Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να ερμηνεύσεις το θρυλικό «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι».
Μπορείς να το αδράξεις με τις αρπάγες της μαρξιστικής ανάλυσης και να το δεις σαν ένα σαρδόνιο σχόλιο πάνω στον «βιασμό» του προλεταριάτου από τη μπουρζουαζία, μια αλληγορία για τις παραγωγικές σχέσεις που η αστική τάξη μεταμφιέζει σε συναινετική ερωτική πράξη ενώ δεν είναι παρά κτηνώδης επιβολή του εξουσιαστή στον εξουσιαζόμενο. Παραμένοντας στην πολιτική διάσταση του έργου, πρόκειται, μήπως για τον πολιτισμικό βιασμό της Γηραιάς Ηπείρου από την Αμερική; Για έναν ψευδαισθησιακό έρωτα και πάλι, ανάμεσα σε δύο αντίθετες κοσμοθεωρίες και κουλτούρες, που καταλήγουν στην αισθητική, πνευματική, ηθική διακόρευση της μιας από την άλλη;
Μπορείς να το πιάσεις στα δίχτυα της ψυχαναλυτικής σημειολογίας και να το αντιμετωπίσεις ως κινηματογραφικό σχόλιο στη γνωστή, ακραία πεσιμιστική, ρήση του Λακάν: «έρωτας σημαίνει να δίνεις κάτι που δεν έχεις σε κάποιον που δεν το θέλει». Να σκεφτείς ότι μιλάει για το Πραγματικό της σεξουαλικότητας εν αντιθέσει με το αφηρημένο του έρωτα και της αγάπης, για το εγωιστικό στοιχείο της ηδονής που απομακρύνει τους εραστές, που στην ύψιστη στιγμή της τους αποσπά στο εσωτερικό της ιλιγγιώδους ατομικής τους απόλαυσής αντί να τους φέρνει πιο κοντά, τους διαχωρίζει αντί να τους ενώνει.
Μπορείς να το διαλύσεις μέσα στο εννοιολογικό οξύ του υπαρξισμού και να αποφασίσεις ότι μιλάει για την απελευθέρωση γενικά ή ειδικά (από τη φυλακή της απώλειας στην περίπτωση του ήρωα του Μπράντο, από τις αστικές ρομαντικές ψευδαισθήσεις στην περίπτωση της ηρωίδας που υποδύεται η Μαρία Σνάιντερ — η βία λοιπόν, «αυτή η ανυπομονησία για ελευθερία» όπως έλεγε ο Σαρτρ, θα προέκυπτε έτσι ως αναγκαίο αποτέλεσμα της διαλεκτικής μιας διαδικασίας απελευθέρωσης). Ότι οραματίζεται έναν άνθρωπο χωρίς Θεό και Νόμο, επιτέλους λυτρωμένο από τις χριστιανικές ηθικές προκαταλήψεις, σκληρό και ανελέητο, κυρίως με τον εαυτό του («ικανό να διατάζει» θα έλεγε ο Νίτσε), ζωώδη και περήφανα σωματικό, έχοντας την ηγεμονική του σάρκα ως έμβλημα κι αντίδοτο στο δηλητήριο της συνείδησης.
Μπορείς να πεις κι άλλα πολλά. Όπως κι αν διαλέξεις να το ερμηνεύσεις, όμως, αυτό θα ανθίσταται αιωνίως στις απόπειρες απόλυτης —ορθολογικής— κατανόησης. Όπως όλα τα μεγάλα έργα τέχνης, ξεφεύγει και θα ξεφεύγει πάντα από όλα όσα λέμε γι’ αυτό, από όλα όσα κατανοούμε, από όλα όσα θέλουμε να είναι. Οι στρατηγικές εξοικείωσης με τις οποίες προσπαθούμε να το προσεταιριστούμε, δεν θα μπορέσουν ποτέ να το εξαντλήσουν. Πάντα κάτι περισσότερο, πάντα κάτι παραπάνω θα υπάρχει που ακόμα δεν βλέπουμε — όπως στον έρωτα. Και το «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» είναι πρωτίστως μια σπαρακτική ερωτική ιστορία. Και μάλιστα πολύ πιο ρομαντική απ' όσο πιστεύουν οι πολλοί. Όσοι δεν είδαν σ' αυτό τίποτα περισσότερο από ένα πορνογράφημα με καλλιτεχνική επίφαση, ένα κενό κέλυφος χωρίς πνευματικό περιεχόμενο, δεν έχουν ιδέα, δεν καταλαβαίνουν το παραμικρό από έρωτα.
Διότι δεν υπάρχει τίποτα πιο πνευματικό, επί της ουσίας εσωτερικό και βαθύ, από τον σαρκικό έρωτα. «Το δέρμα είναι το βαθύτερο σημείο του σώματος» έγραφε ο Βαλερύ. Στο δέρμα του καθενός πλέει η ψυχή του, ατέρμονα, εσαεί, κάθε στιγμή για όσο ανασαίνει («με τη σάρκα του, δηλαδή την ορατή ψυχή του» λέει κάπου ο Κωστής Παπαγιώργης). Τίποτα πιο ιερό από το κορμί, λοιπόν, αυτό το απόμερο ξωκκλήσι του σύμπαντος, το πνευματικό αγλάισμα της ύλης. Τίποτα πιο καθαγιασμένο και θεϊκό από τις εκδηλώσεις του κορμιού, τις ηδονές και τις οδύνες του, τις κραυγές και τα άσματά του. Ο Μπερτολούτσι αναρωτιέται μέσω των ηρώων του : είναι τελικά η ψυχή μια περιπέτεια της σάρκας ή η σάρκα μια περιπέτεια της ψυχής;
Και τα φιλοσοφικά ερωτήματα δεν σταματούν. Ο Paul του Μπράντο κάνει σεξ για να μην πεθάνει, για να μην τον καταπιεί το πένθος του και τον εξαχνώσει ή για να πεθάνει πιο σίγουρα, να καταποντιστεί βαθύτερα μέσα του, να μπορέσει μέσω της ηδονής να βυθιστεί καλύτερα στη μοναξιά του και να της επιτρέψει να τον κατασπαράξει; Κανείς δεν μπορεί να το πει με βεβαιότητα. Το σίγουρο είναι ότι αυτό το θηρίο που σφαδάζει και αλυχτά, που σκαρφαλώνει στις απότομες πλαγιές της ερωτικής παραφοράς για να πέσει με το κεφάλι στο κενό, που παραληρεί από πόνο, που λεηλατεί το κορμί της ερωτικής του συντρόφου σαν από μηδενιστική επιθυμία να εκδικηθεί την Ομορφιά, που βρίζει μια νεκρή (σε μία από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές στην ιστορία του σινεμά), δεν απολαμβάνει : εξαγοράζει μέσω του σώματος το δικαίωμα να κηδέψει την ψυχή του.
Ο Μάρλον Μπράντο εδώ είναι λιγότερο άνθρωπος και περισσότερο σύμβολο της οικουμενικής θλίψης για το αναπόδραστο της θνητότητας, ενσαρκώνει την τραγωδία που αποτελεί ο θάνατος όταν αγαπάς αληθινά. Διότι η αγάπη είναι αίτημα αιωνιότητας και ο θάνατος λέει όχι σε εκείνον που απαιτεί η αγάπη να κρατήσει για πάντα (μια τραγωδία που εξερεύνησε σε όλες τις πτυχές της η ομορφότερη, κατά την προσωπική μου άποψη, ταινία των 00's: εκείνο το ηφαιστειακά συναισθηματικό "The Fountain" του Ντάρεν Αρονόφσκι). Εξπρεσιονιστικός όπως η μεγαλειώδης φωτογραφία του Βιτόριο Στοράρο (η οποία μετατρέπει όλο το φιλμ, ακόμα και τους ήρωες, σε παιχνίδι του φωτός - όλοι μας άλλωστε είμαστε παιχνίδια του φωτός, γι'αυτό το σινεμά μιλάει τόσο βαθιά στην ψυχή μας : είναι η τέχνη που το καταλαβαίνει αυτό καλύτερα κι από τη ζωγραφική), στην κορυφαία, ίσως, ανδρική ερμηνεία από καταβολής κινηματογράφου, αυτός ο γίγαντας της υποκριτικής γίνεται ολόκληρος το πύρινο μετείκασμα ενός πένθους οργισμένου, διαχρονικού, που μένει ανεξίτηλα χαραγμένο στον αμφιβληστροειδή και την καρδιά.
«Δεν αγαπώ τον άνθρωπο, αγαπώ αυτό που τον καταβροχθίζει», λέει ο Αντρέ Ζιντ. Το ίδιο θα μπορούσε να υποστηρίξει κι ο Μπερτολούτσι εδώ. Γιατί, από κάθε άποψη, περί αγάπης πρόκειται στο «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι». Όσοι, όμως, αντιλαμβάνονται την αγάπη αποκλειστικά ως γαλήνη ψυχής, πραότητα, καταλάγιασμα παθών και ραστώνη των νεύρων, θα σοκάρονται πάντα από την φαινομενική αγριότητα (φαινομενική γιατί το σκληρό προσωπείο του Paul παλεύει να μασκαρέψει μια τρικυμιώδη τρυφερότητα) αυτής της καταραμένης αγάπης. Η αλήθεια της σπουδαίας ερωτικής ιστορίας του Μπερτολούτσι, βρίσκεται πιο κοντά σ’ αυτό που υπονοούν οι ακόλουθοι στίχοι του Τζον Ντον:
«Λαχταρώ να μιλήσω με το φάντασμα κάποιου παλιού εραστή, που πέθανε πρωτού ο θεός της Αγάπης γεννηθεί».
Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται; Ε λοιπόν, φαίνεται πως όχι πάντα.