Πέφτω


Τρέχω μονόμπαντα, το ένα μου πόδι σέρνεται, το δεξί χέρι κολλημένο στο πλευρό, το βλέμμα μου τρέμει, πέτρες κροταλίζουν στην άσφαλτο. Πρέπει να φτάσω στη γωνία, δεν μπορώ να αναπνεύσω, να ξεφύγω απ’ τη νύχτα.
Στρίβω στο στενό, σκαλώνω στο σκοτάδι, το πόδι μου κάπου βρήκε, τα χέρια μου χτυπάνε στον δρόμο, τα γάντια χοντρά όμως δεν φτάνουν. Πρέπει να σηκωθώ,δεν ήμουν για εδώ, σήμερα είχα ρεπό, όμως άλλαξα με τον Σάκη, είχε να πάει με τη γυναίκα του στον γιατρό, ο τελευταίος υπέρηχος, τυχερός ο μπάσταρδος. Στάζω ιδρώτα στα χέρια μου που σπρώχνουν προς τα πάνω, παραπατάω, με τον ώμο μου ιχνηλατώ τον τοίχο, φτάνω πάλι σε γωνιά, λαβύρινθος.
Στην απέναντι άκρη κίτρινες λωρίδες από το φως του δρόμου σκίζουν σκούρα μορφή. Σφίγγω τα μάτια, η γροθιά τεντωμένη. Προχωρώ πιο βαθιά. Φορά τριμμένο κίτρινο μπλουζάκι με στάμπα μία σανίδα του σερφ. Τζιν σκισμένο στο τελείωμα. Μάταια σπρώχνει τα μαλλιά πίσω από το αυτί, το χαμόγελό του θολό. Είναι ο Στράτος, που με περιμένει σαν άλλοτε. Με ανάσα ρηχή προσπαθώ να του φωνάξω, μυρίζω αίμα, πνίγομαι. Γυρνά το κεφάλι κι αρχίζει να τρέχει, χωρίς να με περιμένει, παλεύω να τον φτάσω.
Κάπου πιο πέρα, η σκιά του τεράστια «εδώ» μου λέει και μου δείχνει τον κάδο, το καπάκι ανοιχτό, βρωμάει σαπίλα, απλά στέκομαι εκεί όπως τότε∙ οι άλλοι είχαν πάει για καφέ με κονιάκ μετά, μόνος είχα μείνει, να τον περιμένω τελευταία φορά, να μου στρίψει το πρώτο μου τσιγάρο, να μου δανείσει τα Ποπ+Ροκ του, το CD με το «Paint it black», να μου κλωτσήσει τα all star, να μιλήσω στην Άννα, το χέρι του να αγκαλιάσει το σβέρκο μου.
Οι δικοί μου κουρνιάζουν πλάι στα αυτοκίνητο, σκιές πουλιά. Θα τους φτάσω, ο πατέρας θα με χτυπήσει στην πλάτη, η μάνα στα μαύρα θα κάνει τον σταυρό της: «Άμυαλο παιδί, από τα μικράτα του», θα την αποπάρω «Αμάν πια, ρε μάνα», ο πατέρας θα με τραβήξει από το μπράτσο, αυτό που τώρα με καίει, «Πάμε, δεν είναι ώρα για τέτοια».
Όταν έμαθε πού πέρασα, έκανε να μου μιλήσει μία βδομάδα. Δεν του είχα πει τίποτα, ούτε όταν πήγα να δώσω τα αθλήματα. Τον έπεισα τελικά να βρεθούμε, ήρθε να με συναντήσει με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του μπλου τζιν, τα μάτια μισόκλειστα. Καθίσαμε έξω από το ναυτικό μουσείο, στο πεζούλι πάνω από τα βράχια, κρεμάσαμε τα πόδια μας, έστριψε τσιγάρο, ανάμεσά μας ο κόσμος όλος.

Κάπνιζε με το δεξί, καρφωμένος στο έμπα του λιμανιού με μέτωπο αυλακωμένο, ο αέρας ανέμιζε στάχτες και πίκρα.
