[ Τεχνητοί δορυφόροι ]
Σειρά σημειωμάτων εν είδει αναγνωστικού ημερολογίου, με αναπότρεπτη εθελοδουλία στη συγκυριακή τυχαιότητα των επιλογών (εκείνα που μου έπεσαν στα χέρια) και σκοπούμενο βαθμό σχετικής ανεξαρτησίας από την εκδοτική επικαιρότητα. Έτσι τιτλοφορούμενα, καθότι, εκ φύσεως ετερόφωτα, βρίσκονται σε τροχιά, περιστρεφόμενα γύρω από το κείμενο με το οποίο ασχολούνται.
Ο προφήτης Δανιήλ και ο μάντης Τειρεσίας
Για το βιβλίο της Λένιας Ζαφειροπούλου,
Αίθουσα των χαμένων βημάτων. 26 ασκεπείς λυγμοί,
Πόλις 2019
Ο προφήτης Δανιήλ και ο μάντης Τειρεσίας
μπαίνουν σ’ ένα μπαρ. Ή μάλλον, για να ’μαι ακριβέστερος, έχουν κλειδωθεί έξω από ένα, ομώνυμο του βιβλίου, μπαρ και αδυνατούν, όσο και αν προσπαθούν, να το διαρρήξουν. Μες στο μπαρ, μπροστά απ’ τα ποτά στα ράφια, στέκεται –και τους περιμένει– ο Διάβολος.
Πώς θα μπορούσα να τους βοηθήσω, παρ’ όλη την παροιμιώδη και υπερβατική τους οξυδέρκεια, να ξεκλειδώσουν την Αίθουσα των χαμένων βημάτων, αν όχι απ’ τ’ όνομά της; Πρόκειται, όπως μας διευκρινίζει η Λένια Ζαφειροπούλου, για αρχιτεκτονικό όρο που συνάντησε σε μυθιστόρημα του Ζέμπαλντ και σημαίνει τη μεγάλη αίθουσα αναμονής ενός δημοσίου κτιρίου, ενός, ας πούμε, σιδηροδρομικού σταθμού. Οι είκοσι έξι ασκεπείς λυγμοί του υποτίτλου αποτελούν παράφραση ενός στίχου του Όσιπ Μαντελστάμ. Και, υπερβάλλοντας, θα ισχυριζόμουν ότι, κατάλληλα πλαισιωμένοι, ο τίτλος κι ο υπότιτλος θα επαρκούσαν ώστε να προσεγγίσουμε το βιβλίο, ν’ ανοίξουμε τις πύλες του, ν’ αφήσουμε τον προφήτη Δανιήλ και τον μάντη Τειρεσία να μπουν, ν’ αντικρίσουν τον Διάβολο και να παραγγείλουν το ποτό τους.
Στην εργασία της Ζαφειροπούλου ξεχωρίζω τη διαύγεια της περιγραφής, τη στιβαρότητα της αφήγησης, την στην εντέλεια χωνεμένη αντίληψη του ιστορικού και πνευματικού παρελθόντος αυτού που αποκαλούμε ευρωπαϊκή ήπειρο ή δυτικό κόσμο, την αίσθηση του θεάτρου και της μουσικής που δεν προκύπτει παρά από την αβίαστη υπόστασή της, την αισθηματική της αγωγή, την αγάπη για την ασχολία.
Η Αίθουσα των χαμένων βημάτων θα μπορούσε, ώς ένα βαθμό, να διαβαστεί ως σκηνές από ένα μυθιστόρημα με θέμα τον βίο και το έργο του Όσιπ Μαντελστάμ, τον θάνατο και τη μεταθανάτια ζωή του. Η παρουσία του διατρέχει το βιβλίο – διαβάζοντάς το, δυσκολευόμουν να μην ανακαλώ τη φυσιογνωμία του, όπως αποτυπώνεται στις φωτογραφίες των κρατητηρίων, να μην ακολουθώ τα ίχνη, πάνω τους, του χρόνου και της κακουχίας, να μην αναλογίζομαι πως ήταν, σαν εμένα, σαραντάρης.
