Οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής

Οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής


για την Πατρίθια Ροντρίγκεθ Κάλπε, Σαφρίκα



INTRO

ΜΟΥ έκανε μια συνέντευξη τον Αύγουστο του ′16
ο δημοσιογράφος Αντόνιο Άρκο για την Αλήθεια της Μούρθια
αναζητώντας την «ανθρώπινη διάσταση». Απάντησα
τη συνήθη αλληλουχία από κοινοτοπίες: μια φωτεινή ιστορία,
διανθισμένη με δράματα, με χάπι εντ
σχετικά με έναν τύπο που μένει χήρος και μαθαίνει να φροντίζει τα παιδιά του
(το ένα αυτιστικό) μόνος του, με τη βοήθεια της ποίησης
(στ’ αλήθεια!) και της καλής του καρδιάς. Το άρθρο
άρχισε τάχιστα να αναπαράγεται
(αυτό, όχι άδικα, το αποκαλούν viral, ιικό δηλαδή) και έπεσα μούρη με μούρη
στην ημιέρημη πόλη με αρκετά άτομα
που με χαιρετούσαν δείχνοντάς μου την ιστορία
στα smartphones τους και χρησιμοποιούσαν τα ονόματα
των παιδιών μου και το δικό μου, ακόμα κι εκείνο της Τσάρο,
χαμένης εδώ και τόσο καιρό. Μια κοπέλα
μού ζήτησε μια φωτογραφία («όχι, εννοώ να βγούμε όλοι») κι όταν
την τράβηξε μου την έδειξε. Δεν μας αναγνώρισα.
Δεν μας αναγνώρισα. Όλη την ώρα
χαμογελούσαμε, ιδρώναμε σαν ένοχοι,
ένοχοι, όμως, για ποιο λόγο; Ακόμη και σήμερα
είμαι ανήμπορος να ξαναδιαβάσω τη συνέντευξη
που κάποιος άλλος έδωσε στη θέση μου
στις 4 Αυγούστου του ′16. Ούτε αυτός ο άλλος
θα ξέρει καλά καλά τι συμβαίνει στο σπίτι μου
όταν κλειδαμπαρώνουμε από μέσα.


ΜΕΣΑ

ΕΙΜΑΣΤΕ στα τέλη του 2010 ή στις αρχές του 2011
ένας μεθυσμένος άντρας ετοιμάζει το βραδινό δύο παιδιών
κάπου εκεί στις έντεκα. Ζεσταίνει
το λάδι στο τηγάνι και οι προτηγανισμένες
πατάτες δεν εμφανίζονται πουθενά μέσα στο χαμό
των συρταριών της κατάψυξης. Τα παιδιά,
βουβά, βλέπουν κινούμενα σχέδια
κι είναι περίεργη αυτή η σιωπή. Το ένα μπορεί και να ’χει κοιμηθεί.
Έπρεπε να κάνουν μπάνιο σήμερα; Κάποια στιγμή
ο τύπος βγαίνει από τον εαυτό του, από την κουζίνα,
από τους καπνούς του καμένου λαδιού, από το σπίτι
και ξάφνου συνειδητοποιεί κάτι
κι αυτό το κάτι τού σφίγγει το λαρύγγι
και προσπαθεί να κλάψει δίχως να κάνει θόρυβο. Κλείνει το στόμα του
με το ένα χέρι και με το άλλο
εξακολουθεί την εξερεύνηση ψάχνοντας για πατάτες.
Δεν θα τις βρει. Τα παιδιά κοιμήθηκαν δίχως να κάνουν μπάνιο,
το λάδι πήγε στράφι και η ερώτηση
που φούσκωνε στο στήθος του δεν ήταν
πώς έφτασα μέχρι εδώ
ούτε τι πρόκειται να συμβεί τώρα
(την πολυτέλεια της χρονιότητας δεν την είχαμε πρόχειρη):
Με τι συνορεύει αυτή η νύχτα; Τι θα έβλεπα
αν άνοιγα τώρα το παράθυρο;
Επιπλέουμε σε τι;


ΣΤΙΣ αρχές της δεκαετίας επέστρεψα στο πανεπιστήμιο,
κατέβασα τους χαμένους μου δίσκους και άρχισα να αγοράζω
ρούχα από το διαδίκτυο και να πίνω σαν την Τσαβέλα.[1]
Ήταν η απάντησή μου στη διάγνωση της ασθένειας
του Μαρτίν και στο θάνατο της μητέρας του.
Τα απογεύματα πήγαινα το παιδί για θεραπεία
κι ανέβαζα συνεχώς ποιήματα στο Facebook.
Όταν ήρθε η 15η Μαρτίου[2] πήρα το λόγο
για να μιλήσω για μένα, όχι για τα παιδιά μου.
Έκανα ώρα να διαλέξω την μπλούζα
που θα φορούσα στις συνελεύσεις.
Για όλα όσα συνέβαιναν ύστερα, όταν έφτανα
σπίτι και έκλεινα την πόρτα, δεν μιλούσα ποτέ.
Ήταν μια εποχή εκείνη με πολύ κλάμα.
Σε ποιον υποτίθεται πως έπρεπε να μοιάσω;
Το να κάνω ένα άλμα δεκαπέντε χρόνια πίσω δεν βοηθούσε.
Μέχρι κι εγώ ο ίδιος αντιλαμβανόμουν το περίεργο του σκηνικού
όταν προσκαλούσα για να μείνει το βράδυ κάποια πολύ νεαρή κοπέλα
κι έκλεινα την πόρτα του δωματίου αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ
μην τυχόν και τα χαράματα ξυπνούσε κάποιο από τα παιδιά
ή κάποιο από τα φαντάσματα.

Η Μ. & ΕΓΩ

ΑΥΤΟΣ ο έρωτας.
Αυτός ο έρωτας που κατεβαίνει σπειροειδώς
σε σαλόνια δίχως αέρα.
Αυτός ο έρωτας που δεν αφήνει το χέρι μου
ούτε περιμένει κάποιον άλλον.
Στις πιο όμορφες μέρες του ερωτικού πάθους
και του καινούργιου σεξ στο βάθος των πάντων
εκεί εξακολουθείς εσύ
να μου τείνεις το χέρι
δίχως να λες λέξη
για να βγούμε βόλτα.
Αυτός ο έρωτας
που συνίσταται στο να σε υπερασπίζεται από καθετί άθλιο
μιας κι εσύ δεν είσαι σε θέση
να καθαρίσεις την αθλιότητα που σε περιβάλλει
σαν ένα πεδίο δύναμης
στο μέγεθος της Σαχάρας αυτός ο έρωτας
που μοιάζει σαν να διαπερνά
περιοχές σε κύκλους η λέξη
έρωτας έχει παραμορφωθεί
ξεχειλωμένη από μέσα της
υποχρεωμένη να συνουσιαστεί με τους δράκους
αυτής της τεράστιας χώρας δίχως τοπωνύμια
που μόνο εγώ την αποκαλώ αυτός ο έρωτας
αλλά στην οποία αμφότεροι κατοικούμε για πάντα.


ΑΚΟΥΩ τη λογοδιάρροια του γιου μου στις 03:16 π.μ.
που αντηχεί πιο δυνατά λόγω της σιωπής
του μίσους ίσως της αυτολύπησης
του αδιαφανούς αέρα των καθιστικών
στα άγρια χαράματα.
Καθιστικό. Εδώ καθόμαστε, λοιπόν.
Αποσύρονται άκεφα τεράστια έντομα
αποτελούμενα από εκτόπλασμα, από ύλη
ίδια μ’ εκείνη που φτιάχνει τους εφιάλτες. Προσπαθούν
απελπισμένα να με δαγκώσουν
την ώρα που εξαερώνονται. 

ΑΥΤΑ τα δέκα χρόνια που φροντίζω τον Μαρτίν
κάνω ταυτόχρονα κι άλλα πράγματα
έχω προσπαθήσει να ασχοληθώ και με άλλα πράγματα
έκανα πετάλι σε μια φυγοκεντρική μηχανή
γιατί ο άξονας της ταυτότητάς μου έμοιαζε
με μια μαύρη τρύπα που προκαλούσε μεγάλο φόβο
κι εγώ ήθελα να ήμουν οτιδήποτε άλλο
ή τουλάχιστον να εξακολουθώ να κάνω πετάλι. Αποδράσεις
πολυάριθμες: περιπέτειες στην πολιτική,
πολλές εκατοντάδες άρθρα όχι ιδιαίτερα μυαλωμένα,
σεξ εδώ κι εκεί, σαν τουρίστας,
βιβλία που δεν πρόκειται να διαβάσει κανείς
κι ο γιος μου να με περιμένει στο κέντρο
για να βγούμε βόλτα.


