Συμμαζέψτε τα κομμάτια που απέμειναν
Γκιον Μπουζούκου
…ποιος ξέρει να πει τι σημαίνει και τι όνειρα πυροδοτεί η λέξη θάλασσα σε τόπους όπου θάλασσα δεν υπάρχει; Για μια πόλη, τι σημαίνει η παρουσία της στις παρυφές της: μιας θάλασσας που σου προκαλεί φόβο όταν κοιμάται γαλήνια και σε κατατρομάζει, όταν ξυπνάει μανιασμένη, εκσφενδονίζοντας πλοία σαν καρυδότσουφλα και ανθρώπους σαν σκλήθρες;
Δεν ήταν αυστηρή η κρίση του Φουκώ. Καθώς συλλέγω θραύσματα αναμνήσεων, αρχίζω κι εγώ να πιστεύω ότι σε πολιτισμούς δίχως πλοία, τα όνειρα στερεύουν, η κατασκοπεία αντικαθιστά την περιπέτεια, ο αστυνόμος αναλαμβάνει ρόλο πειρατή, όπως το κράτος, που σε ανελεύθερες χώρες μπορεί να λάβει τη μορφή θαλάσσιου θηρίου.
Άραγε, μια τέτοια μετάλλαξη είχε υποστεί και η θάλασσα της παιδικής μου ηλικίας; Είχαν υπάρξει περισσότεροι στρατιώτες και αστυνομικοί γύρω μου, παρά πειρατές και τυχοδιώκτες; Στερήθηκα τα καράβια και τα ταξίδια; Είχε σβήσει σαν φλόγα στο νερό, το πάθος για δόξες και περιπέτειες προς αναζήτηση της τύχης, αγναντεύοντας από την κορυφή του καταρτιού; Μήπως ξεθώριασαν μαζί του και οι πειρασμοί που σε ωθούν σε κινδύνους, καθώς ψάχνεις να ανακαλύψεις χρυσά νομίσματα και πολύτιμα πετράδια, κρυμμένα σε νησιά σημαδεμένα με σταυρούς και σε θαλάσσιες σπηλιές; Ο οίστρος για λεηλασίες, για κυνήγι, λαθρεμπόριο αλκοόλ, φόνους, κατακτήσεις νησιών και ερωτικά παιδέματα με αρπαγές γυναικών, είχε καταποντιστεί για πάντα στα αβαθή της Τσουρίλα;
Όταν γεννήθηκα οι μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις είχαν ολοκληρωθεί. Ο παγκόσμιος χάρτης είχε τελειοποιηθεί και η πλοήγηση μέσω των άστρων δεν μελετούνταν πλέον στις ναυτικές σχολές. Παρόλο που η κινητήριος δύναμή τους άλλαξε αρκετές φορές -από τα κουπιά στα πανιά και από τον ατμό στους κινητήρες εσωτερικής καύσης- τα πλοία, ακόμη και μετά από χιλιάδες χρόνια χρήσης, απέδειξαν ότι ήταν αναντικατάστατα. Το μέσον που φυλασσόταν σε τοιχώματα προϊστορικών σπηλαίων και αγκυροβόλια, ήταν αναπόφευκτο όσο και η έκδηλη αδυναμία μας για το σχήμα του. Η εξάρτηση του ανθρώπου από το πλοίο έγινε ακόμη πιο προφανής, όταν, στην πρώτη του έξοδο στο διάστημα, δεν κατάφερε να βρει άλλη λέξη για να αποκαλεί το μέσο διαφυγής από την εστία του. Το αποκάλεσε «διαστημόπλοιο», μαρτυρώντας ότι οι δυο τους, δεν συσχετίζονταν απλά, αλλά είχαν γίνει ένα από καιρό. Ωστόσο, αυτό που θα καθιστούσε άρρηκτη τη μεταξύ τους σχέση, ήταν το γεγονός ότι ο άνθρωπος, πέντε αιώνες μετά την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου από τον Κολόμβο, βάφτισε με τη λέξη «πλοήγηση» και την αναζήτηση στον Νέο Κόσμο του Διαδικτύου. Ήταν πια σαφές: η σχέση του ανθρώπου με το τρίπτυχο πλοίο-θάλασσα-πλοήγηση ήταν μονογαμική.