Ο Μαντελστάμ κατονομάζεται ευθέως σε πέντε από τα ποιήματα, αυτά που πραγματεύονται το γνωστό επίγραμμά του για τον Στάλιν (9), την εξαιτίας του σύλληψη, Μάιο του 1934, (4), τον θάνατό του, τέσσερα χρόνια αργότερα (5) και τις ονειρικά ομιχλώδεις, μεταιχμιακές στιγμές που τον ακολουθούν (2, 17). Στην πρώτη εμφάνισή του στο βιβλίο, τον βρίσκουμε ένα εικοσιτετράωρο ήδη πεθαμένο, στις 28 Δεκεμβρίου του 1938. Ο νεκρός φτάνει σε μιαν αίθουσα των χαμένων βημάτων (2):
Μπήκε κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Η αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο,
επιβάτες που κάθονταν σε καναπέδες, καρέκλες και ντιβάνια, σκαμπό
του μπαρ και χαμηλά καλογερίστικα σκαμνάκια. Κανείς δεν μιλούσε, κανείς
δεν κοιτούσε κανέναν. Κάποιοι έπλεκαν μακριά πλεκτά που σέρνονταν
στο πάτωμα και κάποιοι διάβαζαν στητοί εφημερίδα.
«Για δες», σκέφτηκε ο Όσιπ, «όπως ξεπροβοδίζανε τους ταξιδιώτες
στην παλαιά Ρωσία. Καθισμένοι βουβοί όλοι γύρω στη σάλα. Μάλλον πρέπει
να βρω κι εγώ μια θέση. Και τι θα σκέφτομαι όλες αυτές τις ώρες;»
Έψαξε με τα μάτια, μα θέση δεν βρισκόταν πουθενά.
Αντικρίζει τότε τον Διάβολο. Είμαστε, δηλαδή, στην Κόλαση; Ρωτώντας, υποθέτω ότι μπορεί, τυχόν, να υπάρχει κάτι άλλο που να μην είναι Κόλαση; Που από την Κόλαση ν’ απέχει;
Ο Διάβολος ανταποδίδει το βλέμμα στον Μαντελστάμ και του απευθύνει τον λόγο. Ο χρόνος, τον ενημερώνει, δεν του ανήκει. Ούτε καν εκείνος που έζησε. Θα τον σφετεριστεί, μάλλον, κάποιος από «τους ποιητές του μέλλοντος» που θ’ αφιερώσει την έμπνευση και την εκλέπτυνση της ευαισθησίας του στα σοβιετικά στρατόπεδα εργασίας του Μεσοπολέμου. Γιατί, ως γνωστόν, μόνο κατόπιν εορτής κι απέξω απ’ τον χορό είναι δυνατή μια αισθητικοποίηση του τραύματος, της υπέρβασης των ανθρώπινων ορίων, της ακραίας εμπειρίας. Και την εμπειρία του Μαντελστάμ ποιος θα την αγγίξει, αν όχι «κάποιος κακομαθημένος», «κάτοικος μεγαλούπολης του μέλλοντος, από εκείνες με τη φορτική φωτοχυσία»; Κάποιος, δηλαδή, από εμάς;
Μήπως, προοιμιακά σχεδόν, η Ζαφειροπούλου υπαινίσσεται την αγωνία και την απορία της κατά πόσον έχει δικαίωμα να πραγματευτεί εκείνα που συνέβησαν πριν από οκτώ και βάλε δεκαετίες στο Λένινγκραντ, τη Μόσχα, το Βορόνεζ, το Βλαδιβοστόκ; Και μήπως, κατ’ αυτό τον τρόπο, μας προϊδεάζει για τους όρους με τους οποίους θα το πράξει, τον βαθμό της προσωπικής εμπλοκής και την ταχυδακτυλουργία της εξαφάνισης του γράφοντος υποκειμένου;
Ήδη από την αναπάντητη αγόρευση του Διαβόλου προς τον Μαντελστάμ καθίσταται σαφές ότι η Αίθουσα των χαμένων βημάτων θα μπορούσε να διαβαστεί και ως αλληγορία για την όλη ποιητική διαδικασία, από τη σύλληψη μέχρι την πρόσληψή της. Και τι είναι η ποίηση εδώ; Και τι δεν είναι; Φαντασία που αναπληρώνει τις στερήσεις της πραγματικότητας και που μετατοπίζεται, υπερβαίνοντάς την, παρατεταμένη έκλαμψη και περιγραφή λεπτομερής, ενορατική περιπλάνηση και χορογραφία που αποπλανά και που ξανασυστήνεται.
Περιηγούμαστε τη γεωγραφία του βιβλίου, κατονομάζουμε το πάνθεον των οντοτήτων που την κατοικούν, ελπίζουμε σε μια απόδραση από την κριτική, μια περιφρόνηση των ορίων της αναπαράστασης. Τι θα στοιχειώσουμε; Η φωνή που αφηγείται απευθύνεται σ’ ένα δεύτερο πληθυντικό (3):
τεντώνετε αιφνίδια το χέρι έξω απ’ το πορτρέτο σας
και διόλου δεν σας μέλει που σκίζεται ο καμβάς.
Καβάλα στο Θηρίο – ποιο νά ’ναι; Της Ιστορίας; Της τέχνης; Της εξουσίας; Γελάμε στον φακό και εισερχόμαστε
στο Διάστημα,
το σχεδόν άδειο αυτό Μουσείο με τ’ ασημένια εκθέματα
και το ψυχρό του ήθος.
Είμαστε ήδη πεθαμένοι. Μήπως η Ζαφειροπούλου εδώ απευθύνεται στον ίδιο τον Μαντελστάμ; Μα, φυσικά. Και μήπως εδραιώνει τον τόνο της λυτρωτικής ειρωνείας που διέπει κάθε μας προς τα πίσω βλέμμα;
Γίνεται και μυθοπλασία ένστιχη η ποίηση, στη μόνιμη αγωνία, στη μάταιη προσπάθεια για την αναστροφή της φθοράς, της αταξίας των πραγμάτων, την επαναφορά τους σε μια προτέρα ιδεατή κατάσταση, τη μη αποδοχή του ζόφου. Και τι μας λέει η ποίηση, αν όχι ότι ο ζόφος είναι παντού; Αν όχι, πως η κάθε εξουσία είναι πανομοιότυπα βαρβαρική; Ότι στη βαρβαρότητα εγκαθιδρύει τη μακροζωία και τη σταθερότητά της; Και τι έχει να μας δώσει η ποίηση, αν όχι ένα νοερό τηγανητό αυγό, να μας στυλώσει για τον μακρύ, αβέβαιο, μοναχικό μας δρόμο (4);
Στα συμφραζόμενα της αργυρής γενιάς του, πάνω στη σκακιέρα της Ιστορίας και των προδιαγεγραμμένων κινήσεων, ο Μαντελστάμ, άλλοτε Ρώσος, άλλοτε Εβραίος, αγωνιζόμενος ή παραιτούμενος, παραβαίνει εντέλει τους κανόνες με το αυτεξούσιο της ακινησίας (5),
όρθιος, καρφωμένος κι άταφος.
Ωραίος όχι.
Αλλά απ’ τη σήψη ανέγγιχτος.
Κι από ένα πρόγευμα στη χλόη, που απολαμβάνει μια Δύση στρουθοκάμηλος, ώς τα τοπία γκροτέσκας ουτοπίας, με την Ισχύ ως «κάτι κάθετο μπηγμένο στο λιβάδι» (7) και πέρα από «τις πράξεις της σειράς», που απαρνιέται (8):
Πίσω από τα γραφεία και τους σωρούς χαρτιών στο δάπεδο
στέκει μια Καταδίκη ή το ομοίωμά της
μ’ ένα άγνωστό μου όργανο στο υψωμένο χέρι.
Έχει στήθη γυμνά και μια ποδιά βαρβαρικής ωραιότητας.
Αν ψαύσεις με τα χείλη σου τα στήθη κι αφήσεις κάτι στην ποδιά,
η Καταδίκη παίρνει πνοή και κατεβάζει το υψωμένο χέρι πάνω σου.
Η κεφαλή σου θα κυλήσει μακριά.
Τσακίσου όλος ντροπή, σαν να σου ξέφυγε μια μπάλα μέσα σε μαγαζί με γυαλικά.
Πρόλαβέ τη σκυφτός, καθώς περνά ανάμεσα στα πόδια της θεάς.
Ένοχα μάζεψέ την κάτω από τη μασχάλη και ξαναφόρα τη στα γρήγορα.
Η ποίηση καταλυτική, φευγαλέα, στιγμιαία δυνατή, ένδοξα αυτοκαταστροφική εναντίον της εξουσίας. Και σήμερα; Τι δύναμη μπορεί να δικαιούται; Απολαμβάνει κάποιο κύρος; Τίθεται αντιμέτωπη με μια εξουσία απρόσωπη, που, έστω κι αν έχει την πυξίδα της στραμμένη προς το ανελεύθερο, με τρόπο πλάγιο απειλεί και καταστέλλει. Και η ποίηση; Στην κατάμεστη έρημο της ψηφιακής συνθήκης, μας λέει η Ζαφειροπούλου (10),
Έστειλα 14 στίχους σε δύο χιλιάδες διευθύνσεις.
Έλαβα την απάντηση και την έμαθα απέξω:
Λόγω μεγάλου αριθμού παραληπτών, το μήνυμά σας κατατάχθηκε στα spam.
Ως τελευταίος των ηρώων, «ο ποιητής στην άκρη του χάρτη/ έχει την πλάτη γυρισμένη στον κρατικό μηχανισμό», «στρέφει τη ράχη του στο Κράτος και στη Βία» (11), προσβλέπει στον ζωντανό, ακόμη, Προμηθέα. Εμείς, όμως, πού ζούμε; Στο όνομα τίνος θα μιλήσουμε; Τι θα είχαμε σήμερα να πούμε για τα πεπρωμένα του κόσμου και για τα θλιβερά του πεπραγμένα; Με τη συνείδηση μιας πληθυντικής ματαίωσης, εν μέρει μόνο λυτρωμένης, εμποτισμένη καθώς είναι από τα νάματα του αυτοσαρκασμού, η Ζαφειροπούλου αποφαίνεται (12):
Ξέρετε, είναι για μας φθινόπωρο. Η εποχή των όψιμων καρπών.
Ή και των μαραμένων.
Λύκοι την πύλη δεν περνούν. Μονάχα εγγόνια.
Δυσφορεί ο δυτικός με τον εαυτό του, με τον τόπο, «γυρνά σαν το στοιχειό μέσα στο σπίτι/ και αμφισβητεί ό,τι κι αν δει μπροστά του» (13). Ονειρεύεται μια υπόσταση έξω από το εδώ και το τώρα.
...όσοι ποτέ δεν μου επιτρέπουν να μεταμορφωθώ,
όσοι αχρηστεύουν κάθε θαύμα που δεν μπορώ να αφηγηθώ,
το άρρητο που δεν μπορώ να αποδείξω,
μόνο και μόνο για να μπορούν να λένε – σε γνωρίζω,
διαβάζουμε στο κομβικό παράθεμα του Max Frisch (15) και η Αίθουσα των χαμένων βημάτων μάς ξεκλειδώνεται ως ποιητική τέχνη που παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της, δεν καταδέχεται την ευκολία, αποφεύγει τη μυθολογία του προσωπικού βιώματος και τον ναρκισσισμό της εξομολόγησης. Εδώ δεν έχει φυγή, έχει δρόμο αντοχής μες σε στάδιο. Ο προφήτης Δανιήλ και ο μάντης Τειρεσίας βρίσκονταν εξαρχής μέσα στο μπαρ.
Κι αφού έχει λίγα να μας δώσει η μεταφυσική εκτός απ’ την υπόσχεση της Κόλασης, αφού είναι μάταιη η άνοδος «στον άμβωνα της δυστυχίας» (18) κι η εμμονή στην όποια στάση, αφού όλα έχουν πάει, όντως, στραβά, αφού ώς και η τυχαιότητα αναιρείται, θ’ αναζητήσουμε, ανάμεσα στον Λάζαρο και τον Ορφέα, έναν στέρεο μύθο ή, έστω, τη συμφιλίωση με την απουσία του;
Λίγο πριν από την «κοφτή χειρονομία» της κατάληξης, θα εντοπίσουμε όλη μας την ελπίδα, όλο μας το νόημα στον προτελευταίο ασκεπή λυγμό του βιβλίου (25):
Ένα πακέτο μέλλουσα ζωή
ριγμένο αφρόντιστα κάτω απ’ το δέντρο.
Και προμηνύεται βροχή, ίσως χαλάζι.
Μα ποιος ανόητος το παράτησε –
το πήρα και το φύλαξα στον πύργο, εκείνον που έχτισα σε πείσμα του καιρού.
Εκεί φυλάω τα τρία λεπτά διασημότητας της άνοιξης,
κάθε μαύρο φτερό ξεριζωμένο σε αψιμαχία κοράκων.
Γράφω μ’ αυτό χωρίς μελάνι.
Μπορεί οι σελίδες του παρόντος να παραμένουν άδειες,
μα δεν θ’ αφήσω να σκορπίσουν στον άνεμο του μέλλοντος.
Όταν θελήσω ν’ αλλάξω μορφή,
θα τυλιχτώ γυμνός μ’ ένα σεντόνι,
θα περπατήσω πάνω απ’ το λιβάδι χωρίς τους μίσχους να τσακίζω
και στη σκοπιά θ’ αφήσω τον επόμενο.