«Λουτσία ντι Λάμερμουρ», του Γκαετάνο Ντονιτσέττι

Έχετε σκεφτεί ποτέ γιατί την τρελή του χωριού την λέμε τρελή του χωριού; Θα σας πω!
Ο Enrico Caruso ως Εντγκάρντο. Η Joan Sutherland (Λουτσία) και ο Ettore Bastianini Εντγκάρντο). Η Μαρία Κάλλας ως Λουτσία
Ο Enrico Caruso ως Εντγκάρντο. Η Joan Sutherland (Λουτσία) και ο Ettore Bastianini Εντγκάρντο). Η Μαρία Κάλλας ως Λουτσία


— ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ —

Σκω­τία, αρ­χές του 18ου αιώ­να. Οι οι­κο­γέ­νειες των Άστον και των Ρέι­βεν­σγουντ μι­σιού­νται θα­νά­σι­μα. Ο λό­γος; Τα πε­ριου­σια­κά! Επει­δή κι αυ­τοί τό­τε —όπως κι εμείς τώ­ρα— δεν εί­χαν ένα κτη­μα­το­λό­γιο της προ­κο­πής, ο Λόρ­δος Εν­ρί­κο Άστον κα­τά­φε­ρε να φά­ει τα κτή­μα­τα της οι­κο­γέ­νειας των Ρέι­βεν­σγουντ. Έτσι, ο γό­νος τους Εντ­γκάρ­ντο πε­ρι­φέ­ρε­ται στα δά­ση τρι­γύ­ρω, πε­ρι­μέ­νο­ντας την σω­στή στιγ­μή για να πά­ρει εκ­δί­κη­ση.
Ο Λόρ­δος ο Εν­ρί­κος ο Άστον, όμως, εκτός από λα­μό­γιο εί­ναι και κα­κός στη δια­χεί­ρι­ση της κλεμ­μέ­νης πε­ριου­σί­ας. Ζώα δεν εί­χε να που­λή­σει, οπό­τε σου λέ­ει

— Ας δώ­σω την αδερ­φή μου στον Λόρ­δο τον Αρ­τού­ρο τον Μπά­κλω, που εί­ναι φρα­γκά­τος και ζη­τά­ει μια χεί­ρα εις γά­μου κοι­νω­νία, για­τί αλ­λιώς την κά­τσα­με.

Κι ενώ τα σχε­δί­α­ζε αυ­τά, μα­θαί­νει ότι η αδερ­φή του η Λου­τσία, η λε­γό­με­νη ντι Λα­μερ­μούρ (χω­ρίς να εί­ναι Γαλ­λί­δα όμως), έχει συ­νά­ψει και ανά­ψει επί του ερω­τι­κού σχέ­ση με τον οχτρό του, Εντ­γκάρ­ντο. Αφρί­ζει ο αδερ­φός ο Λόρ­δος ο Εν­ρί­κος ο Άστον.

Περ­νά­με στην Λου­τσία τώ­ρα. Κά­θε­ται με την δού­λα της την Αλί­σα σε μια πη­γά­δα και πε­ρι­μέ­νει.

— Αχ, πού εί­ναι ο κα­λός μου, την ρω­τά­ει ανα­στα­τω­μέ­νη.
— Ηρέ­μη­σε, κυ­ρά μου, τώ­ρα ήρ­θα­με.

Και εκεί που πε­ρι­μέ­νου­νε, της αρ­χί­ζει η κυ­ρά Λου­τσία ένα κα­τε­βα­τό με­σ’ στο ψυ­χο­πλά­κω­μα και την δει­σι­δαι­μο­νία. Ότι εί­δε, λέ­ει, το φά­ντα­σμα μιας κο­πέ­λας, που την σκό­τω­σε ένας ζη­λιά­ρης από το σόι των Ρεί­βεν­σγουντ, που εί­ναι το σόι του αγα­πη­μέ­νου της. Ήρ­θε, λέ­ει, η δο­λο­φο­νη­μέ­νη και της έκα­νε νο­ή­μα­τα και με­τά εξα­φα­νί­στη­κε πά­λι και αί­μα­τα και νύ­χτα και σκο­τά­δι και κα­κό. Σα­λε­μέ­νη τη Λου­τσία δεν την λές, αλ­λά ένα θε­μα­τά­κι το ‘χει. Η δού­λα της λέ­ει να ξε­χά­σει τον έρω­τα της για τον Εν­γκάρ­ντο, αλ­λά η Λου­τσία την έχει δα­γκώ­σει την λα­μα­ρί­να. Βλέ­πε­τε, στην πρώ­τη τους συ­νά­ντη­ση η ευ­γε­νής κο­ρα­σί­δα κιν­δύ­νε­ψε από την επί­θε­ση ενός ταύ­ρου. Πά­λι κα­λά να λέ­με που όλως τυ­χαί­ως ο Εντ­γκάρ­ντο περ­νού­σε από εκεί και τον εσκό­τω­σε την τε­λευ­ταία στιγ­μή και έτσι έσω­σε την άμοι­ρη και εύ­θραυ­στη Λου­τσία από βέ­βαιο θά­να­το. #ρο­μα­ντι­κού­λι
Έρ­χε­ται τε­λι­κά με­τά από κά­τι κο­λο­ρα­τού­ρες ο γό­ης και πιά­νουν τα ντου­έ­τα οι δυο τους. Της λέ­ει, ότι θα πά­ει Γαλ­λία, όμως πριν φύ­γει θέ­λει να ζη­τή­σει το χέ­ρι της από τον αδερ­φό της, πα­ρ’ό­τι εί­χε ορ­κι­στεί εκ­δί­κη­ση για τον χα­μό του πα­τέ­ρα του. Ω, ναι, κα­λά κα­τα­λά­βα­τε, δεν του πή­ρε μό­νο τα χω­ρά­φια, αλ­λά τον έκα­νε και ορ­φα­νό ζή­του­λα. Η Λου­τσία δεν εν­θου­σιά­ζε­ται ού­τε από τα σχέ­δια του κα­λού της να πά­ει χω­ρίς αυ­τήν στην Ντίσ­νεϊ­λαντ, ού­τε με την επι­ση­μο­ποί­η­ση της σχέ­σης τους. Τό­τε αυ­του­νού του βγαί­νει κά­τι σε θυ­μό, σε ζή­λια, σε θιγ­μέ­νη γκό­με­να, ενώ αυ­τή προ­σπα­θεί να τον κα­τευ­νά­σει. Τε­λι­κά, ανταλ­λάσ­σουν δα­χτυ­λί­δια μα­ζί με όρ­κους αιώ­νιας πί­στης και αγά­πης και ό,τι άλ­λη σα­χλα­μά­ρα λέ­νε με­τα­ξύ τους οι ερω­τευ­μέ­νοι.


— ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΗ ΠΡΑ­ΞΗ —

Ο Εν­ρί­κος ο Άστον λέ­ει στην αδελ­φή του:

— Άστον! Άστον τον άτι­μο που σε κο­ροϊ­δεύ­ει. Θα σου βρω εγώ γα­μπρό.
— Δεν τον θέ­λω τον δι­κό σου.
— Θα τον πά­ρεις, θες δε θες!
— Κα­λα βρε αδερ­φέ, κου­μά­ντο στο μ’νί μου;
— Δες εδώ κά­τι γράμ­μα­τα που βρή­κα! λέ­ει και της δεί­χνει πλα­στά γράμ­μα­τα του Εντ­γκάρ­ντο για να της απο­δεί­ξει την απι­στία του.
— Όλοι οι άντρες εί­ναι γου­ρού­νια. Γι’ αυ­τό σε λέω, άσε να σου βρώ εγώ ένα γου­ρού­νι, να εί­ναι του­λά­χι­στον από στά­βλο κα­λό, να ψη­φί­ζει ό,τι ψη­φί­ζου­με και μεις.

Βό­δι η Λου­τσία πεί­θε­ται απο τα φέικ νιούζ.

— Με σώ­ζεις, αδερ­φή, για­τί τα οι­κο­νο­μι­κά μας εί­ναι κλά­φτα Χα­ρά­λα­μπε.

Η Λου­τσία βρί­σκε­ται ανί­σχυ­ρη και πα­γι­δευ­μέ­νη ανά­με­σα στις πιέ­σεις του αδερ­φού της και στα δι­κά της θέ­λω.
Σε λί­γο έρ­χε­ται ο γα­μπρός, ο Λόρ­δος ο Αρ­τού­ρο ο Μπά­κλω, που όμως έχει εν­δοια­σμούς για την ένω­ση, για­τί σαν να την βλέ­πει κλα­μέ­νη την νύ­φη και δεν του αρέ­σει.

— Σι­γά μω­ρέ εκεί πέ­ρα, αφού ξέ­ρεις πως εί­ναι τα θη­λυ­κά, τρε­λές από την φύ­ση τους, δεν βγά­ζεις άκρη, χα­χα­χα, βά­λε μια υπο­γρα­φού­λα τώ­ρα να τε­λειώ­νου­με.

Πεί­θε­ται ο γα­μπρός, για­τί κα­λό γο­μά­ρι και αυ­τός, πιέ­ζουν και την δι­κιά μας να βά­λει υπο­γρα­φή στο συμ­βό­λαιο γά­μου και όλα κο­μπλέ. Αμ δε!
Σκά­ει μύ­τη ο Εντ­γκάρ­ντο!
Χα­μού­λης στο Αστο­νέι­κο!

— Πο­τά­να, με κρέ­μα­σες για τα λε­φτά του άλ­λου!!

Βα­ρά­ει φρί­κες η Λου­τσία, σου λέ­ει, τι γί­νε­ται εδώ, αφού μου δεί­ξα­νε τα γράμ­μα­τα του που λε­ν’ ότι δεν μ’α­γα­πά πχιά! Βρα­χυ­κυ­κλώ­νει. Μπά­χα­λο. Ο ένας να φω­νά­ζει στον άλ­λον. Βρι­σιές, κα­τά­ρες, πε­τα­μέ­να δα­χτυ­λί­δια, κα­κό με­γά­λο. Η Λου­τσία κα­ταρ­ρέ­ει.

«Λουτσία ντι Λάμερμουρ», του Γκαετάνο Ντονιτσέττι


— ΤΡΙ­ΤΗ ΠΡΑ­ΞΗ —

Πα­ρά το μπά­χα­λο και τον ξε­ση­κω­μό, ο γά­μος ετε­λέ­σθη. Ο Εντ­γκάρ­ντο πή­ρε τον πού­λο και η Λου­τσία... επί­σης. Το γλέ­ντι κα­λά κρα­τεί στο κά­στρο του Λά­μερ­μουρ, ώσπου ο πα­πά-Ραϊ­μό­ντο έρ­χε­ται με την εί­δη­ση πως σαν να μην τα βρή­κε το νε­ό­νυμ­φο ζευ­γά­ρι στο κρε­βά­τι: Η Λου­τσία μα­χαί­ρω­σε τον γα­μπρό. Θυ­μά­στε που λέ­γα­με για την τρε­λή του χω­ριού; Με τό­ση πί­ε­ση και εκ­φο­βι­σμό, τό­ση εν­δο­οι­κο­γε­νεια­κή και έμ­φυ­λη βία, πό­σα να αντέ­ξει αυ­τή η άμοι­ρη ψυ­χή; Από τη στιγ­μή μά­λι­στα που κα­νείς δεν της έχει πει πο­τέ, ότι τα χω­ρά­φια μπο­ρεί να αλ­λά­ζουν ιδιο­κτή­τες, τα σώ­μα­τα μας όμως όχι. Ο Ντο­νι­τσέ­τι κά­νει κά­τι υπέ­ρο­χο εδώ: Την αφή­νει ελεύ­θε­ρη μέ­σα από την μου­σι­κή να εκ­φρά­σει ό,τι δεν της επι­τρε­πό­ταν τό­ση ώρα. Και επει­δή η ζωή δεν εί­ναι μό­νο με­λω­δί­ες αγ­γε­λι­κά πλα­σμέ­νες, η μου­σι­κή της «σκη­νής τρέ­λας» της Λου­τσία, μας κά­νει να νιώ­θου­με όλο το εύ­ρος του συ­ναι­σθη­μα­τι­κού της κο­σμου: τον έρω­τα, τη φρί­κη, την αιώ­νια πί­στη και την από­γνω­σή της. Από μι­κρό και από τρε­λό θα μά­θεις την αλή­θεια, δεν λέ­νε;

Ως τε­λευ­ταία πρά­ξη αυ­τής της ιστο­ρί­ας θα πε­ρί­με­νε κα­νείς να έρ­θει η εκ­δί­κη­ση. Όταν όμως ο Εντ­γκάρ­ντο μα­θαί­νει τα νέα για τον φό­νο στην γα­μή­λια κά­μα­ρα, και ότι η αγα­πη­μέ­νη του Λου­τσία χά­νο­ντας τα λο­γι­κά της έφυ­γε από τη ζωή, αι­σθά­νε­ται πως τί­πο­τα δεν έχει νό­η­μα πια. Σε μια κρί­ση ει­λι­κρί­νειας ο Εντ­γκάρ­ντο μας χα­ρί­ζει μια από τις ομορ­φό­τε­ρες σκη­νές αυ­το­κτο­νι­κού με­γα­λεί­ου: Μπή­γει το μα­χαί­ρι στο στή­θος του και ξε­ψυ­χά σε Ρε Μεί­ζο­να.

ΑΥ­ΤΑ