Αίγινα II
Αν και βραδιάζει,
τα τζιτζίκια δεν κοιμούνται
Συνεχίζουν το τραγούδι
Ο σχίνος της αυλής,
σκιά που εξαπλώνεται πλάι στις λεμονιές
Είναι μια αίσθηση ανερμήνευτη
Τα καλοκαίρια το φεγγάρι όλο παραπονιέται
πως δεν το κοιτάμε
Κι η μοναξιά στο κτήμα με τις φιστικιές
σαν ποίημα μοιάζει.
Πριν τη γραφή
Ξέρω ότι το ποίημα με περιμένει.
Φροντίζω να μην αργήσω.
Η μαμά μου λείπει
Την ψάχνω για να της πω τα νέα.
Για να μου ερμηνεύσει τα όνειρα.
Για να μου βράσει το κουνουπίδι που της εφερα εχθές.
Για να μου πει πάλι την ιστορία που της έλεγε η νονά της—
για να έναν καθρέφτη και ένα άλογο
Για να μου τρίψει τον αυχένα
Για να τη δω να στρώνει το τραπέζι και να τραγουδάει.
Για να ξεφλουδίσουμε μαζί φιστίκια
Για να μου πει πως δεν υπάρχει θάνατος, μόνο ζωή.
Την ψάχνω ένα πρωί σαν όλα τ' άλλα.
Αλλά η μαμά μου λείπει.