Βραχνή φωνή, κατάπινε λόγια: «Έχεις βρει σπίτι;»
«Θα μείνω στου θείου μου»
«Καλά να πάθεις» το στόμα του στράβωσε, ίσως να γέλασε.
«Δεν θα 'ναι τόσο χάλια», μουρμούρισα στον αφρό που έσερνε τα κύματα.
Το υπόλοιπο τσιγάρο κάηκε χωρίς να ανταλλάξουμε βλέμμα. Γλάροι διέσχισαν βιαστικά την απόσταση που χώριζε τον φάρο από το τζαμί, τα σύννεφα στο βάθος ποτισμένα χρώμα. Φοβόμουν ότι θα σηκωθεί να φύγει χωρίς κουβέντα, γύρισα το κεφάλι, ήταν τα μάτια του κόκκινα, με σφυροκοπούσαν.
«Αυτοί, ρε, σάπισαν τον Μένη χωρίς λόγο πέρυσι που είχαμε ανέβει για τον τελικό, το ξέχασες; Θέλεις να γίνεις τέτοιος, να περιφέρεις τον τσαμπουκά σου; Τι θες να αποδείξεις; Ότι είσαι μαλάκας;»
Τον άρπαξα από την μπλούζα, με έσπρωξε, φώναξα το όνομά του, με έφτυσε, έκλεισα τα μάτια, με χτύπησε στην κοιλιά, τον έσφιξα πάνω μου, ένιωσα το χέρι του καυτό στην πλάτη μου, δεν ήξερα εάν ήταν από συγχώρεση ή αν ήθελε να με χτυπήσει ξανά. Δεν μου το ’πε ποτέ.
Έμεινα με την πίκρα στο στόμα, να την κουβαλώ χρόνια, στο στραβό χαμόγελο όταν με ρωτούσαν τι δουλειά κάνω, στο πρώτο άκεφα στριμμένο τσιγάρο της μέρας, στην πλάκα με τους συναδέλφους όταν είχαμε βάρδια στο Μουσείο, στο φιλί με την αδιάφορη γκόμενα, ήταν εκεί, να με περιφρονεί.
Δεν πρόλαβα να απαντήσω, οι λόγοι μέσα μου να παλεύουν. Συνήθισα κρυμμένος στα μισόλογα, ν’ αποζητώ την καταχνιά του μπαρ, να κρύβομαι σε θολούς καθρέφτες, περιμένοντας μέχρι το τελευταίο τραγούδι της νύχτας.
Κλείνω με θόρυβο το καπάκι. Δεν μου λείπει η αποφασιστικότητα, τελείωσα στην πρώτη δεκάδα και ας είχα καταλάβει ότι δεν θα έφτανα μακριά, κενά χαρτιά οι έπαινοι. Η ανάσα μου τρεμοπαίζει, αυτή θα με προδώσει, θα ξεχυθεί από το στενό και θα τους αμολήσει πάνω μου. Δεν σέρνομαι, βαδίζω, ένα καλό βήμα τη φορά.
Το σπίτι απέναντι παρατημένο, τα σκαλοπάτια γίναν πέτρες που πετάνε και γεμίζουν τη νύχτα μίσος. Δεν θα περάσω τον δρόμο να βρω τους δικούς μου, πού να πάω, με κυκλώνουν ίσκιοι, εμείς ή οι άλλοι.
Τα χέρια στο κεφάλι μου, πετάω το κράνος. Το κλομπ το έχασα από πριν. Καλύτερα. Θέλω να βγάλω τη στολή, τα χέρια μου νωθρά. Ο χρόνος τα έφερε τούμπα,
το φως του δρόμου σκιαγραφεί γκρίζο τοπίο,
είναι παιδιά, φωνάζουν ακατάληπτα, με χέρια υψωμένα∙
μαζί περπατήσαμε κάποτε με σημαίες στους ώμους,
πέφτω, τζάμια σπάνε, σέρνονται πάνω μου,
είμαι γυμνός.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: