——— ≈ ———
ΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΩΝ
ΜΕΡΟΣ Γ΄
——— ≈ ———
ΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΩΝ
ΜΕΡΟΣ Γ΄
6. Κοινωνία - θεσμοί (Α)
Σ’ αυτήν εδώ την ενότητα εντάχθηκαν συνειδητά ετερογενείς με μια πρώτη ματιά όροι, χωρίς αυστηρή ειδολογική κατάταξη, ακριβώς για να καταστεί σαφής ο κοινωνικός χαρακτήρας της γλώσσας, ο οποίος συχνά υποτιμάται ή υποβαθμίζεται.
Το μείζον θέμα στη σημερινή τεχνοκρατούμενη κοινωνία, η οποία προσφέρει ασυνήθιστες δυνατότητες που διευκολύνουν ποικιλοτρόπως τη ζωή μας, είναι αυτό που εκφράζει ο νεολογισμός ανθρωπινότητα
που δηλώνει τόσο την ιδιότητα του ανθρώπου όσο και την ανθρωπιά.[1]
Οι δύο σημασίες βρίσκονται σε στενή αλληλεξάρτηση με κοινό αντώνυμο την αποκτήνωση. Η απανθρωπιά, την οποία αντιμάχονται οι πάντα ευαίσθητοι και κοινωνικά ευαισθητοποιημένοι ποιητές, διαφαίνεται στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται, σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες.
Το νεολογικό επίθετο αντιμεταναστευτικός, «που αντιτίθεται στη μετανάστευση ή τον μετανάστη», φέρνει στην επιφάνεια αυτή ακριβώς την απαράδεκτη στάση η οποία εκδηλώνεται είτε με αντιμεταναστευτικές θέσεις είτε ως επίσημη ή ανεπίσημη αντιμεταναστευτική πολιτική. Πολλοί λίγοι συνειδητοποιούν ότι η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μετακινήσεις πληθυσμών, με αποικισμούς και εποικισμούς, και ότι η αντιπαλότητα ανάμεσα στο «εμείς» και «οι άλλοι» είναι παμπάλαια. Η ετερότητα (otherness) ανέκυψε από τότε που δημιουργήθηκαν οι πρώτες οργανωμένες κοινωνίες.[2] Τα προσφυγόπουλα και τα μεταναστόπουλα ενσωματώνονται εύκολα στη νέα τους πατρίδα. Ύστερα από δύο γενιές, οι άνθρωποι αυτοί έχουν ενσωματωθεί στο νέο τους περιβάλλον, νιώθουν και είναι Έλληνες, όπως μας υπενθυμίζει το αιώνιο πολιτικό και ιδίως ηθικό πρόταγμα του Ισοκράτη.
Στις σύγχρονες κοινωνίες ανακύπτει εντονότερα το θέμα της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών. Κατά τον Colin Crouch (γεννήθηκε το 1944), Βρετανό κοινωνιολόγο και πολιτικό επιστήμονα, βρισκόμαστε στην εποχή της μεταδημοκρατίας (metademocracy), όρο που έπλασε ο ίδιος το 2000. Ο νεολογισμός αποδημοκρατικοποίηση, γερμανικά Entdemokratisierung, που υπάρχει ήδη σε αρκετά σώματα κειμένων, δηλώνει τη σταδιακή διαδικασία μετασχηματισμού της δημοκρατίας σε μια μορφή διακυβέρνησης πίσω από την οποία παρεμβαίνουν με υπόγειες διαδρομές τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, με αποτέλεσμα να θίγεται η ουσία της δημοκρατίας που είναι η δύναμη των απλών πολιτών. Οι συνέπειες του οικονομικού φιλελευθερισμού δεν είναι ακόμα απόλυτα ορατές γιατί τυπικά οι θεσμοί λειτουργούν.
