Άγνωστη γεύση
Στο σπίτι μας οι επισκέπτες
δεν έφερναν δώρα
ούτε λουλούδια
μόνο από μια ιστορία.
Την μοιραζόμασταν στο τραπεζάκι του σαλονιού
με τον καφέ
στις κοινότοπες ψάχναμε
τις λεπτές διαφορές
όπως το στυλ του ζαχαροπλάστη στις κλασικές συνταγές
ψίχουλο δεν περίσσευε∙
όταν έφευγαν έμενε
επίγευση
καβουρντισμένων αναστεναγμών
και στο τραπέζι πεσμένη
κοσκινισμένη άχνη γέλιων
την μαζεύαμε με την άκρη των δαχτύλων.
Με τα χρόνια έγινε θεσμός.
Όπως στα χρόνια του Πεισίστρατου
στο πέρασμα του κάθε ξένος
έφερνε κι ένα κομμάτι μνήμης.
Να διασωθούν τ’άγραφα έπη
να καταγράψει η μνημοσύνη.
Κι εμείς ακούγαμε προσεχτικά
μα όλοι νομίζαμε πως οι άλλοι θα θυμούνται.
Ακόμη τυχαίνει
η γλώσσα να μουσκέψει
ψίχουλα που μείναν κολλημένα στα χείλη
απ΄τα θρύμματα ανασυνθέτει
λίγο τραγανό
κι όσο γίνεται ακέραιο.
Όσα δεν είναι της ηλικίας μου
Μού ’λεγες
Αυτά να τα πάρεις εσύ
Και μού ’δειχνες τα βιβλία σου
Και τα καλά φλιτζανάκια του καφέ
δικά σου θα ’ναι
άμα πεθάνω
κι εγώ χαμογελούσα
τρία γράμματα έφταναν
για να λάμψουν λίγα καράτια
αμφιβολίας.
Μού άφησες κυρίως
ασπρόμαυρες φωτογραφίες
να μαντεύω τι χρώμα είχαν οι εκδρομές
μέσα από ανοίκεια πρόσωπα
και μοιρασμένες
δίπλα-δίπλα σιωπές.
Δε βρήκα πουθενά
την καρφίτσα που σε κάθε εποχή
μάλλινη, βαμβακερή, λινή
κοσμούσε το πέτο σου
έλεγες ότι δεν είχε αξία
κι όμως
αν την είχα
να την καρφιτσώσω πάνω μου
ίσως μια μέρα
να φορούσα κι εγώ
τις μνήμες
που σε ντύναν.
Δικαίωμα υποκρισίας
Θαύμαζες τον ήλιο
όταν ξεσκέπαζε διαδοχικά το χώμα
τα γράμματα σου
έγερναν στο χαρτί
σα δέντρα λυγισμένα απ’ τον άνεμο
έσπρωχνες το μολύβι να κυλήσει
και το κοιτούσες να γυρνά
παραδομένο.
Έκανα λοιπόν ότι πόνεσα
όταν το βλέμμα σου νικήθηκε
από κάτι άγνωστο
πίσω απ’τον ώμο μου.