ΠΟΙΟΣ αναρωτιέται αν είμαι καλός; Μιλούν για μένα
η ποίησή μου τα αστεία μου από την άλλη
πλευρά του παραβάν των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
η χλιαρή συμπάθεια που προκαλεί η συνάφεια
ή οι ιστορίες που κυκλοφορούν για οικογενειακές τραγωδίες
που ξεπεράστηκαν με την προβλεπόμενη αισιοδοξία
και την ακριβή δόση ειρωνείας,
αλλά και τα σημάδια βιολετί χρώματος
που μπλαβίζουν στο εσωτερικό
μέρος του δεξιού μπράτσου
του γιου μου του Μαρτίν
–χειμώνας του ′14–
που έχουν το σχήμα τεσσάρων δαχτύλων
και πλέον δεν σβήνουν
μιλούν για μένα. 

ΕΙΧΑ μια κοπέλα πριν κάποια χρόνια
εκείνη και το κοριτσάκι της ήρθαν να μείνουν μαζί μας
για τη μικρή ετοιμάσαμε ένα δωμάτιο
αρχίσαμε να κάνουμε ντους δυο δυο
δεν ξέρω αν ήμαστε ευτυχισμένοι, ποιος αναρωτιέται τέτοια πράγματα,
ποιος βήχει δύο χρόνια ζωής σ’ ένα μαντήλι
και μελετάει τη μορφή του λεκέ του αίματος
κι ανακοινώνει αν είναι πάνω ή κάτω από τη βάση; Πέρασε ο καιρός
κι έπειτα, ένα απόγευμα, δεν πάει καιρός, μ’ αυτά
τα ποιήματα πια στα χέρια μου θυμήθηκα κάτι
από εκείνη την εποχή: ότι οι φίλες της τη συμβούλευαν,
την κοπέλα μου, να μας αφήσει αμέσως,
«μην επιτρέψεις να μεγαλώσει η κόρη σου σ’ εκείνο το σπίτι»,
και δεν ξέρω για ποιο λόγο έβαλα αυτή τη φράση σ’ ένα συρτάρι,
μέσα στο σκοτάδι μέχρι τώρα σαν παραμορφωτικός καθρέφτης,
που προκαλεί φόβο γιατί δεν ξέρεις τι πρόκειται να δεις,
όταν κοιταχτείς, ή σαν υπερβολικά διαυγής, το ίδιο κάνει
και τώρα κοιτάζομαι και εξακολουθώ να μην βλέπω καλά
(Σε τι αναφέρονταν; Στον αυτισμό; Στις φροντίδες;
Στα παιδιά ή στον πατέρα; Στη φτώχεια; Στην αθλιότητα;)
το είδωλό μας στην αντανάκλαση. Θα ψευδόμουν αν έλεγα
πως πλέον δεν τρέμω όταν κοιτάζω
αλλά μερικές φορές κοιτάζω.


ΓΙΑ τι πράγμα μιλάει αυτή η μουσική που λέει να λικνίζεσαι,
ν’ αγαπάς όλα τα σώματα και να χορεύεις στις σκεπές
να βάλεις φωτιά στον κόσμο και να φτιάξεις έναν άλλο
πιο δίκαιο και φωτεινό; Άραγε ποιον προσμένει
όποιος είναι σίγουρος πως, μια ευτυχισμένη ημέρα, θα βρει κάποιον
και δεν θα χωρίσουν ποτέ; Όχι εμένα,
όχι τον γιο μου κι εμένα. Όσο πιο
όμορφο το παραμύθι τόσος λιγότερος είναι ο χώρος
που έχουμε εμείς σ’ αυτό. Αν τραγουδάμε πού και πού
είναι γιατί γνωρίζουμε τα λόγια επειδή τ’ ακούσαμε στο ράδιο
τη ζωή των άλλων
τραγουδάμε.

