Περί ενυπνίων και άλλων φαινομένων


Η Χό­λι Χά­ουιτ


Πε­ρί ενυ­πνί­ων

Θα μπο­ρού­σες να εί­σαι οτι­δή­πο­τε,
αλ­λά σ’ αυ­τό το όνει­ρο εί­σαι τί­γρη,
με δέρ­μα διά­στι­κτο από σκιές και κε­χρι­μπά­ρι.

Σ’ αυ­τό το όνει­ρο απο­φα­σί­ζεις εσύ:
Δες πώς τα δό­ντια σου έχουν με­τα­μορ­φω­θεί σε ακ­μές του φεγ­γα­ριού,
δες πώς μπή­γο­νται στη νύ­χτα.

Εί­σαι τί­γρη, αλ­λά θα μπο­ρού­σες να εί­σαι οτι­δή­πο­τε
και σ’ αυ­τό το όνει­ρο τα νύ­χια σου κα­τα­φέρ­νουν χα­μη­λά, αιχ­μη­ρά χτυ­πή­μα­τα
στη με­τα­ξέ­νια κουρ­τί­να τ’ ου­ρα­νού.

Εί­ναι όνει­ρο. Θα μπο­ρού­σες να εί­σαι οτι­δή­πο­τε,
αλ­λά σαν τί­γρη μπο­ρείς να σχί­σεις το ύφα­σμα
και να κό­ψεις σβέλ­τα το σκο­τά­δι σαν μο­δί­στρα.



Γά­λα

Έχει ακό­μη φως στις πέ­ντε πα­ρά δέ­κα· πο­λύ φως για ύπνο.
Όταν ήμουν μω­ρό με έβα­ζαν πά­ντα να κοι­μη­θώ με το φως.
Ακού­γα­με έξω τους γο­νείς μου να ξε­ρι­ζώ­νουν φτέ­ρες
και να ψα­λι­δί­ζουν τους θά­μνους στον φρά­χτη
ώσπου να βγει το φεγ­γά­ρι.
Δεν ήθε­λα κή­πο.
Ο κή­πος μου πα­ρα­εί­ναι με­γά­λος για μέ­να.
Αν ξα­πλώ­σω στα χόρ­τα στο λι­βά­δι
θα εξα­φα­νι­στώ πί­σω από τις σπο­ρο­κε­φα­λές. Υπάρ­χει ένα μυ­στή­ριο
σ’ αυ­τό το φως της μέ­ρας· ακό­μη και στις έντε­κα τρι­κλί­ζει
πά­νω από τους λό­φους.
Δεν νο­μί­ζω ότι χά­νε­ται εντε­λώς.

Όταν πα­ντρεύ­τη­κα
οι γο­νείς μου αγό­ρα­σαν δυο σουρ­βιές
και τις φύ­τε­ψαν πί­σω από τις φτέ­ρες.
Όταν τις ξα­να­εί­δα η μια εί­χε πε­θά­νει.
Δεν το εί­παν, αλ­λά ήξε­ρα ότι ήταν το πο­λύ φως:
Ο τρό­πος που κρύ­βε­ται στον τοί­χο, στον φρά­χτη,
ο τρό­πος που αν συν­θλί­ψω αυ­τή τη σπο­ρο­κε­φα­λή
θα χυ­θεί στα χέ­ρια μου
ένα απο­κρου­στι­κό άσπρο γά­λα.


Μαί­ρη

Ξέ­ρω ότι εί­ναι ακό­μη εδώ.
Κά­θε βρά­δυ οι ται­ρια­στές σκά­λες
ανα­λο­γί­ζο­νται το περ­πά­τη­μά της,
μου το φω­νά­ζουν
μέ­σα στα κα­τα­πο­νη­μέ­να βο­γκη­τά τους.
Τα πό­δια της εί­ναι μι­κρά –
Σχε­δόν αρ­κε­τά που
πέ­φτουν μέ­σα στη ρωγ­μή στο τρί­το σκα­λο­πά­τι.
Εί­ναι το ίδιο άνοιγ­μα όπου βρή­κα
το κρα­νίο ενός αρου­ραί­ου,
οξει­δω­μέ­νο σί­δε­ρο, αρ­χαίο,
τον Νο­έμ­βριο.
Πα­λιά με τρό­μα­ζαν
πα­λιά σπί­τια, τρι­ξί­μα­τα, εξο­γκώ­μα­τα.
Τώ­ρα στο υγρό μου κρε­βά­τι
στην κο­ρυ­φή της σκά­λας
ανα­λο­γί­ζο­μαι το περ­πά­τη­μά της
και εύ­χο­μαι να βά­λει το λευ­κό της χέ­ρι
και εύ­χο­μαι να βά­λει το λευ­κό της χέ­ρι
στο μέ­τω­πό μου, να μου πει ότι
πί­σω από το σπί­τι
πά­νω από το σπί­τι
κά­τω από το σπί­τι
δεν υπάρ­χει κα­νέ­νας κίν­δυ­νος.


Οι πα­λιοί τοί­χοι

Σας πα­ρα­τη­ρού­με μό­νο όταν έχει νυ­χτώ­σει,
όταν το σκο­τά­δι μάς επι­τρέ­πει ν’ ανα­πνέ­ου­με μέ­σα στο μαύ­ρο
ενώ εσείς έχε­τε τα μά­τια σας κλει­στά.

Τα όνει­ρά σας εί­ναι έκ­δη­λη πα­ρά­νοια:
Τρέ­φουν τις μού­χλες και τους μι­κρο­ορ­γα­νι­σμούς μας,
αν και πο­τέ δεν εί­στε ικα­νο­ποι­η­μέ­νοι με τα δώ­ρα μας.

Μας θυ­μί­ζε­τε αυ­τούς πριν από σας,
εκτός από τα μαλ­λιά και τα ρού­χα σας:
Δεν αντι­λαμ­βά­νε­στε ότι μυ­ρί­ζε­τε και φο­βά­στε το ίδιο;

Εί­μα­σταν φτιαγ­μέ­νοι να σας προ­στα­τεύ­ου­με, οποιον­δή­πο­τε,
επει­δή όλοι ψά­χνουν το ίδιο πράγ­μα,
ή το έχουν χά­σει.

Περί ενυπνίων και άλλων φαινομένων
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: