— ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ —
Σκωτία, αρχές του 18ου αιώνα. Οι οικογένειες των Άστον και των Ρέιβενσγουντ μισιούνται θανάσιμα. Ο λόγος; Τα περιουσιακά! Επειδή κι αυτοί τότε —όπως κι εμείς τώρα— δεν είχαν ένα κτηματολόγιο της προκοπής, ο Λόρδος Ενρίκο Άστον κατάφερε να φάει τα κτήματα της οικογένειας των Ρέιβενσγουντ. Έτσι, ο γόνος τους Εντγκάρντο περιφέρεται στα δάση τριγύρω, περιμένοντας την σωστή στιγμή για να πάρει εκδίκηση.
Ο Λόρδος ο Ενρίκος ο Άστον, όμως, εκτός από λαμόγιο είναι και κακός στη διαχείριση της κλεμμένης περιουσίας. Ζώα δεν είχε να πουλήσει, οπότε σου λέει
— Ας δώσω την αδερφή μου στον Λόρδο τον Αρτούρο τον Μπάκλω, που είναι φραγκάτος και ζητάει μια χείρα εις γάμου κοινωνία, γιατί αλλιώς την κάτσαμε.
Κι ενώ τα σχεδίαζε αυτά, μαθαίνει ότι η αδερφή του η Λουτσία, η λεγόμενη ντι Λαμερμούρ (χωρίς να είναι Γαλλίδα όμως), έχει συνάψει και ανάψει επί του ερωτικού σχέση με τον οχτρό του, Εντγκάρντο. Αφρίζει ο αδερφός ο Λόρδος ο Ενρίκος ο Άστον.
Περνάμε στην Λουτσία τώρα. Κάθεται με την δούλα της την Αλίσα σε μια πηγάδα και περιμένει.
— Αχ, πού είναι ο καλός μου, την ρωτάει αναστατωμένη.
— Ηρέμησε, κυρά μου, τώρα ήρθαμε.
Και εκεί που περιμένουνε, της αρχίζει η κυρά Λουτσία ένα κατεβατό μεσ’ στο ψυχοπλάκωμα και την δεισιδαιμονία. Ότι είδε, λέει, το φάντασμα μιας κοπέλας, που την σκότωσε ένας ζηλιάρης από το σόι των Ρείβενσγουντ, που είναι το σόι του αγαπημένου της. Ήρθε, λέει, η δολοφονημένη και της έκανε νοήματα και μετά εξαφανίστηκε πάλι και αίματα και νύχτα και σκοτάδι και κακό. Σαλεμένη τη Λουτσία δεν την λές, αλλά ένα θεματάκι το ‘χει. Η δούλα της λέει να ξεχάσει τον έρωτα της για τον Ενγκάρντο, αλλά η Λουτσία την έχει δαγκώσει την λαμαρίνα. Βλέπετε, στην πρώτη τους συνάντηση η ευγενής κορασίδα κινδύνεψε από την επίθεση ενός ταύρου. Πάλι καλά να λέμε που όλως τυχαίως ο Εντγκάρντο περνούσε από εκεί και τον εσκότωσε την τελευταία στιγμή και έτσι έσωσε την άμοιρη και εύθραυστη Λουτσία από βέβαιο θάνατο. #ρομαντικούλι
Έρχεται τελικά μετά από κάτι κολορατούρες ο γόης και πιάνουν τα ντουέτα οι δυο τους. Της λέει, ότι θα πάει Γαλλία, όμως πριν φύγει θέλει να ζητήσει το χέρι της από τον αδερφό της, παρ’ότι είχε ορκιστεί εκδίκηση για τον χαμό του πατέρα του. Ω, ναι, καλά καταλάβατε, δεν του πήρε μόνο τα χωράφια, αλλά τον έκανε και ορφανό ζήτουλα. Η Λουτσία δεν ενθουσιάζεται ούτε από τα σχέδια του καλού της να πάει χωρίς αυτήν στην Ντίσνεϊλαντ, ούτε με την επισημοποίηση της σχέσης τους. Τότε αυτουνού του βγαίνει κάτι σε θυμό, σε ζήλια, σε θιγμένη γκόμενα, ενώ αυτή προσπαθεί να τον κατευνάσει. Τελικά, ανταλλάσσουν δαχτυλίδια μαζί με όρκους αιώνιας πίστης και αγάπης και ό,τι άλλη σαχλαμάρα λένε μεταξύ τους οι ερωτευμένοι.