ΜΕ πλησιάζει ο φίλος ενός φίλου,
ένας τύπος πολύ όμορφος, μαυρισμένος, ντυμένος
από μέσα με τα πλουσιοπάροχα υφαντά της εσωτερικής γαλήνης
απέξω με υφάσματα αειφόρα, αιθέρια, σχεδόν μυστικιστικά,
πανέμορφα ενδύματα του μέλλοντος, από άλλους πιθανούς κόσμους,
διαφορετικούς από τούτον όσο η εποχή του χαλκού από την εποχή του λίθου,
μιλώντας μια ανώτερη γλώσσα. Κι έρχεται να μου μιλήσει
για τον γιο μου. Ανοίγω τα αφτιά μου
έτοιμος να δεχτώ το Λόγο,
επιβάλλοντας σιωπή εντός του κρανίου μου,
κάτι πρόκειται να συμβεί από στιγμή σε στιγμή ήδη έχει αρχίσει
το Λογύδριο η Ενέργεια η Θεραπεία
θα κρατήσει κάμποσο ακόμη
δεν το έχω συνειδητοποιήσει αλλά έχω χώσει το χέρι μου στην τσέπη
παίζω με τα κλειδιά αν αποκαλούμε παιχνίδι
το να τα σφίγγω με τη γροθιά μου τοποθετώντας τις εγκοπές τους
ανάμεσα στους κόμπους των δακτύλων. Το να τα σφίγγω πολύ.
Τώρα έρχεται ο φόβος. Επειδή δεν ξέρω τι πρόκειται να συμβεί
όταν τελειώσει το λογύδριο και θα πρέπει να κάνω κάτι,
να απαντήσω πώς; Θα του σπάσω άραγε
τα μούτρα αυτού του τόσο ωραίου άντρα με τα κλειδιά της πόρτας μου,
θα φανούν τα κόκαλα των τέλειων ζυγωματικών του, του σαγονιού του;
Για μια στιγμή εξετάζω την πιθανότητα να προσπαθήσω να του εξηγήσω κάποια πράγματα
απ’ αυτά που συμβαίνουν στο υπόγειο όπου διαδραματίζεται η ζωή μας
και τα οποία κατά πάσα πιθανότητα εκείνος, το πλάσμα του φωτός, δεν έχει υπόψη του.
Βλέπω ως όραμα να τον ρίχνω στο έδαφος και να τον κλωτσάω στο κεφάλι
να του ουρλιάζω δεν ξέρεις τι σκατά σού γίνεται να του λέω με ενοχοποιείς
για νευρωνικές διαδικασίες που ακόμα δεν έχουμε κατανοήσει,
τι θα ακολουθούσε μετά από τι; Συγκεντρώνομαι και σιωπώ,
ίσως να βάζω τα γυαλιά ηλίου (εσωτερικό νύχτα),
να σφίγγω τα δόντια περισσότερο από καθετί άλλο,
να γνέθω αυτό το ποίημα ως εναλλακτική επιλογή.


ΥΠΑΡΧΕΙ ένα σωστό μέρος για μένα δίπλα στον γιο μου
περιφερόμενος τα πρωινά
ουρλιάζοντας τα βράδια
ένα μέρος με το όνομά μου στο κέντρο της αθλιότητας
και της αυτοσυγκράτησης.
Δεν είναι απαραίτητες πλέον οι λέξεις
υπάρχουν αποθέματα χλιαρής μπύρας
δεν αναχωρούν πλέον από το σπίτι μου ποιήματα σαν αυτά
ούτε τηλεφωνούν άλλοι φίλοι
ούτε προσπαθώ να επαναλάβω αυτό που πάντα τους λέω
αυτό που πάντα τους λέω.


ΤΙ σκέφτονται οι γυναίκες που μας κοιτούν
και ποτέ δεν λένε τίποτα; Το απόγευμα
την ώρα των εκδηλώσεων και των συναθροίσεων
μόνο εκείνες μένουν έξω με τα παιδιά,
έξω με τους γέρους, με τους αρρώστους,
καθισμένες δίπλα σε κρεβάτια, να σηκώνονται
την ώρα του χειρότερου εφιάλτη.
Γυναίκες.
Τώρα σας βλέπω.