Παρεμφερής από μορφολογική άποψη είναι ο ρηματικός σχηματισμός απονομιμοποιώ «αίρω τη νομιμότητα θεσμού η διαδικασίας», όπως δείχνει το παράδειγμα: Η μνημονιακή πολιτική απονομιμοποιήθηκε. Πρόκειται για μεταφραστικό δάνειο, αγγλ. delegitimize, 1968, delegitimate, 1972, γαλλ. délégitimer, περ. 1980. Ύστερα από μισό αιώνα ήρθε ο καιρός να μπει η λέξη αυτή σε νεοελληνικό λεξικό, όπως και το παράγωγο ουσιαστικό απονομιμοποίηση «άρση του νόμιμου ή νομιμοφανούς χαρακτήρα ενός θεσμού, μιας διαδικασίας», αγγλ. delegitimation, delegitimisation, delegitimization, γαλλ. délégitimation.
Η ξενικότητα & ξενότητα (αγγλ. foreignness, «το να είναι κανείς ξένος», γαλλ. étrangeté («το παράδοξο, το αλλόκοτο»), εντάσσεται στο ευρύ σημασιολογικό πεδίο της ετερότητας. Απαιτείται συστηματική παιδεία και καλλιέργεια για να επανέλθουμε στο αρχαίο πρότυπο της φιλοξενίας (philoxenia), λέξη που σήμαινε την υποδοχή των ξένων με φιλόφρονα αισθήματα και υμνήθηκε από τους λυρικούς ποιητές Θέογνη και Βακχυλίδη. Τα προσφιλή στην αρχαιότητα ανδρικά ονόματα Ξενόφιλος, Φιλόξενος και Ξενότιμος αποδεικνύουν την εκτίμηση που έτρεφαν οι άνθρωποι σε όσους φιλοξενούσαν αλλοδαπούς. Ήδη στα ομηρικά έπη ξένος χαρακτηριζόταν ο καταγόμενος από άλλη χώρα και ο φιλοξενούμενος. Ξένος ήταν αυτός που ερχόταν από μακριά, όχι μόνο ο άνθρωπος, αλλά, λ.χ. και ο άνεμος. Η δευτερογενής σημασία «ασυνήθιστος» έχει απόλυτα λογική και ψυχολογική βάση, καθώς αναδύεται αυτόματα η επιφυλακτικότητα απέναντι σε ανθρώπους ή άψυχα όντα που δεν μας είναι οικεία. Στην αρχαιότητα ξενών, όπως μας λέγει ο Πλάτωνας, ήταν δωμάτιο ή κατοικία ειδικά για φιλοξενούμενους. Στο έργο Νεαραί (Corpus iuris civilis) του Ιουστινιανού, η λέξη δήλωνε το ξενοδοχείο, με την κυριολεκτική έννοια του πρώτου συνθετικού, δηλαδή το «καταφύγιο των ξένων». Σήμερα υπάρχουν οι κλειστές δομές, ειδικοί χώροι ή εγκαταστάσεις για πρόσφυγες και μετανάστες.
Η αλλοτριότητα (αγγλ. strangeness) δεν είναι απλώς η ιδιότητα του αλλότριου, αλλά μια μορφή ξενικότητας, αποτέλεσμα της αλλοτρίωσης, της αποξένωσης από τον ίδιο τον εαυτό μας, αλλά και από τους άλλους.
Η τριτοκοσμικότητα
παίρνει τη θέση της στο Χρηστικό Λεξικό
για να μας υπενθυμίζει τους κινδύνους που ελλοχεύουν και στη χώρα μας καθώς υπάρχουν περιπτώσεις που ανακαλούν στη μνήμη τριτοκοσμικές καταστάσεις. Το μόρφημα -ότητα δηλώνει ιδιότητα ή κατάσταση σχετική με τη σημασία της πρωτότυπης λέξης. Συχνά αποτυπώνει τη διαδικασία ή και το αποτέλεσμα μιας ενέργειας.[3]
Η τριτοκοσμικότητα σε πολλές χώρες είναι εμφανής στα αποδιοργανωμένα νοσοκομεία, την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής σε ορισμένες περιοχές των μεγαλουπόλεων. Στο σημασιολογικό πεδίο της τριτοκοσμικότητας ανήκει η υπανάπτυξη και πολλές λέξεις του καταγγελτικού προφορικού λόγου, όπως: μπάχαλο και μπατεσκυλοαλεστισμός.
Ο δυσφημισμός υπήρχε και στην αρχαιότητα ως δυσφημία «διαβολή, δυσφήμηση» και στα μεταγενέστερα χρόνια ως δυσφήμημα «εξύβριση, βλασφημία». Σήμερα όμως η κατάσταση έχει λάβει διεθνώς μεγάλες διαστάσεις. Στη γλώσσα μας καταγράφονται εθνοτικοί και φυλετικοί δυσφημισμοί (racial slurs), όπως αλβανός, αράπης, γύφτος, που αναπαράγουν απαράδεκτα κοινωνικά στερεότυπα. Η ισλαμοφοβία, γαλλ. islamophobia, 1910, αγγλ. ~, 1923, δηλώνει τον παράλογο φόβο και την απέχθεια που νιώθει κάποιος για το ισλάμ και γενικά τους μουσουλμάνους. Συχνά αποβαίνει «βούτυρο στο ψωμί των φανατικών». Το παράγωγο επίθετο ισλαμοφοβικός έχει, επίσης, ευρύτατη διάδοση. Η ισλαμοφοβική ρητορική, με σχετικές δηλώσεις και επιθέσεις, οδηγεί σε αδιέξοδα. Οι τρεις νεοελληνικές «αφηγήσεις» της ισλαμοφοβίας (ακροδεξιά, συντηρητική, φιλελεύθερη) εδράζονται στο φόβο της εξτρεμιστικής βίας. Η ισλαμοποίηση, αγγλ. islamization, γαλλ. islamisation, 1903, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ισλαμοποιώ, γαλλ. islamiser, 1862, συνδέονται, όπως τα παλαιότερα εξισλαμίζω και εξισλαμισμός, με αρνητικές συνυποδηλώσεις.
Τα τελευταία χρόνια καταβάλλεται προσπάθεια αμοιβαίας κατανόησης των διαφόρων θρησκειών, με όλες τις δυσκολίες που ενέχει ένα τέτοιο περίπλοκο από τη φύση του εγχείρημα, ιδίως όταν συνυπολογιστούν οι ιστορικές περιπέτειες διαφόρων εθνών.
Ο εθνομηδενισμός βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο πολλών συζητήσεων.[4] Το δεύτερο συνθετικό της λέξης αυτής δεν αναφέρεται γενικά στην απαξίωση και την άρνηση. Έχει μακρά προϊστορία στο λεξιλόγιο της πολιτικής ως επαναστατικό κίνημα, που εκδηλώθηκε γύρω στο 1860 στην τσαρική Ρωσία. Απέρριπτε τις αξίες του παρελθόντος και στόχευε στην ανατροπή του καθεστώτος μέσα από τρομοκρατικές ενέργειες. Από τα εξιδανικευμένα ευρωπαϊκά «έθνη-κράτη» του 18ου και του 19ου αιώνα φτάσαμε στο ιδεολόγημα του τέλους των εθνών. Ο εθνομηδενιστής ανταγωνίζεται σε απόλυτες θέσεις και υπερβολές τον πατριδοκάπηλο, αποδεικνύοντας και οι δύο με όσα λένε και γράφουν ότι δεν τους ενδιαφέρει η νηφάλια κρίση. Οι σχετικές συζητήσεις είναι συχνά έντονες και κατά κανόνα άγονες. Το επίθετο εθνομηδενιστικός συνδυάζεται με πολλά ουσιαστικά, γεγονός το οποίο πιστοποιεί τον ζωηρό δημόσιο διάλογο που γίνεται για το θέμα αυτό.[5]
Η ελληνοκεντρικότητα, με σταθερό σημείο αναφοράς την Ελλάδα και τον απαράμιλλο πολιτισμό της, στην ακραία εκδοχή της συσκοτίζει τα πράγματα με αποτέλεσμα ορισμένοι να θεωρούν υποδεέστερους άλλους εξίσου σημαντικούς λαούς και πολιτισμούς.
Η ανά τον κόσμο αναγνωρίσιμη «ελληνικότητα» αποτυπώνεται, εκτός των άλλων, στο θρυλικό τσολιά που σκορπά ρίγη συγκίνησης στους Έλληνες όπου γης.[6] Αυτή η κλασική ομορφιά αποδίδεται στη νεοελληνική γλώσσα, κατά τραγική ειρωνεία της τύχης, με μια τούρκικη λέξη, το τσόλι (çul) που σημαίνει «κουρέλι». Ο «κουρελής» και «ρακένδυτος» «τσολιάς» μετατράπηκε γλωσσικά σε ευσταλή «εύζωνο» το 1868, όταν ιδρύθηκε η λεγόμενη σήμερα (από το 1974 κ.ε.) Προεδρική φρουρά. Οι καθαρευουσιάνοι επέλεξαν την ομηρική λέξη εύζωνος «ζωσμένος καλά» (για γυναίκες) η οποία στον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη χρησιμοποιείται για άνδρες για να δηλωθεί η έννοια «ευκίνητος, γρήγορος», με το χιτώνα σφιγμένο και ανυψωμένο στη ζώνη για μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, και αργότερα για στρατιώτες με ελαφρύ οπλισμό. Ο πολύς κόσμος προτιμά τη λέξη τσολιάς, ενώ αγνοεί το αρχαίο φάριον «δίχτυ από ύφασμα», που πρότειναν οι λόγιοι του 19ου αιώνα, αντί για το φέσι. Ο εύζωνος, επίθετο σε θέση ουσιαστικού, έγινε εύζωνας, κατά το σχήμα: έμπορος, έμπορας.
Η στολή των πρώτων ευζώνων, στην ουσία των αγωνιστών του 1821, απαρτιζόταν από την ιταλική (λευκή) φουστανέλα, την αλβανική φέρμελη (το τουρκικό γιλέκο), και τα τουρκικά (κόκκινο) φέσι και τσαρούχια[7] (με φούντα). Ο Βαυαρός Όθωνας φορούσε με καμάρι σε επίσημες εμφανίσεις την εθνική μας στολή, την ευζωνική, περνώντας το μήνυμα της ταύτισής του με τον ηρωικό Έλληνα.[8]
Ποτέ άλλοτε η ρητορική του ενδύματος δεν ήταν τόσο κραυγαλέα.
Όπως το φέσι δεν ταυτίζεται με το καπέλο, έτσι και το κιπά, το παραδοσιακό σκουφάκι που φορούν κυρ. οι (ορθόδοξοι) Εβραίοι (γαλλ. kippa, αγγλ. kippah), δεν είναι το ίδιο με το «καπελάκι».
Το μπουρκίνι
& μπουργκίνι είναι ολόσωμο μαγιό για μουσουλμάνες.[9]
Λέγεται και μουσουλμανικό ή ισλαμικό μαγιό. Πρόκειται για την αυστραλιανή εμπορική ονομασία burkini που προήλθε από συμφυρμό των λέξεων bur(ka) και (bi)kini. Δεν καλύπτει το πρόσωπο, όπως η μπούρκα, και δεν αποκαλύπτει την κοιλιά και τα άκρα, όπως το μπικίνι. Η απαγόρευσή του στη Γαλλία ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών καθώς θεωρήθηκε από ορισμένες οργανώσεις απτό δείγμα ισλαμοφοβίας.