Όπως μια Κύπριδα σε είδα ν’ αναδύεσαι
Αθήνα-Κέρκυρα από τον αφρό της μνήμης
πουλί που πάλευες το εξαντλημένο φως
παρέα με τ’ άλλα πλανεμένα αγριοπερίστερα
ο ήλιος σε κάρφωνε με γύφτικο καρφί
και το κρουστό κορμί σου έκρουε σαν κιθάρα
Αθήνα Κέρκυρα, πέρασμα αλαφροϊσκιωτο
διακτινισμός στα χρόνια του ‘70
από το στείρο μουγγρητό του ΚΤΕΛ που ορθώνεσαι
από το γαργαρώδη ρόγχο της ασφάλτου
είσαι ένας κινητήρας φθισικός
κι είσαι τα σπλάχνα που χορεύουν στο ρυθμό του
μασχάλη, σκόρδο, αργόσυρτο ροχαλητό
– κάποιον ζορίζει τ’ όνειρό του και σκορτσάρει
άλλος τον ύπνο εκβιάζει τυλιγμένος
με τις κουρτίνες, τ’ άντρο της λιωμένης σκνίπας –
κι έξω επαρχίας πλάνο αγγελοπουλικό
σκληρό ξημέρωμα, κράνος που ανηφορίζει
Αθήνα-Κέρκυρα, γιγάντια γάτα εσύ
που με τη γλώσσα σου σαρώνεις τα φτερά μας
είσαι ο άρτος του φτωχού, είσαι το βλέμμα ενός τυφλού
είσαι το πρώτο ηλιοβασίλεμα στον κόσμο
η σιδηρά παρθένα της καρδιάς
και μια ναπάλμ κρυμμένη σ’ ένα χάδι
Αθήνα-Κέρκυρα ποδόγυροι χρυσοί
κορμί από άργιλο κι αμφόρινοι λαγόνες
είσαι η απάντηση στον άστοργο Θεό
δοξάρι εσύ στων μελισσιών τα βιολοντσέλα
είσαι παράπονο κρουστό του χαλικιού
καθώς των ρόχθων το φουστάνι αποτραβιέται
κι είναι το λίκνο σου αμνήμονας βυθός
κομπρέσσα θάλασσας στην έξαψη της νιότης
φυλή από ιώδιο κι από καλή γενιά
εσύ του ορίζοντα απειρίζον μου σιρίτι
είσαι Στρυμώνας που αρδεύει όλη τη Γη
είσαι το τρίψιμο της σάρκας μ’ άλλη σάρκα
Αθήνα-Κέρκυρα του Νοσφεράτου αυγή
στόμα εσύ άλικο με δυο γλειμένα χείλη
που στραφταλίζουνε της κάμαρας το φως
είσαι δυο στήθη που το σπέρμα μεταρσιώνει
η λεία κοιλιά της, ένα βότσαλο που εκρήγνυται
κι η ιδρωμένη κολυμπήθρα του αφαλού
απ’ όπου ιχώρα σκύβοντας μεταλαμβάνω
είσαι η αιώνια ζωντανή Κομμαγηνή
είσαι η Χώρα του Ποτέ και μια χελώνα
μιας πικραλίδας τα χιλιάδες αλεξίπτωτα
και από κάτω τους της Κίνας οι ορυζώνες
Αθήνα-Κέρκυρα μολπή σαλευτική
δίφορο βάλσαμο, φαρμάκι μελωμένο
είσαι μια όαση στο νου που αναδιπλώνεται
κι εγώ ένας διψασμένος Τουαρέγκ
που για να πιει νερό σφαγιάζει μια δρομάδα
Αθήνα-Κέρκυρα στιλπνή, αναδυόμενη
θα προδωθείς από το στρίψιμο της μίζας
κι η ίνα η φθαρμένη που μας δένει θα κοπεί
καθώς τρέχουν αλλόφρονοι οι επιβάτες προς νερού τους
ξεθυμασμένο καλοκαίρι η απουσία σου
στην άμμο υπόσχεση δροσιάς που θα σβηστεί
τώρα πού κείτεται του τζιτζικιού η ευχή
πού τώρα η νύχθια παραμυθία του γρύλου
έστω ένας βόγγος μηχανής πού να βρεθεί
απ’ την αρχή το σώμα σου να επινοήσει
ηδονής άπνοια τώρα μόνο και σιωπή
στο άδειο ΚΤΕΛ και στου σταθμού την παραζάλη
εκείνη η αδιάβατη, νευρωτική σιωπή
γύρω απ’ της Έλεν Κέλερ το κεφάλι.