ΚΑΝΕΙΣ δεν έχει ιδέα τι θα πει επανάληψη
αν δεν έχει ζήσει προηγουμένως μ’ ένα αυτιστικό παιδί
που κοιτάζει το ίδιο βίντεο στο YouTube
μέχρι να το απομνημονεύσει τελείως. Λέξεις,
ήχους, φωτιστικά εφέ
κι όλα τα αντικείμενα. Για να αδυνατίσεις
συνιστώ αυτή την ταινία του Μέμπιους
να βυθιστείς σε μια επαναλαμβανόμενη ζωή δίχως τέλος
και για να διαπερνάς τους τοίχους. Χάνουν
οι λέξεις το νόημά τους, η μουσική τον έρωτά της
και οι πράξεις το σκοπό τους. Δεν συμβαίνει συνήθως
να βγαίνουμε για κυκλικούς περιπάτους, σ’ όλη την πόλη
δίχως να γινόμαστε αντιληπτοί. Τις Παρασκευές
βγάζουμε ουρλιάζοντας μια ψυχοφωνία
και την κάνουμε τρέχοντας.


ΑΝ δεν έχετε δει ποτέ σας ένα τρομερό pieceofshit
ιδού μπροστά σας μια Δευτέρα φθινόπωρο του ′14
φάτσα από το επέκεινα η αγάπη του τον έχει παρατήσει
σέρνεται στο σουπερμάρκετ αόριστα σχέδια αποκατάστασης
αγοράζει σούπες γιαούρτια μπύρες χωρίς αλκοόλ
που δεν θα τις πιεί τον ρωτούν για τα παιδιά
απαντάει ότι είναι καλά και ξάφνου
βιώνει μια αποκάλυψη
στη μέση του διαδρόμου με τα αλλαντικά
παρατηρεί τον εαυτό του αρρωσταίνει από καταφρόνια
ελάχιστα έχω κοιμηθεί κάνει να πει εν είδει δικαιολογίας
αιωνίως η ίδια κανείς δεν την ακούει πλέον
αφιερώνει στον εαυτό του ένα ποίημα αλλά ακόμη δεν παίρνει το θάρρος
να του βάλει λέξεις φυλάει τη φωτογραφία
για πολύ αργότερα εγκαταλείπει
το έρημο σουπερμάρκετ
κάνοντας το συναγερμό να χτυπήσει
αλλά κανείς δεν φαίνεται
να σηκώνει το βλέμμα.


ΖΩ με τον Μαρτίν και με το θόρυβο
αντικειμένων που σπάνε
από πλαστικό γυαλί
πεποιθήσεις ή μοριοσανίδα
στην αρχή τα παρατούσα σε μια γωνιά
ελπίζοντας στην ύπαρξη ενός μέλλοντος δίχως αυτά
αλλά συσσωρεύτηκαν:
το μισό σπίτι μου
το διαλυμένο
δεν καθαρίζεται ποτέ
το άλλο μισό
αντέχει κακήν κακώς
γι’ αυτό διασχίζουμε
τους διαδρόμους γρήγορα σιωπηλοί
κοιτάζοντας το πάτωμα
δίχως να αναπνέουμε.


ΤΣΑΡΟ

ΜΕΡΙΚΕΣ φορές βλέπω στα όνειρά μου τη γυναίκα που λείπει.
Δεν μιλάει. Κοιτάζει τα πέδιλά της. Φοράει ένα φόρεμα
χρώματος μπλε σκούρο. Όταν το βγάζει
εκείνη πλέον δεν είναι εκεί. Μας σκεπάζει μ’ αυτό
τα παιδιά κι εμένα
τώρα μας περιθάλπουν αναρίθμητοι
άγνωστοι αστερισμοί.


ΟΤΑΝ ο Μαρτίν είναι ξύπνιος και ουρλιάζει
κι εγώ δεν ξέρω πια τι να κάνω μέσα στα άγρια χαράματα
και ξέρω ότι πια έχει ξυπνήσει όλη η πολυκατοικία
και σχεδόν μπορώ ν’ ακούσω το τι σκέφτονται αυτή
η έκθεση στις κακουχίες όπως το να κοιμηθείς στο δρόμο
να χαθείς σε ερήμους
να πλέεις στην ανοιχτή θάλασσα
οποιοδήποτε (λέω οποιοδήποτε)
καταφύγιο θα μου ’κανε.

{ Η συνέχεια στο επόμενο τεύχος }



 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: