άνθη ανοιγμένα, χείλη αιμάσσοντα χαριεσσών παρθένων που απομυζούν το έγκαυλο μυαλό του.
Όνειρο 19 (ο μικρός τυμπανιστής)
Νύχτα ολόφωτη λιωμένη από φωτιά στ' όνειρο ετούτο. Αστράφτει καίγεται η πόλη σου και δόξα εν υψίστοις ράπαπαμ παμ. Δεν θα στολίσεις δέντρο με κορφή, με ρίζες και φυλλώματα, ούτε καράβι εύπλοον, τέταρτος χρονος τώρα. Και το χιονάκι χλωρό και τρυφερό θα λειώσει μες τα φώτα. Ράπαπαμ παμ. Τα presents σου θα τα αναβάλεις για το μέλλον. Οι κόκκινες μπάλες στο πατάρι. (Δεν θα καθρεφτιστείς να δεις ότι γερνάς με κόκκινο εκτυφλωτικό στον χρόνο). Ράπαπαμ παμ. Θα ξεχαστείς κοιτάζοντας την αναμμένη νύχτα, θα αφεθείς στην πυρκαγιά που βάφει τον ορίζοντα. Τίποτα δεν θα σε ενοχλεί. Θα είσαι αυτάρκης και ευτυχής. Με εορταστικές μεταφορές, θλιμμένες χασμωδίες, τον ήχο του τύμπανου και το χρυσό, τη σμύρνα, το λιβάνι. Ρα πα παμ παμ.
Όνειρο 21 (Χριστούγεννα 2021 ή πολύ σκληρή για να πεθάνω)
Σ' αυτό το όνειρο ίπταμαι. Όχι σαν φρέσκια νιφάδα χιονιού που αιωρείται ευτυχισμένη, μα πάνω σ' ένα αεροπλάνο. «Τι γυρεύω στο φτερό ενός αεροπλάνου;» Σκέφτομαι. Δεν είμαι ο Μπρους Γουίλις, κι ας είμαι σκληρή για να πεθάνω, είναι νύχτα, κρυώνω και φοβάμαι, πιασμένη σαν έντομο από το φτερό ενός υπερηχητικού τζετ που σχίζει το μυαλό μου. Καθώς υψώνομαι στον ουρανό γίνομαι αερόστατο, γίνομαι πλους αεροστάτου και χαρταετός, γίνομαι παντεπόπτης, γεράκι που κατακόρυφα εφορμά στις κορυφές του Ολύμπου, το Τσάλετζερ του '86, το Απόλλων 13.
Θεούλης σήμερον στης Βηθλεέμ τα μέρη.
Όνειρο 22 (Δεκέμβριος στα βράχια της Πειραϊκής)
Το όνειρο που θα δω απόψε θα έχει μόνο παρόν. Θα είναι γεμάτο ατόφιο, πυκνό, αμιγές παρόν. Κάθομαι στα βράχια της Πειραϊκής, είναι 14 Δεκεμβρίου του 2021 και εγώ, η Αγγελική, δεσποινίς ετών 56, ελάσσων και βάλε ποιήτρια, έχοντας πλέον μαλλιά στο φυσικό τους χρώμα και αγαπώντας ακόμα ό,τι προφασίζομαι πως δεν αγαπώ, είμαι αποφασισμένη να ζήσω στη μια διάσταση του χρόνου. Βλέπω θάλασσα και υγραίνονται οι βλεφαρίδες μου από τον νοτιά. Δεν βρέχει. Νιώθω την άμμο στο χέρι μου, καπνίζω ένα toscanello giallo και βλέπω κάποιον να ψαρεύει. Είμαι το ψάρι που σπαρταράει ή και το φέρον αγκίστρι. Η βάρκα η παράκτια. Ήλιος ασθενικός. Ένας σκέτος ορίζοντας, αλλά ορίζοντας. Είμαι ένα παρόν ευτραφές. Και εποπτικό. Που καθορίζει το παρελθόν και το μέλλον. Και αξιοποιεί τις όποιες ιστορικές και αφηγηματικές του ικανότητες.