Τότε, ούτε τα ήξερα, ούτε τα σκεφτόμουν όλ’ αυτά. Μόνο παρατηρούσα ότι μαζί με τα συντρίμμια των τσακισμένων πλοίων και σκαφών, τα κύματα ξέβραζαν στην ακτή πνιγμένους ήρωες παραμυθιών και βιβλίων με ναυτικούς και θαλασσινά ταξίδια. Πνίγονταν όλοι τους. Σχεδόν. Κατέφθαναν άλλοι. Διάφοροι επιζώντες (όπως και το όνομα Μιεγκλός), ξεπρόβαλλαν κατά καιρούς στη μνήμη μου.
Τι «τόπος»!… Μα, γιατί είχε κολλήσει στη θύμησή μου, όπως κολλήσανε το 1958 στα αβαθή του Δυρραχίου οι φάλαινες, τις οποίες λιάνισαν με μαχαίρια και μπαλτάδες, χασάπηδες που κατέφθασαν από τα Τίρανα, την Καβάγια και το Σιγιάκ προς βοήθεια των Δυρραχιωτών; Τον είχα ονειρευτεί τον Μιεγκλός ή μου ’χε μιλήσει κάποιος γι’ αυτόν; Δεν ξέρω. Πάντως, τον φανταζόμουν σαν έναν τόπο, κάπου στα αλβανικά παράλια, όπου τα γυμνά βουνά έμοιαζαν με γέρους που ανυπομονούσαν να βουτήξουν στη θάλασσα σαν να ήταν παιδιά. Ο Μιεγκλός ήταν το μέρος όπου οι βράχοι κατρακυλούσαν από τους κρημνούς, πέφτοντας με πάταγο στα νερά και οι ομίχλες των κορυφογραμμών περιπλέκονταν με τα φορτωμένα αστραπές μεγάλα σύννεφα που έριχναν χαλάζι σαν πέτρες.
Αυτός ήταν ο δικός μου Μιεγκλός. Οτιδήποτε συνέβαινε στη θάλασσα, για μένα συνέβαινε μόνο στον Μιεγκλός. Τον επισκεπτόμουν συχνά· στη φαντασία και στα όνειρά μου. Τον ένιωθα τόσο δικό μου, ώστε κάθε μέρα, συνήθως τα βράδια, ανάβαμε μια φωτιά στο χωράφι, μαζευόμασταν με τους φίλους και, σαν να επρόκειτο για ακόμη ένα επεισόδιο κάποιας τηλεοπτικής σειράς, τους εξιστορούσα τα νέα από τον Μιεγκλός. Για μένα, ο λόγος ύπαρξής του ήταν επειδή ένας βασιλιάς της θάλασσας είχε αναθέσει στους υπηκόους του το καθήκον να δημιουργούν τα κύματα και να τα φυλάνε μην τυχόν και τους τα κλέψει κανείς. Ακριβώς. Όχι τους λόφους με τους αμπελώνες και τα εσπεριδοειδή, ούτε τις κυματιστές κορυφογραμμές, αλλά τα κύματα. Τα κύματα ανήκανε στο βασιλιά. Καθήκον των υπηκόων του ήταν, αφού τα κατασκευάσουν, να τα μετράνε κάθε μέρα και κάθε νύχτα και να φροντίζουν ώστε να ταξιδεύουν στον κόσμο, αλλά να επιστρέφουν ξανά. Αν κάποιο κύμα έχανε το δρόμο του ή αργούσε να επιστρέψει, ρίχνονταν σε βάρκες και σε πλοία σαν να καβαλούσαν άλογα και ξεχύνονταν στις απέναντι ακτές της Αδριατικής. Εξυπακούεται, ότι η επιστροφή του χαμένου κύματος στους κόλπους της γενέτειρας δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ενίοτε έπρεπε να διεξάγουν μάχες κι άλλες φορές να προβούν σε αντίποινα. Κατά καιρούς, οι ίδιοι αφοσιωμένοι άνθρωποι στην ναυσιπλοΐα και στην φύλαξη των κυμάτων, δολοφονούσαν, έκλεβαν, λεηλατούσαν τους κατοίκους των απέναντι ακτών.
Αυτά έλεγα στους φίλους μου κάθε βράδυ, μα πιο πολύ, από τις ιστορίες που μου άρεσε να αφηγούμαι, με εντυπωσίαζε η στιγμή που οι κάτοικοι του Μιεγκλός, μεταμορφωμένοι από βοσκοί κυμάτων σε πειρατές, έβγαζαν τα παπούτσια τους στο πλοίο, τα φορούσαν ανάποδα -με τη μύτη προς τη φτέρνα- και πηδούσαν στη στεριά. Έτσι, με τα παπούτσια φορεμένα ανάποδα, περπατούσαν στις ακτές και στις αμμουδιές και εκπλήρωναν τους σκοπούς τους. Λέγονταν πολλά, μα ποτέ δεν αποδείχθηκε το πότε έφευγαν και πότε επέστρεφαν από τις επιδρομές οι παράξενοι εκείνοι άνθρωποι, για τους οποίους έγραφαν στις αναφορές που αποστέλλονταν στο βασιλιά της θάλασσας: στον τόπο τους υπάρχουν 250 αρτοποιεία και περισσότερα από 300 τσαγκαράδικα. Κάθε σπίτι, για να μην πούμε κάθε κάτοικος, διέθετε το δικό του αρτοποιείο και τσαγκαράδικο.
Για να διατηρώ ζωντανή την περιέργεια των φίλων μου, έπρεπε να τροφοδοτώ συνεχώς με γεγονότα και συμβάντα την αδηφάγα αφήγησή μου. Γι’ αυτό ξεμπάρκαραν στο Μιεγκλός οι ήρωες του Πέτρο Μάρκο, οι οποίοι ήξεραν να μιλούν την «ανάποδη γλώσσα». Ακολούθησαν οι παλιοί θαλασσόλυκοι με τα ξύλινα πόδια που έπιναν ρούμι στο κατάστρωμα, οι ναυτικοί με τα παλιά, χάλκινά μονοκυάλια και οι ομιλούντες παπαγάλοι του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον. Μια φορά χρειάστηκε να φέρω το «Ναυτίλο» του Ιουλίου Βερν, για να μην αναφέρω ότι ολόκληρες σκηνές από την ταινία για τον Μόμπι Ντικ κι από την «Ταβέρνα της Τζαμάικα» του Χίτσκοκ μεταφέρθηκαν στις άγριες ακτές του Μιεγκλός, φωτισμένες από τη λάμψη του φεγγαριού, τις λεπίδες των μαχαιριών και το άστραμμα των πυροβολισμών.
Χρόνια μετά, διαβάζοντας παλιά κείμενα για τη Χειμάρρα και τα χωριά Βούνο, Δρυμάδες, Παλάσα, Κούδεσι και Κηπαρό, με τα σχολεία και τις πολλές εκκλησίες τους, καθώς και για το μέρος όπου στους κήπους της ακροθαλασσιάς «οι γυναίκες καθισμένες υπό τη σκιά συκιών και κυπαρισσιών τραγουδούσαν απλά στην αλβανική», πίστεψα όχι αυτό που γνώριζαν οι πάντες για την τοποθεσία του Μιεγκλός, αλλά ότι ο Μιεγκλός, είναι ο τόπος όπου κάθε παιδική ηλικία (με μάτια στραμμένα προς τη θάλασσα) κάποτε θα φτάσει.
Τέτοιοι άνθρωποι και τέτοια γεγονότα διέσχιζαν απ’ άκρη σ’ άκρη τη θάλασσα της φαντασίας μου, καβάλα στα κύματα, πριν ακόμη εμφανιστώ στα όνειρα των ακτών του Δυρραχίου, όπου γεννήθηκα. Αλλά όταν γεννήθηκα, η θάλασσα, σαν να μην ήταν πλέον η ίδια. Είχε μεταλλαχθεί. Είχε γίνει πιο κραταιή, όπως ομολογούσαν οι πάντες. Όμως, είτε την αντίκριζες από κοντά είτε από μακριά, αντί του καθρέφτη με τις διαθλάσεις του, σου προσέφερε μια γαλάζια πλωτή έρημο, γεμάτη με βαρύ, πλωτό σίδερο. Είχε αλλάξει χρώμα, σαν να τρεφόταν με σκουριά.
Η θάλασσα μου έγινε Αγία. Δεν φόνευε πια. Δεν ψευδόταν. Δεν μεθούσε. Δεν ξερνούσε. Έγινε υποδειγματική. Επέστρεφε στην ώρα της στο λιμάνι. Δύσκολα εύρισκες θάλασσα τόσο πειθαρχημένη. Σαν εξέρχονταν τα μεγάλα πλοία απ’ το λιμάνι, αντανακλούνταν στο νερό ανάστροφο το όνομά τους, γραμμένο στις δύο παρειές της πλώρης. Ήταν βαμμένα με μπογιά προς το χρώμα του δελφινιού, ενώ ψηλά στο φουγάρο έφεραν τα χρώματα της σημαίας. Έμοιαζαν με μεγάλα θαλάσσια θηλαστικά που βγήκαν για να αναπνεύσουν, πριν εξαφανιστούν στο βάθος του ορίζοντα, για να επιστρέψουν εβδομάδες ή μήνες μετά - όσο διαρκούσε το ταξίδι. Η ειδυλλιακή εργασιακή ατμόσφαιρα γινόταν θρύψαλα μόλις εμφανίζονταν τα γρήγορα πολεμικά πλοία που περιπολούσαν κοντά στις ακτές, σαν να ήθελαν να μας θυμίσουν ότι η ειρήνη είναι εύθραυστη όπως τα ύδατα, ενώ ο πόλεμος είναι πάντα κοντά.
Θάλασσα εργάτρια, που με τα πλοία στο στήθος σαν παράσημα ουντάρνικου, προέβαλλε στον πίνακα της σοσιαλιστικής άμιλλας στην κεντρική πλατεία της πόλης. Έτσι τη θυμάμαι. Ταπεινωμένη. Υποταγμένη. Σεμνή. Σαν να την είχαν εκμεταλλευτεί ως το μεδούλι. Έτσι την έβλεπα. Θάλασσα που δούλεψε τρεις βάρδιες, σα γονέας, για να φέρει λίγη παραπάνω ευημερία και χαρά στο σπίτι. Είχε την όψη μετανοημένου φταίχτη. Παρόλο που τα πλοία της ξεφόρτωναν τρόφιμα, υφάσματα και μηχανήματα, παιχνίδια και οπλισμό, δεν μπορούσε να κρύψει τα αμαρτωλά της μάτια, ασχέτως αν εγώ, τουλάχιστον μέχρι τότε, δεν ήξερα ότι τις δυστυχίες μάς τις έφερνε αυτή. Έτσι κενή, όπως ένα μυαλό δίχως όνειρα, δίχως περιπέτεια και φαντασία, η θάλασσα της παιδικής ηλικίας δεν μου θύμιζε καθόλου την κυρία που της αφαιρούν τα στολίδια απ’ το στήθος και την υποχρεώνουν να εργαστεί στα βαμβακοχώραφα.
Η θάλασσα εκείνη μου θυμίζει έναν ναύαρχο, τον οποίο, αφού του αφαίρεσαν τα μετάλλια και τα παράσημα από το στήθος, τις επωμίδες απ’ τους ώμους και την κονκάρδα από το καπέλο, τον ανάγκασαν να σταθεί μπροστά σε ανθρώπους που δεν ξέρουν πώς να τον αποκαλούν και πώς να του αποδίδουν τιμές, σαν να ήταν ξένος σ’ αυτά τα μέρη. Λες και δεν είχε ζήσει ποτέ δίπλα μας. Λες και δεν συνέβαλλε στη διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής των ακτών, στις ασθένειες και την ευημερία των κατοίκων. Λες και είχαν ξεχαστεί τα κατορθώματά της που αναφέρονται σε θρύλους και σε χοντρά βιβλία ιστορίας, όπως ξεχνιέται ένας κακοήθης τύπος που υποκινεί τη διατάραξη της τάξης και υποθάλπει τις αυτοκτονίες στην πόλη.
Τι ήταν για μας η θάλασσα; Είχε καταφέρει να καταστεί ψυχική γεωγραφία; Σε ποιον ανήκε η έκτασή της στην αρχή και στο τέλος της ημέρας; Και στο κάτω κάτω, σε ποιον ανήκαν τα νερά, που έκαναν την πόλη-φρούριο «με τα κολλητά κτίρια και τα τείχη με τα πλατιά θεμέλια, να μοιάζει σαν ψηλό βουνό στην ακτή της Μεσογείου»;...